Ιστορικό πλαίσιο
Ο Αντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε το 1891 στη Σαρδηνία, μια από τις φτωχότερες επαρχίες της Ιταλίας. Με πολλές δυσκολίες κατάφερε να τελειώσει το Γυμνάσιο και κέρδισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο – το Τουρίνο ήταν το κέντρο της ιταλικής βιομηχανίας και αναδυόμενου εργατικού κινήματος. το οποίο αναπτύσσονταν εκείνη την περίοδο. Οι εμπειρίες του και οι αντιλήψεις του διαμορφώθηκαν μέσα σ’ ένα κλίμα βιομηχανικής ανάπτυξης. Η Ιταλία εκείνη είχε κάνει ήδη την πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την ενοποίησή της. Πρόκειται για μια χώρα, που χαρακτηρίζεται από μεγάλο χάσμα ανάπτυξης ανάμεσα στο Νότο και στο Βορρά, με πολλές τοπικές διαφοροποιήσεις σε θέματα διαλέκτου, παραδόσεων και με ιστορικές εμπειρίες ξένης κατάκτησης σε κάποια εδάφη της.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η χώρα αυτή κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να γίνει μια βιομηχανική και «μοντέρνα» χώρα, βασιζόμενη στο μοντέλο ανάπτυξης, που είχαν εφαρμόσει οι κεντρικές Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία κι η Γερμανία. Γι’ αυτό άρχισε να εφαρμόζει ένα θετικιστικό μοντέλο οργάνωσης στις επιστήμες, στην τεχνολογία και στην εκπαίδευση, με παράλληλη επιστημονική οργάνωση της εργασίας στα πρότυπα του Τεϋλορισμού και του Φορντισμού**. Μέχρι την έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου είχε καταφέρει, σε κάποιο βαθμό, να καλύψει την απόσταση, που τη χώριζε από τις άλλες βιομηχανικές χώρες.
Παράλληλα, από τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, αρχίζει να καθιερώνεται στις βιομηχανικές χώρες (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) η υποχρεωτική εκπαίδευση. Αυτή η κατάκτηση φαίνεται δημοκρατική, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μια έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στους διάφορους τύπους σχολείων που λειτουργούσαν. Υπήρχαν σχολεία τα οποία προορίζονταν για την φοίτηση των παιδιών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και εφάρμοζαν ένα πρόγραμμα γενικής παιδείας και υπήρχαν άλλα στα οποία επρόκειτο να φοιτήσουν κυρίως τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Στα σχολεία αυτά έδιναν σημασία, κυρίως, στην τεχνική και επαγγελματική μαθητεία, με σκοπό την προετοιμασία αυτών των παιδιών για την ένταξη στην αγορά εργασίας, όπως αυτή διαμορφώνονταν τότε.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, με τις συνεχείς ήττες της, άρχισε να εμφανίζεται ένας ανταγωνισμός, μεταξύ των πολιτικών τάσεων, που εκπροσωπούσαν την παλιά φεουδαρχία και των νέων τάσεων, που προέκυψαν μέσα από τη βιομηχανική οργάνωση της παραγωγής. (Attilio Monasta, 2000)
Αυτή την περίοδο ο Γκράμσι εντάσσεται πολιτικά στο σοσιαλιστικό κόμμα, που αργότερα μετεξελίχθηκε σε Κ.Κ.Ι. Αρθρογραφεί στα έντυπα του κόμματος και αρχίζει να εξελίσσεται σε ηγετική φυσιογνωμία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) το Κ.Κ.Ι. παίρνει μέρος στην ιδεολογική και πολιτική διαμάχη διάφορων τάσεων, που υπάρχουν και αναπτύσσονται στα σοσιαλιστικά κόμματα του ευρωπαϊκού χώρου. Στην Ιταλία παίρνει τη μορφή της αντιπαλότητας μεταξύ των «ρεφορμιστών» και των «εθνικιστών». Μέρος των τελευταίων συνέβαλαν στη δημιουργία της φασιστικής τάσης, η οποία κατέλαβε την πολιτική εξουσία. Το 1928 ο Γκράμσι καταδικάζεται σε φυλάκιση και πεθαίνει στη φυλακή το 1937. Μέσα από τη φυλακή γράφει για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Gentile και ολοκληρώνει, όσο του επέτρεπαν οι συνθήκες, την αντίληψή του για την έννοια της ηγεμονίας. Το αποτέλεσμα ήταν 2.848 χειρόγραφες σελίδες, που είναι γνωστές ως τα «Τετράδια της Φυλακής».
Τα κείμενα αυτά μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ακολούθησαν τη δική τους περιπέτεια. Το 1947 εκδίδονται μέσα σ’ ένα κλίμα, όπου ο Γκράμσι γίνεται σύμβολο του αγώνα κατά του φασισμού, ιδιαίτερα από τα μεταπολεμικά αριστερά κόμματα της Ιταλίας. Τα γραπτά του αλλοιώνονται και παραφράζονται, και τελικά το 1975 εκδίδονται στην αρχική τους μορφή, χωρίς παραλείψεις ή προσθέσεις. Ο Ιταλός στοχαστής, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε παρακάτω, κατάφερε να αναπτύξει, χωρίς, όμως, να προλάβει και να τη συστηματοποιήσει, μια ολοκληρωμένη εκπαιδευτική θεωρία, απομακρυσμένη από το θετικισμό όσο και από το μηχανιστικό ντετερμινισμό, που χαρακτήριζε τον «επίσημο» μαρξισμό.
Μέσα από τα κείμενα, που έγραψε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του διακρίνεται μια διεισδυτική και πρωτότυπη ματιά τόσο στα εκπαιδευτική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, όσο και σε ζητήματα φιλοσοφικά της εποχής, που έχουν ως κεντρική θεματική τον άνθρωπο και την πορεία του μέσα στην ιστορία. Η κριτική του αφορά την ιταλική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1923 (μεταρρύθμιση Gentile) κι επεκτείνεται στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής. Ταυτόχρονα, ασκεί κριτική στις επικρατούσες φιλοσοφικές αντιλήψεις του φασιστικού καθεστώτος για τον άνθρωπο, την ιστορική εξέλιξη, την Παιδεία, τη μάθηση και την ιδεολογία.
Στην Ιταλία του μεσοπολέμου γίνεται προσπάθεια η εκπαιδευτική πραγματικότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας και της ανάπτυξης στις νέες συνθήκες που παρουσιάζονται. Το εκπαιδευτικό σύστημα, του φασιστικού καθεστώτος εμφανίζεται ως δημοκρατικό, και στηρίζεται θεωρητικά στις έννοιες του ιδεαλισμού, εκπρόσωπός του οποίου ήταν και ο Giovanni Gentile. Κυριαρχεί η έννοια του «αυθορμητισμού», δηλαδή της «ελεύθερης» ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Θα περίμενε κανείς σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς να υπάρχει έντονη καταπίεση και πνεύμα αυθεντίας, κάτι που δεν υπήρχε στο ιταλικό σχολείο εκείνης της εποχής. Πίσω από αυτούς τους σχεδιασμούς υπάρχει ένας κρυφός στόχος, τον οποίο πρώτος τον αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι. Το να αφήσουμε τα παιδιά στον «αυθορμητισμό» τους σημαίνει ότι αυτά ήδη είναι σχηματοποιημένες μικρογραφίες ενηλίκων και μένει να ξεδιπλώσουν τα χαρίσματα, που κρύβουν μέσα τους. Παραβλέπεται το πολιτιστικό και μορφωτικό κεφάλαιο του κάθε παιδιού κι έτσι τα «χαρίσματα» και οι ικανότητες των παιδιών από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις περιορίζονται, σχεδόν πάντα, στη χειρωνακτική εργασία.
Ως εκ τούτου η μεταρρύθμιση Gentile, είχε ως βασικό στόχο την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, αφού τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, στο συγκεκριμένο σύστημα εκπαίδευσης, θα εμφανίζονταν, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, ότι «δεν παίρνουν τα γράμματα». Οι κριτικές παρατηρήσεις του Γκράμσι έχουν ως αφορμή αυτή τη μεταρρύθμιση και επεκτείνονται στην φιλοσοφική αποτύπωση αυτής της ιδεολογίας.
Ως εκ τούτου η μεταρρύθμιση Gentile, είχε ως βασικό στόχο την αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων, αφού τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, στο συγκεκριμένο σύστημα εκπαίδευσης, θα εμφανίζονταν, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, ότι «δεν παίρνουν τα γράμματα». Οι κριτικές παρατηρήσεις του Γκράμσι έχουν ως αφορμή αυτή τη μεταρρύθμιση και επεκτείνονται στην φιλοσοφική αποτύπωση αυτής της ιδεολογίας.
Η επίδραση της φιλοσοφίας της πράξης στη διαμόρφωση των παιδαγωγικών απόψεων του Γκράμσι
Σημείο εκκίνησης στη διαμόρφωση αυτής της φιλοσοφίας είναι η απόρριψη της όποιας απόλυτης φιλοσοφίας, είτε αυτή είναι αφηρημένη είτε θεωρητική. Η Φιλοσοφία της πράξης, που επεξεργάζεται στα κείμενά του, ξεκινά από το ό,τι όλοι οι άνθρωποι είναι κατά κάποιο τρόπο φιλόσοφοι, για το λόγο ότι ενεργούν ακολουθώντας κάποιους κανόνες, οι οποίοι προέρχονται από μια δική τους αντίληψη για τον κόσμο.
Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφικής προσέγγισης εντοπίζεται αρχικά η απλή μορφή του λαϊκού κοινού νου και τα ερωτήματα που προκύπτουν παίρνουν τη θεωρητική τους μορφή από τους διανοούμενους, που θα προκύψουν από το λαό. Στο σχηματισμό και στη λειτουργία αυτών των διανοουμένων θα αναφερθούμε και παρακάτω. Η αντίληψη της φιλοσοφίας της πράξης είναι η διαρκής εξέλιξη, στο βαθμό που εξελίσσεται η γενική ιστορία, δηλαδή οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις στα πλαίσια των οποίων ζουν οι άνθρωποι.
Η φιλοσοφία της πράξης διαμορφώνει μια κριτική στάση απέναντι στις προηγούμενες μορφές φιλοσοφικής σκέψης και συνδέει τη θεωρία με την πράξη, δηλαδή την ύλη με το πνεύμα. Αυτή η ενότητα ύλης και πνεύματος δεν είναι κάτι καινούριο στην ιστορία της σκέψης, εκφράστηκε και από άλλους φιλοσόφους (Vico). Στην πορεία της ιστορίας διαχωρίστηκε ξανά στις διάφορες μορφές του υλισμού και του ιδεαλισμού.
Η φιλοσοφία της πράξης διαμορφώνει μια κριτική στάση απέναντι στις προηγούμενες μορφές φιλοσοφικής σκέψης και συνδέει τη θεωρία με την πράξη, δηλαδή την ύλη με το πνεύμα. Αυτή η ενότητα ύλης και πνεύματος δεν είναι κάτι καινούριο στην ιστορία της σκέψης, εκφράστηκε και από άλλους φιλοσόφους (Vico). Στην πορεία της ιστορίας διαχωρίστηκε ξανά στις διάφορες μορφές του υλισμού και του ιδεαλισμού.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας της πράξης είναι ο ιστορικός σχετικισμός της. Δεν υπάρχει αιώνια και απόλυτη αλήθεια, ως αληθινό θεωρείται το βίωμα του κάθε ανθρώπου στη δεδομένη ιστορική στιγμή. Αυτή την«αλήθεια» καθορίζουν οι όροι της κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου, χωρίς αυτό να συνειδητοποιείται πάντα από τον ίδιο. Η «αλήθεια» εμφανίζεται ως ιστορικό προϊόν και παίρνει τη σημασία της, όταν τη διαβάζουμε ιστορικά, δηλαδή μέσα στα πλαίσια του εκάστοτε ιστορικού και κοινωνικού σχηματισμού. Διαφορετικά ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα γεννούν και διαφορετικές «αλήθειες».
Η «πράξη» δεν είναι μια αόριστη συμπεριφορά, είναι η δράση η οποία προκύπτει ύστερα από κάποιες εκτιμήσεις και κάποια ιστορικά διαμορφωμένη βούληση. Η δράση του ανθρώπου πάνω στη φύση έχει σκοπό την οικοδόμηση μιας πιο πρακτικο-αξιολογικής γνώσης, μιας γνώσης δηλαδή χρήσιμης για τη ζωή. Η πράξη στηρίζει τη διαλεκτική ενότητα της δομής και της υπερδομής και εμφανίζεται ως το ενοποιητικό τους στοιχείο.
Ο ίδιος ο Γκράμσι φαίνεται να κινείται διαλεκτικά ανάμεσα στη δομή και στο εποικοδόμημα ομως η προβληματική του εντοπίζεται περισσότερο στην έννοια του εποικοδομήματος, χωρίς να το ξεκαθαρίζει εννοιολογικά, όπως, επίσης, διαφαίνεται μια ανησυχία στο να εξασφαλίσει μια αυτονομία του εποικοδομήματος από τη δομή. Σ’ αυτό το σημείο διαχωρίζεται από τον κλασικό Μαρξισμό με το να θεωρεί την υπερίσχυση του ουμανιστικού παράγοντα (δηλαδή του συστήματος αξιών της ουμανιστικής κουλτούρας, που είναι στοιχείο του εποικοδομήματος) έναντι του οικονομικιστικού. Έτσι, η φιλοσοφία της πράξης δεν αντιμετωπίζει ιδεαλιστικά – μεταφυσικά την πραγματικότητα, αλλά την αναγάγει σε ιστορία ή ιστορικότητα, συνδέοντας την με τις ιστορικές συνθήκες που τη δημιούργησαν. Με αυτή την έννοια, η κουλτούρα εκφράζει και αποτυπώνει τις σχέσεις των ανθρώπων στο πέρασμα της ιστορίας.
Η αντίληψη της δομής στον Γκράμσι είναι ιστορική και σε διαρκή κίνηση. Αντιλαμβάνεται τη δομή ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο κινούνται ή δρουν οι άνθρωποι. Επομένως, η φιλοσοφία της πράξης δεν είναι η διατύπωση μιας αντίληψης του κόσμου, με την παραδοσιακή έννοια ενός οργανικού συστήματος δογμάτων. Πρόκειται για μια αντίληψη του κόσμου με την έννοια της συνειδητοποίησης της αντιφατικής διαδικασίας του πραγματικού. Αυτή η συνείδηση ως κριτήριο οργάνωσης μπορεί να γίνει γνώση και δράση σ’ έναν λαό. Έτσι, αυτή η φιλοσοφία πλησιάζει τον άνθρωπο με τα πραγματικά και συγκεκριμένα προβλήματά του, αποκτά συνείδηση αυτών και τα μελετά εντάσσοντάς τα μέσα στην ιστορική διαδικασία και τα λύνει στα πλαίσιά της. Η εκπαίδευση συνδέεται με τη φιλοσοφία της πράξης, αφού εξηγεί το πώς σχηματίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου. Η ανάλυση οδηγεί στον ιστορικό προσδιορισμό της «φύσης» του ανθρώπου και του ρόλου στην κοινωνία και την ιστορία.
Οι ιδεολογίες σ’ αυτό το σχήμα αποδεικνύονται η «αληθινή» φιλοσοφία, επειδή αυτές οδηγούν το λαό στην ουσιαστική δράση, στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Σκοπός της φιλοσοφίας της πράξης είναι λοιπόν να βοηθήσει το λαό ν’ αποκτήσει μια ανώτερη αντίληψη της ζωής, αφού αυτή επιδιώκει μια ηθική μεταρρύθμιση με σκοπό την εξύψωση της κριτικής αυτογνωσίας των λαϊκών τάξεων.
πηγή:Ερανιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου