του Αλέξη Ξιφαρά
«…αν παρ’ όλα αυτά δεν απελπίζομαι αυτό οφείλεται στο ότι ακριβώς αυτή η απελπιστική κατάσταση με γεμίζει με ελπίδα»
Καρλ Μαρξ, επιστολή προς τον Arnold Ruge το Μάη του 1843
Οι περισσότεροι αναγνώστες διαβάζοντας τον κεντρικό τίτλο του άρθρου θα εκλάβουν την λέξη «ουτοπία» ως παραδοχή από την πλευρά του συγγραφέα ότι οι ακόλουθες δύο λέξεις, «δημοκρατία» και «κόμμα», είναι ασύμβατες, αντίθετες, ότι τοποθετημένες μαζί αποτελούν ένα οξύμωρο σχήμα. Με άλλα λόγια ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ασπάζομαι αυτή την μονοδιάστατη ερμηνεία της ουτοπίας. Είναι γεγονός ότι η ουτοπία ως λέξη στα περισσότερα λεξικά εξισώνεται με το φαντασιοκόπημα, με το ανέφικτο, με τη φαντασιοπληξία, με ένα όνειρο χωρίς επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα.
Για να δούμε, όμως, ετυμολογικά την λέξη. «Ου-», δηλαδή όχι, δεν και «-τόπος», δηλαδή χώρος, μέρος. Κυριολεκτικά σημαίνει το μη-υπάρχον μέρος. Αυτό που ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί. Από την ίδια την λέξη δεν προκύπτει η ματαιότητα της προσπάθειας για την υλοποίηση της. Η ίδια η λέξη είναι «αθώα». Συνεπώς οι ένοχοι πρέπει να αναζητηθούν κυρίως ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την αρνητική συνδήλωση και φόρτιση της ουτοπίας στο κοινωνικό φαντασιακό, δηλαδή σε όσους έχουν φροντίσει να υιοθετήσουν και να προωθήσουν τη λογική του τέλους της Ιστορίας (Francis Fukuyama) και του τέλους των ιδεολογιών (προκειμένου να επικρατήσει η δική τους-Daniel Bell), αλλά και σε όσους δυστοπιστές, όπως ο Huxley και ο Orwell, καλλιεργούν τη μοιρολατρία μέσω της προβολής ενός δυσοίωνου και απόλυτα αναπόφευκτου μέλλοντος.
Στη πραγματικότητα ο ουτοπικός στοχασμός, όπως μας εξηγεί ο Ernst Bloch, ήταν ανέκαθεν ένα οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, μια διαχρονική υπαρξιακή του ανάγκη για να αναπτύσσεται και να προοδεύει.[i]
Αναλογιστείτε τώρα πως θα αντιδρούσε ο κομματικός μηχανισμός ενός τυπικού λενινιστικού κόμματος όταν θα άκουγε τα παραπάνω. Άμεσα θα κατηγορούσε τους Μαρξ και Ένγκελς για «μικροαστισμό» και θα τους χαρακτήριζε «λακέδες της μπουρζουαζίας». Έπειτα θα προχωρούσε με συνοπτικές διαδικασίες στη διαγραφή τους.
Βέβαια τα «θανάσιμα αμαρτήματα» (για τους λενινιστές) των Μαρξ και Ένγκελς δεν σταματούν εδώ. O Μαρξ τόλμησε, κάποια στιγμή, να μην ακολουθήσει την κομματική γραμμή της Διεθνούς:
« Όσο για μένα, σαν μέλος του γενικού Συμβουλίου, θα πρέπει να πάρω μια θέση μη-κομματική απέναντι στις διάφορες οργανωμένες εργατικές ομάδες. Η επιλογή των ηγετών τους είναι δική τους υπόθεση και όχι δική μου.» [xiii]
Οι παραπάνω απόψεις των κλασσικών κινούνται στην ίδια γραμμή σκέψης με τις θέσεις που είχαν διατυπώσει στο «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» το 1848. Ιδού τι έγραφαν τότε για το κομμουνιστικό κόμμα:
«Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν κανένα ιδιαίτερο κόμμα απέναντι στ' άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του… Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος. Ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ο ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.»[xiv]
Παρατηρούμε ότι η αντίληψη τους για το κόμμα, στα βασικά της σημεία, έμεινε αναλλοίωτη μέχρι το τέλος της ζωής τους. Για τους Μαρξ και Ένγκελς το κόμμα συμβάλει αποφασιστικά στην μετατροπή των προλετάριων από «τάξη καθ΄αυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της». Δηλαδή το κόμμα παίζει κορυφαίο ρόλο στην διαδικασία αφύπνισης της εργατικής τάξης μέσω της συνειδητοποίησης των συμφερόντων της και των ταξικών της εχθρών. Το κόμμα, όμως, διαφέρει ριζικά από το Κόμμα (με κεφαλαίο). Η ιδέα ότι η εργατική τάξη εξαρτάται για την απελευθέρωσή της από ένα «Κόμμα» που διατείνεται ότι έχει τη μόνη σωστή επιστήμη και ιδεολογία, ήταν για τον Μαρξ όχι μόνο ξένη, αλλά πολύ περισσότερο το εν λόγω «Κόμμα» ήταν, γι’ αυτόν, ο ορισμός της σέχτας. Ιδού τι έλεγε:
«Η σέχτα βρίσκει τον λόγο ύπαρξής της στον τίτλο τιμής της, και αυτόν τον τίτλο τιμής τον αναζητά όχι στα όσα έχει κοινά με το ταξικό κίνημα, αλλά στο ιδιαίτερο στοιχείο που τη διαφοροποιεί από το κίνημα». [xv]
Επιπλέον η σκέψη των κλασσικών απέχει πολύ, όπως είδαμε παραπάνω, από το να θεωρούν το «Κόμμα», ως την πεμπτουσία των ταξικών αγώνων, στο οποίο οφείλουν να ομνύουν και να υποτάσσονται οι εργάτες. Κατέκριναν, δε, με έντονο τρόπο την ιδέα ενός υπερσυγκεντρωτικού και στρατιωτικά πειθαρχημένου κόμματος. Θιασώτες του παντοδύναμου κόμματος την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς ήταν φανερά ο Μπλανκί (Blanqui) και υπογείως ο ίδιος ο Μπακούνιν.
Έλεγε, λοιπόν, ο Ένγκελς για τον Μπλανκί και τους οπαδούς του:
«Ο Μπλανκί είναι στην ουσία ένα πολιτικός επαναστάτης. Είναι σοσιαλιστής μόνο μέσω του συναισθήματος, μέσω της συμπόνιας του απέναντι στα βάσανα του λαού, αλλά δεν έχει ούτε σοσιαλιστική θεωρία ούτε συγκεκριμένες πρακτικές προτάσεις για την κοινωνική ανακούφιση. Στη πολιτική του δραστηριότητα υπήρξε κυρίως «άνθρωπος της δράσης», πιστεύοντας ότι μια μικρή και καλά οργανωμένη μειοψηφία, που θα επιχειρούσε ένα ισχυρό πολιτικό χτύπημα τη κατάλληλη στιγμή, θα μπορούσε να συμπαρασύρει τη μάζα του λαού μαζί της μέσω λίγων επιτυχιών στην αρχή πραγματοποιώντας έτσι μια νικηφόρα επανάσταση… Από την υπόθεση του Μπλανκί, ότι κάθε επανάσταση μπορεί να γίνει από το ξέσπασμα μιας μικρής επαναστατικής μειοψηφίας, προκύπτει εκ των πραγμάτων η αναγκαιότητα της δικτατορίας μετά την επιτυχία του εγχειρήματος. Αυτή είναι, φυσικά, η δικτατορία, όχι ολόκληρης της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου, αλλά της μικρής μειοψηφίας που πραγματοποίησε την επανάσταση, και η οποία με την σειρά της είναι οργανωμένη, εξ αρχής, ως δικτατορία ενός ή κάποιων ατόμων». [xvi]
Ο, δε, Μαρξ, όσον αφορά στην Μυστική Συμμαχία μέσα στην Διεθνή, τοποθετούνταν ως εξής:
«[οι Μπακουνικοί θέλουν] να υποτάξουν τη Διεθνή στη μυστική, ιεραρχική και δεσποτική διακυβέρνηση της Συμμαχίας…[σκοπός τους είναι] να μετατρέψουν τη Διεθνή σε μιαν ιεραρχικά συγκροτημένη οργάνωση… που θα υπόκειται σε μια επίσημη ορθοδοξία και σε ένα καθεστώς όχι μόνον αυταρχικό αλλά απόλυτα δικτατορικό…[το κόμμα τους] εμφανίστηκε ευθύς εξ αρχής σαν μια αριστοκρατία στους κόλπους της Ένωσής μας, σαν ένα σώμα εκλεκτών, με το δικό του πρόγραμμα και τα δικά τους προνόμια…[θεμελιωμένο σε μια αυστηρή διαίρεση] σε δύο κάστες, σε μυημένους και κοινά μέλη, σε αριστοκράτες και πληβείους…[λειτουργώντας σαν] ένα νέο ιησουίτικο Τάγμα…[αυτό το κόμμα] των ιερέων μιας απόκρυφης επιστήμης…[του οποίου ο κανόνας συμπεριφοράς συνοψίζεται στη φράση] όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας…[φιλοδοξεί να] διαιωνίσει τη δικτατορία [σ’ έναν] κομμουνισμό του στρατώνα».[xvii]
Οι ομοιότητες με το μπολσεβίκικο, αλλά και μ’ οποιοδήποτε άλλο κλασσικό λενινιστικό κόμμα, είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Αυτές τις μυστικιστικές αντιλήψεις και ελιτίστικες πρακτικές, δηλαδή κάποιων υπεράνθρωπων που θα καθοδηγούν με βάση τις αρχές μιας «απόκρυφης επιστήμης» ένα κόμμα οργανωμένο όπως ένα τάγμα των ιησουιτών, ο Μαρξ τις αποκήρυξε και τις πολέμησε με ζήλο. Στη θέση των πεφωτισμένων ηγετών ο Μαρξ αντιπρότεινε (σύμφωνα με τον Ένγκελς) τα εξής:
«Για την απόλυτη επικράτηση των ιδεών που εκτέθηκαν στο Μανιφέστο, ο Μαρξ βασίστηκε αποκλειστικά στην διανοητική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, όπως αυτή θα προέκυπτε αναγκαστικά από την ενωμένη δράση και συζήτηση».[xviii]
Ο Ένγκελς, δε, πολύ πριν τη μελέτη του Μίχελς, έχοντας αντιληφθεί τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ένας υπερ-συγκεντρωτικός μηχανισμός μέσα στο κόμμα, έλεγε ότι «όσο πιο χαλαρή είναι η οργάνωση, τόσο πιο ισχυρό είναι το κόμμα». Επίσης, πριν από τους ιδρυτές της πολιτικής κοινωνιολογίας (βλ. παραπάνω), είχε εντοπίσει την τάση υποταγής των μελών του κόμματος στη γραφειοκρατία του μηχανισμού και προειδοποιούσε:
«Ας σταματήσουν μια για πάντα οι άνθρωποι να αισθάνονται δέος απέναντι στα στελέχη του κόμματος – τους υπηρέτες τους! Ας αφήσουν αυτή την υποταχτική στάση που παίρνουν μπροστά τους, σάμπως να είχαν να κάνουν με αλάθητους γραφειοκράτες! Να ασκούν κριτική στις ενέργειές τους! Είναι κι αυτό απαραίτητο»[xix]
Παρομοίως έλεγε στον Λίμπνεχτ:
«… θα πρέπει να δείξουμε ότι η ελευθερία της κριτικής ισχύει πάντα και, αν κρίνεται αναγκαίο να προβούμε σε διαγραφές, αυτές θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις προδοσίας και χυδαιότητας, που μπορούν να αποδειχτούν ξεκάθαρα»[xx]
Επαναστατούσε, επίσης, απέναντι στην αυθαιρεσία των ηγετών και των φανατικών ακολούθων τους:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε σας, ανθρώπους του λαού, και τον Πουτκάμερ [υπουργό στα 1881-1888], αν εφαρμόζετε τους αντισοσιαλιστικούς νόμους εναντίον των ίδιων των συντρόφων σας ; Σεις οι ίδιοι, καθώς και το κόμμα, χρειάζεστε τη σοσιαλιστική επιστήμη και αυτή η επιστήμη δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όταν υπάρχει ελευθερία στο εσωτερικό του κόμματος» [xxi]
Αναφέρθηκα πλειστάκις παραπάνω στο λενινισμό, όταν παρέθετα τη συλλογιστική των Μαρξ και Ένγκελς για το κόμμα. Τι σχέση έχει ο λενινισμός με τον Λένιν ; Η απάντηση είναι προφανής, αλλά όχι με τον τρόπο που ενδεχομένως πιστεύουν πολλοί αναγνώστες. Κάθε «–ισμός» στη ιστορία (μαρξισμός, λενινισμός, χριστιανισμός, δαρβινισμός, κ.ο.κ) αποτελεί στη καλύτερη περίπτωση μια απλουστευτική εκδοχή των όσων είπε ο υποτιθέμενος ιδρυτής που δίνει το όνομα στον «-ισμό» και στη χειρότερη μια εκ βάθρων διαστρέβλωση της σκέψης του τελευταίου. Ο λενινισμός, όπως αναμενόταν, δεν διέφυγε αυτής της μοίρας, αν και όπως θα δούμε δεν αποτέλεσε αναποδογύρισμα της σκέψης του Λένιν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό της (αντεστραμμένης) σχέσης Δαρβίνου και δαρβινισμού (του Σπένσερ).
Ακόμη χειρότερα, είναι διαπιστωμένο ότι πολλά κόμματα διεθνώς (και κάποια στη χώρα μας) υιοθετούν στη πράξη τις βασικές αρχές του λενινισμού σε ότι αφορά στο ρόλο και στον τρόπο λειτουργίας του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κόμματος. Ακόμα και αν πολλά από αυτά καταδικάζουν τον Λένιν στα λόγια. Πολλά, δε, από αυτά δεν αυτοπροσδιορίζονται καν ως μαρξιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα.
Η Marta Harnecker, περιγράφοντας την ανεπάρκεια της αριστεράς στη Λατινική Αμερική ως προς το αναγκαίο πολιτικό υποκείμενο απέναντι στις νέες προκλήσεις, γράφει τα εξής:
«Η μαρξιστική Αριστερά, αν και αναγνωρίζει τη σημασία της πολιτικής οργάνωσης για την επίτευξη των στόχων της κοινωνικής αλλαγής, εντούτοις έχει κάνει πολύ λίγα για να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Για μια μακρά περίοδο αυτό σχετιζόταν περισσότερο με την άκριτη αντιγραφή του μπολσεβίκικου μοντέλου του κόμματος, αγνοώντας αυτά που έχει πει σε σχέση με αυτό ο ίδιος ο Λένιν.» [xxii]
Τι έλεγε όμως ο Λένιν ;
Ο Λένιν ανέπτυξε τη συλλογιστική του για το επαναστατικό κόμμα, αναλυτικά, σε δύο βιβλία. Στο «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω» (1904) και κυρίως στο «Τι να κάνουμε;» (1902), το οποίο και αποτέλεσε την ληξιαρχική πράξη γέννησης του μπολσεβικισμού.
Ας δούμε τι έλεγε στο «Τι να κάνουμε ;» :
«Είπαμε, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμα σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ’ αυτούς μόνο απέξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση ν’ αναπτύξει παρά μόνο μια τρεϊντγιουνίστική συνείδηση, δηλ. την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στ’ αφεντικά, να παλεύει για ν’ αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή τον βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κτλ. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εμφανίστηκε σαν φυσικό και αναπόφευκτο επακόλουθο της ανάπτυξης της σκέψης μέσα στην επαναστατική-σοσιαλιστική διανόηση.» [xxiii]
Πιο κάτω συνεχίζει γράφοντας :
«… κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του «συνειδητού στοιχείου», του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει ταυτόχρονα – εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτός που μειώνει αυτό το ρόλο το θέλει είτε όχι – δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες. Όλοι όσοι μιλούν για “υπερεκτίμηση της ιδεολογίας”, για μεγαλοποίηση του ρόλου του συνειδητού στοιχείου κτλ. φαντάζονται , ότι το καθαρά εργατικό κίνημα μπορεί αυτό καθαυτό να επεξεργαστεί και θα επεξεργαστεί μια ανεξάρτητη ιδεολογία, αρκεί μόνο οι εργάτες “ν’ αποσπάσουν από τα χέρια των ηγετών την τύχη τους”. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος… Μια και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεξάρτητη ιδεολογία, επεξεργασμένη από τις ίδιες τις εργατικές μάζες στην πορεία του κινήματός του, το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει (γιατί η ανθρωπότητα δεν έχει επεξεργαστεί καμία “τρίτη” ιδεολογία ̇ και γενικά, σε μια κοινωνία που σπαράζεται από ταξικές αντιθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ εξωταξική ή υπερταξική ιδεολογία). Για το λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτήν, σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας. Γίνεται λόγος για το αυθόρμητο. Η αυθόρμητη, όμως εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα-ίσα στην υποταγή του στην αστική ιδεολογία,… γιατί το αυθόρμητο εργατικό κίνημα είναι τρεϊντ-γιουνισμός… και τρεϊντ-γιουνισμός σημαίνει ακριβώς ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη. Γι’ αυτό το λόγο το καθήκον μας, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας, είναι ν’ αγωνιστούμε ενάντια στο αυθόρμητο, για ν’ αποτραβήξουμε το εργατικό κίνημα απ’ αυτή την αυθόρμητη τάση του τρεϊντ-γιουνισμού να μπει κάτω από τα φτερά της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας… Ποια ήταν η ιστορική υπηρεσία του Λασσάλ στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας ; Ότι αποτράβηξε το κίνημα αυτό από το δρόμο του προοδευτικού τρειντ-γιουνισμού και κοοπερατιβισμού, όπου τραβούσε αυθόρμητα (με την καλόβουλη συμμετοχή των διαφόρων Σούλτσε-Ντέλιτς και των ομοίων τους).» [xxiv]
Μερικές σελίδες αργότερα ο Λένιν προτείνει το τύπο οργάνωσης που προσήκει στις απολυταρχικές συνθήκες της Ρωσίας, όπου δεν υπήρχαν οι ελευθερίες μιας τυπικής αστικής δημοκρατίας (όπως στη Γερμανία τη περίοδο εκείνη) :
«…θα δείτε ότι ο “πλατύς εκδημοκρατισμός” της κομματικής οργάνωσης μέσα στο σκοτάδι της απολυταρχίας, όταν κυριαρχεί η επιλογή που κάνει ο χωροφύλακας, δεν είναι παρά ανόητο και βλαβερό παιχνίδι. Είναι ανόητο παιχνίδι, γιατί στην πραγματικότητα καμιά επαναστατική οργάνωση δεν αφάρμοσε ποτέ και δεν μπορεί να εφαρμόσει πλατύ δημοκρατισμό, ακόμα και παρ’ όλη την καλή της θέληση. Είναι βλαβερό παιχνίδι, γιατί οι απόπειρες να εφαρμοστεί στην πράξη η “αρχή της πλατιάς δημοκρατίας” διευκολύνουν απλώς την αστυνομία να κάνει μαζικές συλλήψεις και διαιωνίζουν την κυριαρχία του χειροτεχνισμού, αποσπούν τη σκέψη των πραχτικών από το σοβαρό και επιταχτικό τους καθήκον να γίνουν εξ επαγγέλματος επαναστάστες και τη στρέφουν στο καθήκον να καταστρώνουν αναλυτικούς “χάρτινους” κανονισμούς για εκλογικά συστήματα… Μοναδική σοβαρή οργανωτική αρχή για τα στελέχη του κινήματος μας πρέπει να είναι: ο πιο αυστηρός συνωμοτισμός, η πιο αυστηρή επιλογή των μελών και ο καταρτισμός εξ επαγγέλματος επαναστατών. Όταν υπάρχουν αυτά τα προσόντα, εξασφαλίζεται και κάτι πιο πολύτιμο από το “δημοκρατισμό” και συγκεκριμένα η πλήρης συντροφική αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους επαναστάτες.»[xxv]
Και υπό μια έννοια τελειώνει τον συλλογισμό του, παρακάτω, όταν υιοθετεί στρατιωτική ορολογία και παρομοιάζει το κόμμα με τακτικό στρατό (ή τουλάχιστον με την ηγεσία του στρατεύματος, αν οι μάζες είναι ο στρατός):
«Από τα προηγούμενα βλέπει ο αναγνώστης, ότι η δική μας “ταχτική-σχέδιο” συνίσταται στην απόρριψη του άμεσου καλέσματος σε έφοδο, στην απαίτηση να οργανωθεί “πολιορκία του εχθρικού φρουρίου με όλους του κανόνες” ή, μ’ άλλα λόγια, στην απαίτηση να στραφούν όλες οι προσπάθειες στη συγκέντρωση, οργάνωση και κινητοποίηση ενός ταχτικού στρατού…[xxvi]
Είναι γνωστό ότι ο Λένιν, όπως και σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι του επαναστάτες, επηρεάστηκαν βαθύτατα από το μυθιστόρημα του Τσερνισέφσκι με τίτλο «Τι να κάνουμε;». Στο έργο αυτό εισάγεται η έννοια των «καινούργιων ανθρώπων» οι οποίοι αποτελούν τη κινητήρια δύναμη κάθε αλλαγής στην ιστορία. «Ο καθένας τους είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, που δεν διστάζει, δεν οπισθοχωρεί και ξέρει να παίρνει στα χέρια του μια υπόθεση, έτσι ώστε να μην ξεφεύγει πια από τον έλεγχο του». Αυτοί οι «καινούργιοι άνθρωποι», η πρωτοπορία δηλαδή, στο έργο του Τσερνισέφσκι αποθεώνεται:
«Μέσω αυτών [των καινούργιων ανθρώπων] ανθίζει η ζωή όλων. Χωρίς αυτούς θα μαραινόταν, θα ξίνιζε. Είναι λιγοστοί, αλλά δίνουν σε όλους τη δυνατότητα ν’ ανασαίνουν. Χωρίς αυτούς, οι άνθρωποι θα πάθαιναν ασφυξία. Μοιάζουν με την ουσία του τσαγιού, με το άρωμα ενός καλού κρασιού, από αυτούς προέρχεται το άρωμα (της ζωής), είναι το άνθος των αρίστων, ο κινητήρας των κινητήρων, το άλας του άλατος της γης…Αυτός ο ανθρώπινος τύπος γεννήθηκε και πολλαπλασιάζεται ραγδαία. Σε μερικά χρόνια, σε πολύ λίγα χρόνια, ο κόσμος θα τους φωνάζει: σώστε μας. Ό,τι πουν, θα το ακολουθούν όλοι». [xxxi]
Προφανώς ο Λένιν δεν επέλεξε τυχαία τον τίτλο του βιβλίου με το οποίο σκόπευε να θέσει τις βάσεις του κόμματος που φανταζόταν. Με το δικό του «Τι να κάνουμε;» έδειχνε τους δεσμούς που τον συνέδεαν με τη συλλογιστική του Τσερνισέφσκι (και του Τκάτσεφ που έγραψε και ο ίδιος ένα δοκίμιο με τον ίδιο τίτλο).
Παρότι το εν λόγω βιβλίο άσκησε τεράστια επιρροή στη δρακογενιά των επαναστατών του 20ου αιώνα, ο πρώτος που προσπάθησε να εφαρμόσει τα οράματα του Τσερνισέφσκι ήταν ο Νετσάγιεφ. Ο Σεργκέι Νετσάγιεφ, παρότι ακόμη χαρακτηρίζεται επαναστάτης από κάποιους μελετητές, στη πραγματικότητα ήταν ένας σχιζοφρενής μαχαιροβγάλτης. Ας δούμε και τα στοιχεία που πιστοποιούν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Στην «Κατήχηση του επαναστάτη» ο Νετσάγιεφ αναφέρει ότι:
«Ο επαναστάτης είναι ένας ολόψυχα δοσμένος άνθρωπος. Δεν έχει δικά του ενδιαφέροντα, υποθέσεις, αισθήματα, δεσμούς, υπάρχοντα, ούτε καν όνομα. Είναι εντελώς απορροφημένος από ένα και μοναδικό ενδιαφέρον, μία και μοναδική σκέψη, ένα και μοναδικό πάθος-την επανάσταση…Σκληρός απέναντι στον εαυτό του, πρέπει να είναι σκληρός και απέναντι στους άλλους. Όλα τα τρυφερά και εκθηλυμένα αισήματα της συγγένειας, της φιλίας, της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, ακόμη και της τιμής, πρέπει να καταπνιγούν μέσα του από το ψυχρό κα μονοσήμαντο πάθος για την επαναστατική υπόθεση. Υπάρχει γι’ αυτόν μόνο μια απόλαυση, μία παρηγοριά, μία ανταμοιβή και μία ικανοποίηση – η επιτυχία της επανάστασης…Η φύση του αληθινού επαναστάτη δεν έχει θέση για κανένα ρομαντισμό, συναισθηματισμό, έκσταση ή ενθουσιασμό. Δεν έχει θέση ούτε για το προσωπικό μίσος ή εκδίκηση. Το επαναστατικό πάθος, που έχει γίνει σ’ αυτόν συνηθισμένη νοοτροπία, πρέπει κάθε στιγμή να συνδυάζεται με τον ψυχρό υπολογισμό. Παντού και πάντα ο επαναστάτης δεν πρέπει να είναι αυτό που θέλουν να τον κάνουν οι υπαγορεύσεις των προσωπικών του κλίσεων, αλλά αυτό που του επιβάλλει το γενικό συμφέρον της επανάστασης. Ο επαναστάτης θεωρεί φίλο και αγαπητό του μόνον ένα πρόσωπο που έχει αποδείξει στην πράξη ότι είναι εξίσου επαναστάτης με τον ίδιο. Ο βαθμός της φιλίας, αφοσίωσης και των άλλων υποχρεώσεων του απέναντι στον σύντροφό του καθορίζεται μόνον από τον αντίστοιχο βαθμό χρησιμότητάς τους στο πρακτικό έργο της ολοκληρωτικής επαναστατικής καταστροφής». [xxxii]
Είναι ξεκάθαρο ότι οι παραπάνω σκέψεις μπορούν να σχηματιστούν μόνο - χωρίς κανέναν στοιχείο υπερβολής, με καθαρά επιστημονικούς όρους - στον εγκέφαλο ενός σχιζοφρενούς ατόμου. Αυτή η ελάχιστη, ή καλύτερα η μηδενική, διακύμανση του συναισθήματος που (υποτίθεται ότι) οφείλει να έχει ο σωστός επαναστάτης κατά τον Νετσάγιεφ, δεν είναι παρά η ειδοποιός διαφορά, το επιστημονικό κριτήριο, που ξεχωρίζει τον σχιζοφρενή από τον υγιή άνθρωπο. Αλλά δεν θα επιμείνω σ’ αυτό, γιατί δεν έχω σκοπό να τονίσω πράγματα που είναι γνωστά. Αυτό που πρέπει να κάνω εδώ είναι να συγκρίνω τα λεγόμενα του Νετσάγιεφ με τα αντίστοιχα του Λένιν. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι ο Λένιν ήταν σχιζοφρενής, παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια σαφέστατη ομοιότητα των παραπάνω σκέψεων του Νετσάγιεφ με τις αντιλήψεις του Λένιν. Ιδού τι έλεγε ο ίδιος ο Λένιν:
«…για την “εξυπηρέτηση” του μαζικού κινήματος χρειάζονται άνθρωποι, που θ’ αφιερωθούν ειδικά κι ολόψυχα στη σοσιαλδημοκρατική δράση κι ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει ν ‘ ατσαλωθούν με υπομονή και επιμονή για να γίνουν εξ επαγγέλματος επαναστάτες…Όταν θα έχουμε τμήματα από ειδικά καταρτισμένους επαναστάτες εργάτες που θα έχουν περάσει από ένα πολύχρονο σχολείο (εννοείται, μάλιστα, επαναστάτες “όλων των όπλων”), καμιά πολιτική αστυνομία του κόσμου δε θα τα βγάλει πέρα μ’ αυτά τα τμήματα, γιατί αυτά τα τμήματα που θ’ αποτελούνται από ανθρώπους, απεριόριστα αφοσιωμένους στην επανάσταση, θα έχουν επίσης και την απεριόριστη εμπιστοσύνη των πιο πλατιών εργατικών μαζών».[xxxiii]
Ειδικά το εδάφιο των λόγων του Νετσάγιεφ το σχετικό με την εργαλειακή αντιμετώπιση της φιλίας, θυμίζει έντονα ή ακόμα και προεικονίζει τις σφαγές που διέπραξε ο Στάλιν (κυρίως στις δίκες παρωδίας της Μόσχας) έναντι των παλιών του συντρόφων, στο όνομα της διαφύλαξης της επανάστασης από τους πληρωμένους πράκτορες του ιμπεριαλισμού. Αυτή η αβίαστη και σοκαριστικά εύκολη μετατροπή του μέχρι πρότινος συντρόφου στον κοινό αγώνα ενάντι στην εκμετάλλευση, σε «αντεπαναστατικό στοιχείο» και «λακέ της αστικής τάξης», προσιδιάζει πρόδηλα την ψυχοπάθεια του Νετσάγιεφ. Για να μιλήσουμε και με βιολογικούς όρους εξέλιξης και φυσικής επιλογής (που τόσο άρεσαν στον Λένιν και στους κλασσικούς) το γνώρισμα της σχιζοφρένειας (από την οποία αναμφίβολα έπασχε ο Νετσάγιεφ) φαίνεται να επιλέγεται ισχυρά από το περιβάλλον της γραφειοκρατίας και του ολοκληρωτισμού. Με άλλα λόγια το αυταρχικό περιβάλλον (αλά Όργουελ) ευνοεί και προωθεί ανθρώπους χωρίς συναισθήματα, ανθρώπους άδειους, που δεν γνωρίζουν φίλους, ικανούς για το οτιδήποτε απέναντι στον οποιονδήποτε. Γεγονός που επιβεβαιώνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την απαίτησή μας για δημοκρατία παντού (μέσα στο κόμμα και στη κοινότητα), ώστε να διαμορφώσουμε το κατάλληλο περιβάλλον για την επικράτηση άλλων χαρακτήρων, πιο υγιών, ικανών για αγάπη και για αλληλεγγύη, έτοιμων να συνυπάρξουν ειρηνικά και με αδελφοσύνη με τις υπόλοιπες οντότητες στον πλανήτη.
Ας επανέλθουμε στον Λένιν. Αν συνδυάσουμε τα παραπάνω (επιρροή από Τσερνισέφσκι και Τκάτσεφ και ομοιότητες με Νετσάγιεφ) με την φριχτή θεώρηση του Λένιν ως προς την επιστήμη (βλ. παραπάνω), τότε μπορούμε, με σχετική ασφάλεια, να δούμε πως παρήχθησαν οι ιδέες του «Τι να κάνουμε;» (του Λένιν) και πως τελικά γεννήθηκε η ιδεολογία του μπολσεβικισμού, που αργότερα, μετά την παρέμβαση του Στάλιν, μετατράπηκε σε κάτι ακόμα χειρότερο, τον λενινισμό.
Όπως προανέφερα η συλλογιστική του Λένιν δεν έμεινε (και υπό μία έννοια δεν μπορούσε να μείνει) αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Αργότερα μεσούσης της (προ)επαναστατικής περιόδου του 1917, βλέποντας το μεγαλείο των αναγεννημένων Σοβιέτ, τροποποίησε σε βάθος τις απόψεις του, οι οποίες και αποτυπώθηκαν στο κλασσικό του έργο «Κράτος και Επανάσταση». Με το βιβλίο αυτό επανέφερε τις κατακτήσεις της Παρισινής Κομμούνας στην ημερήσια διάταξη του επαναστατικού κινήματος, και δη την πλήρη αιρετότητα, την ανάγκη μικρής θητείας από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους, την εξίσωση των μισθών βάσει του συνηθισμένου μισθού ενός εργάτη και τέλος την ανακλητότητα σε οποιαδήποτε στιγμή των εντολοδόχων από τους εντολείς τους. [xxxiv]
Επανήλθε, όμως, στις αρχικές του απόψεις μετά την επανάσταση, όντας μπροστά στη διαχείριση της εξουσίας ενός τεράστιου κράτους, απομωνομένου από τις ήττες των επαναστάσεων στην Ευρώπη (κυρίως Γερμανία). Έφτασε μάλιστα να πει ανερυθρίαστα, στο συνέδριο των σοβιέτ το 1919, ότι ο εργατικός έλεγχος δεν ήταν παρά ένα σύνθημα «παιδαγωγικού χαρακτήρα», προκειμένου να «ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των εργατών στις δυνάμεις τους». Ενδεικτική, επίσης, της μεταστροφής του ήταν (όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω) και η (πολεμική) στάση που επέδειξε απέναντι στη μόνο οργανωμένη τάση μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα που υποστήριζε τις θέσεις του «Κράτος και Επανάσταση», δηλαδή την «εργατική αντιπολίτευση».
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι ο Λένιν, παρά τον πλούτο και την ευλυγισία της σκέψης του, δεν κατάφερε ποτέ να απεγκλωβιστεί από τις ιακωβίνικες αντιλήψεις του. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι η πολιτική συγκρότηση του Λένιν, χρωστά πολύ περισσότερα στον Μπακούνιν απ’ ότι στον ίδιο τον Μαρξ. Εξ ου και ο τίτλος του υποκεφαλαίου «Η επιστροφή των ιησουιτών», δεδομένου ότι τις απόψεις του Λένιν, ο Μαρξ τις αντιμετώπισε στο πρόσωπο του σύγχρονού του, Μπακούνιν, και τις χαρακτήρισε προσήκουσες σε μια αριστοκρατία, σ’ ένα νέο ιησουίτικο τάγμα (βλ. παραπάνω).
Προφανώς και έχουν παρουσιαστεί πάμπολες αναλύσεις[xxxv] που αμφισβητούν την παραπάνω αφήγηση (και κυρίως τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή) και υπερασπίζονται την λενινιστική οργανωτική θεωρία, η οποία κατ’ αυτούς όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του Μαρξ, αλλά τουναντίον αποτελεί μια ανάπτυξη της θεωρίας του τελευταίου. Όπως γράφει και ο Κοστάντσο Πρέβε:
«Ο Λένιν ήταν ο Αϊνστάιν του ιστορικού υλισμού, του οποίου ο Μαρξ υπήρξε ο Νεύτων. Το βιβλίο του Τι να κάνουμε, στο οποίο εκθέτει τη γνωστή θεωρία του για το πολιτικό κόμμα, είναι για μένα, όχι τόσο ένα πολιτικό εγχειρίδιο δράσης, όσο ένα βιβλίο επιστημολογίας, ο πυρήνας του οποίου είναι η συνειδητοποίηση της απόλυτης ανικανότητας της εργατικής τάξης, ως τέτοιας, να μπορέσει να πραγματοποιήσει μια δομική αντικαπιταλιστική επανάσταση και της ανάγκης επομένως να πρέπει να την αντικαταστήσει με μια άλλη υποκειμενική οντότητα, το πολιτικό κόμμα λενινιστικού τύπου»[xxxvi]
Όποιος όμως κάνει μια έντιμη ανάγνωση των γεγονότων δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι η κομματική λογική του Λένιν δεν είχε καμία σχέση με τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς.[xxxvii] Ο λενινισμός που ιδρύθηκε στη πραγματικότητα ως ρεύμα από τον Στάλιν[xxxviii], (όπως ο μαρξισμός από τον Κάουτσκι) υπήρξε μια απλοϊκή και αποστεωμένη παραλλαγή των διδαγμάτων του Λένιν, αποστερημένη από κάθε τι δυναμικό και προοδευτικό ώστε να νομιμοποιήσει τις πολιτικές επιλογές του ιδρυτή του (Στάλιν). Όμως σπέρματα αυταρχισμού και ελιτισμού υπάρχουν χωρίς αμφιβολία στη σκέψη και στις πράξεις του Λένιν.
Όπως και να ‘χει δεν είναι ο χώρος κατάλληλος, ούτε και ο σκοπός του άρθρου, να αναλύσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την διαδρομή και τις πολιτικές πεποιθήσεις του Λένιν. Αυτό που μας ενδιαφέρει, σε πρώτη φάση, είναι που κατέληξε η λενινιστική θεωρία για το κόμμα στη πράξη. Ή για να το διατυπώσω διαφορετικά: ήταν επαρκής η δικλείδα ασφαλείας του Λένιν, περί συντροφικής αμοιβαίας εμπιστοσύνης[xxxix], για να απωθηθεί το «φάντασμα» του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας»;
Ο όρος «μεταδημοκρατία» είναι του Colin Crouch και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις σύγχρονες δυτικές αστικο-κοινοβουλευτικές κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Crouch :
«Η ιδέα της μεταδημοκρατίας μας βοηθά να αναλύσουμε συνθήκες όπου η ανία, η απογοήτευση και η απώλεια των ψευδαισθήσεων αρχίζουν, μετά το πέρας της δημοκρατικής στιγμής, να γίνονται κυρίαρχα συναισθήματα ̇ όπου τα ισχυρά συμφέροντα ολίγων είναι πλέον πολύ πιο δραστήρια απ’ ότι η μάζα των απλών πολιτών καθώς επιδιώκουν να κάνουν το πολιτικό σύστημα να λειτουργήσει προς όφελός τους ̇ όπου οι πολιτικές ολιγαρχίες έχουν μάθει να ελέγχουν και να χειραγωγούν τις λαϊκές διεκδικήσεις, ενώ ο λαός πρέπει να πειστεί για να ψηφίσει με διαφημιστικές καμπάνιες από τα πάνω… οι τεχνικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης εξελίσσονται και γίνονται πιο σύνθετες, αλλά το ίδιο συμβαίνει, από την άλλη, και με τους μηχανισμούς δημοσίου ελέγχου της πολιτικής, ενώ το περιεχόμενο των πολιτικών προγραμμάτων των κομμάτων και η κομματική διαμάχη καθίστανται όλο και πιο επίπεδα και ανούσια… σε μια μεταδημοκρατική περίοδο, οι πολιτικοί έχουν απέναντί τους ένα λαό που τελεί σε σύγχυση και αδράνεια, και που αδυνατεί να διαμορφώσει τη δική του ημερήσια διάταξη… οι αδιάφοροι και απογοητευμένοι πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την ενεργό μαζική συμμετοχή… το κράτος πρόνοιας μετατρέπεται σταδιακά από μια έκφραση των καθολικών δικαιωμάτων του πολίτη σε ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, που εξυπηρετεί μόνο τους έχοντες ανάγκη ̇ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπαίνουν στο περιθώριο της κοινωνίας ̇ ο ρόλος του κράτους ως αστυνόμου και δεσμοφύλακα ξανάρχεται στο προσκήνιο ̇ το χάσμα του πλούτου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διαρκώς μεγαλώνει ̇ η φορολογία συντείνει όλο και περισσότερο στην αναδιανομή του πλούτου ̇ οι πολιτικοί ανταποκρίνονται κυρίως στα αιτήματα μιας χούφτας μεγαλοεπιχειρηματιών ̇ οι φτωχοί χάνουν σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, και δεν μπαίνουν πια ούτε στο κόπο να ψηφίσουν, ξαναπαίρνοντας οικιοθελώς τη θέση που αναγκαστικά είχαν στην προδημοκρατική περίοδο… Η προβολή των υποτιθέμενων χαρισματικών ιδιοτήτων του κομματικού ηγέτη και οι φωτογραφίες και τηλεοπτικές εικόνες του προσώπου του σε κατάλληλες πόζες τείνουν να υποκαταστήσουν το διάλογο γύρω από τα ουσιαστικά θέματα και αντιτιθέμενα συμφέροντα… Πολλά είναι τα συμπτώματα που δείχνουν ότι οι σύγχρονες προηγμένες κοινωνίες έχουν πράγματι περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση, ότι απομακρυνόμαστε από το ιδεώδες της ισχυρής μαζικής δημοκρατίας και οδεύουμε σ’ ένα μεταδημοκρατικό καθεστώς.» [xlix]
Η ανάλυση του Crouch περί μεταδημοκρατίας και ειδικότερα όσον αφορά στην κεντρική θέση που έχει ο θεσμός της εταιρείας-χίμαιρας στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι πρωτότυπη από πολλές απόψεις. [l] Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε ότι, παρά τον σύγχρονο απόλυτο εκφυλισμό του, το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς είναι εκ φύσεως ένα ολιγαρχικό, ή καλύτερα ένα αριστοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Δεν είχε ποτέ του καμία σχέση με τη δημοκρατία. Αυτό καταδεικνύουν τα δημοκρατικά ιδεώδη των κλασσικών του φιλελευθερισμού, που εκφράστηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τον Ζαν –Ζακ Ρουσσώ στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο».
Επιπρόσθετη απόδειξη για τη θέση αυτή (περί της διάκρισης μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας) είναι η θεωρία του Schumpeter για την δημοκρατία που διατυπώθηκε (ήδη) το 1943, πολύ πριν την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Λέει, λοιπόν, o Schumpeter, χωρίς ιδιαίτερες περιστροφές (προς τιμήν του), τα εξής :
«Οι ψηφοφόροι δεν αποφασίζουν επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Ούτε επιλέγουν με απολύτως ελεύθερο τρόπο τα μέλη του κοινοβουλίου από το γενικότερο εκλόγιμο πληθυσμό. Υπό κανονικές συνθήκες η πρωτοβουλία ανήκει στον υποψήφιο που διεκδικεί το κοινοβουλευτικό αξίωμα και την ηγετική θέση της περιφέρειας που του δίνει το αξίωμα αυτό. Οι ψηφοφόροι περιορίζονται στο να τον προτιμήσουν ή να τον απορρίψουν έναντι των άλλων… Και αυτή ακόμη η πρωτοβουλία που έχουν οι εκλογείς όσον αφορά την επιλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου περιορίζεται περαιτέρω από την ύπαρξη των κομμάτων… Όπως ένα πολυκατάστημα δεν μπορεί να οριστεί από τις επωνυμίες των προϊόντων του, έτσι και ένα κόμμα δεν μπορεί να οριστεί βάσει των αρχών του. Το κόμμα αποτελεί μια ομάδα, τα μέλη της οποίας προτείνουν να δράσουν συντονισμένα για την ανταγωνιστική διεκδίκηση της εξουσίας. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε γιατί διαφορετικά κόμματα υιοθετούν τα ίδια ή παραπλήσια προγράμματα… Το κόμμα και οι κομματικοί παράγοντες είναι η απάντηση στην ανικανότητα της εκλόγιμης μάζας να δράσει διαφορετικά από ό,τι μια αγέλη, ενώ την ίδια στιγμή συμμετέχουν στην προσπάθεια ρύθμισης του πολιτικού ανταγωνισμού, όπως σχεδόν μια εμπορική ένωση συμμετέχει στη ρύθμιση του οικονομικού ανταγωνισμού. Οι ψυχοτεχνικές μέθοδοι της κομματική διοίκησης και η κομματική διαφήμιση, τα συνθήματα και τα κομματικά εμβατήρια δεν είναι απλά εργαλεία. Είναι η ουσία της πολιτικής. Το ίδιο και τα αφεντικά ενός πολιτικού χώρου… Πρώτο και κυριότερο, από τη δική μας σκοπιά, η δημοκρατία δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο λαός κυβερνά πραγματικά, τουλάχιστον υπό τη συνηθισμένη σημασία των όρων «λαός» και «κυβέρνηση». Η λέξη δημοκρατία σημαίνει για μας απλώς ότι ο λαός έχει την ευκαιρία να επιλέξει ή να απορρίψει εκείνους που πρόκειται να τον κυβερνήσουν. Καθώς όμως αυτό θα μπορούσε να γίνει και με εντελώς αντιδημοκρατικούς τρόπους, έπρεπε να στενέψουμε τον ορισμό μας προσθέτοντας ένα επιπλέον κριτήριο για την αναγνώριση της δημοκρατικής μεθόδου, δηλαδή τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των επίδοξων ηγετών για την ψήφο του εκλογικού σώματος. Μια πτυχή αυτού του ορισμού δείχνουμε όταν λέμε ότι η δημοκρατία είναι η κυριαρχία του πολιτικού.»[li]
Βλέπουμε συνεπώς ότι πολλά από τα συμπτώματα της «μεταδημοκρατίας» είναι στην πραγματικότητα εγγενείς αδυναμίες του κομματικού συστήματος στο αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Η ιδιαιτερότητα της «Μεταδημοκρατίας» που περιγράφει ο Crouch και άλλοι είναι ότι λείπει το επιπλέον κριτήριο που βάζει ο Schumpeter για να ορίσει ένα πολίτευμα ως δημοκρατία. Απουσιάζει ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων. Το αν υπήρχε ποτέ είναι επίσης θέμα για άλλη φορά.
Το επίδικό και αυτό που μας αφορά άμεσα είναι ότι, όπως και ο τέλειος ανταγωνισμός στις αγορές (προϊόντος, εργασίας, κ.ο.κ) που περιγράφουν τα εγχειρίδια μικροοικονομικής ως τη βάση της οικονομικής θεωρίας έτσι και, ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές κοινωνίες είναι ένας μύθος. Στη πραγματικότητα μιλάμε για ένα ολιγοπώλιο μεταξύ κομμάτων που δρουν ως το πολιτικό προσωπικό των βαρόνων του χρήματος και του συσσωρευμένου πλούτου. Ούτε καν η ωμή και κυνική περιγραφή του Schumpeter δεν αρκεί για να περιγράψει την πραγματική πολιτική ζωή. Είναι και αυτή μια «ουτοπία», ένα ιδεώδες προς πραγμάτωση, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα.
«…αν παρ’ όλα αυτά δεν απελπίζομαι αυτό οφείλεται στο ότι ακριβώς αυτή η απελπιστική κατάσταση με γεμίζει με ελπίδα»
Καρλ Μαρξ, επιστολή προς τον Arnold Ruge το Μάη του 1843
Η αμφισημία της ουτοπίας
Οι περισσότεροι αναγνώστες διαβάζοντας τον κεντρικό τίτλο του άρθρου θα εκλάβουν την λέξη «ουτοπία» ως παραδοχή από την πλευρά του συγγραφέα ότι οι ακόλουθες δύο λέξεις, «δημοκρατία» και «κόμμα», είναι ασύμβατες, αντίθετες, ότι τοποθετημένες μαζί αποτελούν ένα οξύμωρο σχήμα. Με άλλα λόγια ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικό κόμμα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ασπάζομαι αυτή την μονοδιάστατη ερμηνεία της ουτοπίας. Είναι γεγονός ότι η ουτοπία ως λέξη στα περισσότερα λεξικά εξισώνεται με το φαντασιοκόπημα, με το ανέφικτο, με τη φαντασιοπληξία, με ένα όνειρο χωρίς επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα.
Για να δούμε, όμως, ετυμολογικά την λέξη. «Ου-», δηλαδή όχι, δεν και «-τόπος», δηλαδή χώρος, μέρος. Κυριολεκτικά σημαίνει το μη-υπάρχον μέρος. Αυτό που ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί. Από την ίδια την λέξη δεν προκύπτει η ματαιότητα της προσπάθειας για την υλοποίηση της. Η ίδια η λέξη είναι «αθώα». Συνεπώς οι ένοχοι πρέπει να αναζητηθούν κυρίως ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την αρνητική συνδήλωση και φόρτιση της ουτοπίας στο κοινωνικό φαντασιακό, δηλαδή σε όσους έχουν φροντίσει να υιοθετήσουν και να προωθήσουν τη λογική του τέλους της Ιστορίας (Francis Fukuyama) και του τέλους των ιδεολογιών (προκειμένου να επικρατήσει η δική τους-Daniel Bell), αλλά και σε όσους δυστοπιστές, όπως ο Huxley και ο Orwell, καλλιεργούν τη μοιρολατρία μέσω της προβολής ενός δυσοίωνου και απόλυτα αναπόφευκτου μέλλοντος.
Στη πραγματικότητα ο ουτοπικός στοχασμός, όπως μας εξηγεί ο Ernst Bloch, ήταν ανέκαθεν ένα οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, μια διαχρονική υπαρξιακή του ανάγκη για να αναπτύσσεται και να προοδεύει.[i]
Μπορούμε να επικαλεστούμε πλήθος παραδειγμάτων, όπως την Ουτοπία του Thomas More, την Πολιτεία των φιλόσοφων-βασιλιάδων του Πλάτωνα, τον Νέο Χριστιανισμό του Σαιν-Σιμόν με τους καλλιτέχνες-ηγέτες και το γενικό σύστημα κεντρικών τραπεζών, τον Νέο καθολικισμό του August Comte με τους παντοδύναμους επιστήμονες, τα κοινωνικά (και όχι εθνικά) εργαστήρια του Louis Blanc, τον Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό των Μαρξ και Ένγκελς κ.ο.κ.
Δεν χρειάζεται, παρ’ όλα αυτά, η επίκληση ενός μοναδικού ατόμου, όπως ο Αριστοτέλης, ο Σαιν-Σιμόν ή ο Louis Blanc, για να αποδείξουμε κάτι που προκύπτει αβίαστα από μια απλή ανάγνωση της ιστορίας του Homo sapiens. Ίδιον του sapiens είναι η συνειδητή σχεδίαση του μέλλοντός του πριν την προσπάθεια υλοποίησής του. Η ελπίδα που συνοδεύει την ουτοπική σκέψη πάντοτε έδινε κουράγιο στους ανθρώπους για να αντιμετωπίσουν το ζοφερό παρόν και αυτοπεποίθηση για να χτίσουν ένα καλύτερο αύριο.
Δεν θα επιμείνω στο ζήτημα της ουτοπίας γιατί ξεφεύγει από τους στόχους του κειμένου. Αρκεί να επαναλάβω ότι η έννοια της ουτοπίας είναι αμφίσημη. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη το ανέφικτο, αλλά μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει το επιτεύξιμο όραμα που δεν είναι ακόμη υπαρκτό. Η σημασία της εξαρτάται πάντοτε από τις αντικειμενικές συνθήκες και τον υποκειμενικό παράγοντα.
Εξ ου και το δημοκρατικό κόμμα ως ουτοπία. Μπορεί οι ιδρυτές της πολιτικής κοινωνιολογίας, οι Μoisei Οstrogorski, Max Weber και Robert Michels, να είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι κάθε κόμμα νομοτελειακά οδηγείται στην γραφειοκρατικοποίηση, στον εκφυλισμό, και στον έλεγχό του από μία ολιγαρχία. Μπορεί και όχι. Το «νομοτελειακό», το «αναπόφευκτο» και γενικά η έννοια του νόμου στις κοινωνικές επιστήμες είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους αντίστοιχους όρους όταν χρησιμοποιούνται στις θετικές επιστήμες. Σίγουρα, πάντως, τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της δικής τους διαπίστωσης περί του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας» (όρος του Michels).
Πριν προχωρήσουμε κρίνεται αναγκαίο να δούμε εκ του σύνεγγυς τι υποστήριζαν οι κλασσικοί μελετητές του κόμματος.
Δεν χρειάζεται, παρ’ όλα αυτά, η επίκληση ενός μοναδικού ατόμου, όπως ο Αριστοτέλης, ο Σαιν-Σιμόν ή ο Louis Blanc, για να αποδείξουμε κάτι που προκύπτει αβίαστα από μια απλή ανάγνωση της ιστορίας του Homo sapiens. Ίδιον του sapiens είναι η συνειδητή σχεδίαση του μέλλοντός του πριν την προσπάθεια υλοποίησής του. Η ελπίδα που συνοδεύει την ουτοπική σκέψη πάντοτε έδινε κουράγιο στους ανθρώπους για να αντιμετωπίσουν το ζοφερό παρόν και αυτοπεποίθηση για να χτίσουν ένα καλύτερο αύριο.
Δεν θα επιμείνω στο ζήτημα της ουτοπίας γιατί ξεφεύγει από τους στόχους του κειμένου. Αρκεί να επαναλάβω ότι η έννοια της ουτοπίας είναι αμφίσημη. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη το ανέφικτο, αλλά μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνει το επιτεύξιμο όραμα που δεν είναι ακόμη υπαρκτό. Η σημασία της εξαρτάται πάντοτε από τις αντικειμενικές συνθήκες και τον υποκειμενικό παράγοντα.
Εξ ου και το δημοκρατικό κόμμα ως ουτοπία. Μπορεί οι ιδρυτές της πολιτικής κοινωνιολογίας, οι Μoisei Οstrogorski, Max Weber και Robert Michels, να είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι κάθε κόμμα νομοτελειακά οδηγείται στην γραφειοκρατικοποίηση, στον εκφυλισμό, και στον έλεγχό του από μία ολιγαρχία. Μπορεί και όχι. Το «νομοτελειακό», το «αναπόφευκτο» και γενικά η έννοια του νόμου στις κοινωνικές επιστήμες είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους αντίστοιχους όρους όταν χρησιμοποιούνται στις θετικές επιστήμες. Σίγουρα, πάντως, τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της δικής τους διαπίστωσης περί του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας» (όρος του Michels).
Πριν προχωρήσουμε κρίνεται αναγκαίο να δούμε εκ του σύνεγγυς τι υποστήριζαν οι κλασσικοί μελετητές του κόμματος.
Ο «οργανωτικός σκεπτικισμός»[ii] των ιδρυτών της πολιτικής κοινωνιολογίας
Ο κλάδος της πολιτικής κοινωνιολογίας και δη ο τομέας που πραγματεύεται τις θεωρίες για τα πολιτικά κόμματα, ιδρύθηκε, κατά την κρατούσα άποψη του ακαδημαϊκού χώρου, από τους Μoisei Οstrogorski, Max Weber και Robert Michels.
Ο Μoisei Οstrogorski ήταν ο πρώτος που καταπιάστηκε με την ενδελεχή μελέτη των πολιτικών κομμάτων και οι καρποί της έρευνάς του έδωσαν το δίτομο έργο με τίτλο: «Η Δημοκρατία και η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων» το 1902. Στο κλασσικό αυτό έργο (καθώς και σε άλλα που ακολούθησαν), μετά από μια διεξοδικότατη ανάλυση της πολιτικής ζωής της Αγγλίας και των Η.Π.Α, καταλήγει στην ακόλουθη τυπολογία:
«Από τη στιγμή που ένα κόμμα, ακόμη και αν δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει τον πιο αγνό και υψηλό σκοπό, διαιωνίζεται, τότε τείνει προς τον εκφυλισμό»[iii]
Το παραπάνω συμπέρασμα, αλλά και το σύνολο της μελέτης του Ostrogorski, ενέπνευσε όλους του πολιτικούς ερευνητές του κομματικού φαινομένου που τον διαδέχτηκαν. Από τους επιστήμονες που συνέχισαν τη μελέτη των κομμάτων με εξίσου σημαντικές μελέτες, όπως ο Weber[iv], αυτός που θα μας απασχολήσει είναι ο Michels. Και αυτό γιατί μεταξύ των πρώιμων μελετών της κομματικής οργάνωσης, το πόνημα του Michels συνδυάζει την επιστημονική αυστηρότητα με τη σαφήνεια και την γλαφυρότητα. Με άλλα λόγια ο Michels παρουσιάζει ένα έργο αναφοράς που δεν είναι γραμμένο σε δύσκολη ακαδημαϊκή γλώσσα, αλλά είναι εξόχως προσιτό στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Ο κλάδος της πολιτικής κοινωνιολογίας και δη ο τομέας που πραγματεύεται τις θεωρίες για τα πολιτικά κόμματα, ιδρύθηκε, κατά την κρατούσα άποψη του ακαδημαϊκού χώρου, από τους Μoisei Οstrogorski, Max Weber και Robert Michels.
Ο Μoisei Οstrogorski ήταν ο πρώτος που καταπιάστηκε με την ενδελεχή μελέτη των πολιτικών κομμάτων και οι καρποί της έρευνάς του έδωσαν το δίτομο έργο με τίτλο: «Η Δημοκρατία και η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων» το 1902. Στο κλασσικό αυτό έργο (καθώς και σε άλλα που ακολούθησαν), μετά από μια διεξοδικότατη ανάλυση της πολιτικής ζωής της Αγγλίας και των Η.Π.Α, καταλήγει στην ακόλουθη τυπολογία:
«Από τη στιγμή που ένα κόμμα, ακόμη και αν δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει τον πιο αγνό και υψηλό σκοπό, διαιωνίζεται, τότε τείνει προς τον εκφυλισμό»[iii]
Το παραπάνω συμπέρασμα, αλλά και το σύνολο της μελέτης του Ostrogorski, ενέπνευσε όλους του πολιτικούς ερευνητές του κομματικού φαινομένου που τον διαδέχτηκαν. Από τους επιστήμονες που συνέχισαν τη μελέτη των κομμάτων με εξίσου σημαντικές μελέτες, όπως ο Weber[iv], αυτός που θα μας απασχολήσει είναι ο Michels. Και αυτό γιατί μεταξύ των πρώιμων μελετών της κομματικής οργάνωσης, το πόνημα του Michels συνδυάζει την επιστημονική αυστηρότητα με τη σαφήνεια και την γλαφυρότητα. Με άλλα λόγια ο Michels παρουσιάζει ένα έργο αναφοράς που δεν είναι γραμμένο σε δύσκολη ακαδημαϊκή γλώσσα, αλλά είναι εξόχως προσιτό στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Ο Robert Michels έμεινε γνωστός στην ιστορία της πολιτικής σκέψης ως ο συγγραφέας του κλασσικού έργου με τίτλο «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Η μεγάλη του συμβολή στο χώρο των κοινωνικών επιστημών αμαυρώθηκε από τη στήριξη που παρείχε στο φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι. Θα ήταν λάθος, όμως, κάνοντας μια ad hominem επίθεση στον Μίχελς να αγνοήσουμε τον πλούτο της σκέψης του. Για να εκφράσω πιο εμφατικά τη σημαντικότητα του προαναφερθέντος βιβλίου του, θα ριψοκινδυνέψω να πω ότι όποιος θέλει να μάθει πως λειτουργούν τα κόμματα (όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα) αρκεί να διαβάσει το εν λόγω έργο (Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων). Παρακάτω θα επιχειρήσω να συνοψίσω τις βασικές θέσεις του όπως τις διατύπωσε το 1911 στο magnum opus του.
Η βασική θέση του Μίχελς μπορεί να συμπυκνωθεί στην παρακάτω αποστροφή :
«Δίχως οργάνωση δεν νοείται η δημοκρατία μόνο η οργάνωση προσδίδει συνεκτικότητα στις μάζες. Λίγα λόγια θα επαρκέσουν για να διευκρινισθεί η θέση αυτή. Η οργάνωση, η όποια εδράζεται στην αρχή της ελάχιστης προσπάθειας, δηλαδή της μέγιστης δυνατής εξοικονόμησης δυνάμεων, αποτελεί το προσφορότερο όπλο των αδυνάτων στον αγώνα προς τους ισχυρούς Ωστόσο, η αναγκαία από πολιτική άποψη αυτή αρχή, η οποία παρακάμπτει την ευνοϊκή για τον αντίπαλο Σκύλλα της ανοργανωσιάς των μαζών, εγκυμονεί όλους τούς κινδύνους της Χάρυβδης… Η οργάνωση είναι ταυτόσημη με την ροπή προς την ολιγαρχία. Ως εκ της ουσίας της , η οργάνωση ενέχει μια βαθύτατα αριστοκρατική τάση. Καθώς συγκροτεί συμπαγή δομή, ο μηχανισμός της οργάνωσης επιφέρει στις οργανωμένες μάζες σπουδαιότατες αλλαγές: αντιστρέφει τη σχέση του ηγέτη προς τις μάζες και συμβάλλει τα μέγιστα στην τελειωτική διαίρεση κάθε κόμματος ή συνδικάτου σε μιαν ηγετική μειοψηφία αφ' ενός και μιαν ποδηγετούμενη πλειοψηφία αφ' έτερου… Στο πλαίσιο του κομματικού βίου βλέπουμε ότι, ενώ προχωρεί η εξέλιξη, οπισθοδρομεί η δημοκρατία· καθώς αναπτύσσεται η οργάνωση, φθίνει η δημοκρατία. Εν είδει κανόνα μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η ισχύς των ηγετών αυξάνεται κατά λόγο ευθέως ανάλογο προς αυτήν της οργάνωσης.»[v]
Τελικά το πολιτικό κόμμα, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά του προσιδιάζει σε στρατιωτική οργάνωση. Με τα λόγια του Μίχελς :
«Το σύγχρονο πολιτικό κόμμα είναι —υπό την πολιτική έννοια της λέξης— μαχητική οργάνωση. Ως τέτοια, πρέπει να υπακούει και αυτό στους νόμους της τακτικής . Ο θεμελιώδης όμως νόμος τούτης της επιστήμη ς είναι ή ετοιμότητα… Η δημοκρατία είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την ετοιμότητα. Έτσι εξηγείται, όπως θα δείξουμε και παρακάτω, η εχθρότητα των κομμάτων προς το δημοψήφισμα και όλα τα άλλα δημοκρατικά προληπτικά μέσα καθώς και ή αναγκαιότητα μιας όχι οπωσδήποτε καισαριστικής, αλλά πάντως έντονα συγκεντρωτικής και ολιγαρχικής δομής… Σ’ ένα πολιτικό, μαχόμενο κόμμα, η δημοκρατία δεν είναι για «κατ’ οίκον χρήση»… Ο συγκεντρωτισμός εξασφάλιζε ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Εξασφάλιζε και εξασφαλίζει… Η στενή συγγένεια του μαχόμενου σοσιαλιστικού κόμματος με τη στρατιωτική οργάνωση αποδεικνύεται από την σοσιαλδημοκρατική ορολογία, η οποία, ιδιαίτερα μάλιστα στη Γερμανία, προέρχεται κατά μεγάλο μέρος από την στρατιωτική επιστήμη… Ο στενός σύνδεσμος μεταξύ κόμματος και στρατεύματος τεκμηριώνεται όμως και από το θερμό ενδιαφέρον που έδειξαν για τα στρατιωτικά ζητήματα ορισμένα από τα επιφανέστερα ηγετικά στελέχη του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος [π.χ. Engels, Bebel, κ.α.]… τάση τούτη δεν είναι βέβαια τυχαία, αλλά απορρέει μάλλον από το ένστικτο της εκλεκτικής συγγένειας.»[vi]
Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» βλέπουμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο από αυτή την ιστορική «σταθερά» (ή καλύτερα την ισχυρή τάση) της αποκοπής και ανεξαρτητοποίησης των ηγετών από τις μάζες, είτε αυτό συμβαίνει στο εσωτερικό κομμάτων, είτε πρόκειται για την ίδια την πολιτεία μεταξύ πολιτών (αντιπροσωπευόμενων) και βουλευτών (αντιπροσώπων).
Άπαξ και αναδειχθούν οι εκάστοτε ηγέτες, κατά κανόνα, θα προσπαθήσουν να εδραιώσουν και να προστατεύσουν την εξουσία τους. Επιστρατεύουν, κατά συνέπεια, διάφορους μηχανισμούς για να χειραγωγούν και να ελέγχουν απόλυτα τις μάζες, ώστε να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Στο βιβλίο του Μίχελς βρίσκεται, κατάσπαρτη, μια πληθώρα τεχνικών που χρησιμοποιούν οι ηγέτες για να προσδένουν τις μάζες στο άρμα τους.
Από το μεγάλο οπλοστάσιο που διαθέτουν οι ηγέτες στις μάχες που δίνουν ώστε να ελέγξουν και να κατευθύνουν τις μάζες, το όπλο που με εντυπωσιάζει περισσότερο, ίσως γιατί ήμουν μάρτυρας του και έχω νιώσει από πρώτο χέρι τη δύναμή του, είναι (παραδόξως) η απειλή της παραίτησης. Αφήνω την ευφράδεια του Μιχελς να το περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο :
«Το 1864, οργισμένος με τις αποκεντρωτικές προτάσεις του Vahlteich για την αναθεώρηση του καταστατικού της Γερμανικής Πανεργατικής Ένωσης, ο πρόεδρος Lassalle, με την αυτοπεποίθηση που του έδινε το αίσθημα ότι είναι αναντικατάστατος, έθεσε ευθύς στα μέλη της Ένωσης το ακόλουθο δίλημμα: είτε θα φρόντιζαν να τον προστατεύσουν στο μέλλον από παρόμοιες τριβές, είτε θα υπέβαλε την παραίτηση του · έτσι πέτυχε εύκολα και πάραυτα τη διαγραφή του ενοχλητικού επικριτή του… Tο 1904, κατά τις διενέξεις τακτικής μεταξύ των Ιταλών σοσιαλιστών, ο Φλωρεντινός ρεφορμιστής σοσιαλιστής Gaetano Pieraccini δήλωσε ότι θα ανακαλούσε την παραίτηση του από το αξίωμα του αρχηγού του κόμματος μόνο αν διαγράφονταν όλοι οι οπαδοί του επαναστατικού ρεύματος. Οι ηγέτες δεν ομολογούν βέβαια παρά σπάνια ότι απειλούν να παραιτηθούν αποβλέποντας να υποτάξουν τις μάζες , τουναντίον εμφανίζουν τη στάση τους ως εκπορευόμενη από το ίδιο το πνεύμα της δημοκρατίας, ως τεκμήριο της ευαισθησίας και ευθιξίας, της ευπρέπειας, του σεβασμού τους προς τις μάζες, ενώ, ιδωμένη υπό το πρίσμα των επηρειών της, αποτελεί απλώς ολιγαρχική εκδήλωση, με την οποία επιδιώκουν να αποτινάξουν πάνωθέ τους τη συλλογική βούληση. Προορισμένη φαινομενικά να αποσοβήσει τη διχοστασία μεταξύ της μάζας και του ηγέτη και να διαφυλάξει τη μεταξύ τους επαφή, η απειλή της παραίτησης επιβάλλει στις μάζες τη θέληση του ηγέτη.»[vii]
Ο Μίχελς συνεχίζει την διεξοδική ιστορική περιγραφή των τεχνικών ποδηγέτησης και εκβιασμού των μαζών από τους ηγέτες τους, μέχρι που καταλήγει στην εξής (απλή μεν, αλλά πανίσχυρη και εξαιρετικά χρήσιμη δε) γενίκευση σχετικά με την πηγή εξουσίας και δύναμης των ηγετών:
«Όσο πιο απαραίτητα λογίζονται τα ηγετικά στελέχη, τόσο πιο ανεξάρτητα γίνονται. Η επιρροή τους και η οικονομική σιγουριά της θέσης τους ασκούν ολοένα μεγαλύτερη γοητεία πάνω στις μάζες και εμπνέουν ακριβώς στα πιο προικισμένα στοιχεία των κατώτερων λαϊκών τάξεων τη φιλοδοξία να ενταχθούν στην προνομιακή γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος…»[viii]
Εν τέλει ο Μίχελς για να στηρίξει τη βασική του θέση, δηλαδή τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» παραθέτει πληθώρα εμπειρικών δεδομένων σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας αλλά και την εξέλιξη των διαφόρων οργανώσεων (κομμάτων, σωματείων κ.ο.κ). Η τυπολογία στην οποία καταλήγει είναι η ακόλουθη:
«Όποιος θέλει να αποτιμήσει την αξία της δημοκρατίας, μπορεί να το κάμει μόνο μεταχειριζόμενος ως tertium comparationis την αμιγή αριστοκρατία. Τα εγγενή μειονεκτήματα της δημοκρατίας δεν παραγνωρίζονται. Μολαταύτα, η δημοκρατία αποτελεί ως πολίτευμα το μη χείρον. Το ιδανικό θα ήταν μια αριστοκρατία ηθικά χρηστών και τεχνικά άξιων ανθρώπων. Αλλά που να βρεθεί; Μερικές φορές — σπάνια— κατ' επιλογή, σχεδόν ποτέ εκεί όπου εφαρμόζεται η αρχή της κληρονομιάς…. Τα δημοκρατικά ρεύματα της ιστορίας μοιάζουν λοιπόν με τα αέναα κύματα της θάλασσας, που σκάζουν πάντοτε στην ακτή, αλλά και ανανεώνονται ολοένα. Το θέαμα τους εγκαρδιώνει και αποκαρδιώνει συνάμα. Μόλις ή δημοκρατία φτάσει σ' ένα ορισμένο εξελικτικό στάδιο, επέρχεται μια διαδικασία εκφυλισμού, κατά τη διάρκεια της όποιας αποκτά αριστοκρατικό πνεύμα, ενίοτε και αριστοκρατικές μορφές, προσεγγίζοντας προς ό,τι έταξε κάποτε σκοπό της να καταπολεμήσει. Τότε αναφαίνονται από τους ίδιους τους κόλπους της νέοι κατακριτές , οι οποίοι την κατηγορούν για ολιγαρχία. Έπειτα όμως από μια περίοδο ένδοξων αγώνων και άδοξης συγκυριαρχίας, ενσωματώνονται εν τέλει και αυτοί στην κατεστημένη κυρίαρχη τάξη. Εναντίον τους ωστόσο εξεγείρονται τώρα νέοι αγωνιστές της ελευθερίας επικαλούμενοι τις δημοκρατικές αρχές. Τέλος δεν έχει η άγρια αυτή διαπάλη μεταξύ του αθεράπευτου ιδεαλισμού των νέων και της αθεράπευτης αρχομανίας των παλαιότερων. Ολοένα νέα κύματα σκάζουν στην ίδια πάντοτε ακτή. Ιδού το μυχιότερο γνώρισμα της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων.»[ix]
Σαράντα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου «Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία», ένας από τους κορυφαίους ερευνητές της εξέλιξης των κομματικών συστημάτων, ο Maurice Duverger, στη κλασσική μελέτη του με τίτλο «Τα Πολιτικά Κόμματα. Η Οργάνωση και η δραστηριότητά τους στο σύγχρονο κράτος», επανέφερε και επιβεβαίωσε πλήρως τις παραπάνω διαπιστώσεις του Μίχελς. Αξίζει να αναφερθώ σε μερικά συμπεράσματα του Duverger:
«Οι αντίπαλοι του “κομματικού συστήματος” θα βρουν πολλά πυρομαχικά σ’ αυτό το βιβλίο [εννοεί το βιβλίο του “Τα Πολιτικά Κόμματα…”]. Η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων σίγουρα δεν συμμορφώνεται με τις ορθόδοξες ιδέες της δημοκρατίας. Η εσωτερική τους δομή στην ουσία είναι αυταρχική και ολιγαρχική: οι ηγέτες δεν διορίζονται πραγματικά από τα μέλη, παρά τα προσχήματα…[οι ηγέτες] τείνουν να σχηματίσουν μια κυρίαρχη τάξη, αποκομμένη από τους ακτιβιστές και τα μέλη, μια κάστα που είναι λίγο-πολύ κλειστή … Το κομματικό σύστημα είναι λιγότερο μια φωτογραφία της γνώμης απ’ ότι η γνώμη είναι μια προβολή του κομματικού συστήματος. Η γενική ανάπτυξη των κομμάτων τείνει να τονίζει την απόκλισή τους από το δημοκρατικό καθεστώς. Ο αναπτυσσόμενος συγκεντρωτισμός ολοένα και περισσότερο μειώνει την επιρροή των μελών επί των ηγετών, ενώ παράλληλα ενισχύει την επιρροή των ηγετών πάνω στα μέλη… Έτσι αναδύονται κλειστά, πειθαρχημένα, μηχανοποιημένα σώματα, μονολιθικά κόμματα των οποίων η οργάνωση εξωτερικά θυμίζει την οργάνωση ενός στρατού, αλλά των οποίων οι μέθοδοι συστηματικής οργάνωσης είναι απείρως πιο προσαρμοστικές και αποδοτικές, καθότι είναι βασισμένες στην εκπαίδευση των μυαλών αντί των σωμάτων. Ο έλεγχος τους επί των ανθρώπων ενισχύεται: τα κόμματα γίνονται ολοκληρωτικά… Ο ζήλος, η πίστη, ο ενθουσιασμός και η έλλειψη ανεκτικότητας είναι ο κανόνας σ’ αυτές τις σύγχρονες εκκλησίες: οι μάχες μεταξύ των κομμάτων μετατρέπονται σε θρησκευτικούς πολέμους». [x]
Αφήνω, προς το παρόν, ασχολίαστα τα συμπεράσματα του Μίχελς (και του Duverger) και προχωρώ περαιτέρω το σκεπτικό μου.
Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν μας άφησαν μια ολοκληρωμένη θεωρία για το κόμμα. Όσοι ακούν για κομμουνισμό και κομμουνιστικό κόμμα - και εν πολλοίς όχι αδίκως - συνειρμικά η σκέψη τους οδηγείται στο κλασσικό πρότυπο του λενινιστικού κόμματος: Συγκεντρωτική οργάνωση, αυστηρή ιεραρχία, πρωτοκαθεδρία του μηχανισμού και εξύμνηση της «ορθόδοξης» ιδεολογίας.
Συμφωνούσαν, όμως, οι κλασσικοί (Μαρξ, Ένγκελς) με τις λογικές αυτές ;
Γράφει ο Μαρξ στον Ένγκελς το 1851 :
«Είμαι πολύ ικανοποιημένος για την πραγματική απομόνωση στην οποία βρισκόμαστε εσείς και εγώ. Ανταποκρίνεται τέλεια στις αρχές και τη θέση μας. Το σύστημα των αμοιβαίων υποχωρήσεων, των ημίμετρων, τα οποία υπομένουμε μόνο και μόνο για να σώσουμε τα προσχήματα, και η υποχρέωση να μοιραζόμαστε δημόσια, με όλα αυτά τα γαϊδούρια, τον παραλογισμό του κόμματος, στο εξής, όλα αυτά έχουν τελειώσει για μας.» [xi]
Απαντά ο Ένγκελς:
«Πως είναι δυνατόν, άνθρωποι σαν κι εμάς, που αποφεύγουμε σαν την πανούκλα τις επίσημες θέσεις, να αισθανόμαστε άνετα μέσα σ’ ένα “κόμμα” ; Και τι δουλειά έχουμε εμείς, που χλευάζουμε την δημοτικότητα, που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τους εαυτούς μας αν διαφανούν σημάδια ότι γινόμαστε δημοφιλείς, μ’ ένα “κόμμα”, δηλαδή μ’ ένα κοπάδι ηλιθίων που ορκίζονται στο όνομά μας επειδή νομίζουν ότι είμαστε από την ίδια πάστα ; » [xii]
Η βασική θέση του Μίχελς μπορεί να συμπυκνωθεί στην παρακάτω αποστροφή :
«Δίχως οργάνωση δεν νοείται η δημοκρατία μόνο η οργάνωση προσδίδει συνεκτικότητα στις μάζες. Λίγα λόγια θα επαρκέσουν για να διευκρινισθεί η θέση αυτή. Η οργάνωση, η όποια εδράζεται στην αρχή της ελάχιστης προσπάθειας, δηλαδή της μέγιστης δυνατής εξοικονόμησης δυνάμεων, αποτελεί το προσφορότερο όπλο των αδυνάτων στον αγώνα προς τους ισχυρούς Ωστόσο, η αναγκαία από πολιτική άποψη αυτή αρχή, η οποία παρακάμπτει την ευνοϊκή για τον αντίπαλο Σκύλλα της ανοργανωσιάς των μαζών, εγκυμονεί όλους τούς κινδύνους της Χάρυβδης… Η οργάνωση είναι ταυτόσημη με την ροπή προς την ολιγαρχία. Ως εκ της ουσίας της , η οργάνωση ενέχει μια βαθύτατα αριστοκρατική τάση. Καθώς συγκροτεί συμπαγή δομή, ο μηχανισμός της οργάνωσης επιφέρει στις οργανωμένες μάζες σπουδαιότατες αλλαγές: αντιστρέφει τη σχέση του ηγέτη προς τις μάζες και συμβάλλει τα μέγιστα στην τελειωτική διαίρεση κάθε κόμματος ή συνδικάτου σε μιαν ηγετική μειοψηφία αφ' ενός και μιαν ποδηγετούμενη πλειοψηφία αφ' έτερου… Στο πλαίσιο του κομματικού βίου βλέπουμε ότι, ενώ προχωρεί η εξέλιξη, οπισθοδρομεί η δημοκρατία· καθώς αναπτύσσεται η οργάνωση, φθίνει η δημοκρατία. Εν είδει κανόνα μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η ισχύς των ηγετών αυξάνεται κατά λόγο ευθέως ανάλογο προς αυτήν της οργάνωσης.»[v]
Τελικά το πολιτικό κόμμα, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά του προσιδιάζει σε στρατιωτική οργάνωση. Με τα λόγια του Μίχελς :
«Το σύγχρονο πολιτικό κόμμα είναι —υπό την πολιτική έννοια της λέξης— μαχητική οργάνωση. Ως τέτοια, πρέπει να υπακούει και αυτό στους νόμους της τακτικής . Ο θεμελιώδης όμως νόμος τούτης της επιστήμη ς είναι ή ετοιμότητα… Η δημοκρατία είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την ετοιμότητα. Έτσι εξηγείται, όπως θα δείξουμε και παρακάτω, η εχθρότητα των κομμάτων προς το δημοψήφισμα και όλα τα άλλα δημοκρατικά προληπτικά μέσα καθώς και ή αναγκαιότητα μιας όχι οπωσδήποτε καισαριστικής, αλλά πάντως έντονα συγκεντρωτικής και ολιγαρχικής δομής… Σ’ ένα πολιτικό, μαχόμενο κόμμα, η δημοκρατία δεν είναι για «κατ’ οίκον χρήση»… Ο συγκεντρωτισμός εξασφάλιζε ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Εξασφάλιζε και εξασφαλίζει… Η στενή συγγένεια του μαχόμενου σοσιαλιστικού κόμματος με τη στρατιωτική οργάνωση αποδεικνύεται από την σοσιαλδημοκρατική ορολογία, η οποία, ιδιαίτερα μάλιστα στη Γερμανία, προέρχεται κατά μεγάλο μέρος από την στρατιωτική επιστήμη… Ο στενός σύνδεσμος μεταξύ κόμματος και στρατεύματος τεκμηριώνεται όμως και από το θερμό ενδιαφέρον που έδειξαν για τα στρατιωτικά ζητήματα ορισμένα από τα επιφανέστερα ηγετικά στελέχη του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος [π.χ. Engels, Bebel, κ.α.]… τάση τούτη δεν είναι βέβαια τυχαία, αλλά απορρέει μάλλον από το ένστικτο της εκλεκτικής συγγένειας.»[vi]
Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» βλέπουμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο από αυτή την ιστορική «σταθερά» (ή καλύτερα την ισχυρή τάση) της αποκοπής και ανεξαρτητοποίησης των ηγετών από τις μάζες, είτε αυτό συμβαίνει στο εσωτερικό κομμάτων, είτε πρόκειται για την ίδια την πολιτεία μεταξύ πολιτών (αντιπροσωπευόμενων) και βουλευτών (αντιπροσώπων).
Άπαξ και αναδειχθούν οι εκάστοτε ηγέτες, κατά κανόνα, θα προσπαθήσουν να εδραιώσουν και να προστατεύσουν την εξουσία τους. Επιστρατεύουν, κατά συνέπεια, διάφορους μηχανισμούς για να χειραγωγούν και να ελέγχουν απόλυτα τις μάζες, ώστε να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Στο βιβλίο του Μίχελς βρίσκεται, κατάσπαρτη, μια πληθώρα τεχνικών που χρησιμοποιούν οι ηγέτες για να προσδένουν τις μάζες στο άρμα τους.
Από το μεγάλο οπλοστάσιο που διαθέτουν οι ηγέτες στις μάχες που δίνουν ώστε να ελέγξουν και να κατευθύνουν τις μάζες, το όπλο που με εντυπωσιάζει περισσότερο, ίσως γιατί ήμουν μάρτυρας του και έχω νιώσει από πρώτο χέρι τη δύναμή του, είναι (παραδόξως) η απειλή της παραίτησης. Αφήνω την ευφράδεια του Μιχελς να το περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο :
«Το 1864, οργισμένος με τις αποκεντρωτικές προτάσεις του Vahlteich για την αναθεώρηση του καταστατικού της Γερμανικής Πανεργατικής Ένωσης, ο πρόεδρος Lassalle, με την αυτοπεποίθηση που του έδινε το αίσθημα ότι είναι αναντικατάστατος, έθεσε ευθύς στα μέλη της Ένωσης το ακόλουθο δίλημμα: είτε θα φρόντιζαν να τον προστατεύσουν στο μέλλον από παρόμοιες τριβές, είτε θα υπέβαλε την παραίτηση του · έτσι πέτυχε εύκολα και πάραυτα τη διαγραφή του ενοχλητικού επικριτή του… Tο 1904, κατά τις διενέξεις τακτικής μεταξύ των Ιταλών σοσιαλιστών, ο Φλωρεντινός ρεφορμιστής σοσιαλιστής Gaetano Pieraccini δήλωσε ότι θα ανακαλούσε την παραίτηση του από το αξίωμα του αρχηγού του κόμματος μόνο αν διαγράφονταν όλοι οι οπαδοί του επαναστατικού ρεύματος. Οι ηγέτες δεν ομολογούν βέβαια παρά σπάνια ότι απειλούν να παραιτηθούν αποβλέποντας να υποτάξουν τις μάζες , τουναντίον εμφανίζουν τη στάση τους ως εκπορευόμενη από το ίδιο το πνεύμα της δημοκρατίας, ως τεκμήριο της ευαισθησίας και ευθιξίας, της ευπρέπειας, του σεβασμού τους προς τις μάζες, ενώ, ιδωμένη υπό το πρίσμα των επηρειών της, αποτελεί απλώς ολιγαρχική εκδήλωση, με την οποία επιδιώκουν να αποτινάξουν πάνωθέ τους τη συλλογική βούληση. Προορισμένη φαινομενικά να αποσοβήσει τη διχοστασία μεταξύ της μάζας και του ηγέτη και να διαφυλάξει τη μεταξύ τους επαφή, η απειλή της παραίτησης επιβάλλει στις μάζες τη θέληση του ηγέτη.»[vii]
Ο Μίχελς συνεχίζει την διεξοδική ιστορική περιγραφή των τεχνικών ποδηγέτησης και εκβιασμού των μαζών από τους ηγέτες τους, μέχρι που καταλήγει στην εξής (απλή μεν, αλλά πανίσχυρη και εξαιρετικά χρήσιμη δε) γενίκευση σχετικά με την πηγή εξουσίας και δύναμης των ηγετών:
«Όσο πιο απαραίτητα λογίζονται τα ηγετικά στελέχη, τόσο πιο ανεξάρτητα γίνονται. Η επιρροή τους και η οικονομική σιγουριά της θέσης τους ασκούν ολοένα μεγαλύτερη γοητεία πάνω στις μάζες και εμπνέουν ακριβώς στα πιο προικισμένα στοιχεία των κατώτερων λαϊκών τάξεων τη φιλοδοξία να ενταχθούν στην προνομιακή γραφειοκρατία του εργατικού κινήματος…»[viii]
Εν τέλει ο Μίχελς για να στηρίξει τη βασική του θέση, δηλαδή τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» παραθέτει πληθώρα εμπειρικών δεδομένων σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας αλλά και την εξέλιξη των διαφόρων οργανώσεων (κομμάτων, σωματείων κ.ο.κ). Η τυπολογία στην οποία καταλήγει είναι η ακόλουθη:
«Όποιος θέλει να αποτιμήσει την αξία της δημοκρατίας, μπορεί να το κάμει μόνο μεταχειριζόμενος ως tertium comparationis την αμιγή αριστοκρατία. Τα εγγενή μειονεκτήματα της δημοκρατίας δεν παραγνωρίζονται. Μολαταύτα, η δημοκρατία αποτελεί ως πολίτευμα το μη χείρον. Το ιδανικό θα ήταν μια αριστοκρατία ηθικά χρηστών και τεχνικά άξιων ανθρώπων. Αλλά που να βρεθεί; Μερικές φορές — σπάνια— κατ' επιλογή, σχεδόν ποτέ εκεί όπου εφαρμόζεται η αρχή της κληρονομιάς…. Τα δημοκρατικά ρεύματα της ιστορίας μοιάζουν λοιπόν με τα αέναα κύματα της θάλασσας, που σκάζουν πάντοτε στην ακτή, αλλά και ανανεώνονται ολοένα. Το θέαμα τους εγκαρδιώνει και αποκαρδιώνει συνάμα. Μόλις ή δημοκρατία φτάσει σ' ένα ορισμένο εξελικτικό στάδιο, επέρχεται μια διαδικασία εκφυλισμού, κατά τη διάρκεια της όποιας αποκτά αριστοκρατικό πνεύμα, ενίοτε και αριστοκρατικές μορφές, προσεγγίζοντας προς ό,τι έταξε κάποτε σκοπό της να καταπολεμήσει. Τότε αναφαίνονται από τους ίδιους τους κόλπους της νέοι κατακριτές , οι οποίοι την κατηγορούν για ολιγαρχία. Έπειτα όμως από μια περίοδο ένδοξων αγώνων και άδοξης συγκυριαρχίας, ενσωματώνονται εν τέλει και αυτοί στην κατεστημένη κυρίαρχη τάξη. Εναντίον τους ωστόσο εξεγείρονται τώρα νέοι αγωνιστές της ελευθερίας επικαλούμενοι τις δημοκρατικές αρχές. Τέλος δεν έχει η άγρια αυτή διαπάλη μεταξύ του αθεράπευτου ιδεαλισμού των νέων και της αθεράπευτης αρχομανίας των παλαιότερων. Ολοένα νέα κύματα σκάζουν στην ίδια πάντοτε ακτή. Ιδού το μυχιότερο γνώρισμα της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων.»[ix]
Σαράντα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου «Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία», ένας από τους κορυφαίους ερευνητές της εξέλιξης των κομματικών συστημάτων, ο Maurice Duverger, στη κλασσική μελέτη του με τίτλο «Τα Πολιτικά Κόμματα. Η Οργάνωση και η δραστηριότητά τους στο σύγχρονο κράτος», επανέφερε και επιβεβαίωσε πλήρως τις παραπάνω διαπιστώσεις του Μίχελς. Αξίζει να αναφερθώ σε μερικά συμπεράσματα του Duverger:
«Οι αντίπαλοι του “κομματικού συστήματος” θα βρουν πολλά πυρομαχικά σ’ αυτό το βιβλίο [εννοεί το βιβλίο του “Τα Πολιτικά Κόμματα…”]. Η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων σίγουρα δεν συμμορφώνεται με τις ορθόδοξες ιδέες της δημοκρατίας. Η εσωτερική τους δομή στην ουσία είναι αυταρχική και ολιγαρχική: οι ηγέτες δεν διορίζονται πραγματικά από τα μέλη, παρά τα προσχήματα…[οι ηγέτες] τείνουν να σχηματίσουν μια κυρίαρχη τάξη, αποκομμένη από τους ακτιβιστές και τα μέλη, μια κάστα που είναι λίγο-πολύ κλειστή … Το κομματικό σύστημα είναι λιγότερο μια φωτογραφία της γνώμης απ’ ότι η γνώμη είναι μια προβολή του κομματικού συστήματος. Η γενική ανάπτυξη των κομμάτων τείνει να τονίζει την απόκλισή τους από το δημοκρατικό καθεστώς. Ο αναπτυσσόμενος συγκεντρωτισμός ολοένα και περισσότερο μειώνει την επιρροή των μελών επί των ηγετών, ενώ παράλληλα ενισχύει την επιρροή των ηγετών πάνω στα μέλη… Έτσι αναδύονται κλειστά, πειθαρχημένα, μηχανοποιημένα σώματα, μονολιθικά κόμματα των οποίων η οργάνωση εξωτερικά θυμίζει την οργάνωση ενός στρατού, αλλά των οποίων οι μέθοδοι συστηματικής οργάνωσης είναι απείρως πιο προσαρμοστικές και αποδοτικές, καθότι είναι βασισμένες στην εκπαίδευση των μυαλών αντί των σωμάτων. Ο έλεγχος τους επί των ανθρώπων ενισχύεται: τα κόμματα γίνονται ολοκληρωτικά… Ο ζήλος, η πίστη, ο ενθουσιασμός και η έλλειψη ανεκτικότητας είναι ο κανόνας σ’ αυτές τις σύγχρονες εκκλησίες: οι μάχες μεταξύ των κομμάτων μετατρέπονται σε θρησκευτικούς πολέμους». [x]
Αφήνω, προς το παρόν, ασχολίαστα τα συμπεράσματα του Μίχελς (και του Duverger) και προχωρώ περαιτέρω το σκεπτικό μου.
Μαρξ και Ένγκελς για το κόμμα
Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν μας άφησαν μια ολοκληρωμένη θεωρία για το κόμμα. Όσοι ακούν για κομμουνισμό και κομμουνιστικό κόμμα - και εν πολλοίς όχι αδίκως - συνειρμικά η σκέψη τους οδηγείται στο κλασσικό πρότυπο του λενινιστικού κόμματος: Συγκεντρωτική οργάνωση, αυστηρή ιεραρχία, πρωτοκαθεδρία του μηχανισμού και εξύμνηση της «ορθόδοξης» ιδεολογίας.
Συμφωνούσαν, όμως, οι κλασσικοί (Μαρξ, Ένγκελς) με τις λογικές αυτές ;
Γράφει ο Μαρξ στον Ένγκελς το 1851 :
«Είμαι πολύ ικανοποιημένος για την πραγματική απομόνωση στην οποία βρισκόμαστε εσείς και εγώ. Ανταποκρίνεται τέλεια στις αρχές και τη θέση μας. Το σύστημα των αμοιβαίων υποχωρήσεων, των ημίμετρων, τα οποία υπομένουμε μόνο και μόνο για να σώσουμε τα προσχήματα, και η υποχρέωση να μοιραζόμαστε δημόσια, με όλα αυτά τα γαϊδούρια, τον παραλογισμό του κόμματος, στο εξής, όλα αυτά έχουν τελειώσει για μας.» [xi]
Απαντά ο Ένγκελς:
«Πως είναι δυνατόν, άνθρωποι σαν κι εμάς, που αποφεύγουμε σαν την πανούκλα τις επίσημες θέσεις, να αισθανόμαστε άνετα μέσα σ’ ένα “κόμμα” ; Και τι δουλειά έχουμε εμείς, που χλευάζουμε την δημοτικότητα, που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τους εαυτούς μας αν διαφανούν σημάδια ότι γινόμαστε δημοφιλείς, μ’ ένα “κόμμα”, δηλαδή μ’ ένα κοπάδι ηλιθίων που ορκίζονται στο όνομά μας επειδή νομίζουν ότι είμαστε από την ίδια πάστα ; » [xii]
Αναλογιστείτε τώρα πως θα αντιδρούσε ο κομματικός μηχανισμός ενός τυπικού λενινιστικού κόμματος όταν θα άκουγε τα παραπάνω. Άμεσα θα κατηγορούσε τους Μαρξ και Ένγκελς για «μικροαστισμό» και θα τους χαρακτήριζε «λακέδες της μπουρζουαζίας». Έπειτα θα προχωρούσε με συνοπτικές διαδικασίες στη διαγραφή τους.
Βέβαια τα «θανάσιμα αμαρτήματα» (για τους λενινιστές) των Μαρξ και Ένγκελς δεν σταματούν εδώ. O Μαρξ τόλμησε, κάποια στιγμή, να μην ακολουθήσει την κομματική γραμμή της Διεθνούς:
« Όσο για μένα, σαν μέλος του γενικού Συμβουλίου, θα πρέπει να πάρω μια θέση μη-κομματική απέναντι στις διάφορες οργανωμένες εργατικές ομάδες. Η επιλογή των ηγετών τους είναι δική τους υπόθεση και όχι δική μου.» [xiii]
Οι παραπάνω απόψεις των κλασσικών κινούνται στην ίδια γραμμή σκέψης με τις θέσεις που είχαν διατυπώσει στο «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» το 1848. Ιδού τι έγραφαν τότε για το κομμουνιστικό κόμμα:
«Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν κανένα ιδιαίτερο κόμμα απέναντι στ' άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του… Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος. Ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ο ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.»[xiv]
Παρατηρούμε ότι η αντίληψη τους για το κόμμα, στα βασικά της σημεία, έμεινε αναλλοίωτη μέχρι το τέλος της ζωής τους. Για τους Μαρξ και Ένγκελς το κόμμα συμβάλει αποφασιστικά στην μετατροπή των προλετάριων από «τάξη καθ΄αυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της». Δηλαδή το κόμμα παίζει κορυφαίο ρόλο στην διαδικασία αφύπνισης της εργατικής τάξης μέσω της συνειδητοποίησης των συμφερόντων της και των ταξικών της εχθρών. Το κόμμα, όμως, διαφέρει ριζικά από το Κόμμα (με κεφαλαίο). Η ιδέα ότι η εργατική τάξη εξαρτάται για την απελευθέρωσή της από ένα «Κόμμα» που διατείνεται ότι έχει τη μόνη σωστή επιστήμη και ιδεολογία, ήταν για τον Μαρξ όχι μόνο ξένη, αλλά πολύ περισσότερο το εν λόγω «Κόμμα» ήταν, γι’ αυτόν, ο ορισμός της σέχτας. Ιδού τι έλεγε:
«Η σέχτα βρίσκει τον λόγο ύπαρξής της στον τίτλο τιμής της, και αυτόν τον τίτλο τιμής τον αναζητά όχι στα όσα έχει κοινά με το ταξικό κίνημα, αλλά στο ιδιαίτερο στοιχείο που τη διαφοροποιεί από το κίνημα». [xv]
Επιπλέον η σκέψη των κλασσικών απέχει πολύ, όπως είδαμε παραπάνω, από το να θεωρούν το «Κόμμα», ως την πεμπτουσία των ταξικών αγώνων, στο οποίο οφείλουν να ομνύουν και να υποτάσσονται οι εργάτες. Κατέκριναν, δε, με έντονο τρόπο την ιδέα ενός υπερσυγκεντρωτικού και στρατιωτικά πειθαρχημένου κόμματος. Θιασώτες του παντοδύναμου κόμματος την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς ήταν φανερά ο Μπλανκί (Blanqui) και υπογείως ο ίδιος ο Μπακούνιν.
Έλεγε, λοιπόν, ο Ένγκελς για τον Μπλανκί και τους οπαδούς του:
«Ο Μπλανκί είναι στην ουσία ένα πολιτικός επαναστάτης. Είναι σοσιαλιστής μόνο μέσω του συναισθήματος, μέσω της συμπόνιας του απέναντι στα βάσανα του λαού, αλλά δεν έχει ούτε σοσιαλιστική θεωρία ούτε συγκεκριμένες πρακτικές προτάσεις για την κοινωνική ανακούφιση. Στη πολιτική του δραστηριότητα υπήρξε κυρίως «άνθρωπος της δράσης», πιστεύοντας ότι μια μικρή και καλά οργανωμένη μειοψηφία, που θα επιχειρούσε ένα ισχυρό πολιτικό χτύπημα τη κατάλληλη στιγμή, θα μπορούσε να συμπαρασύρει τη μάζα του λαού μαζί της μέσω λίγων επιτυχιών στην αρχή πραγματοποιώντας έτσι μια νικηφόρα επανάσταση… Από την υπόθεση του Μπλανκί, ότι κάθε επανάσταση μπορεί να γίνει από το ξέσπασμα μιας μικρής επαναστατικής μειοψηφίας, προκύπτει εκ των πραγμάτων η αναγκαιότητα της δικτατορίας μετά την επιτυχία του εγχειρήματος. Αυτή είναι, φυσικά, η δικτατορία, όχι ολόκληρης της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου, αλλά της μικρής μειοψηφίας που πραγματοποίησε την επανάσταση, και η οποία με την σειρά της είναι οργανωμένη, εξ αρχής, ως δικτατορία ενός ή κάποιων ατόμων». [xvi]
Ο, δε, Μαρξ, όσον αφορά στην Μυστική Συμμαχία μέσα στην Διεθνή, τοποθετούνταν ως εξής:
«[οι Μπακουνικοί θέλουν] να υποτάξουν τη Διεθνή στη μυστική, ιεραρχική και δεσποτική διακυβέρνηση της Συμμαχίας…[σκοπός τους είναι] να μετατρέψουν τη Διεθνή σε μιαν ιεραρχικά συγκροτημένη οργάνωση… που θα υπόκειται σε μια επίσημη ορθοδοξία και σε ένα καθεστώς όχι μόνον αυταρχικό αλλά απόλυτα δικτατορικό…[το κόμμα τους] εμφανίστηκε ευθύς εξ αρχής σαν μια αριστοκρατία στους κόλπους της Ένωσής μας, σαν ένα σώμα εκλεκτών, με το δικό του πρόγραμμα και τα δικά τους προνόμια…[θεμελιωμένο σε μια αυστηρή διαίρεση] σε δύο κάστες, σε μυημένους και κοινά μέλη, σε αριστοκράτες και πληβείους…[λειτουργώντας σαν] ένα νέο ιησουίτικο Τάγμα…[αυτό το κόμμα] των ιερέων μιας απόκρυφης επιστήμης…[του οποίου ο κανόνας συμπεριφοράς συνοψίζεται στη φράση] όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας…[φιλοδοξεί να] διαιωνίσει τη δικτατορία [σ’ έναν] κομμουνισμό του στρατώνα».[xvii]
Οι ομοιότητες με το μπολσεβίκικο, αλλά και μ’ οποιοδήποτε άλλο κλασσικό λενινιστικό κόμμα, είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς. Αυτές τις μυστικιστικές αντιλήψεις και ελιτίστικες πρακτικές, δηλαδή κάποιων υπεράνθρωπων που θα καθοδηγούν με βάση τις αρχές μιας «απόκρυφης επιστήμης» ένα κόμμα οργανωμένο όπως ένα τάγμα των ιησουιτών, ο Μαρξ τις αποκήρυξε και τις πολέμησε με ζήλο. Στη θέση των πεφωτισμένων ηγετών ο Μαρξ αντιπρότεινε (σύμφωνα με τον Ένγκελς) τα εξής:
«Για την απόλυτη επικράτηση των ιδεών που εκτέθηκαν στο Μανιφέστο, ο Μαρξ βασίστηκε αποκλειστικά στην διανοητική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, όπως αυτή θα προέκυπτε αναγκαστικά από την ενωμένη δράση και συζήτηση».[xviii]
Ο Ένγκελς, δε, πολύ πριν τη μελέτη του Μίχελς, έχοντας αντιληφθεί τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ένας υπερ-συγκεντρωτικός μηχανισμός μέσα στο κόμμα, έλεγε ότι «όσο πιο χαλαρή είναι η οργάνωση, τόσο πιο ισχυρό είναι το κόμμα». Επίσης, πριν από τους ιδρυτές της πολιτικής κοινωνιολογίας (βλ. παραπάνω), είχε εντοπίσει την τάση υποταγής των μελών του κόμματος στη γραφειοκρατία του μηχανισμού και προειδοποιούσε:
«Ας σταματήσουν μια για πάντα οι άνθρωποι να αισθάνονται δέος απέναντι στα στελέχη του κόμματος – τους υπηρέτες τους! Ας αφήσουν αυτή την υποταχτική στάση που παίρνουν μπροστά τους, σάμπως να είχαν να κάνουν με αλάθητους γραφειοκράτες! Να ασκούν κριτική στις ενέργειές τους! Είναι κι αυτό απαραίτητο»[xix]
Παρομοίως έλεγε στον Λίμπνεχτ:
«… θα πρέπει να δείξουμε ότι η ελευθερία της κριτικής ισχύει πάντα και, αν κρίνεται αναγκαίο να προβούμε σε διαγραφές, αυτές θα πρέπει να επιβάλλονται μόνο σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις προδοσίας και χυδαιότητας, που μπορούν να αποδειχτούν ξεκάθαρα»[xx]
Επαναστατούσε, επίσης, απέναντι στην αυθαιρεσία των ηγετών και των φανατικών ακολούθων τους:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε σας, ανθρώπους του λαού, και τον Πουτκάμερ [υπουργό στα 1881-1888], αν εφαρμόζετε τους αντισοσιαλιστικούς νόμους εναντίον των ίδιων των συντρόφων σας ; Σεις οι ίδιοι, καθώς και το κόμμα, χρειάζεστε τη σοσιαλιστική επιστήμη και αυτή η επιστήμη δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο όταν υπάρχει ελευθερία στο εσωτερικό του κόμματος» [xxi]
Η γέννηση του μπολσεβικισμού
Αναφέρθηκα πλειστάκις παραπάνω στο λενινισμό, όταν παρέθετα τη συλλογιστική των Μαρξ και Ένγκελς για το κόμμα. Τι σχέση έχει ο λενινισμός με τον Λένιν ; Η απάντηση είναι προφανής, αλλά όχι με τον τρόπο που ενδεχομένως πιστεύουν πολλοί αναγνώστες. Κάθε «–ισμός» στη ιστορία (μαρξισμός, λενινισμός, χριστιανισμός, δαρβινισμός, κ.ο.κ) αποτελεί στη καλύτερη περίπτωση μια απλουστευτική εκδοχή των όσων είπε ο υποτιθέμενος ιδρυτής που δίνει το όνομα στον «-ισμό» και στη χειρότερη μια εκ βάθρων διαστρέβλωση της σκέψης του τελευταίου. Ο λενινισμός, όπως αναμενόταν, δεν διέφυγε αυτής της μοίρας, αν και όπως θα δούμε δεν αποτέλεσε αναποδογύρισμα της σκέψης του Λένιν, τουλάχιστον όχι στο βαθμό της (αντεστραμμένης) σχέσης Δαρβίνου και δαρβινισμού (του Σπένσερ).
Ακόμη χειρότερα, είναι διαπιστωμένο ότι πολλά κόμματα διεθνώς (και κάποια στη χώρα μας) υιοθετούν στη πράξη τις βασικές αρχές του λενινισμού σε ότι αφορά στο ρόλο και στον τρόπο λειτουργίας του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κόμματος. Ακόμα και αν πολλά από αυτά καταδικάζουν τον Λένιν στα λόγια. Πολλά, δε, από αυτά δεν αυτοπροσδιορίζονται καν ως μαρξιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα.
Η Marta Harnecker, περιγράφοντας την ανεπάρκεια της αριστεράς στη Λατινική Αμερική ως προς το αναγκαίο πολιτικό υποκείμενο απέναντι στις νέες προκλήσεις, γράφει τα εξής:
«Η μαρξιστική Αριστερά, αν και αναγνωρίζει τη σημασία της πολιτικής οργάνωσης για την επίτευξη των στόχων της κοινωνικής αλλαγής, εντούτοις έχει κάνει πολύ λίγα για να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Για μια μακρά περίοδο αυτό σχετιζόταν περισσότερο με την άκριτη αντιγραφή του μπολσεβίκικου μοντέλου του κόμματος, αγνοώντας αυτά που έχει πει σε σχέση με αυτό ο ίδιος ο Λένιν.» [xxii]
Τι έλεγε όμως ο Λένιν ;
Ο Λένιν ανέπτυξε τη συλλογιστική του για το επαναστατικό κόμμα, αναλυτικά, σε δύο βιβλία. Στο «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω» (1904) και κυρίως στο «Τι να κάνουμε;» (1902), το οποίο και αποτέλεσε την ληξιαρχική πράξη γέννησης του μπολσεβικισμού.
Ας δούμε τι έλεγε στο «Τι να κάνουμε ;» :
«Είπαμε, ότι δεν μπορούσε να υπάρχει ακόμα σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μέσα στους εργάτες. Η συνείδηση αυτή μπορούσε να έρθει σ’ αυτούς μόνο απέξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση ν’ αναπτύξει παρά μόνο μια τρεϊντγιουνίστική συνείδηση, δηλ. την πεποίθηση ότι είναι ανάγκη να ενωθεί σε σωματεία, να κάνει αγώνα ενάντια στ’ αφεντικά, να παλεύει για ν’ αποσπάσει από την κυβέρνηση τον άλφα ή τον βήτα απαραίτητο νόμο για τους εργάτες κτλ. Η διδασκαλία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες, που τις επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι των εύπορων τάξεων, η διανόηση. Οι θεμελιωτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ανήκαν και οι ίδιοι, ως προς την κοινωνική τους θέση, στην αστική διανόηση. Το ίδιο και στη Ρωσία η θεωρητική διδασκαλία της σοσιαλδημοκρατίας εμφανίστηκε εντελώς ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, εμφανίστηκε σαν φυσικό και αναπόφευκτο επακόλουθο της ανάπτυξης της σκέψης μέσα στην επαναστατική-σοσιαλιστική διανόηση.» [xxiii]
Πιο κάτω συνεχίζει γράφοντας :
«… κάθε υπόκλιση μπρος στο αυθόρμητο του εργατικού κινήματος, κάθε μείωση του ρόλου του «συνειδητού στοιχείου», του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει ταυτόχρονα – εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτός που μειώνει αυτό το ρόλο το θέλει είτε όχι – δυνάμωμα της επίδρασης της αστικής ιδεολογίας πάνω στους εργάτες. Όλοι όσοι μιλούν για “υπερεκτίμηση της ιδεολογίας”, για μεγαλοποίηση του ρόλου του συνειδητού στοιχείου κτλ. φαντάζονται , ότι το καθαρά εργατικό κίνημα μπορεί αυτό καθαυτό να επεξεργαστεί και θα επεξεργαστεί μια ανεξάρτητη ιδεολογία, αρκεί μόνο οι εργάτες “ν’ αποσπάσουν από τα χέρια των ηγετών την τύχη τους”. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος… Μια και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεξάρτητη ιδεολογία, επεξεργασμένη από τις ίδιες τις εργατικές μάζες στην πορεία του κινήματός του, το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει (γιατί η ανθρωπότητα δεν έχει επεξεργαστεί καμία “τρίτη” ιδεολογία ̇ και γενικά, σε μια κοινωνία που σπαράζεται από ταξικές αντιθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ εξωταξική ή υπερταξική ιδεολογία). Για το λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτήν, σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας. Γίνεται λόγος για το αυθόρμητο. Η αυθόρμητη, όμως εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα-ίσα στην υποταγή του στην αστική ιδεολογία,… γιατί το αυθόρμητο εργατικό κίνημα είναι τρεϊντ-γιουνισμός… και τρεϊντ-γιουνισμός σημαίνει ακριβώς ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη. Γι’ αυτό το λόγο το καθήκον μας, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας, είναι ν’ αγωνιστούμε ενάντια στο αυθόρμητο, για ν’ αποτραβήξουμε το εργατικό κίνημα απ’ αυτή την αυθόρμητη τάση του τρεϊντ-γιουνισμού να μπει κάτω από τα φτερά της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας… Ποια ήταν η ιστορική υπηρεσία του Λασσάλ στο εργατικό κίνημα της Γερμανίας ; Ότι αποτράβηξε το κίνημα αυτό από το δρόμο του προοδευτικού τρειντ-γιουνισμού και κοοπερατιβισμού, όπου τραβούσε αυθόρμητα (με την καλόβουλη συμμετοχή των διαφόρων Σούλτσε-Ντέλιτς και των ομοίων τους).» [xxiv]
Μερικές σελίδες αργότερα ο Λένιν προτείνει το τύπο οργάνωσης που προσήκει στις απολυταρχικές συνθήκες της Ρωσίας, όπου δεν υπήρχαν οι ελευθερίες μιας τυπικής αστικής δημοκρατίας (όπως στη Γερμανία τη περίοδο εκείνη) :
«…θα δείτε ότι ο “πλατύς εκδημοκρατισμός” της κομματικής οργάνωσης μέσα στο σκοτάδι της απολυταρχίας, όταν κυριαρχεί η επιλογή που κάνει ο χωροφύλακας, δεν είναι παρά ανόητο και βλαβερό παιχνίδι. Είναι ανόητο παιχνίδι, γιατί στην πραγματικότητα καμιά επαναστατική οργάνωση δεν αφάρμοσε ποτέ και δεν μπορεί να εφαρμόσει πλατύ δημοκρατισμό, ακόμα και παρ’ όλη την καλή της θέληση. Είναι βλαβερό παιχνίδι, γιατί οι απόπειρες να εφαρμοστεί στην πράξη η “αρχή της πλατιάς δημοκρατίας” διευκολύνουν απλώς την αστυνομία να κάνει μαζικές συλλήψεις και διαιωνίζουν την κυριαρχία του χειροτεχνισμού, αποσπούν τη σκέψη των πραχτικών από το σοβαρό και επιταχτικό τους καθήκον να γίνουν εξ επαγγέλματος επαναστάστες και τη στρέφουν στο καθήκον να καταστρώνουν αναλυτικούς “χάρτινους” κανονισμούς για εκλογικά συστήματα… Μοναδική σοβαρή οργανωτική αρχή για τα στελέχη του κινήματος μας πρέπει να είναι: ο πιο αυστηρός συνωμοτισμός, η πιο αυστηρή επιλογή των μελών και ο καταρτισμός εξ επαγγέλματος επαναστατών. Όταν υπάρχουν αυτά τα προσόντα, εξασφαλίζεται και κάτι πιο πολύτιμο από το “δημοκρατισμό” και συγκεκριμένα η πλήρης συντροφική αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους επαναστάτες.»[xxv]
Και υπό μια έννοια τελειώνει τον συλλογισμό του, παρακάτω, όταν υιοθετεί στρατιωτική ορολογία και παρομοιάζει το κόμμα με τακτικό στρατό (ή τουλάχιστον με την ηγεσία του στρατεύματος, αν οι μάζες είναι ο στρατός):
«Από τα προηγούμενα βλέπει ο αναγνώστης, ότι η δική μας “ταχτική-σχέδιο” συνίσταται στην απόρριψη του άμεσου καλέσματος σε έφοδο, στην απαίτηση να οργανωθεί “πολιορκία του εχθρικού φρουρίου με όλους του κανόνες” ή, μ’ άλλα λόγια, στην απαίτηση να στραφούν όλες οι προσπάθειες στη συγκέντρωση, οργάνωση και κινητοποίηση ενός ταχτικού στρατού…[xxvi]
Είναι σαφές ότι ο Λένιν το 1902 και μέχρι 1905 είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την βασική ιδέα του Μαρξ για την εργατική τάξη ως το μοναδικό (δυνητικά) επαναστατικό υποκείμενο στον καπιταλισμό. Για τον Λένιν το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι μια τάξη του πληθυσμού, αλλά η οργάνωση των επαγγελματιών επαναστατών, το επαναστατικό κόμμα. [xxvii] Αυτή η οργάνωση, δε, στις συνθήκες τις τσαρικής-απολυταρχικής Ρωσίας θα έπρεπε αναγκαστικά να διέπεται, όχι από δημοκρατικές αρχές, αλλά από τον πιο «αυστηρό συνωμοτισμό» και συγκεντρωτισμό. Ο Λένιν, βεβαία, όντας οξυδερκής πολιτικός θεωρητικός, αντιλαμβανόταν ότι μια συγκεντρωτική δομή θα άνοιγε την «κερκόπορτα» της αυθαιρεσίας από την ηγεσία. Η δικλείδα ασφαλείας που πρότεινε (μέχρι το 1917) ήταν «η πλήρης συντροφική αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους επαναστάτες».[xxviii]
Ωστόσο η πορεία της σκέψης του Λένιν για τα οργανωτικά ζητήματα, δεν ήταν γραμμική. Η εποποιία της επανάστασης του 1905 και η γέννηση των Σοβιέτ, έκαναν τον Λένιν να αναθεωρήσει πολλές από τις προηγούμενες προτάσεις του. Όσον αφορά στο «Τι να κάνουμε;», ο ίδιος ο Λένιν, το 1907, στο κείμενο με τίτλο «Πρόλογος στη συλλογή “Μέσα σε 12 χρόνια”», έγραφε τα εξής:
«Από δω βγαίνει ξεκάθαρα ότι η διαφωνία στην ουσία ήταν ανάμεσα στους ισκριστές και στους “οικονομιστές”, που αντιμάχονταν εκείνο που ήταν κοινό στο “Τι να κάνουμε;” και στα σχέδια προγράμματος. Κι εδώ πρέπει να πω ότι τις διατυπώσεις που έδωσα στο “Τι να κάνουμε;” δεν σκέφθηκα ειδικά και στο δεύτερο συνέδριο να τις αναγάγω σε κάτι το “προγραμματικό” που ν’ αποτελεί ιδιαίτερες αρχές. Αντίθετα μάλιστα χρησιμοποίησα την έκφραση που αργότερα την ανάφεραν συχνά, δηλαδή την έκφραση ότι παραλυγίσαμε την βέργα. Στο “Τι να κάνουμε;” ισιώνεται η βέργα που τη στράβωσαν οι “οικονομιστές”, είπα τότε, (βλ. τα πρακτικά του συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ το 1903, Γενεύη, 1904) και ακριβώς επειδή ισιώνουμε δραστήρια τις διαστρεβλώσεις, η “βέργα” μας θα είναι πάντα η πιο ίσια.»[xxix]
Ο Λένιν, επομένως, απασαφηνίζει ότι η μπροσούρα «Τι να κάνουμε;» είχε πρωτίστως το χαρακτήρα πολεμικής απέναντι στις απόψεις των οικονομιστών, συνεπώς, μοιραία, σε πολλά σημεία εμπεριείχε το στοιχείο της υπερβολλής. Εξ ου και η αυτοκριτική του περί του «ότι παραλυγίσαμε τη βέργα». Παράλληλα, όμως, ειρωνεύεται και τους επικριτές του (π.χ. Πλεχάνωφ, Πάρβους, Μενσεβίκους, καντέτους, κ.ο.κ) που με πρόσχημα την υπερβολλή και κρίνοντας το έργο του αναχρονιστικά, ξεκομμένα από τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση στην οποία γράφτηκε (τσαρική απολυταρχία, έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ των επαναστατικών οργανώσεων, κ.ο.κ), καταλήγουν να απορρίψουν συλλήβδην τις θέσεις του.
Γι’ αυτό ο Λένιν το 1921 θεωρούσε «ανεπιθύμητη» τη μετάφραση του «Τι να κάνουμε;» σε άλλες γλώσσες χωρίς να συνοδεύεται από «ένα καλό σχόλιο ώστε να αποφευχθούν οι λαθεμένες εφαρμογές».[xxx] Είναι λάθος, λοιπόν, να κριτικάρουμε τις θέσεις που ανέπτυξε εκεί, αποκομμένες από το ιστορικό τους πλαίσιο. Θα είναι, όμως, εξίσου λανθασμένη η παραγνώριση κάποιων ζητημάτων που παραμένουν σταθερά στη σκέψη του Λένιν. Και αυτά τα ζητήματα φανερώνονται μόνο όταν δούμε τις καταβολές της σκέψης του Λένιν, μόνο όταν δούμε από ποιους επηρεάστηκε και ποιους θαύμαζε.
Ωστόσο η πορεία της σκέψης του Λένιν για τα οργανωτικά ζητήματα, δεν ήταν γραμμική. Η εποποιία της επανάστασης του 1905 και η γέννηση των Σοβιέτ, έκαναν τον Λένιν να αναθεωρήσει πολλές από τις προηγούμενες προτάσεις του. Όσον αφορά στο «Τι να κάνουμε;», ο ίδιος ο Λένιν, το 1907, στο κείμενο με τίτλο «Πρόλογος στη συλλογή “Μέσα σε 12 χρόνια”», έγραφε τα εξής:
«Από δω βγαίνει ξεκάθαρα ότι η διαφωνία στην ουσία ήταν ανάμεσα στους ισκριστές και στους “οικονομιστές”, που αντιμάχονταν εκείνο που ήταν κοινό στο “Τι να κάνουμε;” και στα σχέδια προγράμματος. Κι εδώ πρέπει να πω ότι τις διατυπώσεις που έδωσα στο “Τι να κάνουμε;” δεν σκέφθηκα ειδικά και στο δεύτερο συνέδριο να τις αναγάγω σε κάτι το “προγραμματικό” που ν’ αποτελεί ιδιαίτερες αρχές. Αντίθετα μάλιστα χρησιμοποίησα την έκφραση που αργότερα την ανάφεραν συχνά, δηλαδή την έκφραση ότι παραλυγίσαμε την βέργα. Στο “Τι να κάνουμε;” ισιώνεται η βέργα που τη στράβωσαν οι “οικονομιστές”, είπα τότε, (βλ. τα πρακτικά του συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ το 1903, Γενεύη, 1904) και ακριβώς επειδή ισιώνουμε δραστήρια τις διαστρεβλώσεις, η “βέργα” μας θα είναι πάντα η πιο ίσια.»[xxix]
Ο Λένιν, επομένως, απασαφηνίζει ότι η μπροσούρα «Τι να κάνουμε;» είχε πρωτίστως το χαρακτήρα πολεμικής απέναντι στις απόψεις των οικονομιστών, συνεπώς, μοιραία, σε πολλά σημεία εμπεριείχε το στοιχείο της υπερβολλής. Εξ ου και η αυτοκριτική του περί του «ότι παραλυγίσαμε τη βέργα». Παράλληλα, όμως, ειρωνεύεται και τους επικριτές του (π.χ. Πλεχάνωφ, Πάρβους, Μενσεβίκους, καντέτους, κ.ο.κ) που με πρόσχημα την υπερβολλή και κρίνοντας το έργο του αναχρονιστικά, ξεκομμένα από τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση στην οποία γράφτηκε (τσαρική απολυταρχία, έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ των επαναστατικών οργανώσεων, κ.ο.κ), καταλήγουν να απορρίψουν συλλήβδην τις θέσεις του.
Γι’ αυτό ο Λένιν το 1921 θεωρούσε «ανεπιθύμητη» τη μετάφραση του «Τι να κάνουμε;» σε άλλες γλώσσες χωρίς να συνοδεύεται από «ένα καλό σχόλιο ώστε να αποφευχθούν οι λαθεμένες εφαρμογές».[xxx] Είναι λάθος, λοιπόν, να κριτικάρουμε τις θέσεις που ανέπτυξε εκεί, αποκομμένες από το ιστορικό τους πλαίσιο. Θα είναι, όμως, εξίσου λανθασμένη η παραγνώριση κάποιων ζητημάτων που παραμένουν σταθερά στη σκέψη του Λένιν. Και αυτά τα ζητήματα φανερώνονται μόνο όταν δούμε τις καταβολές της σκέψης του Λένιν, μόνο όταν δούμε από ποιους επηρεάστηκε και ποιους θαύμαζε.
Η επιστροφή των ιησουϊτών
Είναι γνωστό ότι ο Λένιν, όπως και σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι του επαναστάτες, επηρεάστηκαν βαθύτατα από το μυθιστόρημα του Τσερνισέφσκι με τίτλο «Τι να κάνουμε;». Στο έργο αυτό εισάγεται η έννοια των «καινούργιων ανθρώπων» οι οποίοι αποτελούν τη κινητήρια δύναμη κάθε αλλαγής στην ιστορία. «Ο καθένας τους είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, που δεν διστάζει, δεν οπισθοχωρεί και ξέρει να παίρνει στα χέρια του μια υπόθεση, έτσι ώστε να μην ξεφεύγει πια από τον έλεγχο του». Αυτοί οι «καινούργιοι άνθρωποι», η πρωτοπορία δηλαδή, στο έργο του Τσερνισέφσκι αποθεώνεται:
«Μέσω αυτών [των καινούργιων ανθρώπων] ανθίζει η ζωή όλων. Χωρίς αυτούς θα μαραινόταν, θα ξίνιζε. Είναι λιγοστοί, αλλά δίνουν σε όλους τη δυνατότητα ν’ ανασαίνουν. Χωρίς αυτούς, οι άνθρωποι θα πάθαιναν ασφυξία. Μοιάζουν με την ουσία του τσαγιού, με το άρωμα ενός καλού κρασιού, από αυτούς προέρχεται το άρωμα (της ζωής), είναι το άνθος των αρίστων, ο κινητήρας των κινητήρων, το άλας του άλατος της γης…Αυτός ο ανθρώπινος τύπος γεννήθηκε και πολλαπλασιάζεται ραγδαία. Σε μερικά χρόνια, σε πολύ λίγα χρόνια, ο κόσμος θα τους φωνάζει: σώστε μας. Ό,τι πουν, θα το ακολουθούν όλοι». [xxxi]
Προφανώς ο Λένιν δεν επέλεξε τυχαία τον τίτλο του βιβλίου με το οποίο σκόπευε να θέσει τις βάσεις του κόμματος που φανταζόταν. Με το δικό του «Τι να κάνουμε;» έδειχνε τους δεσμούς που τον συνέδεαν με τη συλλογιστική του Τσερνισέφσκι (και του Τκάτσεφ που έγραψε και ο ίδιος ένα δοκίμιο με τον ίδιο τίτλο).
Παρότι το εν λόγω βιβλίο άσκησε τεράστια επιρροή στη δρακογενιά των επαναστατών του 20ου αιώνα, ο πρώτος που προσπάθησε να εφαρμόσει τα οράματα του Τσερνισέφσκι ήταν ο Νετσάγιεφ. Ο Σεργκέι Νετσάγιεφ, παρότι ακόμη χαρακτηρίζεται επαναστάτης από κάποιους μελετητές, στη πραγματικότητα ήταν ένας σχιζοφρενής μαχαιροβγάλτης. Ας δούμε και τα στοιχεία που πιστοποιούν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Στην «Κατήχηση του επαναστάτη» ο Νετσάγιεφ αναφέρει ότι:
«Ο επαναστάτης είναι ένας ολόψυχα δοσμένος άνθρωπος. Δεν έχει δικά του ενδιαφέροντα, υποθέσεις, αισθήματα, δεσμούς, υπάρχοντα, ούτε καν όνομα. Είναι εντελώς απορροφημένος από ένα και μοναδικό ενδιαφέρον, μία και μοναδική σκέψη, ένα και μοναδικό πάθος-την επανάσταση…Σκληρός απέναντι στον εαυτό του, πρέπει να είναι σκληρός και απέναντι στους άλλους. Όλα τα τρυφερά και εκθηλυμένα αισήματα της συγγένειας, της φιλίας, της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, ακόμη και της τιμής, πρέπει να καταπνιγούν μέσα του από το ψυχρό κα μονοσήμαντο πάθος για την επαναστατική υπόθεση. Υπάρχει γι’ αυτόν μόνο μια απόλαυση, μία παρηγοριά, μία ανταμοιβή και μία ικανοποίηση – η επιτυχία της επανάστασης…Η φύση του αληθινού επαναστάτη δεν έχει θέση για κανένα ρομαντισμό, συναισθηματισμό, έκσταση ή ενθουσιασμό. Δεν έχει θέση ούτε για το προσωπικό μίσος ή εκδίκηση. Το επαναστατικό πάθος, που έχει γίνει σ’ αυτόν συνηθισμένη νοοτροπία, πρέπει κάθε στιγμή να συνδυάζεται με τον ψυχρό υπολογισμό. Παντού και πάντα ο επαναστάτης δεν πρέπει να είναι αυτό που θέλουν να τον κάνουν οι υπαγορεύσεις των προσωπικών του κλίσεων, αλλά αυτό που του επιβάλλει το γενικό συμφέρον της επανάστασης. Ο επαναστάτης θεωρεί φίλο και αγαπητό του μόνον ένα πρόσωπο που έχει αποδείξει στην πράξη ότι είναι εξίσου επαναστάτης με τον ίδιο. Ο βαθμός της φιλίας, αφοσίωσης και των άλλων υποχρεώσεων του απέναντι στον σύντροφό του καθορίζεται μόνον από τον αντίστοιχο βαθμό χρησιμότητάς τους στο πρακτικό έργο της ολοκληρωτικής επαναστατικής καταστροφής». [xxxii]
Είναι ξεκάθαρο ότι οι παραπάνω σκέψεις μπορούν να σχηματιστούν μόνο - χωρίς κανέναν στοιχείο υπερβολής, με καθαρά επιστημονικούς όρους - στον εγκέφαλο ενός σχιζοφρενούς ατόμου. Αυτή η ελάχιστη, ή καλύτερα η μηδενική, διακύμανση του συναισθήματος που (υποτίθεται ότι) οφείλει να έχει ο σωστός επαναστάτης κατά τον Νετσάγιεφ, δεν είναι παρά η ειδοποιός διαφορά, το επιστημονικό κριτήριο, που ξεχωρίζει τον σχιζοφρενή από τον υγιή άνθρωπο. Αλλά δεν θα επιμείνω σ’ αυτό, γιατί δεν έχω σκοπό να τονίσω πράγματα που είναι γνωστά. Αυτό που πρέπει να κάνω εδώ είναι να συγκρίνω τα λεγόμενα του Νετσάγιεφ με τα αντίστοιχα του Λένιν. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι ο Λένιν ήταν σχιζοφρενής, παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια σαφέστατη ομοιότητα των παραπάνω σκέψεων του Νετσάγιεφ με τις αντιλήψεις του Λένιν. Ιδού τι έλεγε ο ίδιος ο Λένιν:
«…για την “εξυπηρέτηση” του μαζικού κινήματος χρειάζονται άνθρωποι, που θ’ αφιερωθούν ειδικά κι ολόψυχα στη σοσιαλδημοκρατική δράση κι ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει ν ‘ ατσαλωθούν με υπομονή και επιμονή για να γίνουν εξ επαγγέλματος επαναστάτες…Όταν θα έχουμε τμήματα από ειδικά καταρτισμένους επαναστάτες εργάτες που θα έχουν περάσει από ένα πολύχρονο σχολείο (εννοείται, μάλιστα, επαναστάτες “όλων των όπλων”), καμιά πολιτική αστυνομία του κόσμου δε θα τα βγάλει πέρα μ’ αυτά τα τμήματα, γιατί αυτά τα τμήματα που θ’ αποτελούνται από ανθρώπους, απεριόριστα αφοσιωμένους στην επανάσταση, θα έχουν επίσης και την απεριόριστη εμπιστοσύνη των πιο πλατιών εργατικών μαζών».[xxxiii]
Ειδικά το εδάφιο των λόγων του Νετσάγιεφ το σχετικό με την εργαλειακή αντιμετώπιση της φιλίας, θυμίζει έντονα ή ακόμα και προεικονίζει τις σφαγές που διέπραξε ο Στάλιν (κυρίως στις δίκες παρωδίας της Μόσχας) έναντι των παλιών του συντρόφων, στο όνομα της διαφύλαξης της επανάστασης από τους πληρωμένους πράκτορες του ιμπεριαλισμού. Αυτή η αβίαστη και σοκαριστικά εύκολη μετατροπή του μέχρι πρότινος συντρόφου στον κοινό αγώνα ενάντι στην εκμετάλλευση, σε «αντεπαναστατικό στοιχείο» και «λακέ της αστικής τάξης», προσιδιάζει πρόδηλα την ψυχοπάθεια του Νετσάγιεφ. Για να μιλήσουμε και με βιολογικούς όρους εξέλιξης και φυσικής επιλογής (που τόσο άρεσαν στον Λένιν και στους κλασσικούς) το γνώρισμα της σχιζοφρένειας (από την οποία αναμφίβολα έπασχε ο Νετσάγιεφ) φαίνεται να επιλέγεται ισχυρά από το περιβάλλον της γραφειοκρατίας και του ολοκληρωτισμού. Με άλλα λόγια το αυταρχικό περιβάλλον (αλά Όργουελ) ευνοεί και προωθεί ανθρώπους χωρίς συναισθήματα, ανθρώπους άδειους, που δεν γνωρίζουν φίλους, ικανούς για το οτιδήποτε απέναντι στον οποιονδήποτε. Γεγονός που επιβεβαιώνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την απαίτησή μας για δημοκρατία παντού (μέσα στο κόμμα και στη κοινότητα), ώστε να διαμορφώσουμε το κατάλληλο περιβάλλον για την επικράτηση άλλων χαρακτήρων, πιο υγιών, ικανών για αγάπη και για αλληλεγγύη, έτοιμων να συνυπάρξουν ειρηνικά και με αδελφοσύνη με τις υπόλοιπες οντότητες στον πλανήτη.
Ας επανέλθουμε στον Λένιν. Αν συνδυάσουμε τα παραπάνω (επιρροή από Τσερνισέφσκι και Τκάτσεφ και ομοιότητες με Νετσάγιεφ) με την φριχτή θεώρηση του Λένιν ως προς την επιστήμη (βλ. παραπάνω), τότε μπορούμε, με σχετική ασφάλεια, να δούμε πως παρήχθησαν οι ιδέες του «Τι να κάνουμε;» (του Λένιν) και πως τελικά γεννήθηκε η ιδεολογία του μπολσεβικισμού, που αργότερα, μετά την παρέμβαση του Στάλιν, μετατράπηκε σε κάτι ακόμα χειρότερο, τον λενινισμό.
Όπως προανέφερα η συλλογιστική του Λένιν δεν έμεινε (και υπό μία έννοια δεν μπορούσε να μείνει) αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Αργότερα μεσούσης της (προ)επαναστατικής περιόδου του 1917, βλέποντας το μεγαλείο των αναγεννημένων Σοβιέτ, τροποποίησε σε βάθος τις απόψεις του, οι οποίες και αποτυπώθηκαν στο κλασσικό του έργο «Κράτος και Επανάσταση». Με το βιβλίο αυτό επανέφερε τις κατακτήσεις της Παρισινής Κομμούνας στην ημερήσια διάταξη του επαναστατικού κινήματος, και δη την πλήρη αιρετότητα, την ανάγκη μικρής θητείας από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους, την εξίσωση των μισθών βάσει του συνηθισμένου μισθού ενός εργάτη και τέλος την ανακλητότητα σε οποιαδήποτε στιγμή των εντολοδόχων από τους εντολείς τους. [xxxiv]
Επανήλθε, όμως, στις αρχικές του απόψεις μετά την επανάσταση, όντας μπροστά στη διαχείριση της εξουσίας ενός τεράστιου κράτους, απομωνομένου από τις ήττες των επαναστάσεων στην Ευρώπη (κυρίως Γερμανία). Έφτασε μάλιστα να πει ανερυθρίαστα, στο συνέδριο των σοβιέτ το 1919, ότι ο εργατικός έλεγχος δεν ήταν παρά ένα σύνθημα «παιδαγωγικού χαρακτήρα», προκειμένου να «ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των εργατών στις δυνάμεις τους». Ενδεικτική, επίσης, της μεταστροφής του ήταν (όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω) και η (πολεμική) στάση που επέδειξε απέναντι στη μόνο οργανωμένη τάση μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα που υποστήριζε τις θέσεις του «Κράτος και Επανάσταση», δηλαδή την «εργατική αντιπολίτευση».
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι ο Λένιν, παρά τον πλούτο και την ευλυγισία της σκέψης του, δεν κατάφερε ποτέ να απεγκλωβιστεί από τις ιακωβίνικες αντιλήψεις του. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι η πολιτική συγκρότηση του Λένιν, χρωστά πολύ περισσότερα στον Μπακούνιν απ’ ότι στον ίδιο τον Μαρξ. Εξ ου και ο τίτλος του υποκεφαλαίου «Η επιστροφή των ιησουιτών», δεδομένου ότι τις απόψεις του Λένιν, ο Μαρξ τις αντιμετώπισε στο πρόσωπο του σύγχρονού του, Μπακούνιν, και τις χαρακτήρισε προσήκουσες σε μια αριστοκρατία, σ’ ένα νέο ιησουίτικο τάγμα (βλ. παραπάνω).
Προφανώς και έχουν παρουσιαστεί πάμπολες αναλύσεις[xxxv] που αμφισβητούν την παραπάνω αφήγηση (και κυρίως τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτή) και υπερασπίζονται την λενινιστική οργανωτική θεωρία, η οποία κατ’ αυτούς όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τις ιδέες του Μαρξ, αλλά τουναντίον αποτελεί μια ανάπτυξη της θεωρίας του τελευταίου. Όπως γράφει και ο Κοστάντσο Πρέβε:
«Ο Λένιν ήταν ο Αϊνστάιν του ιστορικού υλισμού, του οποίου ο Μαρξ υπήρξε ο Νεύτων. Το βιβλίο του Τι να κάνουμε, στο οποίο εκθέτει τη γνωστή θεωρία του για το πολιτικό κόμμα, είναι για μένα, όχι τόσο ένα πολιτικό εγχειρίδιο δράσης, όσο ένα βιβλίο επιστημολογίας, ο πυρήνας του οποίου είναι η συνειδητοποίηση της απόλυτης ανικανότητας της εργατικής τάξης, ως τέτοιας, να μπορέσει να πραγματοποιήσει μια δομική αντικαπιταλιστική επανάσταση και της ανάγκης επομένως να πρέπει να την αντικαταστήσει με μια άλλη υποκειμενική οντότητα, το πολιτικό κόμμα λενινιστικού τύπου»[xxxvi]
Όποιος όμως κάνει μια έντιμη ανάγνωση των γεγονότων δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι η κομματική λογική του Λένιν δεν είχε καμία σχέση με τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς.[xxxvii] Ο λενινισμός που ιδρύθηκε στη πραγματικότητα ως ρεύμα από τον Στάλιν[xxxviii], (όπως ο μαρξισμός από τον Κάουτσκι) υπήρξε μια απλοϊκή και αποστεωμένη παραλλαγή των διδαγμάτων του Λένιν, αποστερημένη από κάθε τι δυναμικό και προοδευτικό ώστε να νομιμοποιήσει τις πολιτικές επιλογές του ιδρυτή του (Στάλιν). Όμως σπέρματα αυταρχισμού και ελιτισμού υπάρχουν χωρίς αμφιβολία στη σκέψη και στις πράξεις του Λένιν.
Όπως και να ‘χει δεν είναι ο χώρος κατάλληλος, ούτε και ο σκοπός του άρθρου, να αναλύσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την διαδρομή και τις πολιτικές πεποιθήσεις του Λένιν. Αυτό που μας ενδιαφέρει, σε πρώτη φάση, είναι που κατέληξε η λενινιστική θεωρία για το κόμμα στη πράξη. Ή για να το διατυπώσω διαφορετικά: ήταν επαρκής η δικλείδα ασφαλείας του Λένιν, περί συντροφικής αμοιβαίας εμπιστοσύνης[xxxix], για να απωθηθεί το «φάντασμα» του «σιδερένιου νόμου της ολιγαρχίας»;
Η θεοποίηση της πρωτοπορίας και η ιστορική της κατάληξη
Η ιστορία μας δίδαξε, ότι η θεοποίηση της πρωτοπορίας, η θεοποίηση δηλαδή της ικανότητας μιας ομάδας διανοούμενων να χρησιμοποιούν τα εργαλεία της επιστήμης για να διαμορφώνουν πάντα την σωστή γραμμή και τακτική, οδηγεί σε απολυταρχικά καθεστώτα. Η ουτοπία και τα εργαλεία της διαλεκτικής σκέψης μετατρέπονται σε δόγμα, στο οποίο η πραγματικότητα οφείλει να προσαρμοστεί, έστω και με τη βία. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ράντεκ, του Μπουχάριν και του Τρότσκι στα 1920-1921, όταν με τις τοποθετήσεις και τις παρεμβάσεις τους ώθησαν τη λογική «του μαχητικού-στρατιωτικού και πάντα αλάθητου κόμματος» στη λογική της κατάληξη.
Ιδού τι έλεγε ο Τρότσκι στο 9ο συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος (Μάρτης – Απρίλης του 1920):
«Πρέπει να πούμε στους εργάτες πού οφείλουν να βρίσκονται, πρέπει να τους μεταθέσουμε και να τους διευθύνουμε όπως και τους στρατιώτες…, η υποχρέωση για εργασία θα φτάσει στον υψηλότερο βαθμό έντασης στη διάρκεια της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό…, οι “λιποτάκτες” της εργασίας θα πρέπει να τοποθετούνται σε πειθαρχικά τάγματα ή να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης… Είναι αδιανόητη η στρατιωτικοποίηση χωρίς τη στρατιωτικοποίηση των συνδικάτων σαν συνδικάτων, χωρίς την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου κάθε εργαζόμενος να θεωρεί τον εαυτό του σαν στρατιώτη της δουλειάς, που δεν μπορεί να διαθέσει ελεύθερα τον εαυτό του ͘ αν πάρει διαταγή μετάθεσης, οφείλει να την εκτελέσει ͘αν δεν την εκτελέσει θα είναι λιποτάκτης και θα τιμωρηθεί. Ποιος φροντίζει γι’ αυτό; Το συνδικάτο. Δημιουργεί το καινούργιο καθεστώς. Πρόκειται για τη στρατιωτικοπίηση της εργατικής τάξης». [xl]
Απευθυνόμενος, δε, στο 10ο συνέδριο του κόμματος (ο Τρότσκι) είπε τα εξής:
«Προβάλανε [τα μέλη της “εργατικής αντιπολίτευσης”] επικίνδυνα συνθήματα. Κάνανε φετίχ τις δημοκρατικές αρχές. Τοποθέτησαν πάνω από το κόμμα το δικαιώμα των εργατών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Σα να μην είχε, το κόμμα, το δικαίωμα να επιβεβαιώσει τη δικτατορία του, ακόμα κι αν αυτή η δικτατορία βρίσκεται σε παροδική σύγκρουση με τις ευμετάβλητες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας… Το κόμμα είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δικτατορία του…όποιοι κι αν είναι οι έστω και παροδικοί δισταγμοί της εργατικής τάξης…η δικτατορία δεν στηρίζεται κάθε στιγμή, πάνω στην τυπική αρχή της εργατικής δημοκρατίας». [xli]
Φυσικά δεν είναι μόνο η αντίληψη για το κόμμα που οδήγησε τον Τρότσκι (στη προκειμένη) να υιοθετήσει τέτοιες θέσεις. Ήταν πρωτίστως οι αντικειμενικές δυσκολίες (οικονομική υπανάπτυξη, πολιτική καθυστέρηση, εμφύλιος πόλεμος, ιμπεριαλιστική επέμβαση και αποτυχία των επαναστάσεων στην Ευρώπη) που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία όταν ανήλθαν στην εξουσία και στις οποίες προσέκρουαν οι όποιες προσπάθειες για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με την ταυτόχρονη διάσωση των στρατηγικών στόχων της επανάστασης (δηλαδή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών-παραγωγικών σχέσεων). Ο Τρότσκι εδώ, ο Μπουχάριν και ο Ράντεκ αλλού και ο Σταλιν αργότερα (μόλις διαδέχτηκε τον Λένιν) προτείνουν (και εφαρμόζουν) τον πιο εύκολο (για τους κυβερνήτες) δρόμο για την γρήγορη μεγέθυνση μιας οικονομίας (την ανάπτυξη δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων της), που δεν είναι άλλος από τον κρατικό-κομματικό συγκεντρωτισμό και τη στρατιωτική πειθαρχία στη παραγωγή και στη πολιτική. Όσο, όμως, διατηρείται ο παλιός κρατικός μηχανισμός (στη Ρωσία ήταν η τσαρική γραφειοκρατία), πολλώ δε μάλλον όταν χρησιμοποιείται για να προωθήσει την πολιτική του επαναστατικού κόμματος, είναι αδύνατον να επιβιώσουν οι θεμελιώδεις στόχοι της κοινωνικής επανάστασης. Όπως έλεγε και ο Μαρξ:
«Αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει απλά την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»[xlii]
Κάτι που φάνηκε περίτρανα όταν ουσιαστικά η επανάσταση κύλησε άψυχη στα χέρια του Στάλιν (εκπροσώπου της γραφειοκρατίας) και η ληξιαρχική πράξη θανάτου της εκδόθηκε επισήμως περίπου 60 χρόνια αργότερα (με την πτώση της ΕΣΣΔ). Τι ρόλο, όμως, παίζει το κόμμα σ’ όλα αυτά;
Ο Μπετελέμ απαντά γλαφυρά:
«Όταν κάνουμε λόγο για τη “θεωρητική κληρονομιά” της Β’ Διεθνούς, από την οποία δεν μπόρεσε να καταφέρει ν’ απαλλαγεί το μπολσεβίκικο κόμμα, πρέπει να συμπεριλάβουμε σ’ αυτήν μιαν ορισμένη αντίληψη για τον συγκεντρωτισμό, που απομακρύνεται από τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, και μιαν ορισμένη αντίληψη για τον ρόλο των συγκεντρωτικών κρατικών μηχανισμών… Έτσι η δεσπόζουσα θέση αυτού του έργου τείνει να κάνει να επικρατήσουν μέθοδες και αντιλήψεις ανάλογες με κείνες που χαρακτηρίζανε τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή μέθοδες και αντιλήψεις ιακωβινικές που, ακριβώς, αποτελούν μέρος της κληρονομιάς της Β’ Διεθνούς… Για να ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημα που εξετάζουμε εδώ- της διαδικασίας για αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών της δικτατορίας του προλεταριάτου- πρέπει να συμπεράνουμε ότι, “στην αφετηρία” αυτής της διαδικασίας, δεν βρίσκονται τα αδύνατα σημεία των θεωρητικών αντιλήψεων του μπολσεβικισμού (σύμφωνα με μιαν ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας), αλλά ότι η ύπαρξη αυτών των αντιλήψεων και η ανεπάρκεια των μετέπειτα διορθώσεων έπαιξαν ρόλο στο γεγονός ότι οι ρωσικές λαϊκές μάζες δεν καθοδηγήθηκαν στο δρόμο που θα τους είχε επιτρέψει ν’ αναπτύξουν, να ενοποιήσουν και να συντονίσουν τις επαναστατικές τους πρακτικές στο βαθμό που χρειαζόταν για να “καταστραφεί και πάλι ο τσαρικός μηχανισμός” που είχε ανασυγκροτηθεί».[xliii]
Ιδού τι έλεγε ο Τρότσκι στο 9ο συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος (Μάρτης – Απρίλης του 1920):
«Πρέπει να πούμε στους εργάτες πού οφείλουν να βρίσκονται, πρέπει να τους μεταθέσουμε και να τους διευθύνουμε όπως και τους στρατιώτες…, η υποχρέωση για εργασία θα φτάσει στον υψηλότερο βαθμό έντασης στη διάρκεια της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό…, οι “λιποτάκτες” της εργασίας θα πρέπει να τοποθετούνται σε πειθαρχικά τάγματα ή να κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης… Είναι αδιανόητη η στρατιωτικοποίηση χωρίς τη στρατιωτικοποίηση των συνδικάτων σαν συνδικάτων, χωρίς την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος όπου κάθε εργαζόμενος να θεωρεί τον εαυτό του σαν στρατιώτη της δουλειάς, που δεν μπορεί να διαθέσει ελεύθερα τον εαυτό του ͘ αν πάρει διαταγή μετάθεσης, οφείλει να την εκτελέσει ͘αν δεν την εκτελέσει θα είναι λιποτάκτης και θα τιμωρηθεί. Ποιος φροντίζει γι’ αυτό; Το συνδικάτο. Δημιουργεί το καινούργιο καθεστώς. Πρόκειται για τη στρατιωτικοπίηση της εργατικής τάξης». [xl]
Απευθυνόμενος, δε, στο 10ο συνέδριο του κόμματος (ο Τρότσκι) είπε τα εξής:
«Προβάλανε [τα μέλη της “εργατικής αντιπολίτευσης”] επικίνδυνα συνθήματα. Κάνανε φετίχ τις δημοκρατικές αρχές. Τοποθέτησαν πάνω από το κόμμα το δικαιώμα των εργατών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους. Σα να μην είχε, το κόμμα, το δικαίωμα να επιβεβαιώσει τη δικτατορία του, ακόμα κι αν αυτή η δικτατορία βρίσκεται σε παροδική σύγκρουση με τις ευμετάβλητες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας… Το κόμμα είναι υποχρεωμένο να διατηρήσει τη δικτατορία του…όποιοι κι αν είναι οι έστω και παροδικοί δισταγμοί της εργατικής τάξης…η δικτατορία δεν στηρίζεται κάθε στιγμή, πάνω στην τυπική αρχή της εργατικής δημοκρατίας». [xli]
Φυσικά δεν είναι μόνο η αντίληψη για το κόμμα που οδήγησε τον Τρότσκι (στη προκειμένη) να υιοθετήσει τέτοιες θέσεις. Ήταν πρωτίστως οι αντικειμενικές δυσκολίες (οικονομική υπανάπτυξη, πολιτική καθυστέρηση, εμφύλιος πόλεμος, ιμπεριαλιστική επέμβαση και αποτυχία των επαναστάσεων στην Ευρώπη) που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία όταν ανήλθαν στην εξουσία και στις οποίες προσέκρουαν οι όποιες προσπάθειες για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας με την ταυτόχρονη διάσωση των στρατηγικών στόχων της επανάστασης (δηλαδή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών-παραγωγικών σχέσεων). Ο Τρότσκι εδώ, ο Μπουχάριν και ο Ράντεκ αλλού και ο Σταλιν αργότερα (μόλις διαδέχτηκε τον Λένιν) προτείνουν (και εφαρμόζουν) τον πιο εύκολο (για τους κυβερνήτες) δρόμο για την γρήγορη μεγέθυνση μιας οικονομίας (την ανάπτυξη δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων της), που δεν είναι άλλος από τον κρατικό-κομματικό συγκεντρωτισμό και τη στρατιωτική πειθαρχία στη παραγωγή και στη πολιτική. Όσο, όμως, διατηρείται ο παλιός κρατικός μηχανισμός (στη Ρωσία ήταν η τσαρική γραφειοκρατία), πολλώ δε μάλλον όταν χρησιμοποιείται για να προωθήσει την πολιτική του επαναστατικού κόμματος, είναι αδύνατον να επιβιώσουν οι θεμελιώδεις στόχοι της κοινωνικής επανάστασης. Όπως έλεγε και ο Μαρξ:
«Αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει απλά την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»[xlii]
Κάτι που φάνηκε περίτρανα όταν ουσιαστικά η επανάσταση κύλησε άψυχη στα χέρια του Στάλιν (εκπροσώπου της γραφειοκρατίας) και η ληξιαρχική πράξη θανάτου της εκδόθηκε επισήμως περίπου 60 χρόνια αργότερα (με την πτώση της ΕΣΣΔ). Τι ρόλο, όμως, παίζει το κόμμα σ’ όλα αυτά;
Ο Μπετελέμ απαντά γλαφυρά:
«Όταν κάνουμε λόγο για τη “θεωρητική κληρονομιά” της Β’ Διεθνούς, από την οποία δεν μπόρεσε να καταφέρει ν’ απαλλαγεί το μπολσεβίκικο κόμμα, πρέπει να συμπεριλάβουμε σ’ αυτήν μιαν ορισμένη αντίληψη για τον συγκεντρωτισμό, που απομακρύνεται από τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, και μιαν ορισμένη αντίληψη για τον ρόλο των συγκεντρωτικών κρατικών μηχανισμών… Έτσι η δεσπόζουσα θέση αυτού του έργου τείνει να κάνει να επικρατήσουν μέθοδες και αντιλήψεις ανάλογες με κείνες που χαρακτηρίζανε τη Γαλλική Επανάσταση, δηλαδή μέθοδες και αντιλήψεις ιακωβινικές που, ακριβώς, αποτελούν μέρος της κληρονομιάς της Β’ Διεθνούς… Για να ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημα που εξετάζουμε εδώ- της διαδικασίας για αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών της δικτατορίας του προλεταριάτου- πρέπει να συμπεράνουμε ότι, “στην αφετηρία” αυτής της διαδικασίας, δεν βρίσκονται τα αδύνατα σημεία των θεωρητικών αντιλήψεων του μπολσεβικισμού (σύμφωνα με μιαν ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας), αλλά ότι η ύπαρξη αυτών των αντιλήψεων και η ανεπάρκεια των μετέπειτα διορθώσεων έπαιξαν ρόλο στο γεγονός ότι οι ρωσικές λαϊκές μάζες δεν καθοδηγήθηκαν στο δρόμο που θα τους είχε επιτρέψει ν’ αναπτύξουν, να ενοποιήσουν και να συντονίσουν τις επαναστατικές τους πρακτικές στο βαθμό που χρειαζόταν για να “καταστραφεί και πάλι ο τσαρικός μηχανισμός” που είχε ανασυγκροτηθεί».[xliii]
Επιπλέον, ως επίρρωση των παραπάνω, βλέπουμε ήδη από το 1920 να αναπτύσσεται μια λατρεία απέναντι στο κόμμα και τους ηγέτες του (βλ. Τρότσκι παραπάνω). Αυτή η αγιοποίηση του κόμματος και των διανοούμενών του δεν είναι παρά άλλη μια λογική συνεπαγωγή των αρχικών απόψεων του Λένιν για το κόμμα (βλ. παραπάνω).
Το κόμμα, όπως είδαμε, έχει ως στόχο να διαπαιδαγωγήσει την εργατική τάξη και να ανυψώσει τα μέλη της από το επίπεδο του ταξικού ενστίκτου στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης. Εξ ου και η πραναφερθείσα άποψη του Λένιν (που την πήρε αυτούσια από τον Κάουτσκι και τον Τσερνισέφσκι) για την αδυναμία του προλεταριάτου, αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, να αποκτήσει ταξική (σοσιαλδημοκρατική) συνείδηση, χωρίς την παρέμβαση των διανοούμενων και του κόμματος.
Όμως, όπως, τονίζουν οι Pennetier και Pudal:
«Το πέρασμα από το ταξικό ένστικτο στην ταξική συνείδηση είναι ανάλογο με μια ιδιαίτερης μορφής ανα-γέννηση μέσω της οποίας ο κομμουνιστής διαρρηγνύει την εμβρυακή κάψα και βγαίνει στο φως. Αυτή όμως η μεταμόρφωση του εγώ σε πλημμυρίζει με περηφάνια, σε κάνει ξεχωριστό, σε κάνει να γνωρίσεις άλλους κοινωνικούς κόσμους. Επομένως σε απελευθερώνει και σε αυτή τη μεθυστική ελευθερία πρέπει στο εξής να πειθαρχήσεις, δωρίζοντάς τη στο Κόμμα. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος που παραμονεύει να υποκύψεις στη γοητεία και στις πανουργίες του εχθρού…Πρέπει λοιπόν να επιστρέψεις, μέσα από άλλους δρόμους, στους δικούς σου, προσφέροντας τον εαυτό σου στο Κόμμα.» [xliv]
Το κόμμα, επομένως, αποκτά μυθικές διαστάσεις και κατ’ επέκταση οι ηγέτες του χαρακτηρίζονται «χαρισματικοί» (όχι με την έννοια που εννοούσε ο Βέμπερ). «Φαίνεται λοιπόν πως πρέπει πράγματι να εκκινήσουμε από την ιδιαιτερότητα του σοβιετικού συστήματος, το ρόλο που αποδίδει στον εαυτό του το κομμουνιστικό κόμμα και τη σταδιακή επιβολή της σταλινικής ομάδας στο Κόμμα, για να κατανοήσουμε την επικράτηση των φαινομένων προσωπολατρίας τα οποία τείνουν να νομιμοποιήσουν την πολιτική εξουσία που ο Στάλιν έχει “προσωπικά” ιδιοποιηθεί.» [xlv]
Τη δύναμη αυτή του μύθου του κόμματος, του ηγέτη και της ταυτοτικής αναφοράς (προλετάριος ή/και μέλος του κόμματος), που απορρέει από την ίδια την εσωτερική ανάγκη των μαζών για λατρεία[xlvi], ο Στάλιν την αναγνώρισε και την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον για να παγιώσει την εξουσία του και για να δικαιολογήσει την κανούργια κοινωνική ιεραρχία (που πόρρω απείχε από τις διακηρύξεις της επανάστασης του Οκτώβρη).[xlvii]
Εκ των υστέρων και έχοντας πλέον πλήρη εικόνα της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης, μπορούμε να αναγνωρίσουμε, εν τέλει, ως ορθή και εντυπωσιακά προφητική την προειδοποίηση του Μπακούνιν, όταν στο «Κρατισμός και Αναρχία» που γράφτηκε το 1873, είπε τα εξής:
«Αυτό το δίλημμα έχει λυθεί από τη μαρξιανή θεωρία με απλοϊκό τρόπο. Όταν μιλάνε για λαϊκή κυβέρνηση εννοούν την κυβέρνηση του λαού από ένα μικρό αριθμό αντιπροσώπων που έχουν εκλεγεί απ’ αυτόν… Έτσι, από όποια πλευρά κι αν εξετάσουμε αυτό το θέμα, καταλήγουμε πάντα στο ίδιο λυπηρό συμπέρασμα: στην κυβέρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών από μια προνομιούχα μειοψηφία. Αλλά αυτή η μειοψηφία μας λένε οι μαρξιστές, θ’ αποτελείται από εργαζόμενους. Ναι, πιθανόν από πρώην εργαζόμενους, που μόλις γίνουν κυβερνήτες ή αντιπρόσωποι του λαού θα πάψουν πια νάναι εργαζόμενοι και θα ατενίζουν τον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας απ’ τα ύψη του κυβερνητικού βάθρου. Από κείνη τη στιγμή δεν θα εκπροσωπούν πια τον λαό, αλλά τους εαυτούς τους και την επιδίωξή τους να κυβερνήσουν το λαό. Εκείνος που μπορεί να αμφιβάλλει γι’ αυτό γνωρίζει πολύ λίγο την ανθρώπινη φύση. Αλλ’ αυτοί οι εκλεγμένοι, λένε, θάναι φλογεροί, πιστοί σοσιαλιστές και, κάτι παραπάνω, επιστήμονες. Αυτές οι λέξεις “επιστήμονες σοσιαλιστές”, “επιστημονικός σοσιαλισμός” που συναντάμε συνεχώς στα έργα και στους λόγους των λασσαλικών και των μαρξιστών, αποδείχνουν από μόνες τους ότι το λεγόμενο λαϊκό Κράτος δεν θάναι τιποτ’ άλλο απ’ τη δεσποτική κυβέρνηση της λαϊκής μάζας από μια νέα και πολύ στεγανή αριστοκρατία αληθινών και ψευτο-επιστημόνων. Ο λαός, δοσμένου ότι δεν είναι “μορφωμένος”, θ’ απαλλαγεί εντελώς απ’ τις φροντίδες της διοίκησης και θα τύχει τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης αγέλης. Τι θαυμάσια απελευθέρωση πραγματικά ! » [xlviii]
Όπως μας έδειξε η ιστορία και η κατάληξη μιας από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της ανθρωπότητας, της ένδοξης Οκτωβριανής, η θεοποίηση του κόμματος και η απόδοση υπεράνθρωπων ικανότητων (αναλυτικών, ηθικών κ.ο.κ) στους ηγέτες του οδηγεί νομοτελειακά (ή σε τελευταία ανάλυση ωθεί ισχυρά) στην ήττα της επανάστασης, στην επικράτηση της μαύρης αντίδρασης και τελικά στην δημιουργία του αντίθετου από τους διακηρυγμένους στόχους της εξέγερσης (π.χ. κράτος λεβιάθαν αντί σταδιακής απονέκρωσης του κράτους, δημιουργία αστυνομοκρατικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού καταπίεσης αντί για την χειραφέτηση του λαού και της εργατικής τάξης, κ.ο.κ).
Προκειμένου η ανάλυση να είναι πλήρης (στο βαθμό που επιτρέπει ο χώρος) απαιτείται να δούμε στη συνέχεια σε ποιο περιβάλλον δραστηριοποιούνται τα κόμματα σήμερα, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε στο ερώτημα: τελικά αξίζει να σωθεί το κόμμα από την ολιγαρχική μετάλλαξη ή αλλιώς ποια είναι η αξία χρήσης του κόμματος σήμερα.
Το κόμμα, όπως είδαμε, έχει ως στόχο να διαπαιδαγωγήσει την εργατική τάξη και να ανυψώσει τα μέλη της από το επίπεδο του ταξικού ενστίκτου στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης. Εξ ου και η πραναφερθείσα άποψη του Λένιν (που την πήρε αυτούσια από τον Κάουτσκι και τον Τσερνισέφσκι) για την αδυναμία του προλεταριάτου, αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, να αποκτήσει ταξική (σοσιαλδημοκρατική) συνείδηση, χωρίς την παρέμβαση των διανοούμενων και του κόμματος.
Όμως, όπως, τονίζουν οι Pennetier και Pudal:
«Το πέρασμα από το ταξικό ένστικτο στην ταξική συνείδηση είναι ανάλογο με μια ιδιαίτερης μορφής ανα-γέννηση μέσω της οποίας ο κομμουνιστής διαρρηγνύει την εμβρυακή κάψα και βγαίνει στο φως. Αυτή όμως η μεταμόρφωση του εγώ σε πλημμυρίζει με περηφάνια, σε κάνει ξεχωριστό, σε κάνει να γνωρίσεις άλλους κοινωνικούς κόσμους. Επομένως σε απελευθερώνει και σε αυτή τη μεθυστική ελευθερία πρέπει στο εξής να πειθαρχήσεις, δωρίζοντάς τη στο Κόμμα. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος που παραμονεύει να υποκύψεις στη γοητεία και στις πανουργίες του εχθρού…Πρέπει λοιπόν να επιστρέψεις, μέσα από άλλους δρόμους, στους δικούς σου, προσφέροντας τον εαυτό σου στο Κόμμα.» [xliv]
Το κόμμα, επομένως, αποκτά μυθικές διαστάσεις και κατ’ επέκταση οι ηγέτες του χαρακτηρίζονται «χαρισματικοί» (όχι με την έννοια που εννοούσε ο Βέμπερ). «Φαίνεται λοιπόν πως πρέπει πράγματι να εκκινήσουμε από την ιδιαιτερότητα του σοβιετικού συστήματος, το ρόλο που αποδίδει στον εαυτό του το κομμουνιστικό κόμμα και τη σταδιακή επιβολή της σταλινικής ομάδας στο Κόμμα, για να κατανοήσουμε την επικράτηση των φαινομένων προσωπολατρίας τα οποία τείνουν να νομιμοποιήσουν την πολιτική εξουσία που ο Στάλιν έχει “προσωπικά” ιδιοποιηθεί.» [xlv]
Τη δύναμη αυτή του μύθου του κόμματος, του ηγέτη και της ταυτοτικής αναφοράς (προλετάριος ή/και μέλος του κόμματος), που απορρέει από την ίδια την εσωτερική ανάγκη των μαζών για λατρεία[xlvi], ο Στάλιν την αναγνώρισε και την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον για να παγιώσει την εξουσία του και για να δικαιολογήσει την κανούργια κοινωνική ιεραρχία (που πόρρω απείχε από τις διακηρύξεις της επανάστασης του Οκτώβρη).[xlvii]
Εκ των υστέρων και έχοντας πλέον πλήρη εικόνα της πορείας της Σοβιετικής Ένωσης, μπορούμε να αναγνωρίσουμε, εν τέλει, ως ορθή και εντυπωσιακά προφητική την προειδοποίηση του Μπακούνιν, όταν στο «Κρατισμός και Αναρχία» που γράφτηκε το 1873, είπε τα εξής:
«Αυτό το δίλημμα έχει λυθεί από τη μαρξιανή θεωρία με απλοϊκό τρόπο. Όταν μιλάνε για λαϊκή κυβέρνηση εννοούν την κυβέρνηση του λαού από ένα μικρό αριθμό αντιπροσώπων που έχουν εκλεγεί απ’ αυτόν… Έτσι, από όποια πλευρά κι αν εξετάσουμε αυτό το θέμα, καταλήγουμε πάντα στο ίδιο λυπηρό συμπέρασμα: στην κυβέρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών από μια προνομιούχα μειοψηφία. Αλλά αυτή η μειοψηφία μας λένε οι μαρξιστές, θ’ αποτελείται από εργαζόμενους. Ναι, πιθανόν από πρώην εργαζόμενους, που μόλις γίνουν κυβερνήτες ή αντιπρόσωποι του λαού θα πάψουν πια νάναι εργαζόμενοι και θα ατενίζουν τον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας απ’ τα ύψη του κυβερνητικού βάθρου. Από κείνη τη στιγμή δεν θα εκπροσωπούν πια τον λαό, αλλά τους εαυτούς τους και την επιδίωξή τους να κυβερνήσουν το λαό. Εκείνος που μπορεί να αμφιβάλλει γι’ αυτό γνωρίζει πολύ λίγο την ανθρώπινη φύση. Αλλ’ αυτοί οι εκλεγμένοι, λένε, θάναι φλογεροί, πιστοί σοσιαλιστές και, κάτι παραπάνω, επιστήμονες. Αυτές οι λέξεις “επιστήμονες σοσιαλιστές”, “επιστημονικός σοσιαλισμός” που συναντάμε συνεχώς στα έργα και στους λόγους των λασσαλικών και των μαρξιστών, αποδείχνουν από μόνες τους ότι το λεγόμενο λαϊκό Κράτος δεν θάναι τιποτ’ άλλο απ’ τη δεσποτική κυβέρνηση της λαϊκής μάζας από μια νέα και πολύ στεγανή αριστοκρατία αληθινών και ψευτο-επιστημόνων. Ο λαός, δοσμένου ότι δεν είναι “μορφωμένος”, θ’ απαλλαγεί εντελώς απ’ τις φροντίδες της διοίκησης και θα τύχει τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης αγέλης. Τι θαυμάσια απελευθέρωση πραγματικά ! » [xlviii]
Όπως μας έδειξε η ιστορία και η κατάληξη μιας από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της ανθρωπότητας, της ένδοξης Οκτωβριανής, η θεοποίηση του κόμματος και η απόδοση υπεράνθρωπων ικανότητων (αναλυτικών, ηθικών κ.ο.κ) στους ηγέτες του οδηγεί νομοτελειακά (ή σε τελευταία ανάλυση ωθεί ισχυρά) στην ήττα της επανάστασης, στην επικράτηση της μαύρης αντίδρασης και τελικά στην δημιουργία του αντίθετου από τους διακηρυγμένους στόχους της εξέγερσης (π.χ. κράτος λεβιάθαν αντί σταδιακής απονέκρωσης του κράτους, δημιουργία αστυνομοκρατικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού καταπίεσης αντί για την χειραφέτηση του λαού και της εργατικής τάξης, κ.ο.κ).
Προκειμένου η ανάλυση να είναι πλήρης (στο βαθμό που επιτρέπει ο χώρος) απαιτείται να δούμε στη συνέχεια σε ποιο περιβάλλον δραστηριοποιούνται τα κόμματα σήμερα, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε στο ερώτημα: τελικά αξίζει να σωθεί το κόμμα από την ολιγαρχική μετάλλαξη ή αλλιώς ποια είναι η αξία χρήσης του κόμματος σήμερα.
Η εποχή της μεταδημοκρατίας
Ο όρος «μεταδημοκρατία» είναι του Colin Crouch και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις σύγχρονες δυτικές αστικο-κοινοβουλευτικές κοινωνίες. Σύμφωνα με τον Crouch :
«Η ιδέα της μεταδημοκρατίας μας βοηθά να αναλύσουμε συνθήκες όπου η ανία, η απογοήτευση και η απώλεια των ψευδαισθήσεων αρχίζουν, μετά το πέρας της δημοκρατικής στιγμής, να γίνονται κυρίαρχα συναισθήματα ̇ όπου τα ισχυρά συμφέροντα ολίγων είναι πλέον πολύ πιο δραστήρια απ’ ότι η μάζα των απλών πολιτών καθώς επιδιώκουν να κάνουν το πολιτικό σύστημα να λειτουργήσει προς όφελός τους ̇ όπου οι πολιτικές ολιγαρχίες έχουν μάθει να ελέγχουν και να χειραγωγούν τις λαϊκές διεκδικήσεις, ενώ ο λαός πρέπει να πειστεί για να ψηφίσει με διαφημιστικές καμπάνιες από τα πάνω… οι τεχνικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης εξελίσσονται και γίνονται πιο σύνθετες, αλλά το ίδιο συμβαίνει, από την άλλη, και με τους μηχανισμούς δημοσίου ελέγχου της πολιτικής, ενώ το περιεχόμενο των πολιτικών προγραμμάτων των κομμάτων και η κομματική διαμάχη καθίστανται όλο και πιο επίπεδα και ανούσια… σε μια μεταδημοκρατική περίοδο, οι πολιτικοί έχουν απέναντί τους ένα λαό που τελεί σε σύγχυση και αδράνεια, και που αδυνατεί να διαμορφώσει τη δική του ημερήσια διάταξη… οι αδιάφοροι και απογοητευμένοι πολίτες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την ενεργό μαζική συμμετοχή… το κράτος πρόνοιας μετατρέπεται σταδιακά από μια έκφραση των καθολικών δικαιωμάτων του πολίτη σε ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, που εξυπηρετεί μόνο τους έχοντες ανάγκη ̇ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπαίνουν στο περιθώριο της κοινωνίας ̇ ο ρόλος του κράτους ως αστυνόμου και δεσμοφύλακα ξανάρχεται στο προσκήνιο ̇ το χάσμα του πλούτου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διαρκώς μεγαλώνει ̇ η φορολογία συντείνει όλο και περισσότερο στην αναδιανομή του πλούτου ̇ οι πολιτικοί ανταποκρίνονται κυρίως στα αιτήματα μιας χούφτας μεγαλοεπιχειρηματιών ̇ οι φτωχοί χάνουν σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, και δεν μπαίνουν πια ούτε στο κόπο να ψηφίσουν, ξαναπαίρνοντας οικιοθελώς τη θέση που αναγκαστικά είχαν στην προδημοκρατική περίοδο… Η προβολή των υποτιθέμενων χαρισματικών ιδιοτήτων του κομματικού ηγέτη και οι φωτογραφίες και τηλεοπτικές εικόνες του προσώπου του σε κατάλληλες πόζες τείνουν να υποκαταστήσουν το διάλογο γύρω από τα ουσιαστικά θέματα και αντιτιθέμενα συμφέροντα… Πολλά είναι τα συμπτώματα που δείχνουν ότι οι σύγχρονες προηγμένες κοινωνίες έχουν πράγματι περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση, ότι απομακρυνόμαστε από το ιδεώδες της ισχυρής μαζικής δημοκρατίας και οδεύουμε σ’ ένα μεταδημοκρατικό καθεστώς.» [xlix]
Η ανάλυση του Crouch περί μεταδημοκρατίας και ειδικότερα όσον αφορά στην κεντρική θέση που έχει ο θεσμός της εταιρείας-χίμαιρας στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι πρωτότυπη από πολλές απόψεις. [l] Οφείλουμε, όμως, να παραδεχτούμε ότι, παρά τον σύγχρονο απόλυτο εκφυλισμό του, το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς είναι εκ φύσεως ένα ολιγαρχικό, ή καλύτερα ένα αριστοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Δεν είχε ποτέ του καμία σχέση με τη δημοκρατία. Αυτό καταδεικνύουν τα δημοκρατικά ιδεώδη των κλασσικών του φιλελευθερισμού, που εκφράστηκαν με τον καλύτερο τρόπο από τον Ζαν –Ζακ Ρουσσώ στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο».
Επιπρόσθετη απόδειξη για τη θέση αυτή (περί της διάκρισης μεταξύ κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας) είναι η θεωρία του Schumpeter για την δημοκρατία που διατυπώθηκε (ήδη) το 1943, πολύ πριν την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Λέει, λοιπόν, o Schumpeter, χωρίς ιδιαίτερες περιστροφές (προς τιμήν του), τα εξής :
«Οι ψηφοφόροι δεν αποφασίζουν επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Ούτε επιλέγουν με απολύτως ελεύθερο τρόπο τα μέλη του κοινοβουλίου από το γενικότερο εκλόγιμο πληθυσμό. Υπό κανονικές συνθήκες η πρωτοβουλία ανήκει στον υποψήφιο που διεκδικεί το κοινοβουλευτικό αξίωμα και την ηγετική θέση της περιφέρειας που του δίνει το αξίωμα αυτό. Οι ψηφοφόροι περιορίζονται στο να τον προτιμήσουν ή να τον απορρίψουν έναντι των άλλων… Και αυτή ακόμη η πρωτοβουλία που έχουν οι εκλογείς όσον αφορά την επιλογή του ενός ή του άλλου υποψηφίου περιορίζεται περαιτέρω από την ύπαρξη των κομμάτων… Όπως ένα πολυκατάστημα δεν μπορεί να οριστεί από τις επωνυμίες των προϊόντων του, έτσι και ένα κόμμα δεν μπορεί να οριστεί βάσει των αρχών του. Το κόμμα αποτελεί μια ομάδα, τα μέλη της οποίας προτείνουν να δράσουν συντονισμένα για την ανταγωνιστική διεκδίκηση της εξουσίας. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε γιατί διαφορετικά κόμματα υιοθετούν τα ίδια ή παραπλήσια προγράμματα… Το κόμμα και οι κομματικοί παράγοντες είναι η απάντηση στην ανικανότητα της εκλόγιμης μάζας να δράσει διαφορετικά από ό,τι μια αγέλη, ενώ την ίδια στιγμή συμμετέχουν στην προσπάθεια ρύθμισης του πολιτικού ανταγωνισμού, όπως σχεδόν μια εμπορική ένωση συμμετέχει στη ρύθμιση του οικονομικού ανταγωνισμού. Οι ψυχοτεχνικές μέθοδοι της κομματική διοίκησης και η κομματική διαφήμιση, τα συνθήματα και τα κομματικά εμβατήρια δεν είναι απλά εργαλεία. Είναι η ουσία της πολιτικής. Το ίδιο και τα αφεντικά ενός πολιτικού χώρου… Πρώτο και κυριότερο, από τη δική μας σκοπιά, η δημοκρατία δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο λαός κυβερνά πραγματικά, τουλάχιστον υπό τη συνηθισμένη σημασία των όρων «λαός» και «κυβέρνηση». Η λέξη δημοκρατία σημαίνει για μας απλώς ότι ο λαός έχει την ευκαιρία να επιλέξει ή να απορρίψει εκείνους που πρόκειται να τον κυβερνήσουν. Καθώς όμως αυτό θα μπορούσε να γίνει και με εντελώς αντιδημοκρατικούς τρόπους, έπρεπε να στενέψουμε τον ορισμό μας προσθέτοντας ένα επιπλέον κριτήριο για την αναγνώριση της δημοκρατικής μεθόδου, δηλαδή τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των επίδοξων ηγετών για την ψήφο του εκλογικού σώματος. Μια πτυχή αυτού του ορισμού δείχνουμε όταν λέμε ότι η δημοκρατία είναι η κυριαρχία του πολιτικού.»[li]
Βλέπουμε συνεπώς ότι πολλά από τα συμπτώματα της «μεταδημοκρατίας» είναι στην πραγματικότητα εγγενείς αδυναμίες του κομματικού συστήματος στο αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο. Η ιδιαιτερότητα της «Μεταδημοκρατίας» που περιγράφει ο Crouch και άλλοι είναι ότι λείπει το επιπλέον κριτήριο που βάζει ο Schumpeter για να ορίσει ένα πολίτευμα ως δημοκρατία. Απουσιάζει ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων. Το αν υπήρχε ποτέ είναι επίσης θέμα για άλλη φορά.
Το επίδικό και αυτό που μας αφορά άμεσα είναι ότι, όπως και ο τέλειος ανταγωνισμός στις αγορές (προϊόντος, εργασίας, κ.ο.κ) που περιγράφουν τα εγχειρίδια μικροοικονομικής ως τη βάση της οικονομικής θεωρίας έτσι και, ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές κοινωνίες είναι ένας μύθος. Στη πραγματικότητα μιλάμε για ένα ολιγοπώλιο μεταξύ κομμάτων που δρουν ως το πολιτικό προσωπικό των βαρόνων του χρήματος και του συσσωρευμένου πλούτου. Ούτε καν η ωμή και κυνική περιγραφή του Schumpeter δεν αρκεί για να περιγράψει την πραγματική πολιτική ζωή. Είναι και αυτή μια «ουτοπία», ένα ιδεώδες προς πραγμάτωση, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα.
Η αναρχική ένσταση στο raison d'être του πολιτικού κόμματος
Δεδομένων των παραπάνω «γενετικών» βλαβών του κόμματος μέσα σ’ αυτό το εχθρικό περιβάλλον της μεταδημοκρατίας, είναι άραγε σοφό να μιλάμε ακόμη για την ανάγκη ύπαρξης ενός κόμματος και πολύ περισσότερο για την επιτακτική χρεία ενός δημοκρατικού κόμματος ; Αξίζει να σώσουμε το κόμμα από την ολιγαρχική του ασθένεια ; Οι στοχαστές του αναρχισμού (ή/και του αυτόνομου Μαρξισμού) απαντούν βροντερά όχι. Αναφωνούν: «Δεν μπορούμε, δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να σώσουμε το κόμμα».
Η πιο ολοκληρωμένη θεωρητική παρουσίαση (που εγώ τουλάχιστον έχω υπόψιν μου) σχετικά με τους λόγους που το κόμμα και κατ’ επέκταση η κατάληψη της κρατικής εξουσίας αποτελεί μια πολιτική λογική (και τελικά στρατηγική) καταδικασμένη a priori στην συντριβή, είναι αυτή του Holloway. Λέει, λοιπόν, ο John Holloway :
«Η πάλη έχει έναν στόχο: την κατάληψη της κρατικής εξουσίας… Τα στοιχεία του αγώνα που δεν συνεισφέρουν στην επίτευξη αυτού του στόχου θεωρούνται είτε δευτερεύουσας σημασίας ή και στοιχεία που πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς. Έτσι εγκαθιδρύεται μια ιεραρχία μορφών αγώνα. Η εργαλειοποίηση/ιεράρχηση αποτελεί ταυτόχρονα αποδυνάμωση του αγώνα. Ένα πλήθος μορφών πάλης, ένα πλήθος τρόπων έκφρασης της απόρριψης του καπιταλισμού, ένα πλήθος αγώνων για το όνειρο μιας διαφορετικής κοινωνίας απλώς φιλτράρονται, παραμένουν αόρατα αν παρατηρήσει κανείς τον κόσμο υπό το πρίσμα της κατάληψης της εξουσίας… Οι επιπόλαιες προσωπικές υποθέσεις όπως οι σχέσεις στοργής, ο αισθησιασμός, το παιχνίδι, το γέλιο, ο έρωτας, τοποθετούνται στο κατώτερο επίπεδο. Η ταξική πάλη γίνεται πουριτανική: το επουσιώδες πρέπει να απαλειφθεί γιατί δεν συνεισφέρει στην επίτευξη του στόχου… Το κόμμα είναι η οργανωτική μορφή που εκφράζει καθαρά μια τέτοιου είδους ιεράρχηση. Η μορφή του κόμματος, είτε αυτό είναι πρωτοποριακό είτε κοινοβουλευτικό, προϋποθέτει έναν προσανατολισμό προς το κράτος και είναι σχεδόν ανούσια χωρίς το κράτος. Το κόμμα είναι στην πραγματικότητα ένα είδος πειθάρχησης της ταξικής πάλης, υπαγωγή των αμέτρητων μορφών ταξικής πάλης στον υπέρτατο σκοπό ανάληψης του ελέγχου του κράτους. Η εδραίωση της ιεραρχίας των μορφών πάλης εκφράζεται συνήθως με τη μορφή του προγράμματος του κόμματος… Η εργαλειακή αποδυνάμωση του αγώνα δεν χαρακτηρίζει απλώς ιδιαίτερα κόμματα ή ρεύματα (σταλινικά, τροτσκιστικά, κ.λπ.). Είναι εγγενής στην ιδέα ότι στόχος του κινήματος είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Ο αγώνας έχει χαθεί ευθύς εξαρχής, πολύ πριν το θριαμβεύον κόμμα ή ο στρατός καταλάβει την κρατική εξουσία και “προδώσει” τις υποσχέσεις του. Ο αγώνας έχει χαθεί από τη στιγμή που εμποτίζεται από την εξουσία… Από τη στιγμή που υιοθετείται η λογική της εξουσίας, ο αγώνας ενάντια στην εξουσία έχει χαθεί. Η ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από την κατάληψη της εξουσίας οδηγεί επομένως στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που αρχικά επιδιώκει». [lii]
Για τον Holloway δεν είναι μόνο η επέκταση «της λογικής, των συνηθειών και του κηρύγματος της εξουσίας στην ίδια την καρδιά της πάλης ενάντια στην εξουσία» [liii]που είναι καταστροφική. Ακόμη και η ίδια η θεωρία του κράτους είναι λανθασμένη και οδηγεί αναπόδραστα τον αγώνα στην ήττα και στην ενσωμάτωση στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Γράφει, λοιπόν, τα εξής για το κράτος :
«…οι κοινωνικές σχέσεις ποτέ δεν συνέπεσαν με τα εθνικά σύνορα… Ενώ η σχέση μεταξύ φεουδάρχη και δουλοπάροικου ήταν πάντα εδαφική, το διακριτό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι ότι αποδέσμευσε την εκμετάλλευση από τέτοιου είδους εδαφικούς περιορισμούς, καθότι η σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη μεσολαβείται πλέον από το χρήμα. Η μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων από το χρήμα συνεπάγεται την πλήρη από-εδαφοποίησή τους: δεν υπάρχει κανένας λόγος ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, ο παραγωγός και ο καταναλωτής ή εργάτες που συμμετέχουν στην ίδια διαδικασία παραγωγής να βρίσκονται στο ίδιο έδαφος… γι’ αυτό η θεώρηση του καπιταλιστικού κόσμου ως το άθροισμα διακριτών εθνικών κοινωνιών αποτελεί παρανόησή του. Το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων με το οποίο συμφύεται το καθένα από τα εθνικά κράτη είναι (και ήταν από την αρχή του καπιταλισμού) παγκόσμιο. Η επικέντρωση της επανάστασης στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας συνεπάγεται επομένως την απόσπαση του κράτους από τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων αποτελεί μέρος… Του αποδίδεται αυτονομία… τουλάχιστον με την έννοια ότι το κράτος θεωρείται δυνητικά αυτόνομο ως προς τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που το περιβάλλουν.» [liv]
Χωρίς να μου είναι ξεκάθαρο το αν υιοθετεί τα παραπάνω θεωρητικά συμπεράσματα ο Graeber- ο εξαίρετος αυτός αναρχικός ανθρωπολόγος- , αυτό που λέει και γράφει σαφώς είναι ότι :
«Εκτός από μια χούφτα μικρές σεχταριστικές ομάδες, είναι σχεδόν αδύνατο να βρούμε ριζοσπάστες διανοούμενους που να πιστεύουν στα σοβαρά ότι ο ρόλος τους είναι να καθορίσουν τη σωστή ιστορική ανάλυση της παγκόσμιας κατάστασης, ούτως ώστε να οδηγήσουν τις μάζες στη μοναδική και αληθινή επαναστατική κατεύθυνση. Όμως (ακριβώς όπως και η ιδέα της προόδου καθαυτή, με την οποία είναι συνδεδεμένη), φαίνεται πολύ ευκολότερο ν’ απαρνηθούμε τον κανόνα παρά να κλονίσουμε τις συνήθειες που συνοδεύουν τη σκέψη… Οι ιδέες του Φουκώ, όπως και του Τρότσκυ, δεν αντιμετωπίζονται ποτέ καταρχήν ως προϊόντα ενός συγκεκριμένου διανοητικού περιβάλλοντος, ως κάτι που έχει αναδυθεί από ατελείωτες συζητήσεις και επιχειρήματα σε καφέ, αίθουσες διδασκαλίας, κρεβατοκάμαρες, κουρεία, με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων εντός και εκτός πανεπιστημίου (ή κόμματος), αλλά πάντοτε σαν να ξεπήδησαν από την ιδιοφυΐα ενός μόνο ανδρός… αν ο ρόλος των επαναστατών διανοούμενων δεν είναι να σχηματίσουν μια ελίτ που θα φθάσει σε μια σωστή στρατηγική ανάλυση και μετά να καθοδηγεί τις μάζες, τότε ποια ακριβώς είναι ;... η πρακτική της εθνογραφίας παρέχει κάποιου είδους μοντέλο, ένα αρχικό μοντέλο για το πώς θα μπορεί να λειτουργήσει μια μη πρωτοποριστική επαναστατική διανοητική πρακτική… ο ρόλος ενός ριζοσπάστη διανοούμενου [είναι] να παρατηρεί πρώτα αυτούς που δημιουργούν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, και στη συνέχεια να προσπαθεί να βρει ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ευρύτερες συνέπειες αυτού που (ήδη) κάνουν.»[lv]
Σε άλλο βιβλίο του επιχειρηματολογεί υπέρ της οριζόντιας οργάνωσης και μάλιστα εκφράζει την άποψη ότι η επιτυχία του Occupy Wall Street στις Η.Π.Α. οφείλεται ακριβώς στην «αναρχική διάστασή του». [lvi]
Αφού παρουσιάστηκε (αναγκαστικά εν συντομία) η αντιεξουσιαστική κριτική του κόμματος και της πρωτοπορίας, παρακάτω (στο υποκεφάλαιο για την θεοποίηση του αυθόρμητου) θα επιχειρήσω να απαντήσω εν συντομία, αλλά με σαφήνεια, στις απόψεις των Holloway και Graeber και τελικά θα ανακεφαλαιώσω προσθέτοντας τη δική μου προβληματική για το κόμμα.
Επομένως άμεσα τίθενται επί τάπητος δύο ζητήματα: ο ρόλος των διανοούμενων και η χρησιμότητα του κόμματος. Εκκρεμεί επίσης η κριτική της άποψης του Holloway για το κράτος. Κατά συνέπεια αυτό που επιθυμώ, στο σημείο αυτό, είναι να απαντήσω στα παραπάνω επιχειρήματα τονίζοντας σε πρώτη φάση ότι η οργάνωση και η διανόηση είναι, αν θέλετε, αναγκαία κακά, προκειμένου η επιθυμία του κόσμου για ένα καλύτερο αύριο να γίνει υλική δύναμη. Έπειτα οφείλω να τοποθετηθώ και σ’ ότι αφορά στην κρατική εξουσία. Πριν προχωρήσω, όμως, ας διαυγάσω την ορολογία, ξεκινώντας από το αυθόρμητο ή την αυτοδραστηριότητα (selbsttätigkeit), σύμφωνα με την ορολογία των Μαρξ και Ένγκελς.
Το αυθόρμητο, κατά τον Γκράμσι, έχει πολλούς ορισμούς και ως «καθαρό» φαινόμενο, ο αυθορμητισμός, δεν υπάρχει στη ιστορία. «Στο πιο αυθόρμητο κίνημα τα στοιχεία της “συνειδητής διεύθυνσης” είναι απλώς έξω από τον έλεγχο, δεν έχουν αφήσει επιβεβαιώσιμα ντοκουμέντα… Το ότι σε κάθε “αυθόρμητο” κίνημα υπάρχει ένα πρωτογενές στοιχείο συνειδητής διεύθυνσης, πειθαρχίας, αποδεικνύεται έμμεσα από το γεγονός ότι υπάρχουν ρεύματα και ομάδες που υποστηρίζουν το αυθόρμητο σαν μέθοδο».[lvii]
Η θεοποίηση του αυθόρμητου ως «πολιτική μέθοδο», δηλαδή «βασισμός», περιγράφεται περιληπτικά από την Harnecker ως εξής:
«Η αντίθετη θέση είναι ο βασισμός. Αυτή υπερεκτιμά τις δυνατότητες των κοινωνικών κινημάτων. Πρεσβεύει ότι αυτά τα κινήματα είναι αυτάρκη. Απορρίπτει αδιάκριτα την παρέμβαση οποιουδήποτε πολιτικού φορέα και έτσι συμβάλλει πολλές φορές στη διάσπαση του λαϊκού κινήματος».[lviii]
Για να μην πλατιάσω, χωρίς λόγο, και προκειμένου να μην μιλάω αφηρημένα, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στην εμπειρία που αποκομίσαμε από το λεγόμενο κίνημα των αγανακτισμένων στη πλατεία συντάγματος. Εκεί είδαμε την τεράστια συρροή πλήθους κόσμου που αγανακτούσε απέναντι στην επικείμενη υπαγωγή μας στον μηχανισμό επιτήρησης και απέναντι στη λιτότητα του μνημονίου. Τα όρια αυτής της αυθόρμητης διαδικασίας (αν όχι στην έναρξη της, τουλάχιστον κατά την εξέλιξη της) φάνηκαν καθαρά, όταν οι λαϊκές μάζες, που αρχικά συνέρρεαν μαζικά, σταδιακά, βλέποντας ότι ο εχθρός (το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, δηλαδή το πολιτικό προσωπικό, τα κανάλια, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός κ.ο.κ) δεν θα ηττηθεί με μούτζες, με συνθήματα και με καταλήψεις πλατειών από άοπλους πολίτες, άρχισαν να αλλάζουν τακτική και ανέδειξαν σε πρώτη φάση διανοούμενους για να ενημερωθούν. Έπειτα οδηγήθηκαν στην δημιουργία οργανώσεων και τελικά κομμάτων, ώστε να δώσουν στην οργή τους συγκεκριμένη πολιτική μορφή, αποχωρώντας παράλληλα από τις πλατείες (κάτι που εμηνεύτηκε από τα ΜΜΕ, όχι τελείως άδικα, και ως φυσική κόπωση).
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά η καπέλωση του κινήματος από τα κόμματα, αλλά αντιθέτως η μετουσίωση της αυθόρμητης αντίδρασης σε συνειδητή δράση. Γιατί τι άλλο μπορούσε να γίνει ; Ήταν αναμενόμενο ότι για να αντιληφθεί ο λαός μας τι και ποιον έχει να αντιμετωπίσει, ποιος είναι ο εχθρός με άλλα λόγια, απαιτείτο μια θεωρητική και επιστημονική παρουσίαση της κατάστασης και έπειτα η πρώτη απόπειρα να παρουσιαστεί μια λύση. Πιο συγκεκριμένα: ένα τμήμα του λαού που μαζεύτηκε στις πλατείες ήθελε να βγει από το σκοτάδι της αμάθειας και της παραπλήροφόρησης μαθαίνοντας τι σημαίνουν οι δυσνόητοι και οι πρωτόγνοροι γι’ αυτούς όροι, όπως τα CDS, τα CDO, τα spreads, τα πρωτογενή πλεονάσματα, κ.ο.κ. και πολύ περισσότερο τι θα σημάνει για τους Έλληνες η υπαγωγή μας στο ΔΝΤ. Επίσης διψούσε για μια λύση απέναντι στο φαινομενικό αδιέξοδο. Εκεί προδιατυπώθηκαν συγκεκριμένα τα περί ανάγκης εξόδου από την ΟΝΕ, για την μη- αναγνώριση του δημοσίου χρέους, για την συντακτική εθνοσυνέλευση κ.ο.κ. Τέλος όλα αυτά απαιτούσαν πολιτικά υποκείμενα (κόμματα και οργανώσεις) για να διεκδικηθούν.
Η εμπειρία του κινήματος των αγανακτισμένων επανέφερε εμφατικά τη «διαφοροποίηση μεταξύ της άμεσης γνώσης και της έμμεσης γνώσης που μπορεί να έχει κάποιος που δρα κοινωνικά». Οι λαϊκές μάζες των αγανακτισμένων ενστικτωδώς επιζητούσαν την αξιοπρέπεια, τη χειραφέτηση, τη δημοκρατία, τη κάθαρση, τη δικαιοσύνη και ένα ευοίωνο μέλλον. Ήξεραν επίσης σε γενικές γραμμές ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της δουλειάς τους, το πανεπιστήμιο ή το σχολείο τους, το σύστημα εκπαίδευσης, το μοντέλο πολιτικής εκπροσώπησης, ο (γραφειο)κρατικός-πελατειακός μηχανισμός κ.ο.κ. Όλα τα προαναφερθέντα είναι άμεση γνώση.
Για να μπορέσουν, όμως, να κατακτηθούν οι παραπάνω απαιτήσεις και να διορθωθούν τα συγκεκριμένα επιμέρους (και πολύ σημαντικά) προβλήματα χρειάζονταν μια ενοποιητική δύναμη που θα συγκέντρωνε όλη αυτή την οργή-θέληση σε ένα ενιαίο πρόγραμμα αιτημάτων (έξοδος από το ευρώ, συντακτική εθνοσυνέλευση, μη-αναγνώριση του δημοσίου χρέους, μετωπική συμπόρευση). Αυτή η πολιτική πλατφόρμα αιτημάτων και προσταγμάτων όφειλε να ταυτίζει στη δεδομένη ιστορική συγκυρία το ατομικό με το συλλογικό, τα συμφέροντα μιας πληττόμενης κοινωνικής ομάδας, ενός πληττόμενου κλάδου, κ.ο.κ, με τα συμφέροντα του έθνους. Έπρεπε να έχει ως στόχο να καταστήσει σαφές σε όλο το λαό ότι προϋπόθεση για την ευημερία, την προκοπή και την έξοδο από το αδιέξοδο του καθενός, αποτελεί η απελευθέρωση όλων, όλου του έθνους. Αυτό το πολιτικό σχέδιο αποτελεί έμμεση γνώση στην οποία δεν έχουν άμεση πρόσβαση οι μάζες, λόγω του καταμερισμού της εργασίας (εξειδίκευση σ’ έναν κλάδο), της έλλειψης ελεύθερου χρόνου κ.ο.κ. Στην έμμεση, ολιστική και εποπτική γνώση έχουν πρόσβαση, δυστυχώς ή ευτυχώς, μόνο οι θεωρητικοί και οι διανοούμενοι.
Την ίδια εικόνα μας μεταφέρει και η Marta Harnecker από τη Λατινική Αμερική:
«…πρέπει να θυμίσουμε ότι η “η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τον κόσμο οικοδομείται ιστορικά”, και ότι σε αυτή την αντίληψη για τον κόσμο, ή στην κοινή λογική, βαραίνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη η ιδεολογική επιρροή των κυρίαρχων τάξεων – η αστική ιδεολογία στην περίπτωση του καπιταλισμού. Αυτό συμβαίνει σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό στους τομείς που είναι λιγότερο εφοδιασμένοι με θεωρητικά όπλα κριτικής αποστασιοποίησης. Τι καλύτερο παράδειγμα αυτής της επιρροής από το γεγονός ότι οι πιο φτωχοί και περιθωριοποιημένοι τομείς της Λατινικής Αμερικής ψηφίζουν τους υποψηφίους της πιο εξτρεμιστικής Δεξιάς ; Για τον λόγο αυτόν, σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να παρέχονται άλλες εμπειρίες και γνώσεις που θα τους οδηγήσουν να μεταβάλλουν την αντίληψή τους για τον κόσμο να ανακαλύψουν τις βαθύτερες αιτίες της εκμετάλλευσής τους και συνεπώς τον δρόμο για την απελευθέρωσή τους…Η ιστορία των πολυάριθμων λαϊκών εκρήξεων του 20ου αιώνα έχει δείξει αξιόπιστα ότι δεν αρκεί η δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών για τη νίκη πάνω στο κυρίαρχο καθεστώς. Αυτά που συνέβηκαν τον Μάη του’ 68 στη Γαλλία είναι ένα από τα τόσα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Άλλα παραδείγματα, πιο κοντινά στον χρόνο και στο χώρο [της Λατινικής Αμερικής], είναι οι διάφοροι λαϊκοί ξεσηκωμοί που έλαβαν χώρα στην Αϊτή το 1987 και 1988 ή οι κοινωνικές εκρήξεις που συντάραξαν τη Βενεζουέλα και την Αργεντινή τη δεκαετία του 1990, όπου οι φτωχοποιημένες αστικές μάζες εξεγέρθηκαν και χωρίς συγκεκριμένη καθοδήγηση κατέλαβαν δρόμους, χωριά, συνοικίες και έκαναν επιθέσεις σε κέντρα ανεφοδιασμού. Παρά τη μαζικότητα και τη μαχητικότητα τους, αυτές οι κινητοποιήσεις δεν κατέστρεψαν το σύστημα της υπάρχουσας κυριαρχίας. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων, αντιθέτως, επιβεβαιώνει με επίμονο τρόπο αυτό που μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας που να μπορεί, κατά πρώτο λόγο, να προβάλλει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα εθνικού χαρακτήρα που να λειτουργεί ενοποιητικά για τα πιο διαφορετικά λαϊκά τμήματα και, κατά δεύτερο λόγο, να συνενώνει τη δράση συγκεντρώνοντας δυνάμεις στο πιο αποφασιστικό σημείο, δηλαδή στον πιο αδύνατο κρίκο της αντίπαλης αλυσίδας».[lix]
Ο Μαντέλ, κινούμενος στην παραπάνω γραμμή σκέψης, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα (και συγκεκριμένη) παρέμβαση σχετικά με την αξία των διανοούμεων στο επαναστατικό κίνημα:
« Οι ομάδες 2 [δηλαδή οι ενδιάμεσοι μεταξύ επιστήμης και τεχνικής, ή μεταξύ τεχνικής και παραγωγής] και 6 [δηλαδή οι ενδιάμεσοι μεταξύ επιστήμης και εργατικής τάξης που δεν ενσωματώθηκαν επαγγελματικά στην ιδεολογική παραγωγή της διευθύνουσας τάξης και δεν εξαρτώνται υλικά από την παραγωγή, κι έτσι μπορούν να κριτικάρουν τις αστικές σχέσεις], από την άλλη μεριά, μπορούν μόνο να αυξήσουν το βάρος της εργατικής τάξης και των επαναστατικών οργανώσεων, γιατί τις εφοδιάζουν με τη γνώση που είναι απαραίτητη για μια αδυσώπητη κριτική της αστικής κοινωνίας και για την πετυχημένη ανατροπή αυτής της κοινωνίας, και ακόμα περισσότερο για την πετυχημένη ανάληψη της διαχείρισης των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς».[lx]
Τελικά, όπως επισημαίνει ο Γκράμσι, δεν υπάρχει ούτε «καθαρός αυθορμητισμός», ούτε «100 % συνειδητή κίνηση»[lxi]. Όπως λεέι χαρακτηριστικά «…η πραγματικότητα είναι πλούσια από πιο παράδοξους συνδυασμούς». Οι πραγματικοί αγώνες είναι ένα αμάλγαμα αυθόρμητων και συνειδητών στοιχείων. Ο Γκράμσι φέρνει το παράδειγμα του κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων στο Τουρίνο. Στο εργατικό αυτό κίνημα «η συνειδητή διεύθυνση» ήταν η επιθεώρηση «Ordine Nuovo» (με πρωτεργάτη της τον Γκράμσι). Οι αρθρογράφοι, όμως, της «Ordine Nuovo» απευθύνονταν, όπως λέει ο Γκράμσι, «σε πραγματικούς ανθρώπους διαμορφωμένους σε καθορισμένες ιστορικές σχέσεις, με καθορισμένα αισθήματα, τρόπους θεώρησης, με αποσπασματικής κοσμοαντίληψη κ.λπ., που προέρχονταν από “αυθόρμητους” συνδυασμούς ενός δοσμένου περιβάλλοντος υλικής παραγωγής, με την “τυχαία” συσσώρευση σ’ αυτό των σκόρπιων κοινωνικών στοιχείων».[lxii] Η Ordine Nuovo αυτό το στοιχείο του «αυθορμητισμού» δεν το παρέλειψε και ακόμα λιγότερο δεν το υποτίμησε.
Σε τελική ανάλυση, όπως έδειξε ο Μίχελς, κάθε οργάνωση, είτε είναι κόμμα, είτε είναι αναρχοσυνδικαλιστική, είτε είναι αναρχική, πάσχει από αυτή την εγγενή ροπή προς την ολιγαρχία, δηλαδή προς την ανάδειξη ηγετών που, κάποιοι εξ αυτών, θα επιχειρήσουν να ελέγξουν αυταρχικά τις μάζες. Ενδεικτικά για τον αναρχισμό, ως προφυλακτικό μέτρο απέναντι στην αυθαιρεσία των ηγετών, ο Μίχελς γράφει τα εξής:
«Ο αναρχισμός, το απελευθερωτικό κίνημα που εδράζεται στο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου για αυτοδιάθεση, υπόκειται λοιπόν εξίσου όσο και η σοσιαλδημοκρατία στον νόμο του αυταρχισμού, από τη στιγμή όπου εγκαταλείπουν οι θιασώτες του τη σφαίρα του ελεύθερου στοχασμού και συνασπίζονται σε ενώσεις με σκοπό την πολιτική δράση. Ο παλαίμαχος του κοινωνικού αναρχισμού F. Domela Nieuwenhuis, ο οποίος κλίνει έντονα προς τον ατομικισμό, επισήμανε με μεγάλη οξυδέρκεια τους κινδύνους που συνεπάγεται για τον αναρχισμό κάθε επαφή με την πράξη, προειδοποιώντας τους ομοϊδεάτες του όταν ήταν να ιδρυθεί η νέα αναρχική Διεθνής στο συνέδριο του Άμστερνταμ το 1907. Ο προερχόμενος από τη σχολή του Μπακούνιν Ιταλός Enrico Malatesta, επισημαίνοντας την ισχύ της αστικής κοινωνίας, είχε παρατηρήσει τότε ότι τίποτε δεν θα της έδινε εξάπαντος μεγαλύτερη χαρά από το να έχει απέναντί της ανοργάνωτες εργατικές μάζες και ότι, ως εκ τούτου, προέβαλε η ανάγκη να αντιπαραταχθεί στην ισχυρή οργάνωση των πλουσίων μια κατά το δυνατόν ισχυρότερη των φτωχών. Στο επιχείρημα τούτο αντέτεινε ο Nieuwenhuis χολωμένος: ”Αν σκέφτεσαι έτσι καλέ μου φίλε, μπορείς κάλλιστα να προσχωρήσεις στη Σοσιαλδημοκρατία! Κι εκεί λένε ακριβώς το ίδιο.” Στο πρώτο εκείνο συνέδριο της αναρχικής Διεθνούς, σύμφωνα με τον Nieuwenhuis, δεν άργησαν να εκδηλωθούν τα συμπτώματα της συμφυούς με κάθε ηγεσία τακτικής διπλωματικών ελιγμών, όπως απαντούν και στα αυταρχικά πολιτικά κόμματα.»[lxiii]
Ο δε Μπακούνιν που επικαλέστηκα παραπάνω, παρότι ήταν φοβερός επαναστάτης, ακατάβλητος, φλογερός και διορατικός (βλ. για παράδειγμα την πρόβλεψη που έκανε ότι η επανάσταση θα γίνει στη Ρωσία), «σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε μοντέλο δημοκρατικότητας»[lxiv], όπως αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, ο αναρχικός ανθρωπολόγος David Graeber. Και αυτό γιατί υπήρξε εντελώς ασυνεπής μεταξύ των όσων διακήρυττε από τη μία και των πράξεων του από την άλλη.
Στο πρόγραμμα της Διεθνούς Συμμαχίας, το οποίο έγραψε ο ίδιος ο Μπακούνιν, αναφέρονται τα εξής:
«Είναι αναγκαίο πέρα από τον ίδιο το λαό να υπάρχει ένα επαναστατικό γενικό Επιτελείο που να αποτελείται από άτομα αφοσιωμένα ενεργητικά, έξυπνα και ιδίως ειλικρινείς φίλους του λαού και όχι φιλόδοξα ούτε ματαιόδοξα, ικανά να υπηρετήσουν ως ενδιάμεσα ανάμεσα στην επαναστατική ιδέα (της οποίας έχουν το μονοπώλιο) “και τα λαϊκά ένστικτα”… Για την πραγματική επανάσταση δεν χρειάζονται άνθρωποι επικεφαλής των μαζών, αλλά άνθρωποι αόρατοι κρυμμένοι μέσα στις μάζες…»[lxv]
Το 1865, δε, ο Μπακούνιν ίδρυσε «την «Διεθνή Αδελφότητα», η οποία ήταν οργανωμένη σε αυστηρά ιεραρχική βάση και διεπόταν από μια αυστηρή πειθαρχία». [lxvi]
Συνεπώς, όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Μαντέλ, «το να εστιάζεται κανείς στην ιδιαιτερότητα των “κομμάτων”, όπως κάνουν οι αναρχικοί και οι κομμουνιστές των συμβουλίων, είναι σαν να υπεκφεύγει από το θέμα».[lxvii] «Σε τελική ανάλυση», όπως γράφει ο ίδιος «το πρόβλημα μπορεί να τεθεί σωστά και να επιλυθεί, αν αντικατασταθεί η απλουστευτική αντιπαράθεση “μαύρου” (γραφειοκρατικοποίηση) και “άσπρου” (αυτοκυβέρνηση των εργατών) από μια διαλεκτική κατανόηση των αντιφατικών και συνδυασμένων διαδικασιών…Όσο εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία [ανάκαμψης της μαζικής δραστηριότητας ως αναπόφευκτο προϊόν των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού], τόσο περισσότερο μπορεί να ελεγχθεί η τάση προς γραφειοκρατικοποίηση και να αντιστραφούν τα προηγούμενά της αποτελέσματα.Περίφημα παραδείγματα στην πορεία του εικοστού αιώνα είναι: η Ρωσία το 1917-19 ̇ η Γερμανία το 1917-20̇ ̇ η Ιταλία το 1917-21 ͘η Ισπανία το 1934 – Μάη 1937 ͘ το Βέλγιο το 1956-62 ͘ η Ιταλία το 1969-73 ͘η Τσεχοσλοβακία το 1968-69 ͘ η Χιλή το 1970-73 ͘ η Πορτογαλία το 1974-75 ͘ η Πολωνία το 1980-81 ͘ η Βραζιλία το 1985-90 ͘ και, με κάπως πιο περιορισμένο τρόπο, η Γαλλία το 1934-37, οι ΗΠΑ το 1934-39 και η Αργεντινή το 1973.» [lxviii]
Αν ερμηνεύσουμε αυστηρά τον Holloway σε ότι αφορά στη θέση του για το ρόλο του κράτους στον καπιταλισμό, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατανόηση του είναι περιορισμένη, αν όχι πέρα για πέρα λανθασμένη. Αυτό πιστοποιούν διάφορες μελέτες που καταπιάνονται με το εν λόγω θέμα.[lxix] Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως αυτό που εννοεί ο Holloway είναι ότι η κατάληψη του κράτους δεν ολοκληρώνει την επανάσταση. Επιχειρηματολογεί, συνεπώς, υπέρ μιας «διαρκούς επανάστασης» με όλη τη σημασία της λέξης (από το καθημερινό στοιχειακό επίπεδο μέχρι τα κομβικά γεγονότα των μεγάλων επαναστατικών ανατροπών και των λαϊκών εκρήξεων). Στο τελευταίο δεν μπορώ να διαφωνήσω. Αυτό όμως απέχει πολύ από την θέση στην οποία καταλήγει ο Holloway και η οποία προβλέπει ότι κάθε επανάσταση που θα στοχεύει στην κρατική εξουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη.
Η θέση αυτή, παρότι δεν αποσαφηνίζεται επαρκώς, αποτελεί αντίφαση στη σκέψη του Holloway. Και αυτό γιατί ο συγκεκριμένος συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα ότι οι αυτοδιαχειριζόμενες και ανακτημένες από τους εργαζομένους επιχειρήσεις αποτελούν, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί, «ρωγμές στον καπιταλισμό». Αν, λοιπόν, μας έχει διδάξει κάτι το κίνημα της εργατικής αυτοδιαχείρισης είναι η διαλεκτική σχέση που υπάρχει μεταξύ κράτους και δημοκρατικών εργατικών κινημάτων. Συγκεκριμένα σε σχετικό άρθρο μου μετά από μια ιστορική περιοδολόγηση στα κινήματα της αυτοδιαχείρισης, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα:
«Τα κινήματα αυτοδιαχείρισης ουσιαστικά δημιουργούν ρωγμές στον καπιταλισμό, τις οποίες η πολιτική τους έκφραση, το κόμμα, πρέπει μέσω της συντριπτικής δύναμης του κράτους να τις ανοίξει διάπλατα μέχρι να θρυμματιστεί το ίδιο το σύστημα. Χωρίς το κράτος τα κινήματα αυτοδιαχείρισης, όπως είδαμε και από τα εμπειρικά δεδομένα, είναι καταδικασμένα. Αλλά και χωρίς τα δημοκρατικά κινήματα αυτοδιαχείρισης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η γραφειοκρατία και η διαφθορά, όπως επέμενε πεισματικά και δικαίως, ο Τσάβεζ. Τέλος τόσο το κράτος, όσο και τα κινήματα πρέπει να ενταχθούν σε ένα διεθνές πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα για την εξεύρεση μιας εναλλακτικής στη λειτουργία του καπιταλιστικού νόμου της αξίας σε ολόκληρη την παγκόσμια αγορά».[lxx]
Σφάλλουν σοβαρά, κατά συνέπεια, όσοι προσπαθούν να διαχωρίσουν αντι-διαλεκτικά το κράτος από τους δημοκρατικούς επαναστατικούς αγώνες, υποτιμώντας το πρώτο σε δευτερεύοντα στόχο για την επανάσταση.
Μετά τα παραπάνω νομίζω έγινα κατανοητός. Δεν χρειάζεται να ξιφουλκούμε άλλο με τον αναρχικό αντίλογο. Η διανόηση και το κόμμα είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα για κάθε κίνημα που είναι γειωμένο στη πραγματική ζωή. Επιπλέον, χωρίς να έχουμε ψευδαισθήσεις ότι ακόμη και η κατάληψη της κρατικής εξουσίας (και όχι μόνο της κυβερνητικής) θα σημάνει το τέλος της επανάστασης, επιβάλλεται να στοχεύουμε στην κατάληψη του κράτους ως το πιο αποφασιστικό βήμα στην πορεία για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου.
Ο προσεκτικός αναγνώστης πιθανόν να παρατήρησε ότι παραπάνω μιλήσαμε για την αξία ύπαρξης των διανοούμενων και όχι των ηγετών. Ποια είναι η διαφορά ; Μήπως η ηγεσία και όχι η διανόηση ή/και το κόμμα είναι το πρόβλημα που εντοπίζει ο Μίχελς ; Ή για να το διατυπώσω με άλλα λόγια ποια είναι η σχέση μεταξύ ηγεσίας και δημοκρατίας ; Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθώ τώρα.
Σ’ όλο το κείμενο αναφέρω τη λέξη δημοκρατία και τονίζω άμεσα ή εμμέσως την ανάγκη εφαρμογής της (τόσο στο κόμμα, όσο και στη κοινότητα). Είναι γνωστό ότι η Γαλλική Επανάσταση του 1789 επέβαλλε στο πολιτικό διάλογο κάποιες αρχές, κορυφαία εκ των οποίων είναι η δημοκρατία. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, αν έχουν στα σοβαρά σκοπό να εκλεγούν, οφείλουν να ομνύουν στο όνομα της δημοκρατίας, ακόμα και αν την σιχαίνονται, ακόμα και αν αυτή είναι ασύμβατη με το πρόγραμμά τους.
Μέχρι και τα ανοιχτά φασιστικά κόμματα, περνούν από το στάδιο της «εδραίωσης» (σύμφωνα με την τυπολογία που εισήγαγε ο Paxton) στο οποίο, προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία, υποτάσσονται και συμμετέχουν στις «μικροαστικές» (κατ’ αυτά) κοινοβουλευτικές εκλογές, [lxxi] τις οποίες η «κοινή γνώμη» (στη πραγματικότητα η κυρίαρχη ιδεολογία) αναγνωρίζει, μέχρι σήμερα, ως το επίκεντρο των δημοκρατικών διαδικασιών. Ένα κοντινό σε μας στην Ελλάδα παράδειγμα αυτού του σταδίου της εδραίωσης ενός φασιστικού κόμματος, βρίσκεται εντός του κεντρικού κειμένου που προσδιορίζει τη ταυτότητα της Χρυσής Αυγής όπου αναφέρεται ρητά ότι «…το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία» (βλ. το Κεντρικό site Χρυσής Αυγής, στην ενότητα «Ταυτότητα», και συγκεκριμένα στο σημείο 6).
Έχουμε, λοιπόν, το τραγελαφικό παράδοξο η λέξη δημοκρατία να είναι το ιερό τοτέμ ενός συστήματος (του αστικοκοινοβουλευτικού) που βασίζεται στις αρχές της ολιγαρχίας. Πολλές φορές, δε, η δημοκρατία ως έννοια υποβιβάζεται σ’ ένα επιθετικό προσδιορισμό που χρησιμοποιείται για να αποδείξει ότι η μία ή η άλλη άποψη είναι σωστή έναντι των υπολοίπων. Όλοι, λοιπόν, την υμνούν, ωστόσο ελάχιστοι την υπηρετούν.
Οπότε οι όρκοι πίστης και προσήλωσης στη δημοκρατία, γενικά και αφηρημένα, δεν αρκούν. Πρέπει να γίνω πιο συγκεκριμένος, απαντώντας στο ερώτημα του γιατί επιμένω εμμονικά στη δημοκρατία.
Έχει ειπωθεί από τον Raul Zibechi (και άλλους) ότι τα κοινωνικά κινήματα λειτουργούν ως φορείς και ταυτόχρονα ως δημιουργοί του «άλλου κόσμου» πέρα από τον καπιταλισμό. Συγκεκριμένα τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, διεκδικώντας την αυτονομία τους «τόσο από το κράτος, όσο και από τα πολιτικά κόμματα, με βάση την αυξανόμενη ικανότητά τους να εγγυώνται την επιβίωση και την αυτάρκεια των μελών τους», de facto προεικονίζουν στο εσωτερικό τους την μελλοντική κοινωνία που επιδιώκουν να δημιουργήσουν.[lxxii] Τα κοινωνικά κινήματα, μην προκαλώντας απλώς, αλλά όντας τα ίδια οι ρωγμές του καπιταλισμού, ουσιαστικά αποτελούν νέους κόσμους σε κίνηση.
Αδιαμφισβήτητα ο συλλογισμός αυτός έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αναμφίβολα επιδέχεται πρακτικών προεκτάσεων στο κομματικό επίπεδο.
Όμως, παρά τη σημαντικότητά του, δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που με οδηγεί στο να επιζητώ τη δημοκρατία στο εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων. Πρώτα και κύρια γιατί όπως είπε ο Cerroni:
«Ένα κόμμα, κοντολογίς, δεν αναπτύσσεται στην ουσία για να “προαπεικονίσει”, το μέλλον, επειδή το πολιτικό κόμμα είναι ουσιαστικά ένα εγχείρημα στο παρόν που, όσο και αν οφείλει να έχει σχέδιο για το μέλλον, εργάζεται κυρίως για να απομακρύνει το παρελθόν και να αλλάξει το παρόν».[lxxiii]
Σε κάθε περίπτωση ο κυρίαρχος λόγος που επιβάλλει στα κόμματα να τηρούν βασικές δημοκρατικές αρχές στο εσωτερικό τους είναι, στη πραγματικότητα, καθαρά πρακτικός και στοχεύει στην διευκόλυνση της υλοποίησης των στόχων τους. Απορρέει για την ακρίβεια από την κατανόηση της φύσης της εξουσίας.
Ας δούμε τι λένε για την επίδραση που έχει η εξουσία στον άνθρωπο διανοητές, όπως ο Αριστοτέλης, ο Montesquieu και ο Rousseau.
Ο γίγαντας της αρχαίας σκέψης, Αριστοτέλης, θεωρώντας ως δεδομένο ότι: «εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καὶ κέρδει καὶ χάρισιν» (Αθηναίων Πολιτεία) [Δηλαδή ότι οι λίγοι διαφθείρονται πιο εύκολα από τους πολλούς.] και λαμβάνοντας ως δεδομένα αφενός ότι οι κατέχοντες υψηλά αξιώματα είναι εκ των πραγμάτων ολίγοι και αφετέρου ότι η εξουσία ιστορικά έχει φανεί ότι ασκεί αρνητική επίδραση στον άνθρωπο, διατυπώνει την παρακάτω πρόταση:
«Εξίσου σημαντικό μέλημα … όλων εν γένει των πολιτευμάτων πρέπει να είναι η επαγρύπνηση, ώστε κανενός η δύναμη να μην αυξηθεί δυσανάλογα ̇ όλοι να προσπαθούν ταυτόχρονα ώστε τα αξιώματα να έχουν περιορισμένη δικαιοδοσία και μεγάλη διάρκεια ή μεγάλη δικαιοδοσία και μικρή διάρκεια (γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να αντέξουν την ευτυχία χωρίς να διαφθαρούν)». [lxxiv]
Ο Montesquieu, με τη σειρά του, υποστηρίζει ότι :
«αποτελεί αιώνια εμπειρία ότι ο κάθε άνθρωπος που κατέχει κάποια εξουσία έχει την τάση να την καταχραστεί»[lxxv]
Ο Rousseau ταυτίζεται με τα παραπάνω και προειδοποιεί ότι :
«Μόλις οι πολίτες σταματήσουν να θέτουν σε προτεραιότητα το ενδιαφέρον να μετέχουν στα κοινά και προτιμήσουν να συνεισφέρουν με το πορτοφόλι τους παρά με την προσωπική παρουσία τους, το κράτος πλησιάζει ήδη στην καταστροφή του. Πρέπει να εκστρατεύσουν ; Πληρώνουν στρατεύματα και κάθονται σπίτι τους. Πρέπει να πάνε στη συνέλευση ; Διορίζουν βουλευτές και μένουν στο σπίτι τους. Λόγω οκνηρίας και οικονομικής ευχέρειας αποκτούν εντέλει στρατιώτες για να υποδουλώνουν την πατρίδα τους και βουλευτές για να την ξεπουλούν» [lxxvi]
Αν λοιπόν υπάρχει ένας συμπεριφορικός ντετερμινισμός του ανθρώπου απέναντι στην εξουσία, που εκφράζεται με την ισχυρή του τάση να διαφθείρεται από αυτή, μήπως θα ήταν καλύτερα να αποκηρύξουμε και να εκδιώξουμε του ηγέτες. Μήπως είναι προτιμότερο τα κόμματα να είναι ακέφαλα, ώστε να κόψουμε τον κίνδυνο της ολιγαρχικοποίησης από τη ρίζα ;
Ας πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο. Παραπάνω απαντήσαμε, ότι οι διανοούμενοι είναι απόλυτα αναγκαίοι στο κίνημα και στα κόμματα. Αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι με τους ηγέτες. Σωστά; Για να απαντήσουμε πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε: Τι άραγε γεννά την ηγεσία ; Ποια είναι τα γενεσιουργά αίτιά της ;
Στις ερωτήσεις μας αυτές, καταλυτική είναι η βοήθεια του Μίχελς, ο οποίος μετά από διεξοδική ανάλυση, καταλήγει ουσιαστικά σε 4 αιτίες που οδηγούν στην ανάδυση της ηγεσίας:
1. Η αντικειμενική ανάγκη των μαζών για ηγεσία:
«Η βιοποριστική εργασία και οι περισπασμοί της καθημερινής ζωής δεν επιτρέπουν στη μάζα να εγκύψει στα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα στη λειτουργία της πολιτικής μηχανής, ενώ τα ηγετικά στελέχη ωθούνται από τη νέα τους θέση να εξοικειωθούν πλήρως μετά τα τεχνικά καθέκαστα της πολιτικής…[lxxvii] Ωστόσο, καθώς είδαμε, η εμπράγματη ανωριμότητα της μάζας δεν αποτελεί παροδικό φαινόμενο εξαλείψιμο με την πρόοδο του εκδημοκρατισμού την επομένη ήμερα από την επικράτηση του σοσιαλισμού. Απορρέει από το είναι της ίδιας της μάζας ως πλήθους άμορφου — αν και οργανωμένου —, το οποίο είναι εγγενώς ανεπαρκές προκειμένου να λύσει όσα προβλήματα έχει απέναντι του, καθότι έχει χρεία καταμερισμού εργασίας, ειδίκευσης και ηγεσίας. “Το ανθρώπινο γένος επιθυμεί να κυβερνηθεί, και θα κυβερνηθεί. Ντρέπομαι για το γένος μου”, έγραφε ο Proudhon το 1850 από τη φυλακή. Ως εκ της φύσεως του, ήδη το μεμονωμένο άτομο, κατά μέσον όρο, χρειάζεται καθοδήγηση σε πολλά πράγματα, και μάλιστα τόσο εντονότερα όσο περισσότερο επιμερίζονται, και επιμερίζονται εκ νέου, οι λειτουργίες του σύγχρονου βίου. Η ομάδα, απαρτιζόμενη από μεμονωμένα άτομα, αισθάνεται την ανάγκη της ηγεσίας σε πολύ μεγαλύτερο ακόμη βαθμό.»[lxxviii]
2. Η ευγνωμοσύνη των μαζών:
«…οι μάζες περιβάλλουν τούς ηγέτες τους με ειλικρινή ευγνωμοσύνη, την όποια αντικρίζουν σαν ιερό καθήκον. Το ιερό αυτό καθήκον εκπληρώνεται όμως στην πράξη μ' έναν και μόνο τρόπο: ή ευγνωμονούσα μάζα επανεκλέγει τον άνδρα, στον όποιο οφείλει ευγνωμοσύνη, ως εκπρόσωπο της διηνεκώς, πολλές φορές μάλιστα εφ' όρου ζωής, τον θέτει δηλαδή συνεχώς σε μοίρα μείζονα από τον ίδιο τον εαυτό, της. Ευρέως διαδεδομένη είναι στις μάζες ή αντίληψη ότι θα ήταν «αχαριστία» να μην ανανεώνεται ολοένα ή θητεία κάθε «παλιού και καταξιωμένου» ηγετικού στελέχους.» [lxxix]
3. Η εσωτερική ανάγκη των μαζών για λατρεία :«Οι μάζες έχουν βαθύτατη ροπή προς την προσωπολατρία. Εμφορούμενες από πρωτόγονο ιδεαλισμό, χρειάζονται εγκόσμιους θεούς, στους όποιους προσηλώνονται με αγάπη τόσο τυφλότερη όσο δεινότερα βασανίζονται στη σκληρή τούτη ζωή. Δεν αστόχησε εντελώς ο Bernard Shaw όταν, με τον ιδιάζοντα παραδοξολογικό του τρόπο, χαρακτήρισε τη μεν αριστοκρατική παράταξη ως συνάθροισμα ειδώλων, ενώ τη δημοκρατική ως συνάθροισμα ειδωλολατρών.»[lxxx]
4. Μια διαχρονική τάση των μαζών να προτιμούν ηγέτες με συγκεκριμένες φαινοτυπικές ιδιότητες, όπως η ομορφιά, η ευγλωττία, η διασημότητα, η κατάλληλη (ανάλογα με την εποχή και τη συγκυρία) ηλικία:
«…η έλλειψη ρητορικού ταλέντου ανήκει στο πλέγμα των αίτιων που κράτησαν στη σκιά ανθρώπους μεγάλης ολκής, όπως στη Γερμανία τη φυσιογνωμία ενός Eduard Bernstein, παρά την ελλογιμότητα και τη μεγάλη πνευματική επιρροή του· στην Ολλανδία, ο Ferdinand Domela Nieuwenhuis έχασε για τον ίδιο λόγο την πρωτοκαθεδρία· στη Γαλλία, ο ευρυμαθής και πνευματώδης Paul Lafargue υποχρεώθηκε, παρά τη στενή συγγένεια του με τον Karl Marx, να αφήσει τα ηνία του κόμματος στον απαίδευτο και απλοϊκό Guesde, έναν ρήτορα. Απεριόριστη είναι η αίγλη πού κερδίζει ο αγορητής στους κόλπους των μαζών, οι όποιες όμως εκτιμούν περισσότερο τα ρητορικά χαρίσματα ως τέτοια, τη μελωδικότητα και δύναμη της φωνής, την ετοιμολογία, την ευφυολογία, ενώ θέτουν σε ελάσσονα μοίρα το εμβριθές περιεχόμενο ως όλον… Οι μάζες υπείκουν πάντοτε στη δόξα. Τον δαφνοστεφανωμένο τον aντικρύζουν a priori σαν ημίθεο· αν ευδοκήσει να αναλάβει την καθοδήγηση τους, έχει εξασφαλισμένη την επιδοκιμασία και τον ενθουσιασμό τους, αδιάφορο αν το πεδίο, οπού έδρεψε τις δάφνες του, βρίσκεται μέσα στη σφαίρα των δικών τους συμφερόντων, συνορεύει μαζί της ή δεν την αγγίζει καν. Μόνο ο πολυύμνητος ως ποιητής , φιλόσοφος και δικηγόρος Ferdinand Lassalle κατόρθωσε να αφυπνίσει και να συσπειρώσει γύρω του τις εργατικές μάζες της Γερμανίας, οι οποίες μέχρι τότε κοιμούνταν ή πορεύονταν δεμένες στο άρμα της αστικής δημοκρατίας… Σε όσους τις προσεγγίζουν όντας ήδη « φ τ α σ μ έ ν ο ι », έχοντας εξασφαλίσει πλήρως την υστεροφημία τους, οι μάζες έδιναν ανέκαθεν ενστικτωδώς το προβάδισμα απέναντι σε όσα ηγετικά στελέχη δεν απέκτησαν τη φήμη τους παρά μέσα στο ίδιο το κόμμα, έπειτα από πολυετείς σκληρούς αγώνες. Οι μάζες εκτιμούν λοιπόν περισσότερο τη φήμη αν κάποιος την κουβαλά μαζί του παρά αν την έχει αποκτήσει μπροστά στα δικά τους μάτια.»[lxxxi]
Βλέπουμε (έστω και μέσω αποσπασμάτων) ότι η ανάλυση του Μίχελς σχετικά με τα αίτια ύπαρξης της ηγεσίας είναι εξαιρετική. Επίσης συνειδητοποιούμε ότι ο ηγέτης δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον διανοούμενο. Ο ηγέτης έχει άλλες ικανότητες και άλλα χαρακτηριστικά (βλ. 4η αιτία παραπάνω).
Ο Μίχελς, όμως, πιθανόν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, υποπίπτει στο ίδιο σφάλμα που κάνουν οι αναρχικοί. Ενώ η ανάλυση του σχετικά με το αναπόφευκτο της εμφάνισης ηγετών είναι σωστή, τα (απαισιόδοξα) συμπεράσματά του, που συνοψίζονται στο ότι άπαξ και εμφανιστούν οι ηγέτες οι μάζες είναι καταδικασμένες στην υποταγή, είναι εσφαλμένα. Το σφάλμα του, εν ολίγοις, είναι, όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, ότι:
«…το γεγονός ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή αναδύεται σε μια κοινότητα ένα άτομο που συμβαίνει να είναι το ικανότερο να εκφράσει τις προσδοκίες αυτής της κοινότητας ή ακόμη να της δείξει δυνατότητες που η ίδια διαθέτει αλλά αγνοεί δεν έχει καθαυτό τίποτε το περίεργο ή το επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Το ζήτημα δεν αφορά στην ύπαρξη leaders, αλλά στην ικανότητα της κοινότητας να τους κρατήσει υπό τον έλεγχό της ή να διατηρήσει με αυτούς μια σχέση που θα τους εμποδίζει να οικειοποιηθούν την εξουσία».[lxxxii]
Εξάλλου ηγέτες υπήρχαν σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και μάλιστα ακόμη και σε περιόδους, που κατά γενική ομολογία των επιστημόνων, οι άνθρωποι οργανώνονταν σε κοινωνίες εξισωτικές και αλληλέγγυες. Μιλάω φυσικά για τις κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες ή «κοινωνίες μοιράσματος και αφθονίας» (όπως τις αποκαλούν πολλοί ανθρωπολόγοι).[lxxxiii] Ιδού τι γράφει για τις κοινωνίες αυτές, ο ανθρωπολόγος Richard Lee:
«Στις προκρατικές κοινωνίες δεν υπήρχε μια υπερκαλύπτουσα τα πάντα πολιτική αρχή. Κάθε είδους πολιτική εξουσία ήταν ασθενής. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ένα μη συγκεντρωτικό τρόπο, συνήθως δημοκρατικά μέσω συναίνεσης, από τους γεροντότερους, από τις οικογένειες και μέσω ποικίλων άλλων τρόπων. Δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία στη γη ͘ η γη κατεχόταν από κοινού ή συλλογικά, για παράδειγμα, από όλους ή από τις συγγενικές ομάδες ͘ σπάνια κατεχόταν από μεμονωμένα άτομα. Η παραγωγή προοριζόταν για χρήση παρά για ανταλλαγή. Δεν υπήρχαν ούτε αγορές ούτε χρήματα. Όπου υπήρχε ανταλλαγή, κάτι τέτοιο βασιζόταν στο μοίρασμα και την ανταπόδοση. Ο νόμος της φιλοξενίας ήταν γερά θεμελιωμένος ͘ περισσότερο και από αυτό, ήταν απαράβατος. Υπήρχαν αυστηρές κυρώσεις ενάντια στη συσσώρευση πλούτου. Ηγέτες υπήρχαν, αλλά όπου υπήρχαν συμπεριφέρονταν αναδιανεμητικά και όχι συσσωρευτικά. Οι κύριες βάσεις για όσες διακρίσεις πράγματι υφίσταντο στο επίπεδο του κύρους ήταν η ηλικία, το φύλο και ο τόπος. Ολόκληρος ο πληθυσμός διατηρούσε άμεση πρόσβαση στα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής».[lxxxiv]
Φυσικά αμέσως παρακάτω αναφέρει τις περιπτώσεις των Ινδιάνων των Βορειοδυτικών Ακτών, αλλά και κάποιων άλλων προ-κρατικών (κυνηγετικών) κοινωνιών, για να δείξει ότι υπήρχαν και εξαιρέσεις που δεν ταίριαζαν στην εικόνα μιας τυπικής τροφοσυλλεκτικής-αταξικής κοινωνίας. Ο κύριος όγκος, όμως, των κυνηγετικών-τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών είχε τους θεσμούς που περιγράφηκαν παραπάνω και ήταν κατά βάση εξισωτικές. Ο κανόνας, λοιπόν, είχε ως εξής: Η ύπαρξη ηγετών σ’ αυτές τις ανθρώπινες κοινότητες δεν εμπόδιζε τα υπόλοιπα μέλη τους να υιοθετήσουν τις αρχές της ισότητας μεταξύ των μελών (απουσία ταξικών και με βάση το φύλο διακρίσεων) και να εφαρμόσουν μεθόδους ελέγχου των ηγετών τους ώστε ποτέ να μην καταχραστούν την εξουσία τους.
Το ίδιο συνέβη και με την αρχαία Αθήνα κατά τη δημοκρατική της περίοδο (462 - 322 π.Χ), στην οποία ο Περικλής είχε βέβαια τεράστιο κύρος στο δῆμον, αλλά δεν ασκούσε εξουσία. Κάθε φορά έπρεπε να κερδίσει την εκκλησία του δήμου με τη δύναμη και την ορθότητα των επιχειρημάτων του και σε καμία περίπτωση δεν υπαγόρευε διαταγές. Μάλιστα είχε καταδικαστεί κάποτε σε βαρύ πρόστιμο και σε άλλη στιγμή της ζωής του δεν είχε καταφέρει να γλιτώσει κάποιους φίλους του από την καταδίκη που τους επέβαλλε το δικαστήριο της Ηλιαίας.
Οπότε η περίφημη φράση του Θουκυδίδη «λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή», που αποτέλεσε ξεκάθαρο πρόδρομο των συμπερασμάτων του Μίχελς, απλά δεν ισχύει.
Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν εδώ. Μπορούμε να επικαλεστούμε και τις εσωκομματικές διαμάχες μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, όταν ο Λένιν δυσκολευόταν να περάσει κρίσιμες αποφάσεις σε κομβικές ιστορικές συγκυρίες.
Συνεπώς το ακανθώδες πρόβλημα δεν είναι η παρουσία των ηγετών, αλλά η απουσία επαρκούς ελέγχου τους. Και όταν μιλάω για έλεγχο, ουσιαστικά αναφέρομαι στα προληπτικά μέτρα που, εξ ορισμού, μόνο οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να προσφέρουν.
Έχει φανεί, λοιπόν, καθαρά, ως τώρα, ότι η απαίτηση για δημοκρατία στο εσωτερικό του κόμματος, πέραν από ζήτημα προσωπικής πολιτικής επιλογής, είναι πρωτίστως θέμα ελέγχου των ηγετών, μιας δηλαδή μειοψηφίας που για αντικειμενικούς λόγους βρίσκεται σε θέσεις ευθύνης. Στην ομάδα αυτή περιέρχεται μεγάλη ευθύνη αλλά και μεγάλη εξουσία, τόσο μεγαλύτερη, όσο και το μέγεθος του κόμματος.
«…άπαξ και εκλεγούν μη ανακλητοί εκπρόσωποι, κάθε μετέπειτα εκλογή δεν θα αποτελεί πλέον εκλογή, αλλά θα επηρεάζεται πάντα από τα αποτελέσματα της δράσης αυτών που έχουν ήδη ασκήσει την εξουσία για ένα διάστημα δύο, τριών, ή πέντε χρόνων. Στο εξής, αυτοί ακριβώς θα καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συζητηθούν τα ζητήματα, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις απαντήσεις»[lxxxv]
Αν, συνεπώς, θέλουμε το κόμμα να μείνει πιστό στις θεμελιώδεις αρχές και τους στρατηγικούς του στόχους, τότε οφείλουμε, υποχρεούμαστε, να ελέγξουμε τους ηγέτες. Ο έλεγχος και τα προληπτικά μέτρα έναντι της δικαιοδοσίας και της εξουσίας των ηγετών πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως ταύτιση με τις αρχές του προοδευτικού επαναστατικού κόμματος. Η ετυμηγορία της ιστορίας είναι πεντακάθαρη: Χωρίς έλεγχο των ηγετών το κόμμα θα εκφυλιστεί.
Ξεκάθαρη απόδειξη του συμπεράσματος αυτού αποτελεί η ίδια η ιστορία των πολιτικών κομμάτων, η οποία έχει δείξει ότι υπάρχει, αναντίρρητα, μια στενή σχέση μεταξύ από τη μία των εσωτερικών αρχών και της οργανωτικής μορφής του κόμματος και από την άλλη των προταγμάτων που επαγγέλλεται. Η «οργανωτική αποκρυστάλλωση» και η «εσωτερική πολιτική λειτουργία» των πολιτικών κομμάτων έχει φανεί ότι «επικαθορίζουν» τον πολιτικό τους χαρακτήρα και «κυριαρχούν» στα προγράμματά τους.[lxxxvi] Κατά συνέπεια ο έλεγχος των ηγετών πρέπει στη πράξη να αντανακλάται και στο οργανωτικό επίπεδο, ώστε το κόμμα να διατηρήσει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα και την επαναστατική του στόχευση.
Το ερώτημα που ακολουθεί αναγκαστικά είναι πως θα γίνει αυτό. Με ποιο τρόπο θα ελεγχθούν οι ηγέτες ; Στο επόμενο και τελευταίο υποκεφάλαιο επιχειρώ να δώσω κάποιες προτάσεις επί του θέματος (χωρίς να περιορίζομαι αποκλειστικά στα οργανωτικά μέτρα ελέγχου).
Ο τίτλος του υποκεφαλαίου προφανώς αποτελεί έμμεση αναφορά στο περίφημο βιβλίο του Λένιν με τίτλο «Τι να κάνουμε ;». Επέλεξα αυτήν την αρνητική διατύπωση (τι να μην, και όχι τι να) κυρίως γιατί είμαι θερμός υποστηρικτής της λογικής της Λούξεμπουργκ που λέει τα εξής :
«Εκείνο πού εμείς κατέχομε στο πρόγραμμά μας, είναι μόνον μερικοί γενικοί δείχτες, που σημειώνουν την κατεύθυνση προς την οποίαν πρέπει να αναζητηθούν τα μέτρα, πού εξ άλλου έχουν χαρακτήρα προπαντός αρνητικό. Ξέρομε πάνω-κάτω τί πρέπει να καταργήσομε για να ανοίξομε το δρόμο προς τη σοσιαλιστική οικονομία. Τί λογής όμως θα είναι τα χίλια - δυο συγκεκριμένα μεγάλα ή μικρά πρακτικά μέτρα, πού χρειάζονται για να μπουν σοσιαλιστικά θεμέλια στην οικονομία, στο δίκαιο, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αυτό δεν το λέει κανένα κομματικό πρόγραμμα και κανένα σοσιαλιστικό εγχειρίδιο.»[lxxxvii]
Οραματιζόμαστε μεν μια καλύτερη κοινωνία, μια ουτοπία (για την Λούξεμπουργκ ήταν ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός), αλλά ο δρόμος για να φθάσουμε εκεί «είναι μια υπόθεση πού βρίσκεται ολότελα στην ομίχλη του μέλλοντος».[lxxxviii] Επίσης είναι αδύνατον για έναν άνθρωπο να καταλήξει σε μια σειρά προταγμάτων που μένει να υλοποιηθούν προκειμένου να αποσοβηθεί η απειλή που επικρέμεται πάνω από κάθε κόμμα από καταβολής τους. Θα ήταν αλαζονικό (και εν πολλοίς βλακώδες) από μέρους μου να προσπαθήσω να υποκαταστήσω αυτό που μένει να απαντηθεί από τις ίδιες τις ιστορικές διαδικασίες που έχουμε μπροστά μας, με μερικές σελίδες κειμένου.
«Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος, είναι πιο σπουδαίο από μια ντουζίνα προγράμματα… Όταν όμως κάνει κανείς προγράμματα αρχών (αντί να αναβάλει το ζήτημα αυτό μέχρι που να το προετοίμαζε μια μακρόχρονη κοινή δράση) βάζει μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ορόσημα που μ’ αυτά μετράει το ύψος του κομματικού κινήματος»[lxxxix] έλεγε ο Μαρξ και σκοπεύω να ακολουθήσω το πνεύμα (και φυσικά όχι το γράμμα μιας και εξ αρχής δεν έγραφα κάποιο κομματικό πρόγραμμα) της παραπάνω αποστροφής. Ας αφήσουμε το ίδιο το κίνημα να απαντήσει στην ερώτηση «Τι να κάνουμε ;».[xc] Εγώ θα προσπαθήσω να τονίσω τι, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να (ξανα)κάνουμε, που ουσιαστικά είναι μια κωδικοποίηση των λογικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από την παραπάνω ανάλυση.
Να μην επιλέγουμε για ηγέτες μας ανθρώπους που είναι ανίκανοι να ενώσουν και να μην μπερδεύουμε τη διανόηση με την ηγεσία
Όσο και αν ο Πλάτωνας ήθελε να ταυτιστούν οι ηγέτες με τους διανοούμενους (φιλόσοφοι-βασιλιάδες, Πολιτεία βιβλίο E, στίχοι 473d 1-6) κάτι τέτοιο όπως είδαμε και παραπάνω δεν συμβαίνει (και φυσικά έτσι όπως το ήθελε ο Πλάτωνας ευτυχώς που δεν συμβαίνει).
Ο Manuel Arriaga στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, σχολιάζοντας τα κριτήρια του μέσου ψηφοφόρου στις εκλογές και την υποτιθέμενη νοητική ανωτερότητα των επαγγελματιών πολιτικών, κάνει μια πολύ εύστοχη επισήμανση:
«Η ιστορία έχει αναρίθμητα παραδείγματα ανθρώπων με εξαιρετικές ικανότητες που βρέθηκαν σε θέσεις ισχύος και που, παρά την νοημοσύνη και την πολιτική εμπειρία τους, έλαβαν ολέθριες αποφάσεις. Κατά έναν παράξενο τρόπο, αντιμετωπίζουμε δυσκολία στην εμπέδωση του συγκεκριμένου μαθήματος. Οι περισσότεροι από εμάς εξακολουθούμε να τοποθετούμε τη νοημοσύνη και τις γνώσεις στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις σημαντικές αρετές, όταν επιλέγουμε σε ποιον θα εμπιστευθούμε πολιτική εξουσία».[xci]
Κατά τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να μπερδεύουμε ένα καλό επιστήμονα, εξειδικευμένο σε κάποια ζητήματα που άπτονται άμεσα του κινήματος και της πολιτικής ζωής (π.χ οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες), με τον ικανό ηγέτη. Ο επιστήμονας θα κριθεί (αν μιλάμε για κοινωνικό επιστήμονα) με βάση την ερμηνευτική και αναλυτική δύναμη, τη δυνατότητα εφαρμογής και την ικανότητα πρόγνωσης των μελετών του. Ο ηγέτης, από την άλλη, θα κριθεί τελικά από την ηθική του, την έγνοια του για το δημόσιο συμφέρον, την ικανότητα του στην τέχνη της πολιτικής (ως τέχνης όχι του εφικτού, όπως έλεγε ο Μπίσμαρκ, αλλά της πραγματοποίησης του αδύνατου[xcii]), στο πόσο ενωτικός είναι (τόσο μέσα στο κόμμα, όσο και εκτός αυτού με άλλες συγγενικές δυνάμεις) και τελικά στο αν εκφράζει τις προσδοκίες και τις ικανότητες της (εκάστοτε) κοινότητας.
Για να γίνω πιο κατανοητός θα φέρω ένα, κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο παράδειγμα. Ο Λένιν στο διάστημα 1922-1923 έγραψε ένα κείμενο που έμεινε στην ιστορία ως η πολιτική του διαθήκη. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, έκανε και μια αποτίμηση και ένα ψυχογράφημα των ικανοτήτων, των αδυναμιών και του χαρακτήρα εν γένει των πιο ικανών συντρόφων του από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Η κρίση του για τον Στάλιν είναι αποκαλυπτική και εξόχως διδακτική:
«Ο Στάλιν είναι πολύ απότομος και το ελάττωμα αυτό, που είναι εντελώς ανεκτό στις προσωπικές σχέσεις κομμουνιστών αναμεταξύ τους, δεν είναι ανεκτό για κείνον που κατέχει τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Γι' αυτό, προτείνω στους συντρόφους να βρουν ένα μέσο να βάλουν στη θέση του κάποιον άλλο, ο οποίος σχετικά με τον Στάλιν να έχει τούτο το χαρακτηριστικό, να είναι πιο υπομονετικός, πιο ανοιχτόκαρδος και πιο ευγενικός απέναντι στους συντρόφους και να είναι λιγότερο δύστροπος».[xciii]
Καθίσταται σαφές από το παραπάνω απόσπασμα ότι ο Λένιν, σε ότι αφορά στις αρετές που οφείλει να έχει ο ηγέτης του κόμματος, έδινε μεγάλη βάση στην ευγένεια, στην υπομονή και στην διαχυτικότητα και όχι τόσο στην επιστημονική επάρκεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν στάθηκε στην πρόδηλη επιστημονική και θεωρητική ανικανότητα του Στάλιν, αλλά στον δύστροπο και εχθρικό του χαρακτήρα.
Να αποκαθάρουμε την πολιτική από το δηλητήριο του Νετσάγιεφ
Συνέχεια, υπό μία έννοια, της παραπάνω παραίνεσης είναι και η παρούσα προτροπή του να ξεμπερδεύουμε επιτέλους με το περιβάλλον που ευνοεί την άνοδο των ψυχοπαθητικών χαρακτήρων. Παρότι η ιστορία δεν κινείται με διατάγματα, στη προκειμένη οφείλουμε να μην είμαστε υποχωρητικοί απέναντι σε ανθρώπους που έχουν δείξει ότι είναι επικίνδυνοι για το κίνημα με την διαταραγμένη τους προσωπικότητα. Το επικίνδυνο με αυτούς τους ανθρώπους είναι, ότι όπως ακριβώς και ο Νετσάγιεφ αναδείκνυε την σχιζοφρένεια του σε πρότυπο επαναστατικότητας (βλ. παραπάνω), έτσι και αυτοί «καλύπτουν» την ψυχική τους διαταραχή με το να την «στολίζουν» με υπερ-επαναστατική ή/και με δημοκρατική φρασεολογία.
Για την ακρίβεια τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η ίδια η οικονομία της αγοράς δημιουργεί ένα περιβάλλον που προάγει τον αμοραλισμό και λογικές του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», «μετά από μένα το χάος», «για να ανελιχθείς πρέπει να πατήσεις επί πτωμάτων», και πάει λέγοντας. Η αστική κοινωνία ουσιαστικά αποτελεί μια δαρβινική αρένα, στην οποία επιβιώνει (ή τουλάχιστον έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να ανελιχθεί και να κυριαρχήσει) μόνο όποιος έχει τα γνωρίσματα του Νετσάγιεφ, δηλαδή τα γνωρίσματα ενός σχιζοφρενούς. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που οι πιο ισχυροί άνθρωποι του πλανήτη μοιάζουν με πιστούς προσήλυτους του Νετσάγιεφ. Ούτε και το ότι είναι γνωστό σε όλους το ακόλουθο ρητό: «Στη πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες».
Τα κόμματα όντας και αυτά, κατά ένα τρόπο, ζωντανοί οργανισμοί που ζουν σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, αυτό του καπιταλισμού, είναι αναπόφευκτο ότι θα επηρεάζονται από αυτό και θα αποκρίνονται αντανακλώντας πολλά από τα κουσούρια του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι και μέσα στο κόμμα θα υπάρχουν λογικές που θα αντιμετωπίζουν τα πάντα, ακόμη και τη φιλία, ως αντικείμενα αγοραπωλησίας. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που υιοθετούν τέτοιες λογικές τίποτα δεν είναι τσάμπα, όλα πρέπει να έχουν ένα αντίτιμο, μια ανταπόδοση. Κανείς δεν μένει εντελώς αλώβητος από το δηλητήριο που εκσφενδονίζει προς όλες τις κατευθύνσεις η κοινωνία που οργανώνεται με βάση τις αρχές της αγοράς.
Όπως είπα και προηγουμένως η ιστορία δεν κινείται με διατάγματα. Δεν αποσκοπεί πουθενά να καταδικάσω τον παραπάνω ατομικιστικό τρόπο σκέψης. Η αλλαγή στην ιστορικά συγκροτημένη προσωπικότητα και στην κοσμοθεωρία γίνεται μαζί με την εξέλιξη του κινήματος και ορισμένες φορές ακολουθεί με ακρίβεια τις διακυμάνσεις του. Παρ’ όλα αυτά από κάπου πρέπει να αρχίσουμε για να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο. Η κραυγή ενός μεγάλου «όχι» απέναντι στον διεστραμμένο κόσμο που ζούμε (σύμφωνα με την πρόταση του Holloway) είναι μια καλή αρχή. Πρέπει να κραυγάσουμε επίσης αρνούμενοι τις λογικές που καλλιεργούν το έδαφος για την απόλυτη αλλοτρίωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Να αντισταθούμε απέναντι στην αποκτήνωσή μας. Και η οργάνωση με την αλληλεγγύη και την συντροφικότητα που οφείλουν να την συνοδεύουν, είναι το καλύτερο μέσο που έχουμε στα χέρια μας γι’ αυτή μας τη προσπάθεια. Ο ένας συναγωνιστής και σύντροφος οφείλει να στηρίζει και να ενισχύει τον άλλο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο απέναντι στην επέλαση της βαρβαρότητας.
Ο ηγέτης, όπως προείδαμε, οφείλει να εκφράζει τις καλύτερες από τις αρετές της κοινότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κατά συνέπεια, ο ηγέτης ή οι ηγέτες πρέπει να είναι όσοι εξ ημών παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη αντοχή και αντίσταση απέναντι στην επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας (του ακραίου ατομικισμού, της εμπορευματοποίησης των πάντων, κ.ο.κ.) και όσοι δείχνουν να έχουν ανοσία στο δηλητήριο του Νετσάγιεφ. Οπότε όσοι αντιμετωπίζουν, όπως ο Νετσάγιεφ, τη φιλία και τη συντροφικότητα με εργαλειακούς όρους, οι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες, τα διαλυτικά στοιχεία, οι δύστροποι και οι άμετρα αμοραλιστές πρέπει τουλάχιστον να αποκλείονται από την ηγεσία του κόμματος, και σε ακραίες περιπτώσεις να απομονώνονται.
Επιπλέον είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στο ποιες λογικές και τρόποι σκέψης θα επικρατήσουν (δηλαδή θα επιλεγούν φυσικά με όρους εξέλιξης). Συνεπώς για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο εσωτερικό του κόμματος και η συνεχής πάλη για το βάθεμα αυτής της δημοκρατίας δημιουργεί ένα περιβάλλον που επιλέγει άλλες συμπεριφορές, οι οποίες βασίζονται στην αλληλεγγύη, στην αγάπη, στη συντροφικότητα, στην ειλικρίνεια, στην εμπιστοσύνη κ.ο.κ.
Ο David Graeber εντοπίζει το πρόβλημα και το περιγράφει γλαφυρότατα:
«Ένα από τα πράγματα που με είχαν ενοχλήσει πάρα πολύ στην εκπαίδευση μου ήταν ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο μας παρακινούσαν να διαβάζουμε τα επιχειρήματα των άλλων θεωρητικών: αν υπήρχαν δύο τρόποι να διαβάσεις μια πρόταση, ένας που να υποθέτει ότι ο συγγραφέας διαθέτει έστω και ένα ψήγμα απλής λογικής και ο άλλος ότι είναι τελείως ηλίθιος, η τάση συνήθως ήταν να επιλέγουμε τον δεύτερο… Αν το συνδυάσουμε αυτό με την τάση να αντιμετωπίζουμε (συχνά ήσσονος σημασίας) διαφορές μεταξύ διανοητών όχι μόνο ως τεκμήρια για το ότι ανήκουν σε κάποιου είδους φανταστικό “-ισμό”, αλλά ως βαθιά ηθικά ελαττώματα, του ίδιου επιπέδου με τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό (συχνά δε, πλησιάζοντας τους), έχουμε ένα πιστό αντίγραφο της διανοητικής δημόσιας συζήτησης που είναι χαρακτηριστική των πιο γελοίων πρωτοπορίστικων σεχτών».[xciv]
Αν χαρακτηρίζουμε τους πάντες, είτε είναι εξωκομματικοί, είτε εσωκομματικοί αντίπαλοι, ηλίθιους, ανόητους, αμόρφωτους, άσχετους και (όπως άκουσα πρόσφατα) βρωμόσκυλα (sic), τότε το κόμμα θα μείνει (ή θα καταντήσει) μια ωραιότατη σέχτα γραφικών και ακίνδυνων φωνακλάδων. Κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει (και οφείλει να γίνεται πάντα) μια εξαιρετικά σκληρή και αδυσώπητη κριτική, ώστε να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις, χωρίς όμως να προβαίνουμε σε ύβρεις και χυδαίους χαρακτηρισμούς που τελικά αφαιρούν το (όποιο) δίκιο από το επιχείρημα, μιας και ο ακροατής, στον οποίο απευθυνόμαστε, «κλείνει τα αυτιά του».
Να μην είμαστε δεδομένοι στους ηγέτες
Ο Colin Crouch για άλλη μια φορά κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση επί του θέματος:
«Τα θεματικά κινήματα και οι εκστρατείες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα πολιτικά κόμματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε την πρόσδεση στα κόμματα. Όσο πιο πιστή είναι η κομματική βάση, τόσο πιο εύκολα τη θεωρεί δεδομένη η κομματική ηγεσία και αφοσιώνεται στην ικανοποίηση των ισχυρών πιέσεων που δέχεται μέσω της πολιτικής έλλειψης. Στις συνθήκες αυτές, τα μέλη του κόμματος αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή όταν προσφέρουν τη στήριξή τους υπό όρους… Άτομα που συνδέονται με τα κατεστημένα κόμματα θα πρέπει να συμμετάσχουν στις σχετικές διεργασίες [διαμόρφωσης πολιτικών ταυτοτήτων από τα κοινωνικά κινήματα] ώστε τα κόμματα αυτά να μπορέσουν τελικώς να εγκολπωθούν τις προσπάθειες που στέφονται με επιτυχία. Η πολιτική ζωή της δημοκρατίας χρειάζεται συνεπώς ένα ζωηρό, χαοτικό και θορυβώδες περιβάλλον κινημάτων και ομάδων. Αυτό είναι το εκκολαπτήριο της μελλοντικής αναγέννησης της δημοκρατίας».[xcv]
Να μην αντιλαμβανόμαστε το κόμμα ως φορέα με στεγανά: η γέννηση του κόμματος-μετώπου
Όπως επισημαίνει και ο Colin Crouch τα κόμματα παραμένουν κεντρικά στην σύγχρονη πολιτική ζωή της «Μεταδημοκρατίας» και δεν υποκαθίστανται από τα διάφορα κινήματα.[xcvi] Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία σωστό. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι έχουμε, προχωρήσει πέρα από το κλασσικό δίπολο κόμμα-συνδικάτο, και έχουμε περάσει στην εποχή του κόμματος-μετώπου και του ανοιχτού στην υπόλοιπη κοινωνία συνδικάτου που οφείλει να αντιπαλέψει την κυρίαρχη ιδεολογία και στο χώρο της εργασίας.
Συγκεκριμένα σε κείμενο μου με τίτλο «Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου» (δημοσιεύτηκε στις 25/09/15), ανέπτυξα τον προβληματισμό μου σχετικά με το μέτωπο:
«Μιλάω, δε, για μέτωπα πάλης και αντιφάσεις έχοντας στο μυαλό μου την πιο πρόσφατη μελέτη του David Harvey, στην οποία συγκεντρώνει τις περισσότερες, αν όχι όλες, από τις αντιφάσεις κυρίως του κεφαλαίου, αλλά και του καπιταλισμού (17 στο σύνολο). Από την ίδια την αντίφαση του χρήματος ως μέτρου της αξίας και ταυτόχρονα ως μέσου ανταλλαγής μέχρι την ζωντανή αντίφαση του κεφαλαίου (χρήματος που τίκτει χρήμα) ως αενάως αυτοεπεκτεινόμενης αξίας απέναντι στους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη. Αν θέλουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε θεωρητικά το ζήτημα, τότε, και με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός είναι παγκόσμια αρθρωμένος και η λογική του (η εμπορευματοποίηση των πάντων και ο απόλυτος ανταγωνισμός δηλαδή) εισχωρεί σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, συνεπάγεται ότι οι αντιφάσεις του αναγκαστικά αφορούν σ’ ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων, από οικολόγους, θετικούς επιστήμονες και φεμινίστριες μέχρι φιλελεύθερους κευνσιανιστές και κομμουνιστές και από νοικοκυρές, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες και εντελώς άπορους μέχρι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Είναι φυσικό κάποιοι από όλους αυτούς να μην μπορούν από την κοινωνική του θέση, και να μην θέλουν από την παιδεία τους και από τη συνήθεια τους, να είναι αριστεροί, ούτε σοσιαλιστές (ό,τι και αν σημαίνει η αριστερά και ο σοσιαλισμός σε κάθε χώρα). Είναι εξάλλου αναφαίρετο δικαίωμά τους να αυτό-προσδιορίζονται. Η μετωπική, λοιπόν, συμπόρευση στη βάση των απτών και άμεσων προβλημάτων είναι μονόδρομος αν θέλουμε να εκφραστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να αγωνιστούν απέναντι στο κεφάλαιο. Μόνο στις γραμμές τέτοιων μετώπων το πολιτικό κόμμα που εντοπίζει στο κεφάλαιο την πηγή όλων των προβλημάτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να αναδειχτεί στον σύγχρονο ηγεμόνα του έθνους, σύμφωνα με την ορολογία του Γκράμσι, για να μετασχηματίσει την κοινωνία σε μια κατεύθυνση πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, με γνώμονα την απελευθέρωση του ατόμου από την καταναγκαστική εργασία ώστε να αναπτυχθεί ελεύθερα όπως το ίδιο επιθυμεί.»[xcvii]
Οι εμπειρίες που αποκόμισε από τα κινήματα και την κοινωνική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής έκαναν την Harnecker να καταλήξει τελικά σε παρόμοια θέση με τη παραπάνω:
«Αν, όπως είδαμε προηγουμένως, μειώνεται η αναλογία της κλασικής βιομηχανικής εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική, σε αντίθεση με τον τομέα των εργαζομένων που υποχρεώνονται να στραφούν σε αβέβαιες, ανασφαλείς εργασίες, και με τους περιθωριοποιημένους ή αποκλεισμένους από το σύστημα να αυξάνονται μέρα τη μέρα, φαίνεται αναγκαίο η πολιτική οργάνωση να λάβει υπόψη αυτή την πραγματικότητα και να πάψει να είναι φορέας που θα ενώνει μόνο την κλασική εργατική τάξη, για να μετατραπεί σε οργάνωση όλων των καταπιεσμένων».[xcviii]
Για τα συνδικάτα στον 21ο αιώνα ο Νίκος Παλαιολόγου προτείνει, μεταξύ (πολλών) άλλων, τα εξής:
«…το συνδικαλιστικό κίνημα για να διασφαλίσει την επιβίωση του, είναι υποχρεωμένο να επανεξετάσει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς του στην κατεύθυνση της επανασύνδεσης των καθημερινών οικονομικών αγώνων, της συνδικαλιστικής πράξης γενικότερα, με τον αγώνα για την αλλαγή των “κανόνων του παιχνιδιού”, με την ανατροπή του υπάρχοντος οικονομικού πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων… θα πρέπει να συνδέεται με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας το οποίο θα μπορεί να στηριχθεί και να κινητοποιήσει υπαρκτές σήμερα κοινωνικές δυνάμεις. Οφείλει, λοιπόν, μαζί με τον αγώνα για τα καθημερινά εργασιακά και οικονομικά προβλήματα των εργαζομένων, να δώσει πάλι, με όρους αυτονομίας απέναντι στο κράτος και τα κόμματα, και τον πολιτικό αγώνα για τα γενικότερα συμφέροντα και δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, αντιπαλεύοντας (μέσα και στο χώρο των συνδικάτων) την κυρίαρχη ιδεολογία, που υποβάλει στους ανθρώπους την αντίληψη ότι όλα τα σημαντικά ζητήματα βρίσκονται εκτός των ορίων των δικών τους αποφάσεων και της δικής τους δράσης, και ότι οι πολιτικές της προσαρμογής στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, της απορρύθμισης και της ιδιωτικοποίησης είναι οι μόνες ρεαλιστικές και χωρίς εναλλακτική λύση. Αυτό σημαίνει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο, να αποκαταστήσει μια μεγαλύτερη επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία, να ξαναζωντανέψει στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης τον ιδεολογικό και πολιτικό προβληματισμό και το σχετικό παιδαγωγικό της έργο… Να διαμορφώσουν έτσι ένα πρόγραμμα, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα τόσο για την αναγκαία στην εποχή μας εντονότερη διεθνοποίησή τους – πέρα από τη λογική ενός κορπορατισμού, στενότερων ή ευρύτερων επιμέρους χώρων οικονομικής δραστηριότητας (Standortkorporatismus)- όσο και για τη συνεργασία τους με άλλες κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα, που επίσης συνειδητοποιούν ότι οι ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές οδηγούς στην υπονόμευση θεμελιωδών όρων της κοινωνικής ζωής, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν οικολογικές καταστροφές που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής σε πλανητικό επίπεδο… ούτε μια οργανωτική πολιτική η οποία οδηγεί… στην αναπαραγωγή στο εσωτερικό των συνδικάτων των διαιρέσεων και των ανισοτήτων της αγοράς εργασίας, ή διαμορφώνει λειτουργίες που δεν δίνουν στα μέλη τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά …στη λήψη αποφάσεων… μπορεί να πείσει, να κινητοποιήσει και να προσελκύσει διευρυνόμενα και πάλι σήμερα τμήματα του κόσμου της εργασίας…» [xcix]
Να μην υποτιμούμε την ικανότητα των πολιτών
Επιτέλους πρέπει να ξεμπερδέψουμε με την λανθασμένη άποψη περί ανικανότητας των απλών πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις, είτε αυτές αφορούν στις εσωτερικές διαδικασίες ενός κόμματος, είτε πρόκειται για την πολιτεία. Η πρόσφατη παρέμβαση του Arriaga συμβάλλει στην αποδόμηση αυτού του μύθου περί της πολιτικής ανικανότητας του μέσου ανθρώπου. Ο συγγραφέας αυτός φέρνει λογικά, αλλά και εμπειρικά παραδείγματα (από συνελεύσεις πολιτών στον Καναδά και στο Όρεγκον των ΗΠΑ) για να δείξει ότι ο μέσος πολίτης, παρότι δεν έχει κλασσικές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες, είναι εξίσου (αν όχι πιο) ικανός στο να επιλύει κορυφαία προβλήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, απ’ ότι οποιοσδήποτε επαγγελματίας της πολιτικής. [c]
Ο Rousseau στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», θεωρώντας την άκρατον δημοκρατία (όρος του Αριστοτέλη), δηλαδή την λεγόμενη άμεση δημοκρατία, αδύνατη, είχε αποφανθεί ως εξής:
«Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους».
Κάποιοι, λοιπόν, μεταξύ αυτών και θετικοί επιστήμονες (κυρίως βιολόγοι), για να ενισχύσουν το μύθευμα περί της φυσικής (ή και γονιδιακής) κατωτερότητας των μέσων ανθρώπων έναντι των «ειδικών» της πολιτικής (που υποτίθεται έχουν φυσική κλίση και ταλέντο στην ενασχόληση με τα κοινά), επικαλούνται την παραπάνω φράση του Rousseau, την παρερμηνεύουν και έπειτα ισχυρίζονται ότι αντίκειται στην ανθρώπινη φύση οι ηγέτες να είναι υπόλογοι στους πολίτες. Ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με τη φύση του ανθρώπου. Απέναντι σε όλους αυτούς έχω να πω 2 πράγματα (κωδικοποιημένα):
· Αν όντως η ανθρώπινη φύση εμπόδιζε την οποιαδήποτε απόπειρα δημοκρατικού ελέγχου των ηγετών και εν τέλει την ίδια την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, τότε ο Homo sapiens, ο άνθρωπος δηλαδή, δεν θα ζούσε για περίπου 290.000 χρόνια σε εξισωτικές κοινωνίες όπου οι αρχηγοί ήταν άμεσα υπόλογοι στα μέλη της κοινότητας. Σημειωτέον ο άνθρωπος (Homo sapiens) εμφανίστηκε πριν από περίπου 200.000 χρόνια στη γη, οπότε τα 190.000 χρόνια των κυνηγετικών-τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών αποτελούν το 95% της ανθρώπινης ιστορίας. Οι βασικές αρχές της ισότητας που αργότερα ενσωματώθηκαν στο ιδεώδες της δημοκρατίας κυριαρχούν συντριπτικά στην ανθρώπινη ιστορία. Συνεπώς κοινωνικοί, και όχι γονιδιακοί, είναι οι λόγοι που δυσχεραίνουν την εφαρμογή πολιτικών ισότητας σήμερα.
· Σε όσους, δε, ισχυρίζονται ότι η παραγωγή πλεονάσματος στη παραγωγή (10.000 π.Χ) και η εμφάνιση των πρώτων κρατών (7000 π.Χ) ήταν μια τομή στην ανθρώπινη ιστορία, η οποία αλλοίωσε ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό και τη φύση του ανθρώπου (τον διέφθειρε δηλαδή με την πλεονεξία), έχω να πω ότι αυτό το επιχείρημα δεν εξηγεί τα 140 χρόνια (462-322 π.Χ) δημοκρατικής διακυβέρνησης στην αρχαία Αθήνα, την Κομμούνα του Παρισιού (1871 μ.Χ), τα Σοβιέτ στην Ρωσία (1905, 1917 μ.Χ), τα καντόνια της Ελβετίας στην αρχική τους περίοδο, τις αποικίες της Νέας Αγγλίας κατά την Αμερικανική Επανάσταση και τέλος τις σημερινές απόπειρες δημοκρατικού ελέγχου που συγκεντρώνει και ερευνά ο Arriaga αλλά και άλλοι μελετητές.
Τίποτα το («εγωιστικά») γονιδιακό δεν μας εμποδίζει από την επίτευξη του οράματος της δημοκρατίας. Τα εμπόδια είναι κοινωνικής φύσης και απορρέουν από την κυριαρχία της ιδεολογίας που προωθεί το θατσερικό ρητό: «Δεν υπάρχει εναλλακτική». Ο φόβος για την αλλαγή και το καινούργιο είναι ο ένοχος για την ήττα (ή τουλάχιστον για την υποχώρηση) των σύγχρονων δημοκρατικών αγώνων. Ή όπως λέει ο Rousseau:
«Όποιος έχει γεννηθεί στη σκλαβιά γεννιέται για τη σκλαβιά, αναμφισβήτητα. Οι σκλάβοι χάνουν τα πάντα μέσα στις αλυσίδες τους, ακόμα και την επιθυμία τους να τις αποτινάξουν. ….Ο καταναγκασμός έφτιαξε τους πρώτους δούλους και η δειλία τους διαιώνισε».[ci]
Να μην εφησυχάζουμε
«Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή επαγρύπνηση και θάρρος από τους πολίτες ώστε να την διαφυλάξουν από τον εκφυλισμό ή την ανατροπή. O Rousseau περιγράφει αυτή την απαίτηση της δημοκρατίας πολύ εύστοχα: “… δεν υπάρχει μορφή διακυβέρνησης τόσο επιρρεπής σε εμφυλίους πολέμους και εσωτερικές διαμάχες όσο η δημοκρατική ή λαϊκή, καθώς καμία άλλη δεν τείνει τόσο έντονα και διαρκώς να αλλάζει μορφή, και να ζητά μεγαλύτερη επαγρύπνηση και θάρρος για να διατηρηθεί η δική της μορφή. Κυρίως σε αυτή την πολιτική σύσταση πρέπει ο πολίτης να οπλίζεται με δύναμη και σταθερότητα και να επαναλαμβάνει κάθε μέρα της ζωής του από τα βάθη της καρδιάς του ότι έλεγε ένας ενάρετος Παλατίνος στη Δίαιτα της Πολωνίας : Malopericulosam libertatem quam quietum servitium (Καλύτερα μια ελευθερία γεμάτη κινδύνους παρά μια ήσυχη σκλαβιά). Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους.” Ο Θουκυδίδης στην παράγραφο 43 του επιταφίου του Περικλή αναφέρει : “οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους.” Λέει δηλαδή ότι δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς ελευθερία ούτε ελευθερία χωρίς εὔψυχον (καλή ψυχή), δηλαδή χωρίς θάρρος. Απορρέει λοιπόν το εξής δίλημμα για το σύγχρονο άνθρωπο: Ελευθερία ή ησυχία. Πρέπει όλοι μας να διαλέξουμε.»[cii]
Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα η άποψη ότι δεν πρέπει να παραιτούμαστε αν στο κόμμα μας εντοπίζουμε φαινόμενα αποδημοκρατικόποιησης, αλλά αντιθέτως πρέπει να παλεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να εκδημοκρατίσουμε το κόμμα. Δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω τυπολογία σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σχετικά με το πότε πρέπει να εγκαταλείπουμε ένα κόμμα στη τύχη του όταν οι τάσεις αποδημοκρατικοποίησης και γραφειοκρατίας το έχουν αλώσει εντελώς πέραν κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης.
Ο Ρουβίκωνας τον οποίο όταν τον διασχίσει το κόμμα, τότε η ζημιά είναι μη-αναστρέψιμη και μη-διορθώσιμη καθορίζεται πάντα από ειδικές συνθήκες και ιστορικά μοναδικές καταστάσεις. Τo μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω, δύο στη προκειμένη, τρανταχτά παραδείγματα, τα οποία περιγράφουν αυτόν τον ουδό πέραν του οποίου η δημοκρατική υπόθεση στο εσωτερικό του (εκάστοτε) κόμματος ήταν πλέον καταδικασμένη:
· Στο 10ο συνέδριο του κόμματος (1921) οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατίας και του αυταρχισμού μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, στο όνομα της ενότητας και της μεγιστοποίησης της ευελιξίας του κόμματος, παρά τις παρεμβάσεις και τις επιθυμίες του Λένιν, προέβησαν στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο Πολιτικό Γραφείο (7 μέλη) του κόμματος, παραμερίζοντας και υποκαθιστώντας την μέχρι τότε κυρίαρχη Κεντρική Επιτροπή.[ciii] Ο Λένιν, λίγο πριν πεθάνει, στην πολιτική του διαθήκη (και αλλού), έχοντας αντιληφθεί πολύ καλά τους κινδύνους που σηματοδοτούσε για την εσωτερική δημοκρατία του κόμματος (αλλά και της χώρας) μια τέτοια μεταβίβαση της απόλυτης εξουσίας στα 7 άτομα του Πολιτικού Γραφείου, πρότεινε εν είδει προειδοποίησης, όχι μόνο να μην αφαιρεθούν αρμοδιότητες από την Κεντρική Επιτροπή, αλλά να παραμείνει το κυρίαρχο κομματικό όργανο ανάμεσα στα συνέδρια και να εμπλουτιστεί με επιπλέον μέλη. Ιδού τι έλεγε συγκεκριμένα: «Θα πρότεινα να γίνουν μία σειρά αλλαγές στην πολιτική μας δομή σε αυτό το συνέδριο. Θέλω να σας μιλήσω για τα θέματα στα οποία δίνω την μεγαλύτερη σημασία. Στην κορφή της λίστας βάζω μία αύξηση του αριθμού των μελών της Κεντρικής Επιτροπής σε μερικές δωδεκάδες, η ακόμη και εκατό. Η γνώμη μου είναι ότι χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση η Κεντρική μας Επιτροπή θα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο αν η πορεία των γεγονότων δεν είναι ευνοϊκή για μάς (και αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε)… Η αύξηση των μελών της Κ. Ε. στα 50 ή ακόμη και τα 100 πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξυπηρετήσει διπλό ή και τριπλό σκοπό: Όσο περισσότερα μέλη έχει η Κ.Ε. τόσο περισσότεροι θα εκπαιδευτούν στη δουλειά της και τόσο θα ελαττωθεί ο κίνδυνος σχίσματος εξαιτίας κάποιας αδιακρισίας». [civ] Περιττό να πω ότι όχι μόνο δεν έγιναν αυτά που ζητούσε ο Λένιν αλλά ακόμη χειρότερα η εξουσία συγκεντρώθηκε στην ουσία σ’ έναν άνθρωπο, στον Στάλιν, ο οποίος αργότερα στις δίκες της Μόσχας δολοφόνησε όλους τους παλιούς του συντρόφους από την αρχική κεντρική επιτροπή (Μπουχάριν, Ράντεκ, Καμένεφ). Επιπλέον από τα 139 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τακτικά και αναπληρωματικά, που εκλέχθηκαν στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος (το τελευταίο πριν τις διώξεις), συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν τα 98. Από τους 1.966 αντιπροσώπους του εν λόγω Συνεδρίου συνελήφθησαν, κατηγορούμενοι για αντεπαναστατική δράση 1.103 και από αυτούς εκτελέστηκαν οι 848. Έχουμε δει λοιπόν που οδηγούν οι λογικές που επικαλούμενες τη δημοκρατία και τον καλύτερο έλεγχο των ηγετών από την βάση, στην πραγματικότητα συγκεντρώνουν την εξουσία του κόμματος σε μια χούφτα ανθρώπους, οι οποίοι μετά όντας ανεξέλεγκτοι αυθαιρετούν.
· Άλλο πιο κοντινό, χρονικά και χωρικά, σε μας παράδειγμα είναι η «ανοιχτή εκλογή» του προέδρου του κόμματος από το σώμα του συνεδρίου ή από την ίδια την «κοινωνία» (με την προσέλευση και φίλων του κόμματος), όπως έγινε παλιότερα στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία, και πιο πρόσφατα στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Με πρόσχημα την υπέρβαση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και την προώθηση της δημοκρατίας στο κόμμα, η άμεση εκλογή προέδρου στη πραγματικότητα λειτούργησε ευνοϊκά για την περαιτέρω αυτονόμηση της ηγεσίας από την κομματική βάση. Ο αρχηγός του κόμματος γίνεται το ίδιο το κόμμα. Οι κομματικές ηγεσίες παύουν να λογοδοτούν στη βάση της οργάνωσης και αφήνονται στην επιρροή των ισχυρών εξωκομματικών συμφερόντων. [cv]
Οφείλουμε, λοιπόν, να επαγρυπνούμε, να βλέπουμε την ουσία των θέσεων και των προτάσεων που γίνονται από τις διάφορες τάσεις στο κόμμα και να μην παρασυρόμαστε από ψευδεπίγραφες δημοκρατικές διακηρύξεις που επιχειρούν να καμουφλάρουν αυταρχικά επιχειρήματα και αντιλήψεις. Η ιστορία είναι πολύτιμος σύμμαχος σ’ αυτή μας την υποχρέωση.
Να σταματήσουμε να επικαλούμαστε συνεχώς έκτακτες καταστάσεις για να καταλύουμε τη δημοκρατία
Ο Clinton Rossiter, στην αρχή του βιβλίου του με τίτλο «Συνταγματική Δικτατορία», παραπέμπει τον αναγνώστη στην ακόλουθη φράση του γνωστού δημοσιολόγου, William E. Rappard:
« Η Δημοκρατία είναι το παιδί της ειρήνης και δεν μπορεί να ζήσει χώρια από την μητέρα της» [cvi]
Τι σημαίνει αυτό ; Απλά ότι η δημοκρατία είναι ασυμβίβαστη με τις έκτακτες καταστάσεις, όπως ο πόλεμος. Είναι πολίτευμα της «μπουνάτσας». Στις «τρικυμίες» ένας ή λίγοι παίρνουν τις αποφάσεις και δίνουν τις εντολές. Ούτε λόγος για δημοκρατία.
Τι θεωρείται, άραγε, έκτακτη κατάσταση ή έκτακτη ανάγκη ; Ορίζεται δύσκολα, όπως θα δούμε, αλλά μπορώ να φέρω κάποια χτυπητά παραδείγματα. Για παράδειγμα ένας πόλεμος, όπως προανέφερα. Ή μια μείζον (δομική) οικονομική κρίση, όπως η κρίση του 1929 ή του 2007-2008.
Τι προβλέπεται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (μη-κανονικών συνθηκών) ; Ο κυρίαρχος (κατά τον Schmitt) αποφασίζει να επιβάλλει έκτακτο καθεστώς στο οποίο συγκεντρώνει υπερ-εξουσίες σε σχέση με την κανονικότητα, ώστε (θεωρητικά) να έχει τα μέσα για να αντιμετωπίσει γρηγορότερα και αποφασιστικότερα την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και αναφέραμε την κρίση του 1929, ήταν οι υπερ-εξουσίες που έλαβε ο Ρούζβελτ το 1933 ενεργοποιώντας το άρθρο του Συντάγματος των ΗΠΑ το σχετικό με την «κατάσταση πολιορκίας». Άλλο παράδειγμα που αφορά στην κρίση του 2007-2008 (που εκδηλώθηκε στην χώρα μας το 2009-2010) είναι τα μνημόνια που πέρασαν με την «διαδικασία του κατ’ επείγοντος» από την βουλή, ουσιαστικά παρακάμπτοντάς την και καταλύοντας το Σύνταγμα της χώρας.
Τα προβλήματα ανακύπτουν μόλις προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα, όπως: · Τι περιλαμβάνει μια «κατάσταση ανάγκης» (πέραν των προφανών, π.χ. τον πόλεμο);
· Ποιος κηρύττει την «έκτακτη ανάγκη», ο λαός ή η κυβέρνηση; Ή αλλιώς ποιος είναι τελικά ο κυρίαρχος ;
· Και το σημαντικότερο πότε τελικά θα αρθεί η κατάσταση εξαίρεσης ; Πότε τελειώνουν οι έκτακτες συνθήκες ; Και ποιος κρίνει ή/και αποφασίζει ότι έληξε η έκτακτη περίοδος ; (επανερχόμαστε δηλαδή στο ζήτημα της κυριαρχίας)
Ο Giorgio Agamben παρατήρησε ότι ιστορικά οι «έκτακτες ανάγκες» άπαξ και κηρυχτούν τείνουν να μετατρέψουν την εξαίρεση σε κανόνα. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Ανάμεσα στα στοιχεία που δυσχεραίνουν τον ορισμό της κατάστασης εξαίρεσης συγκαταλέγεται ασφαλώς και η στενή σχέση που διατηρεί με τον εμφύλιο πόλεμο, την εξέγερση και την αντίσταση. Εφόσον ο εμφύλιος πόλεμος είναι το αντίθετο της κανονικής κατάστασης, εντάσσεται σε μια ζώνη απροσδιοριστίας σε σχέση με την κατάσταση εξαίρεσης, που είναι η άμεση απάντηση της κρατικής εξουσίας στις πιο ακραίες εσωτερικές συγκρούσεις… Ας πάρουμε την περίπτωση του ναζιστικού κράτους. Αμέσως μόλις ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία (ή, για να ακριβολογούμε, μόλις του παραδόθηκε η εξουσία), εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου του Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους το οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ΄ Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης, που διήρκησε δώδεκα χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει όχι μόνο την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών». [cvii]
«Η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» ως τεχνική διακυβέρνησης και τελικά ως «όπλο» των επίδοξων δικτατόρων για την κατάλυση της δημοκρατίας δεν περιορίζεται φυσικά στο κρατικό επίπεδο διακυβέρνησης. Στο εσωτερικό των κομμάτων - πριν ή μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας - το ίδιο «όπλο» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τις τάσεις που θέλουν να χειραγωγήσουν την βάση και να ελέγξουν την πολιτική της οργάνωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της «εργατικής αντιπολίτευσης» στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος και συγκεκριμένα πως αυτή αντιμετωπίστηκε από την ηγεσία (Λένιν, Τρότσκυ, Μπουχάριν, κ.ο.κ).
Η «εργατική αντιπολίτευση» ήταν μια οργανωμένη τάση συνδικαλιστών εργατών που έφερε πρώτη, μετά την νίκη του Οκτώβρη του 1917, στο προσκήνιο της εσωκομματικής συζήτησης τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας. Οι αρχές που προωθούσε και διεκδικούσε ώστε να καταργηθεί το «γραφειοκρατικό πνεύμα μέσα στο Κόμμα» ήταν κατ’ ουσίαν τρείς:
· «Εκλογές παντού, κατάργηση των διορισμών και των απεσταλμένων, δυνάμωμα της ευθύνης απέναντι στη βάση.
· Πληροφόρηση στο εσωτερικό του Κόμματος (σ’ ότι αφορά τόσο στις εκτιμήσεις πάνω στο πρόσωπο του υποψήφιου όσο και τα γενικά θέματα). Να παίρνεται υπόψη η γνώμη της βάσης (πλατειά εξέταση των θεμάτων σε γενικές συνελεύσεις, ενώ η κορυφή πραγματοποιεί μετά τη σύνθεση. Οποιοσδήποτε μέλος του Κόμματος να γίνεται δεκτό στις συγκεντρώσεις των ηγετικών κέντρων, εκτός απ’ αυτές όπου χρειάζεται ιδιαίτερη μυστικότητα). Ελευθερία κριτικής και γνώμης (όχι μόνο δικαίωμα ελεύθερης συζήτησης, αλλά και υλική ενίσχυση για την έκδοση των απόψεων διαφόρων τάσεων που υπάρχουν μέσα στο Κόμμα).
· Προλεταριοποίηση όλου του Κόμματος. Μείωση των πολλών ηγετικών θέσεων ενός ατόμου στο Κόμμα και τις υπηρεσίες του Κράτους.» [cviii]
Σε αντίθεση με την μεγάλη επιρροή που είχαν τα μέλη και τα αιτήματα της «εργατικής αντιπολίτευσης» στα εργοστάσια της χώρας, οι προτάσεις της δεν έτυχαν μεγάλης αποδοχής από το 10ο συνέδριο του κόμματος (1921). Μία από τις αιτίες ήταν και η επίθεση που δέχτηκε από το σύνολο της ηγεσίας των μπολσεβίκων. Όλοι οι μεγάλοι ηγέτες της επανάστασης, σύσσωμοι, επιτέθηκαν στις αρχές της αντιπολίτευσης, αν και ξεκινούσαν από άλλη αφετηρία.
Είναι αλήθεια ότι το 3ο σημείο της αντιπολίτευσης περί προλεταριοποίησης του κόμματος, δηλαδή η στελέχωση του κόμματος μόνο από εργάτες, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές. Και αυτό γιατί βασίζεται σε μια μηχανιστική και εξόχως απλοϊκή αντίληψη για την επαναστατική-ταξική συνείδηση. Για τους συνδικαλιστές της «Αντιπολίτευσης» η αντικειμενική θέση του ατόμου στη παραγωγή - στη προκειμένη η θέση του εργάτη - παράγει αυτομάτως την αντίστοιχη ταξική συνείδηση των συμφερόντων του και του ιστορικού του ρόλου. Έτσι για τους αντιπολιτευόμενους, όπως η Κολλοντάι, αρκεί η είσοδος των εργατών στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό ώστε να ανακτήσει η επανάσταση την αρχική της ορμή προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Παρ’ όλα αυτά τα δύο πρώτα σημεία (εκλογή και όχι διορισμός, πλήρης πληροφόρηση, ελευθερία κριτικής) αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο κόμμα (και στο κράτος).
Η θέση που πήρε ο Τρότσκι, δηλαδή η στρατιωτικοποίηση της εργασίας και η κρατικοποίηση των συνδικάτων, εκτέθηκε παραπάνω. Ο Λένιν, παρότι αργότερα καταδίκασε τις θέσεις που υπερασπιζόταν ο Τρότσκι, δεν υποστήριξε ούτε την εργατική αντιπολίτευση. Για την ακρίβεια της επιτέθηκε λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις, όπως «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση», «αρρώστια που έχει πλήξει ένα μέρος των εργατών», «αντικειμενικά και αυθεντικά αντεπαναστατική» για να την περιγράψει. Ο λόγος της μανιασμένης επίθεσης έχει ενδιαφέρον. Ιδού τι έλεγε ο Λένιν με ύφος ιεροεξεταστή:
«Περνώ τώρα στην “εργατική αντιπολίτευση”. Παραδεχτήκατε ότι μείνατε στην αντιπολίτευση. Ήρθατε στο συνέδριο του Κόμματος με την μπροσούρα της σ. Κολλοντάι, με την μπροσούρα που γράφει: “εργατική αντιπολίτευση”. Δίνατε τα τελευταία δοκίμια, ξέροντας για τα γεγονότα της Κρονστάνδης και για τη μικροαστική αντεπανάσταση που ξεσηκωνόταν. Και σε μια τέτοια στιγμή έρχεστε με την ονομασία: “εργατική αντιπολίτευση”! Δεν καταλαβαίνετε τι ευθύνη αναλαμβάνετε και πόσο παραβιάζετε την ενότητα! Στο όνομα τίνος ; Θα σας εξετάσουμε, θα σας υποβάλλουμε εδώ σε εξετάσεις».[cix]
Ο Λένιν ποτέ δεν απάντησε συγκεκριμένα, με λογικά επιχειρήματα, απέναντι σ’ ό,τι πρέσβευε η εργατική αντιπολίτευση. Περιορίστηκε στις ύβρεις και βασίστηκε σ’ ένα μεγάλο βαθμό στην προσωπική δύναμη που είχε στο κόμμα (ένεκα προσωπολατρίας) για να συντρίψει την τάση του επαναστατικού συνδικαλισμού που σαν τραγική ειρωνεία υπεράσπιζε αυτά που είχαν γραφτεί στο «Κράτος και Επανάσταση» το 1917.
Επιπλέον - και εδώ είναι το επίδικο - ο Λένιν, χωρίς να απαντά επί της ουσίας, προτάσσει την εξέγερση της Κρονστάνδης (ναυτική εξέγερση αναρχικής καθοδήγησης απέναντι στο κράτος των μπολσεβίκων) για να αποδομήσει ηθικά και a priori τις διεκδικήσεις της εργατικής αντιπολίτευσης. Με άλλα λόγια επικαλείται μια έκτακτη κατάσταση για να καταστήσει ανεπίκαιρα τα μέτρα που στοχεύουν στην μεταρρύθμιση του κόμματος και του κράτους στην κατεύθυνση της δημοκρατίας και εις βάρος της γραφειοκρατίας. Οι έκτακτες συνθήκες απαιτούν έκτακτα μέτρα. Αυτό είναι το επιχείρημα του Λένιν. Τι κι αν τα μέλη της εργατικής αντιπολίτευσης είχαν καταδικάσει και πολεμήσει την Κρονστάνδη, μένοντας πιστά στην μυθική αντίληψη του κόμματος ; [cx] Οι βασικές θέσεις της επαναστατικής συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης απαξιώθηκαν και αγνοήθηκαν από τους σύνεδρους του 10ου συνεδρίου.
Η ιστορία βέβαια εκδικήθηκε τον καιροσκοπισμό του Λένιν με το να τον αναγκάσει, στα τελευταία του χρόνια, όχι μόνο να καταπιαστεί σοβαρά με την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, αλλά και να υιοθετήσει τα βασικά μέτρα της εργατικής αντιπολίτευσης. Ήταν, όμως, πολύ πιο σκληρή απέναντι σε αυτούς που αιματοκύλισε ο Στάλιν αργότερα (βλ. παραπάνω), ο οποίος με τη σειρά του δικαιολόγησε τις μαζικές σφαγές με την επίκληση μιας σειράς (συναφών) έκτακτων συνθηκών. Απέναντι στο βασικό στόχο της επανάστασης, δηλαδή στην τάχιστη εκβιομηχάνιση της χώρας για να αντιμετωπίσει τα ιμπεριαλιστικά κράτη και να εγκαθιδρύσει το σοσιαλισμό (σε μία χώρα), δεν χωρούσαν αμφιβολίες και συζητήσεις. Η συγκυρία ήταν κρίσιμη καθώς ο εχθρός καπιταλισμός καραδοκούσε στη γωνία και εμφανιζόταν είτε με τη μορφή των κουλάκων, είτε με την εκ νέου ανάδυση των εμπορευματικών σχέσεων ανταλλαγής, είτε με την μορφή των «προδοτών της επανάστασης», είτε με την ιμπεριαλιστική-στρατιωτική απειλή που επικρεμόταν στη χώρα.
Συνεπώς, συνεχώς, σε καθημερινή βάση και ανά πάσα στιγμή, κρινόταν το μέλλον της επανάστασης και της «ιερής ιδέας» του σοσιαλισμού. Ήταν, με άλλα λόγια, μια διαρκής κατάσταση ανάγκης. Ως εκ τούτου όλοι όφειλαν να σεβαστούν την ιεραρχία του (στρατιωτικού, ήδη από τον Λένιν) κόμματος και να πειθαρχήσουν στις διαταγές του «αρχηγού» (στη προκειμένη του Στάλιν). Η κατάληξη όλης της προηγούμενης αφήγησης είναι η εξής: στο όνομα της ενότητας του κόμματος και κυρίως της προστασίας της επανάστασης από τα αντεπαναστατικά στοιχεία, ο Στάλιν, δολοφόνησε όλη την «παλιά φρουρά» και χιλιάδες κομματικά μέλη (την συντριπτική πλειονότητα).
Πλέον είναι κρυστάλλινα καθαρό ότι οι επίδοξοι σφετεριστές της εξουσίας θα «βαφτίζουν» συνεχώς δύσκολες καμπές του αγώνα ως έκτακτες καταστάσεις για να επιβάλλουν έκτακτα μέτρα. Τα έκτακτα μέτρα, όμως, απαιτούν, κατά κανόνα, επιπρόσθετες εξουσίες και αρμοδιότητες. Στην περίπτωση, δε, που κρίσιμες στιγμές δεν υπάρχουν, τότε πολύ απλά πρέπει να κατασκευαστούν. Και κάπως έτσι αλώνεται η δημοκρατία στο όνομα της ασφάλειας και της αντιμετώπισης του κινδύνου.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι, που υπήρξε μια από τις ηγετικές μορφές της εργατικής αντιπολίτευσης, ήδη από το 1921, πολύ πριν την επικράτηση του Στάλιν, είχε εντοπίσει αυτή την τάση των ηγετών να επικαλούνται καταστάσεις εξαίρεσης για να ασκούν μόνοι τους, ανεξέλεγκτα, την εξουσία και επισήμαινε τα εξής:
«…πρέπει να καταλάβουμε ότι οι ηγέτες μας έχουν άδικο όταν λένε: σήμερα που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος στο μέτωπο, δεχόμαστε να χαλαρώσουν τα πράγματα μέσα στο Κόμμα. Μόλις, όμως, εμφανιστεί ένας τέτοιος κίνδυνος θα ξαναεφαρμόσουμε το “στρατιωτικό σύστημα”. Έχουν άδικο γιατί αν θυμηθούν καλά θα δουν ότι ο ηρωισμός των μαζών ήταν που γλίτωσε το Πέτρογραντ, που υπερασπίστηκε αρκετές φορές το Λουγκάνσκ και άλλες πόλεις και ολόκληρες περιοχές. Ήταν μόνος ο Κόκκινος Στρατός ; Όχι… Είναι σωστό ότι τη στιγμή του κινδύνου χρειάζεται να δυναμώνει η πειθαρχία, η ταχύτητα και η ακρίβεια της εκτέλεσης των διαταγών, η αφοσίωση στο προλεταριάτο και στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Υπάρχει, όμως, άβυσσος ανάμεσα σ’ αυτές τις εκδηλώσεις ταξικής συνείδησης και την τυφλή υπακοή που τώρα τελευταία πρεσβεύει το Κόμμα μας. Η εργατική Αντιπολίτευση μαζί με μια ομάδα αγωνιστών από τη Μόσχα, ζητάει στο όνομα της εξυγίανσης του Κόμματος και της κατάργησης του βλαβερού γραφειοκρατικού πνεύματος, την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών, όχι μόνο σε περιόδους ησυχίας, αλλά και σε περίπτωση εσωτερικής ή εξωτερικής κρίσης».[cxi]
Τα λόγια αυτά της Κολλοντάι οφείλουν να είναι οδηγός στην προσπάθεια μας για την αντιμετώπιση της πολιτικής λογικής που θέλει τις συλλογικές διαδικασίες, τον ανοιχτό διάλογο, την ελευθερία κριτικής, τον έλεγχο των ηγετών και τελικά την ίδια την δημοκρατία ως πρόταγμα, να είναι «παιχνιδάκια για μικρά παιδιά», με τα οποία μπορούν να «παίζουν» σε «στιγμές χαλάρωσης» όταν δεν διακυβεύεται τίποτα το σημαντικό, ενώ σε κρίσιμες και κορυφαίες φάσεις του αγώνα μόνο οι «ενήλικοι» και οι «κηδεμόνες» έχουν λόγο. Η ελιτίστικη αυτή λογική, είτε εκφέρεται ρητά, είτε υπονοείται, ανεξάρτητα από τις όποιες (αγνές) προθέσεις, ιστορικά έχει καταδειχτεί ότι οδηγεί μόνο σε τερατογενέσεις. .
Να μην μεταθέτουμε το πρόταγμα της δημοκρατίας
Δεν μπορούμε, τρόπον τινά, να μεταθέτουμε το ζήτημα της δημοκρατίας στη «δευτέρα παρουσία», δηλαδή μετά την κατάληψη της εξουσίας ή/και μετά την ολοκλήρωση των στρατηγικών στόχων της επανάστασης. Η δημοκρατία πρέπει να διεκδικηθεί εδώ και τώρα για τον έλεγχο των ηγετών, για την εκπαίδευση των πολιτών και για την απόκτηση από τους τελευταίους (ηθικής) ευθύνης. Εκτός από την επίβλεψη των ηγετών, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, οι δημοκρατικές διαδικασίες, επιπλέον, εκπαιδεύουν τις μάζες, τις εξοικειώνουν με τις αρχές της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και μέσω της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (που καθορίζουν τη ζωή τους) τις καθιστούν υπεύθυνες.[cxii] Οι δημοκρατικές διαδικασίες καλλιεργούν το έδαφος για ακόμη πιο βαθιές δημοκρατικές τομές, ευνοοώντας ακόμη περισσότερο τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού.
Υπάρχει ελπίδα ;
Όλα τα παραπάνω μπορεί στο χαρτί να μοιάζουν απλά, αλλά σε όσους έχουν ασχοληθεί με τα κοινά θυμίζουν έντονα το βασανιστήριο του Σίσυφου. Ομολογουμένως για να υλοποιηθούν απαιτούν τιτάνιο έργο, ηρωική επιμονή και ιώβεια υπομονή. Όμως είναι εφικτά. Λάθος. Δεν είναι απλά εφικτά, είναι συνάμα και απολύτως αναγκαία. Οπότε υπάρχει ελπίδα. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Αν θέλουμε δημοκρατία οφείλουμε να παλέψουμε γι’ αυτήν. Το δίλλημα είναι ξεκάθαρο: θέλουμε να είμαστε οι πολίτες της λογικής «το αυτόν πράττειν καί μή πολυπραγμονείν» του Πλάτωνα [Δηλαδή να ασχολείται κανείς με τις δικές του υποθέσεις και να μην κάνει πολλά πράγματα για τα οποία κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη του] ή της λογικής του Περικλή
«…μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν». [Δηλαδή : «Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο (παράσιτο)]»
Σε όσους από εμάς ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, στους πολίτες, συνεπώς, που συμμετέχουμε στα κοινά, δηλαδή ασχολούμαστε με την πολιτική, ο Weber μας συμβουλεύει τα εξής:
«Και ακόμη εκείνοι, που δεν είναι, ούτε ηγέτες, ούτε ήρωες, πρέπει να οπλισθούν με τέτοια ψυχική στερεότητα, που ν’ αψηφούν ακόμη και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους. Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δε θα μπορούν να κατορθώσουν ούτε αυτό που είναι σήμερα δυνατό. Μόνο εκείνος “προορίζεται” για την πολιτική, που είναι σίγουρος ότι δεν θα απογοητευθεί… Μόνον όποιος αντιμετωπίζοντας ολ’ αυτά, μπορεί να πει: “παρ’ όλ’ αυτά”, “προορίζεται” για την πολιτική» [cxiii]
Παραπομπές και σημειώσεις
[1] Γιώργος Ρούσης. «Μετάβαση». Εκδόσεις Τόπος, 2014. Σελίδα 125. Για μια εξαιρετική ανάλυση του έργου του Bloch βλ. το κεφάλαιο 3 του παραπάνω βιβλίου.
[1] Ο όρος είναι του Umberto Cerroni. «Θεωρία του πολιτικού κόμματος». Εκδόσεις Παρατηρητής, 1986. Σελίδα 50.
[1] Moisey Ostrogorski. «Η Δημοκρατία και το κομματικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Εκδόσεις The Macmillan Company, 1910. Σελίδα 441.
[1] Max Weber. «Η Πολιτική ως επάγγελμα». Εκδόσεις Παπαζήσης, 1987. Επίσης του ιδίου «Οικονομία και Κοινωνία». Τόμος 2ος. Εκδόσεις Σαββάλας, 2007.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 61-63.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 79-83.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 85, 87-88.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 240.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 550-551.
[1] Maurice Duverger. «Political Parties. Their organization and activity in the modern state». Εκδόσεις Methuen and Co Ltd, 1978. Σελίδες 422, 423.
[1] Γράμμα του Marx στον Engels. Λονδίνο, 11 Φεβρουαρίου 1851. MECW Volume 38, p. 285
[1] Γράμμα του Engels στον Marx. Πέμπτη, Manchester, 13 Φεβρουαρίου 1851. MECW Volume 38, p. 289
[1] Γράμμα του Marx στον Engels. Λονδίνο, 29 Ιουλίου 1868. MECW, Volume 43, p. 74
[1] Μαρξ, Ένγκελς. «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Κεφάλαιο: προλετάριοι και κομμουνιστές.
[1] Επιστολή του Μαρξ στον Schweitzer. 13 Οκτωβρίου 1868. Marx and Engels Correspondence. International Publishers, 1968
[1] Friedrich Engels. «The Program of the Blanquist Fugitives from the Paris Commune». Δημοσιευμένο στο Der Volksstaat, No.73, 26 Ιουνίου 1874.
[1] Αναφέρεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 68-69.
[1] Friedrich Engels. Preface to “Manifesto of the communist party», 1890 German edition.
[1] Friedrich Engels to Karl Kaoutsky. 11 Φεβρουαρίου 1891. « Marx-Engels Collected Works». Volume 49. Σελίδες 129-130.
[1] Παρατίθεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδα 80.
[1] Όπως παραπάνω.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 311.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 30-31.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 38-41.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 141-142, 143.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 175.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 126.
[1] Για τις θέσεις που ανέπτυξε στο «Τι να κάνουμε ;» και στο «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω» δέχτηκε την επίθεση της Λούξεμπουργκ («Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικη σοσιαλδημοκρατίας») και του Τρότσκι («Τα πολιτικά μας καθήκοντα»).
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 16. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδα 114.
[1] Αναφέρεται στο έργο του Νίκου Γ. Μούσουρου με τίτλο «Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Εκδόσεις Αγώνας, 1972. Σελίδα 47 (στην υποσημείωση).
[1] Αναφέρεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδα 17.
[1] Σεργκέι Νετσάγιεφ. «Η Κατήχηση του Επαναστάτη». Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2011. Σελίδες 24-26.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 128, 135.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Κράτος και Επανάσταση». Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2007. Σελίδα 56.
[1] Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζω την μελέτη (3 άρθρα στην πραγματικότητα) του Ernest Mandel με τίτλο «Για το Επαναστατικό Κόμμα» (Εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2005) ως την πιο πειστική και διεξοδική. Χρήσιμη είναι επίσης η μελέτη του Δημήτρη Α. Κατσορίδα με τίτλο «Η άποψη του Λένιν για την οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 90 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2005).
[1] Κοστάντσο Πρέβε. «Κριτική ιστορία του Μαρξισμού». Εκδόσεις ΚΨΜ, 2010. Σελίδα 19.
[1] Κώστας Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 64-66, 68-69.
[1] J. V. Stalin. Κεφάλαιο «Τα θεμέλια του Λενινισμού» από το τόμο «Προβλήματα του Λενινισμού». Foreign Languages Press, Peking, 1976. Σελίδες 1-116.
[1] Βλ. ενδεικτικά τη μπροσούρα «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω».
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 381-382.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδα 383.
[1] Καρλ Μαρξ. «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία». Εκδόσεις Θεμέλιο, 2014. Σελίδα 94.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 336-337.
[1] Claude Pennetier και Bernard Pudal. «Σταλινισμός, λατρεία της εργατικής τάξης και λατρεία των ηγετών» στο συλλογικό έργο με τίτλο «Ο αιώνας των κομμουνισμών». Εκδόσεις Πόλις, 2001. Σελίδα 515.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 514.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 106-107.
[1] Claude Pennetier και Bernard Pudal. «Σταλινισμός, λατρεία της εργατικής τάξης και λατρεία των ηγετών» στο συλλογικό έργο με τίτλο «Ο αιώνας των κομμουνισμών». Εκδόσεις Πόλις, 2001. Σελίδες 518-519.
[1] Μιχαήλ Μπακούνιν. «Κρατισμός και Αναρχία». Δεύτερη Έκδοση. Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1979. Σελίδες 184-185.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 76-87.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Ο περίεργος μη-θάνατος του Νεοφιλελευθερισμού». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2014.
[1] Joseph A. Schumpeter. «Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία». Εκδόσεις Παπαζήση, 2006. Σελίδες 341-342, 344.
[1] John Holloway. «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Το νόημα της επανάσταση σήμερα». Εκδόσεις Σαββάλας, 2006. Σελίδες 47-49.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 49.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 43-44.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδες 7, 13, 16-17.
[1] David Graeber. «Το Δημοκρατικό Σχέδιο. Η Ιστορία, Η Κρίση, Το Κίνημα». Εκδόσεις Λιβάνη, 2014. Σελίδα 118.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδες 76, 78.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 310.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 308, 310.
[1] Ερνέστ Μαντέλ. «Για το Επαναστατικό Κόμμα». Εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2005. Σελίδα 70.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδες 76, 82.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδα 79.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 495-496.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδα 15.
[1] Αναφέρεται στο «Μαρξ-Μπακουνιν. Για το Σοσιαλιστικό Κράτος» του Γιώργου Ρούση. Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011. Σελίδα 115.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 117.
[1] Ernest Mandel. «Εξουσία και Χρήμα. Μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας». Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1994. Σελίδα 148.
[1] Ernest Mandel. «Εξουσία και Χρήμα. Μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας». Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1994. Σελίδες 148-149.
[1] Ενδεικτικά βλ. Ellen Meiksins-Wood. «Η Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου». Εκδόσεις ΚΨΜ, 2008. Σελίδες 47-55, 146-150. Γιάννης Μηλιός, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος. «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση». Εκδόσεις νήσος, 2011. Σελίδες 350-362. Atilio A. Boron. «”Empire” and Imperialism. A Critical Reading of Michael Hardt and Antonio Negri». Publisher Zed Books, 2005.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Αυτοδιαχείριση και Επανάσταση στη Λατινική Αμερική». Δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ανταίος». Τεύχος 2ο. Σελίδες 19-48.
[1] Robert Paxton. «Η Ανατομία του Φασισμού». Εκδόσεις Κέδρος, 2006. Σελίδες 83-84.
[1] Raul Zibechi. «Αυτονομίες και χειραφετήσεις. Η Λατινική Αμερική σε κίνηση». Εκδόσεις αλάνα, 2010. Σελίδα 24.
[1] Ουμπέρτο Τσερόνι. «Θεωρία του πολιτικού κόμματος». Εκδόσεις Παρατηρητής, 1986. Σελίδα 68.
[1] Αριστοτέλης. Πολιτικών Ε. Στίχοι 1308b 10-15. Μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου. Εκδόσεις Κάκτος, 1993. Σελίδα 233.
[1] Μοντεσκιέ. «Το πνεύμα των νόμων». Αναφέρεται στο τόμο με τίτλο «Μοντεσκιέ. Επιλογή από το έργο του». Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1993. Σελίδα 331.
[1] Jean-Jacques Rousseau .«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο». Εκδόσεις Πόλις, 2012. Σελίδες 159-160.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδα 132.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 546.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 104-105.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 106-107.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 118-124.
[1] Κορνήλιος Καστοριάδης. «Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Η Πόλις και οι νόμοι.» Τόμος Β’. Εκδόσεις Κριτική, 2008. Σελίδα 136.
[1] Συλλογικός τόμος με τίτλο «Κοινωνίες μοιράσματος. Οι σύγχρονοι απλοί τροφοσυλλέκτες». Πολιτειακές Εκδόσεις.
[1] Richard Borshay Lee. «Σκέψεις για τον πρωτόγονο κομμουνισμό» στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Κοινωνίες μοιράσματος. Οι σύγχρονοι απλοί τροφοσυλλέκτες». Πολιτειακές Εκδόσεις, χ.χ. Σελίδα 255.
[1] Κορνήλιος Καστοριάδης. «Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Η Πόλις και οι νόμοι.» Τόμος Β’. Εκδόσεις Κριτική, 2008. Σελίδα 134.
[1] Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010». Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2011. Σελίδες 183-185.
[1] Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Ρωσική Επανάσταση». Εκδόσεις «ύψιλον», 1980. Σελίδες70-71.
[1] Όπως παραπάνω.
[1] Καρλ Μαρξ. «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2010. Σελίδα 12.
[1] Όπως είδαμε παραπάνω ίδιος ο Λένιν αναγκάστηκε, πολλές φορές στην πολιτική του διαδρομή, να τροποποιήσει τη θέση που υπερασπίστηκε το 1902 με το «Τι να κάνουμε;» . Για μια ακόμη πιο λεπτομερή ανάλυση της πορείας της σκέψης του Λένιν βλέπε την διεισδυτική μελέτη του Κώστα Παπαϊωάννου στο «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 11 -98.
[1] Manuel Arriaga. «για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας». Εκδόσεις Αιώρα, 2015. Σελίδες 139-140.
[1] Διάκριση που κάνει η Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδες 300 - 303.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Γράμμα προς το Συνέδριο». Γραμμένο το 1922 με τη τελευταία προσθήκη να ενσωματώνεται στο κείμενο στις 04/01 του 1923.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδες 9-10.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 191, 199.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 191, 201.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου». Δημοσιευμένο στις 29/09/15.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 345.
[1] Νίκος Παλαιολόγου. «Εργασία και Συνδικάτα στον 21ο Αιώνα». Εκδόσεις Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2006. Σελίδες 368-370.
[1] Manuel Arriaga. «για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας». Εκδόσεις Αιώρα, 2015. Σελίδες 55-73.
[1] Jean-Jacques Rousseau .«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο». Εκδόσεις Πόλις, 2012. Σελίδα 51.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Η άμεση δημοκρατία ως ζητούμενο σήμερα». Δημοσιευμένο στις 12/08/13.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 395-396.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Γράμμα προς το Συνέδριο». Γραμμένο το 1922 με τη τελευταία προσθήκη να ενσωματώνεται στο κείμενο στις 04/01 του 1923.
[1] Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010». Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2011. Σελίδες 195-199.
[1] Clinton L. Rossiter. «Constitutional Dictatorship. Crisis Government in the Modern Democracies». Εκδόσεις Princeton University Press, 1948. Σελίδα 5.
[1] Giorgio Agamben. «Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η “έκτακτη ανάγκη” μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα». Εκδόσεις Πατάκη, 2013. Σελίδα 13.
[1] Αλεξάνδρα Κολλοντάι. «Εργατική Αντιπολίτευση». Εκδόσεις Βέργος, 1975. Σελίδα 75.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 43. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδα 38.
[1] Maurice Brinton. «Οι μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος. Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917-21». Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1977. Σελίδα 187.
[1] Αλεξάνδρα Κολλοντάι. «Εργατική Αντιπολίτευση». Εκδόσεις Βέργος, 1975. Σελίδα 69.
[1] Robert Dahl. «Περί Δημοκρατίας». Εκδόσεις Ψυχογιός, 2001. Σελίδες 84-86.
[1] Max Weber. «Η Πολιτική ως επάγγελμα». Εκδόσεις Παπαζήσης, 1987. Σελίδα 168.
Η πιο ολοκληρωμένη θεωρητική παρουσίαση (που εγώ τουλάχιστον έχω υπόψιν μου) σχετικά με τους λόγους που το κόμμα και κατ’ επέκταση η κατάληψη της κρατικής εξουσίας αποτελεί μια πολιτική λογική (και τελικά στρατηγική) καταδικασμένη a priori στην συντριβή, είναι αυτή του Holloway. Λέει, λοιπόν, ο John Holloway :
«Η πάλη έχει έναν στόχο: την κατάληψη της κρατικής εξουσίας… Τα στοιχεία του αγώνα που δεν συνεισφέρουν στην επίτευξη αυτού του στόχου θεωρούνται είτε δευτερεύουσας σημασίας ή και στοιχεία που πρέπει να εξαλειφθούν εντελώς. Έτσι εγκαθιδρύεται μια ιεραρχία μορφών αγώνα. Η εργαλειοποίηση/ιεράρχηση αποτελεί ταυτόχρονα αποδυνάμωση του αγώνα. Ένα πλήθος μορφών πάλης, ένα πλήθος τρόπων έκφρασης της απόρριψης του καπιταλισμού, ένα πλήθος αγώνων για το όνειρο μιας διαφορετικής κοινωνίας απλώς φιλτράρονται, παραμένουν αόρατα αν παρατηρήσει κανείς τον κόσμο υπό το πρίσμα της κατάληψης της εξουσίας… Οι επιπόλαιες προσωπικές υποθέσεις όπως οι σχέσεις στοργής, ο αισθησιασμός, το παιχνίδι, το γέλιο, ο έρωτας, τοποθετούνται στο κατώτερο επίπεδο. Η ταξική πάλη γίνεται πουριτανική: το επουσιώδες πρέπει να απαλειφθεί γιατί δεν συνεισφέρει στην επίτευξη του στόχου… Το κόμμα είναι η οργανωτική μορφή που εκφράζει καθαρά μια τέτοιου είδους ιεράρχηση. Η μορφή του κόμματος, είτε αυτό είναι πρωτοποριακό είτε κοινοβουλευτικό, προϋποθέτει έναν προσανατολισμό προς το κράτος και είναι σχεδόν ανούσια χωρίς το κράτος. Το κόμμα είναι στην πραγματικότητα ένα είδος πειθάρχησης της ταξικής πάλης, υπαγωγή των αμέτρητων μορφών ταξικής πάλης στον υπέρτατο σκοπό ανάληψης του ελέγχου του κράτους. Η εδραίωση της ιεραρχίας των μορφών πάλης εκφράζεται συνήθως με τη μορφή του προγράμματος του κόμματος… Η εργαλειακή αποδυνάμωση του αγώνα δεν χαρακτηρίζει απλώς ιδιαίτερα κόμματα ή ρεύματα (σταλινικά, τροτσκιστικά, κ.λπ.). Είναι εγγενής στην ιδέα ότι στόχος του κινήματος είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Ο αγώνας έχει χαθεί ευθύς εξαρχής, πολύ πριν το θριαμβεύον κόμμα ή ο στρατός καταλάβει την κρατική εξουσία και “προδώσει” τις υποσχέσεις του. Ο αγώνας έχει χαθεί από τη στιγμή που εμποτίζεται από την εξουσία… Από τη στιγμή που υιοθετείται η λογική της εξουσίας, ο αγώνας ενάντια στην εξουσία έχει χαθεί. Η ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από την κατάληψη της εξουσίας οδηγεί επομένως στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που αρχικά επιδιώκει». [lii]
Για τον Holloway δεν είναι μόνο η επέκταση «της λογικής, των συνηθειών και του κηρύγματος της εξουσίας στην ίδια την καρδιά της πάλης ενάντια στην εξουσία» [liii]που είναι καταστροφική. Ακόμη και η ίδια η θεωρία του κράτους είναι λανθασμένη και οδηγεί αναπόδραστα τον αγώνα στην ήττα και στην ενσωμάτωση στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Γράφει, λοιπόν, τα εξής για το κράτος :
«…οι κοινωνικές σχέσεις ποτέ δεν συνέπεσαν με τα εθνικά σύνορα… Ενώ η σχέση μεταξύ φεουδάρχη και δουλοπάροικου ήταν πάντα εδαφική, το διακριτό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι ότι αποδέσμευσε την εκμετάλλευση από τέτοιου είδους εδαφικούς περιορισμούς, καθότι η σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη μεσολαβείται πλέον από το χρήμα. Η μεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων από το χρήμα συνεπάγεται την πλήρη από-εδαφοποίησή τους: δεν υπάρχει κανένας λόγος ο εργοδότης και ο εργαζόμενος, ο παραγωγός και ο καταναλωτής ή εργάτες που συμμετέχουν στην ίδια διαδικασία παραγωγής να βρίσκονται στο ίδιο έδαφος… γι’ αυτό η θεώρηση του καπιταλιστικού κόσμου ως το άθροισμα διακριτών εθνικών κοινωνιών αποτελεί παρανόησή του. Το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων με το οποίο συμφύεται το καθένα από τα εθνικά κράτη είναι (και ήταν από την αρχή του καπιταλισμού) παγκόσμιο. Η επικέντρωση της επανάστασης στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας συνεπάγεται επομένως την απόσπαση του κράτους από τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων αποτελεί μέρος… Του αποδίδεται αυτονομία… τουλάχιστον με την έννοια ότι το κράτος θεωρείται δυνητικά αυτόνομο ως προς τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που το περιβάλλουν.» [liv]
Χωρίς να μου είναι ξεκάθαρο το αν υιοθετεί τα παραπάνω θεωρητικά συμπεράσματα ο Graeber- ο εξαίρετος αυτός αναρχικός ανθρωπολόγος- , αυτό που λέει και γράφει σαφώς είναι ότι :
«Εκτός από μια χούφτα μικρές σεχταριστικές ομάδες, είναι σχεδόν αδύνατο να βρούμε ριζοσπάστες διανοούμενους που να πιστεύουν στα σοβαρά ότι ο ρόλος τους είναι να καθορίσουν τη σωστή ιστορική ανάλυση της παγκόσμιας κατάστασης, ούτως ώστε να οδηγήσουν τις μάζες στη μοναδική και αληθινή επαναστατική κατεύθυνση. Όμως (ακριβώς όπως και η ιδέα της προόδου καθαυτή, με την οποία είναι συνδεδεμένη), φαίνεται πολύ ευκολότερο ν’ απαρνηθούμε τον κανόνα παρά να κλονίσουμε τις συνήθειες που συνοδεύουν τη σκέψη… Οι ιδέες του Φουκώ, όπως και του Τρότσκυ, δεν αντιμετωπίζονται ποτέ καταρχήν ως προϊόντα ενός συγκεκριμένου διανοητικού περιβάλλοντος, ως κάτι που έχει αναδυθεί από ατελείωτες συζητήσεις και επιχειρήματα σε καφέ, αίθουσες διδασκαλίας, κρεβατοκάμαρες, κουρεία, με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων εντός και εκτός πανεπιστημίου (ή κόμματος), αλλά πάντοτε σαν να ξεπήδησαν από την ιδιοφυΐα ενός μόνο ανδρός… αν ο ρόλος των επαναστατών διανοούμενων δεν είναι να σχηματίσουν μια ελίτ που θα φθάσει σε μια σωστή στρατηγική ανάλυση και μετά να καθοδηγεί τις μάζες, τότε ποια ακριβώς είναι ;... η πρακτική της εθνογραφίας παρέχει κάποιου είδους μοντέλο, ένα αρχικό μοντέλο για το πώς θα μπορεί να λειτουργήσει μια μη πρωτοποριστική επαναστατική διανοητική πρακτική… ο ρόλος ενός ριζοσπάστη διανοούμενου [είναι] να παρατηρεί πρώτα αυτούς που δημιουργούν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, και στη συνέχεια να προσπαθεί να βρει ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ευρύτερες συνέπειες αυτού που (ήδη) κάνουν.»[lv]
Σε άλλο βιβλίο του επιχειρηματολογεί υπέρ της οριζόντιας οργάνωσης και μάλιστα εκφράζει την άποψη ότι η επιτυχία του Occupy Wall Street στις Η.Π.Α. οφείλεται ακριβώς στην «αναρχική διάστασή του». [lvi]
Αφού παρουσιάστηκε (αναγκαστικά εν συντομία) η αντιεξουσιαστική κριτική του κόμματος και της πρωτοπορίας, παρακάτω (στο υποκεφάλαιο για την θεοποίηση του αυθόρμητου) θα επιχειρήσω να απαντήσω εν συντομία, αλλά με σαφήνεια, στις απόψεις των Holloway και Graeber και τελικά θα ανακεφαλαιώσω προσθέτοντας τη δική μου προβληματική για το κόμμα.
Η θεοποίηση του αυθόρμητου
Επομένως άμεσα τίθενται επί τάπητος δύο ζητήματα: ο ρόλος των διανοούμενων και η χρησιμότητα του κόμματος. Εκκρεμεί επίσης η κριτική της άποψης του Holloway για το κράτος. Κατά συνέπεια αυτό που επιθυμώ, στο σημείο αυτό, είναι να απαντήσω στα παραπάνω επιχειρήματα τονίζοντας σε πρώτη φάση ότι η οργάνωση και η διανόηση είναι, αν θέλετε, αναγκαία κακά, προκειμένου η επιθυμία του κόσμου για ένα καλύτερο αύριο να γίνει υλική δύναμη. Έπειτα οφείλω να τοποθετηθώ και σ’ ότι αφορά στην κρατική εξουσία. Πριν προχωρήσω, όμως, ας διαυγάσω την ορολογία, ξεκινώντας από το αυθόρμητο ή την αυτοδραστηριότητα (selbsttätigkeit), σύμφωνα με την ορολογία των Μαρξ και Ένγκελς.
Το αυθόρμητο, κατά τον Γκράμσι, έχει πολλούς ορισμούς και ως «καθαρό» φαινόμενο, ο αυθορμητισμός, δεν υπάρχει στη ιστορία. «Στο πιο αυθόρμητο κίνημα τα στοιχεία της “συνειδητής διεύθυνσης” είναι απλώς έξω από τον έλεγχο, δεν έχουν αφήσει επιβεβαιώσιμα ντοκουμέντα… Το ότι σε κάθε “αυθόρμητο” κίνημα υπάρχει ένα πρωτογενές στοιχείο συνειδητής διεύθυνσης, πειθαρχίας, αποδεικνύεται έμμεσα από το γεγονός ότι υπάρχουν ρεύματα και ομάδες που υποστηρίζουν το αυθόρμητο σαν μέθοδο».[lvii]
Η θεοποίηση του αυθόρμητου ως «πολιτική μέθοδο», δηλαδή «βασισμός», περιγράφεται περιληπτικά από την Harnecker ως εξής:
«Η αντίθετη θέση είναι ο βασισμός. Αυτή υπερεκτιμά τις δυνατότητες των κοινωνικών κινημάτων. Πρεσβεύει ότι αυτά τα κινήματα είναι αυτάρκη. Απορρίπτει αδιάκριτα την παρέμβαση οποιουδήποτε πολιτικού φορέα και έτσι συμβάλλει πολλές φορές στη διάσπαση του λαϊκού κινήματος».[lviii]
Για να μην πλατιάσω, χωρίς λόγο, και προκειμένου να μην μιλάω αφηρημένα, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στην εμπειρία που αποκομίσαμε από το λεγόμενο κίνημα των αγανακτισμένων στη πλατεία συντάγματος. Εκεί είδαμε την τεράστια συρροή πλήθους κόσμου που αγανακτούσε απέναντι στην επικείμενη υπαγωγή μας στον μηχανισμό επιτήρησης και απέναντι στη λιτότητα του μνημονίου. Τα όρια αυτής της αυθόρμητης διαδικασίας (αν όχι στην έναρξη της, τουλάχιστον κατά την εξέλιξη της) φάνηκαν καθαρά, όταν οι λαϊκές μάζες, που αρχικά συνέρρεαν μαζικά, σταδιακά, βλέποντας ότι ο εχθρός (το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, δηλαδή το πολιτικό προσωπικό, τα κανάλια, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός κ.ο.κ) δεν θα ηττηθεί με μούτζες, με συνθήματα και με καταλήψεις πλατειών από άοπλους πολίτες, άρχισαν να αλλάζουν τακτική και ανέδειξαν σε πρώτη φάση διανοούμενους για να ενημερωθούν. Έπειτα οδηγήθηκαν στην δημιουργία οργανώσεων και τελικά κομμάτων, ώστε να δώσουν στην οργή τους συγκεκριμένη πολιτική μορφή, αποχωρώντας παράλληλα από τις πλατείες (κάτι που εμηνεύτηκε από τα ΜΜΕ, όχι τελείως άδικα, και ως φυσική κόπωση).
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά η καπέλωση του κινήματος από τα κόμματα, αλλά αντιθέτως η μετουσίωση της αυθόρμητης αντίδρασης σε συνειδητή δράση. Γιατί τι άλλο μπορούσε να γίνει ; Ήταν αναμενόμενο ότι για να αντιληφθεί ο λαός μας τι και ποιον έχει να αντιμετωπίσει, ποιος είναι ο εχθρός με άλλα λόγια, απαιτείτο μια θεωρητική και επιστημονική παρουσίαση της κατάστασης και έπειτα η πρώτη απόπειρα να παρουσιαστεί μια λύση. Πιο συγκεκριμένα: ένα τμήμα του λαού που μαζεύτηκε στις πλατείες ήθελε να βγει από το σκοτάδι της αμάθειας και της παραπλήροφόρησης μαθαίνοντας τι σημαίνουν οι δυσνόητοι και οι πρωτόγνοροι γι’ αυτούς όροι, όπως τα CDS, τα CDO, τα spreads, τα πρωτογενή πλεονάσματα, κ.ο.κ. και πολύ περισσότερο τι θα σημάνει για τους Έλληνες η υπαγωγή μας στο ΔΝΤ. Επίσης διψούσε για μια λύση απέναντι στο φαινομενικό αδιέξοδο. Εκεί προδιατυπώθηκαν συγκεκριμένα τα περί ανάγκης εξόδου από την ΟΝΕ, για την μη- αναγνώριση του δημοσίου χρέους, για την συντακτική εθνοσυνέλευση κ.ο.κ. Τέλος όλα αυτά απαιτούσαν πολιτικά υποκείμενα (κόμματα και οργανώσεις) για να διεκδικηθούν.
Η εμπειρία του κινήματος των αγανακτισμένων επανέφερε εμφατικά τη «διαφοροποίηση μεταξύ της άμεσης γνώσης και της έμμεσης γνώσης που μπορεί να έχει κάποιος που δρα κοινωνικά». Οι λαϊκές μάζες των αγανακτισμένων ενστικτωδώς επιζητούσαν την αξιοπρέπεια, τη χειραφέτηση, τη δημοκρατία, τη κάθαρση, τη δικαιοσύνη και ένα ευοίωνο μέλλον. Ήξεραν επίσης σε γενικές γραμμές ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος της δουλειάς τους, το πανεπιστήμιο ή το σχολείο τους, το σύστημα εκπαίδευσης, το μοντέλο πολιτικής εκπροσώπησης, ο (γραφειο)κρατικός-πελατειακός μηχανισμός κ.ο.κ. Όλα τα προαναφερθέντα είναι άμεση γνώση.
Για να μπορέσουν, όμως, να κατακτηθούν οι παραπάνω απαιτήσεις και να διορθωθούν τα συγκεκριμένα επιμέρους (και πολύ σημαντικά) προβλήματα χρειάζονταν μια ενοποιητική δύναμη που θα συγκέντρωνε όλη αυτή την οργή-θέληση σε ένα ενιαίο πρόγραμμα αιτημάτων (έξοδος από το ευρώ, συντακτική εθνοσυνέλευση, μη-αναγνώριση του δημοσίου χρέους, μετωπική συμπόρευση). Αυτή η πολιτική πλατφόρμα αιτημάτων και προσταγμάτων όφειλε να ταυτίζει στη δεδομένη ιστορική συγκυρία το ατομικό με το συλλογικό, τα συμφέροντα μιας πληττόμενης κοινωνικής ομάδας, ενός πληττόμενου κλάδου, κ.ο.κ, με τα συμφέροντα του έθνους. Έπρεπε να έχει ως στόχο να καταστήσει σαφές σε όλο το λαό ότι προϋπόθεση για την ευημερία, την προκοπή και την έξοδο από το αδιέξοδο του καθενός, αποτελεί η απελευθέρωση όλων, όλου του έθνους. Αυτό το πολιτικό σχέδιο αποτελεί έμμεση γνώση στην οποία δεν έχουν άμεση πρόσβαση οι μάζες, λόγω του καταμερισμού της εργασίας (εξειδίκευση σ’ έναν κλάδο), της έλλειψης ελεύθερου χρόνου κ.ο.κ. Στην έμμεση, ολιστική και εποπτική γνώση έχουν πρόσβαση, δυστυχώς ή ευτυχώς, μόνο οι θεωρητικοί και οι διανοούμενοι.
Την ίδια εικόνα μας μεταφέρει και η Marta Harnecker από τη Λατινική Αμερική:
«…πρέπει να θυμίσουμε ότι η “η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τον κόσμο οικοδομείται ιστορικά”, και ότι σε αυτή την αντίληψη για τον κόσμο, ή στην κοινή λογική, βαραίνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη η ιδεολογική επιρροή των κυρίαρχων τάξεων – η αστική ιδεολογία στην περίπτωση του καπιταλισμού. Αυτό συμβαίνει σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό στους τομείς που είναι λιγότερο εφοδιασμένοι με θεωρητικά όπλα κριτικής αποστασιοποίησης. Τι καλύτερο παράδειγμα αυτής της επιρροής από το γεγονός ότι οι πιο φτωχοί και περιθωριοποιημένοι τομείς της Λατινικής Αμερικής ψηφίζουν τους υποψηφίους της πιο εξτρεμιστικής Δεξιάς ; Για τον λόγο αυτόν, σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να παρέχονται άλλες εμπειρίες και γνώσεις που θα τους οδηγήσουν να μεταβάλλουν την αντίληψή τους για τον κόσμο να ανακαλύψουν τις βαθύτερες αιτίες της εκμετάλλευσής τους και συνεπώς τον δρόμο για την απελευθέρωσή τους…Η ιστορία των πολυάριθμων λαϊκών εκρήξεων του 20ου αιώνα έχει δείξει αξιόπιστα ότι δεν αρκεί η δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών για τη νίκη πάνω στο κυρίαρχο καθεστώς. Αυτά που συνέβηκαν τον Μάη του’ 68 στη Γαλλία είναι ένα από τα τόσα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Άλλα παραδείγματα, πιο κοντινά στον χρόνο και στο χώρο [της Λατινικής Αμερικής], είναι οι διάφοροι λαϊκοί ξεσηκωμοί που έλαβαν χώρα στην Αϊτή το 1987 και 1988 ή οι κοινωνικές εκρήξεις που συντάραξαν τη Βενεζουέλα και την Αργεντινή τη δεκαετία του 1990, όπου οι φτωχοποιημένες αστικές μάζες εξεγέρθηκαν και χωρίς συγκεκριμένη καθοδήγηση κατέλαβαν δρόμους, χωριά, συνοικίες και έκαναν επιθέσεις σε κέντρα ανεφοδιασμού. Παρά τη μαζικότητα και τη μαχητικότητα τους, αυτές οι κινητοποιήσεις δεν κατέστρεψαν το σύστημα της υπάρχουσας κυριαρχίας. Η ιστορία των νικηφόρων επαναστάσεων, αντιθέτως, επιβεβαιώνει με επίμονο τρόπο αυτό που μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας που να μπορεί, κατά πρώτο λόγο, να προβάλλει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα εθνικού χαρακτήρα που να λειτουργεί ενοποιητικά για τα πιο διαφορετικά λαϊκά τμήματα και, κατά δεύτερο λόγο, να συνενώνει τη δράση συγκεντρώνοντας δυνάμεις στο πιο αποφασιστικό σημείο, δηλαδή στον πιο αδύνατο κρίκο της αντίπαλης αλυσίδας».[lix]
Ο Μαντέλ, κινούμενος στην παραπάνω γραμμή σκέψης, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα (και συγκεκριμένη) παρέμβαση σχετικά με την αξία των διανοούμεων στο επαναστατικό κίνημα:
« Οι ομάδες 2 [δηλαδή οι ενδιάμεσοι μεταξύ επιστήμης και τεχνικής, ή μεταξύ τεχνικής και παραγωγής] και 6 [δηλαδή οι ενδιάμεσοι μεταξύ επιστήμης και εργατικής τάξης που δεν ενσωματώθηκαν επαγγελματικά στην ιδεολογική παραγωγή της διευθύνουσας τάξης και δεν εξαρτώνται υλικά από την παραγωγή, κι έτσι μπορούν να κριτικάρουν τις αστικές σχέσεις], από την άλλη μεριά, μπορούν μόνο να αυξήσουν το βάρος της εργατικής τάξης και των επαναστατικών οργανώσεων, γιατί τις εφοδιάζουν με τη γνώση που είναι απαραίτητη για μια αδυσώπητη κριτική της αστικής κοινωνίας και για την πετυχημένη ανατροπή αυτής της κοινωνίας, και ακόμα περισσότερο για την πετυχημένη ανάληψη της διαχείρισης των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς».[lx]
Τελικά, όπως επισημαίνει ο Γκράμσι, δεν υπάρχει ούτε «καθαρός αυθορμητισμός», ούτε «100 % συνειδητή κίνηση»[lxi]. Όπως λεέι χαρακτηριστικά «…η πραγματικότητα είναι πλούσια από πιο παράδοξους συνδυασμούς». Οι πραγματικοί αγώνες είναι ένα αμάλγαμα αυθόρμητων και συνειδητών στοιχείων. Ο Γκράμσι φέρνει το παράδειγμα του κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων στο Τουρίνο. Στο εργατικό αυτό κίνημα «η συνειδητή διεύθυνση» ήταν η επιθεώρηση «Ordine Nuovo» (με πρωτεργάτη της τον Γκράμσι). Οι αρθρογράφοι, όμως, της «Ordine Nuovo» απευθύνονταν, όπως λέει ο Γκράμσι, «σε πραγματικούς ανθρώπους διαμορφωμένους σε καθορισμένες ιστορικές σχέσεις, με καθορισμένα αισθήματα, τρόπους θεώρησης, με αποσπασματικής κοσμοαντίληψη κ.λπ., που προέρχονταν από “αυθόρμητους” συνδυασμούς ενός δοσμένου περιβάλλοντος υλικής παραγωγής, με την “τυχαία” συσσώρευση σ’ αυτό των σκόρπιων κοινωνικών στοιχείων».[lxii] Η Ordine Nuovo αυτό το στοιχείο του «αυθορμητισμού» δεν το παρέλειψε και ακόμα λιγότερο δεν το υποτίμησε.
Η εγκατάλειψη του κόμματος
Σε τελική ανάλυση, όπως έδειξε ο Μίχελς, κάθε οργάνωση, είτε είναι κόμμα, είτε είναι αναρχοσυνδικαλιστική, είτε είναι αναρχική, πάσχει από αυτή την εγγενή ροπή προς την ολιγαρχία, δηλαδή προς την ανάδειξη ηγετών που, κάποιοι εξ αυτών, θα επιχειρήσουν να ελέγξουν αυταρχικά τις μάζες. Ενδεικτικά για τον αναρχισμό, ως προφυλακτικό μέτρο απέναντι στην αυθαιρεσία των ηγετών, ο Μίχελς γράφει τα εξής:
«Ο αναρχισμός, το απελευθερωτικό κίνημα που εδράζεται στο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου για αυτοδιάθεση, υπόκειται λοιπόν εξίσου όσο και η σοσιαλδημοκρατία στον νόμο του αυταρχισμού, από τη στιγμή όπου εγκαταλείπουν οι θιασώτες του τη σφαίρα του ελεύθερου στοχασμού και συνασπίζονται σε ενώσεις με σκοπό την πολιτική δράση. Ο παλαίμαχος του κοινωνικού αναρχισμού F. Domela Nieuwenhuis, ο οποίος κλίνει έντονα προς τον ατομικισμό, επισήμανε με μεγάλη οξυδέρκεια τους κινδύνους που συνεπάγεται για τον αναρχισμό κάθε επαφή με την πράξη, προειδοποιώντας τους ομοϊδεάτες του όταν ήταν να ιδρυθεί η νέα αναρχική Διεθνής στο συνέδριο του Άμστερνταμ το 1907. Ο προερχόμενος από τη σχολή του Μπακούνιν Ιταλός Enrico Malatesta, επισημαίνοντας την ισχύ της αστικής κοινωνίας, είχε παρατηρήσει τότε ότι τίποτε δεν θα της έδινε εξάπαντος μεγαλύτερη χαρά από το να έχει απέναντί της ανοργάνωτες εργατικές μάζες και ότι, ως εκ τούτου, προέβαλε η ανάγκη να αντιπαραταχθεί στην ισχυρή οργάνωση των πλουσίων μια κατά το δυνατόν ισχυρότερη των φτωχών. Στο επιχείρημα τούτο αντέτεινε ο Nieuwenhuis χολωμένος: ”Αν σκέφτεσαι έτσι καλέ μου φίλε, μπορείς κάλλιστα να προσχωρήσεις στη Σοσιαλδημοκρατία! Κι εκεί λένε ακριβώς το ίδιο.” Στο πρώτο εκείνο συνέδριο της αναρχικής Διεθνούς, σύμφωνα με τον Nieuwenhuis, δεν άργησαν να εκδηλωθούν τα συμπτώματα της συμφυούς με κάθε ηγεσία τακτικής διπλωματικών ελιγμών, όπως απαντούν και στα αυταρχικά πολιτικά κόμματα.»[lxiii]
Ο δε Μπακούνιν που επικαλέστηκα παραπάνω, παρότι ήταν φοβερός επαναστάτης, ακατάβλητος, φλογερός και διορατικός (βλ. για παράδειγμα την πρόβλεψη που έκανε ότι η επανάσταση θα γίνει στη Ρωσία), «σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε μοντέλο δημοκρατικότητας»[lxiv], όπως αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, ο αναρχικός ανθρωπολόγος David Graeber. Και αυτό γιατί υπήρξε εντελώς ασυνεπής μεταξύ των όσων διακήρυττε από τη μία και των πράξεων του από την άλλη.
Στο πρόγραμμα της Διεθνούς Συμμαχίας, το οποίο έγραψε ο ίδιος ο Μπακούνιν, αναφέρονται τα εξής:
«Είναι αναγκαίο πέρα από τον ίδιο το λαό να υπάρχει ένα επαναστατικό γενικό Επιτελείο που να αποτελείται από άτομα αφοσιωμένα ενεργητικά, έξυπνα και ιδίως ειλικρινείς φίλους του λαού και όχι φιλόδοξα ούτε ματαιόδοξα, ικανά να υπηρετήσουν ως ενδιάμεσα ανάμεσα στην επαναστατική ιδέα (της οποίας έχουν το μονοπώλιο) “και τα λαϊκά ένστικτα”… Για την πραγματική επανάσταση δεν χρειάζονται άνθρωποι επικεφαλής των μαζών, αλλά άνθρωποι αόρατοι κρυμμένοι μέσα στις μάζες…»[lxv]
Το 1865, δε, ο Μπακούνιν ίδρυσε «την «Διεθνή Αδελφότητα», η οποία ήταν οργανωμένη σε αυστηρά ιεραρχική βάση και διεπόταν από μια αυστηρή πειθαρχία». [lxvi]
Συνεπώς, όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Μαντέλ, «το να εστιάζεται κανείς στην ιδιαιτερότητα των “κομμάτων”, όπως κάνουν οι αναρχικοί και οι κομμουνιστές των συμβουλίων, είναι σαν να υπεκφεύγει από το θέμα».[lxvii] «Σε τελική ανάλυση», όπως γράφει ο ίδιος «το πρόβλημα μπορεί να τεθεί σωστά και να επιλυθεί, αν αντικατασταθεί η απλουστευτική αντιπαράθεση “μαύρου” (γραφειοκρατικοποίηση) και “άσπρου” (αυτοκυβέρνηση των εργατών) από μια διαλεκτική κατανόηση των αντιφατικών και συνδυασμένων διαδικασιών…Όσο εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία [ανάκαμψης της μαζικής δραστηριότητας ως αναπόφευκτο προϊόν των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού], τόσο περισσότερο μπορεί να ελεγχθεί η τάση προς γραφειοκρατικοποίηση και να αντιστραφούν τα προηγούμενά της αποτελέσματα.Περίφημα παραδείγματα στην πορεία του εικοστού αιώνα είναι: η Ρωσία το 1917-19 ̇ η Γερμανία το 1917-20̇ ̇ η Ιταλία το 1917-21 ͘η Ισπανία το 1934 – Μάη 1937 ͘ το Βέλγιο το 1956-62 ͘ η Ιταλία το 1969-73 ͘η Τσεχοσλοβακία το 1968-69 ͘ η Χιλή το 1970-73 ͘ η Πορτογαλία το 1974-75 ͘ η Πολωνία το 1980-81 ͘ η Βραζιλία το 1985-90 ͘ και, με κάπως πιο περιορισμένο τρόπο, η Γαλλία το 1934-37, οι ΗΠΑ το 1934-39 και η Αργεντινή το 1973.» [lxviii]
Η τραγική παρανόηση του κράτους
Αν ερμηνεύσουμε αυστηρά τον Holloway σε ότι αφορά στη θέση του για το ρόλο του κράτους στον καπιταλισμό, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατανόηση του είναι περιορισμένη, αν όχι πέρα για πέρα λανθασμένη. Αυτό πιστοποιούν διάφορες μελέτες που καταπιάνονται με το εν λόγω θέμα.[lxix] Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως αυτό που εννοεί ο Holloway είναι ότι η κατάληψη του κράτους δεν ολοκληρώνει την επανάσταση. Επιχειρηματολογεί, συνεπώς, υπέρ μιας «διαρκούς επανάστασης» με όλη τη σημασία της λέξης (από το καθημερινό στοιχειακό επίπεδο μέχρι τα κομβικά γεγονότα των μεγάλων επαναστατικών ανατροπών και των λαϊκών εκρήξεων). Στο τελευταίο δεν μπορώ να διαφωνήσω. Αυτό όμως απέχει πολύ από την θέση στην οποία καταλήγει ο Holloway και η οποία προβλέπει ότι κάθε επανάσταση που θα στοχεύει στην κρατική εξουσία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη.
Η θέση αυτή, παρότι δεν αποσαφηνίζεται επαρκώς, αποτελεί αντίφαση στη σκέψη του Holloway. Και αυτό γιατί ο συγκεκριμένος συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα ότι οι αυτοδιαχειριζόμενες και ανακτημένες από τους εργαζομένους επιχειρήσεις αποτελούν, αυτό που ο ίδιος αποκαλεί, «ρωγμές στον καπιταλισμό». Αν, λοιπόν, μας έχει διδάξει κάτι το κίνημα της εργατικής αυτοδιαχείρισης είναι η διαλεκτική σχέση που υπάρχει μεταξύ κράτους και δημοκρατικών εργατικών κινημάτων. Συγκεκριμένα σε σχετικό άρθρο μου μετά από μια ιστορική περιοδολόγηση στα κινήματα της αυτοδιαχείρισης, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα:
«Τα κινήματα αυτοδιαχείρισης ουσιαστικά δημιουργούν ρωγμές στον καπιταλισμό, τις οποίες η πολιτική τους έκφραση, το κόμμα, πρέπει μέσω της συντριπτικής δύναμης του κράτους να τις ανοίξει διάπλατα μέχρι να θρυμματιστεί το ίδιο το σύστημα. Χωρίς το κράτος τα κινήματα αυτοδιαχείρισης, όπως είδαμε και από τα εμπειρικά δεδομένα, είναι καταδικασμένα. Αλλά και χωρίς τα δημοκρατικά κινήματα αυτοδιαχείρισης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η γραφειοκρατία και η διαφθορά, όπως επέμενε πεισματικά και δικαίως, ο Τσάβεζ. Τέλος τόσο το κράτος, όσο και τα κινήματα πρέπει να ενταχθούν σε ένα διεθνές πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα για την εξεύρεση μιας εναλλακτικής στη λειτουργία του καπιταλιστικού νόμου της αξίας σε ολόκληρη την παγκόσμια αγορά».[lxx]
Σφάλλουν σοβαρά, κατά συνέπεια, όσοι προσπαθούν να διαχωρίσουν αντι-διαλεκτικά το κράτος από τους δημοκρατικούς επαναστατικούς αγώνες, υποτιμώντας το πρώτο σε δευτερεύοντα στόχο για την επανάσταση.
Μετά τα παραπάνω νομίζω έγινα κατανοητός. Δεν χρειάζεται να ξιφουλκούμε άλλο με τον αναρχικό αντίλογο. Η διανόηση και το κόμμα είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα για κάθε κίνημα που είναι γειωμένο στη πραγματική ζωή. Επιπλέον, χωρίς να έχουμε ψευδαισθήσεις ότι ακόμη και η κατάληψη της κρατικής εξουσίας (και όχι μόνο της κυβερνητικής) θα σημάνει το τέλος της επανάστασης, επιβάλλεται να στοχεύουμε στην κατάληψη του κράτους ως το πιο αποφασιστικό βήμα στην πορεία για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας και την οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου.
Ο προσεκτικός αναγνώστης πιθανόν να παρατήρησε ότι παραπάνω μιλήσαμε για την αξία ύπαρξης των διανοούμενων και όχι των ηγετών. Ποια είναι η διαφορά ; Μήπως η ηγεσία και όχι η διανόηση ή/και το κόμμα είναι το πρόβλημα που εντοπίζει ο Μίχελς ; Ή για να το διατυπώσω με άλλα λόγια ποια είναι η σχέση μεταξύ ηγεσίας και δημοκρατίας ; Με το ζήτημα αυτό θα ασχοληθώ τώρα.
Ηγεσία και δημοκρατία
Σ’ όλο το κείμενο αναφέρω τη λέξη δημοκρατία και τονίζω άμεσα ή εμμέσως την ανάγκη εφαρμογής της (τόσο στο κόμμα, όσο και στη κοινότητα). Είναι γνωστό ότι η Γαλλική Επανάσταση του 1789 επέβαλλε στο πολιτικό διάλογο κάποιες αρχές, κορυφαία εκ των οποίων είναι η δημοκρατία. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, αν έχουν στα σοβαρά σκοπό να εκλεγούν, οφείλουν να ομνύουν στο όνομα της δημοκρατίας, ακόμα και αν την σιχαίνονται, ακόμα και αν αυτή είναι ασύμβατη με το πρόγραμμά τους.
Μέχρι και τα ανοιχτά φασιστικά κόμματα, περνούν από το στάδιο της «εδραίωσης» (σύμφωνα με την τυπολογία που εισήγαγε ο Paxton) στο οποίο, προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία, υποτάσσονται και συμμετέχουν στις «μικροαστικές» (κατ’ αυτά) κοινοβουλευτικές εκλογές, [lxxi] τις οποίες η «κοινή γνώμη» (στη πραγματικότητα η κυρίαρχη ιδεολογία) αναγνωρίζει, μέχρι σήμερα, ως το επίκεντρο των δημοκρατικών διαδικασιών. Ένα κοντινό σε μας στην Ελλάδα παράδειγμα αυτού του σταδίου της εδραίωσης ενός φασιστικού κόμματος, βρίσκεται εντός του κεντρικού κειμένου που προσδιορίζει τη ταυτότητα της Χρυσής Αυγής όπου αναφέρεται ρητά ότι «…το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία» (βλ. το Κεντρικό site Χρυσής Αυγής, στην ενότητα «Ταυτότητα», και συγκεκριμένα στο σημείο 6).
Έχουμε, λοιπόν, το τραγελαφικό παράδοξο η λέξη δημοκρατία να είναι το ιερό τοτέμ ενός συστήματος (του αστικοκοινοβουλευτικού) που βασίζεται στις αρχές της ολιγαρχίας. Πολλές φορές, δε, η δημοκρατία ως έννοια υποβιβάζεται σ’ ένα επιθετικό προσδιορισμό που χρησιμοποιείται για να αποδείξει ότι η μία ή η άλλη άποψη είναι σωστή έναντι των υπολοίπων. Όλοι, λοιπόν, την υμνούν, ωστόσο ελάχιστοι την υπηρετούν.
Οπότε οι όρκοι πίστης και προσήλωσης στη δημοκρατία, γενικά και αφηρημένα, δεν αρκούν. Πρέπει να γίνω πιο συγκεκριμένος, απαντώντας στο ερώτημα του γιατί επιμένω εμμονικά στη δημοκρατία.
Το κόμμα ως προαπεικόνιση του μέλλοντος
Έχει ειπωθεί από τον Raul Zibechi (και άλλους) ότι τα κοινωνικά κινήματα λειτουργούν ως φορείς και ταυτόχρονα ως δημιουργοί του «άλλου κόσμου» πέρα από τον καπιταλισμό. Συγκεκριμένα τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, διεκδικώντας την αυτονομία τους «τόσο από το κράτος, όσο και από τα πολιτικά κόμματα, με βάση την αυξανόμενη ικανότητά τους να εγγυώνται την επιβίωση και την αυτάρκεια των μελών τους», de facto προεικονίζουν στο εσωτερικό τους την μελλοντική κοινωνία που επιδιώκουν να δημιουργήσουν.[lxxii] Τα κοινωνικά κινήματα, μην προκαλώντας απλώς, αλλά όντας τα ίδια οι ρωγμές του καπιταλισμού, ουσιαστικά αποτελούν νέους κόσμους σε κίνηση.
Αδιαμφισβήτητα ο συλλογισμός αυτός έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αναμφίβολα επιδέχεται πρακτικών προεκτάσεων στο κομματικό επίπεδο.
Όμως, παρά τη σημαντικότητά του, δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που με οδηγεί στο να επιζητώ τη δημοκρατία στο εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων. Πρώτα και κύρια γιατί όπως είπε ο Cerroni:
«Ένα κόμμα, κοντολογίς, δεν αναπτύσσεται στην ουσία για να “προαπεικονίσει”, το μέλλον, επειδή το πολιτικό κόμμα είναι ουσιαστικά ένα εγχείρημα στο παρόν που, όσο και αν οφείλει να έχει σχέδιο για το μέλλον, εργάζεται κυρίως για να απομακρύνει το παρελθόν και να αλλάξει το παρόν».[lxxiii]
Η φύση της εξουσίας
Σε κάθε περίπτωση ο κυρίαρχος λόγος που επιβάλλει στα κόμματα να τηρούν βασικές δημοκρατικές αρχές στο εσωτερικό τους είναι, στη πραγματικότητα, καθαρά πρακτικός και στοχεύει στην διευκόλυνση της υλοποίησης των στόχων τους. Απορρέει για την ακρίβεια από την κατανόηση της φύσης της εξουσίας.
Ας δούμε τι λένε για την επίδραση που έχει η εξουσία στον άνθρωπο διανοητές, όπως ο Αριστοτέλης, ο Montesquieu και ο Rousseau.
Ο γίγαντας της αρχαίας σκέψης, Αριστοτέλης, θεωρώντας ως δεδομένο ότι: «εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καὶ κέρδει καὶ χάρισιν» (Αθηναίων Πολιτεία) [Δηλαδή ότι οι λίγοι διαφθείρονται πιο εύκολα από τους πολλούς.] και λαμβάνοντας ως δεδομένα αφενός ότι οι κατέχοντες υψηλά αξιώματα είναι εκ των πραγμάτων ολίγοι και αφετέρου ότι η εξουσία ιστορικά έχει φανεί ότι ασκεί αρνητική επίδραση στον άνθρωπο, διατυπώνει την παρακάτω πρόταση:
«Εξίσου σημαντικό μέλημα … όλων εν γένει των πολιτευμάτων πρέπει να είναι η επαγρύπνηση, ώστε κανενός η δύναμη να μην αυξηθεί δυσανάλογα ̇ όλοι να προσπαθούν ταυτόχρονα ώστε τα αξιώματα να έχουν περιορισμένη δικαιοδοσία και μεγάλη διάρκεια ή μεγάλη δικαιοδοσία και μικρή διάρκεια (γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να αντέξουν την ευτυχία χωρίς να διαφθαρούν)». [lxxiv]
Ο Montesquieu, με τη σειρά του, υποστηρίζει ότι :
«αποτελεί αιώνια εμπειρία ότι ο κάθε άνθρωπος που κατέχει κάποια εξουσία έχει την τάση να την καταχραστεί»[lxxv]
Ο Rousseau ταυτίζεται με τα παραπάνω και προειδοποιεί ότι :
«Μόλις οι πολίτες σταματήσουν να θέτουν σε προτεραιότητα το ενδιαφέρον να μετέχουν στα κοινά και προτιμήσουν να συνεισφέρουν με το πορτοφόλι τους παρά με την προσωπική παρουσία τους, το κράτος πλησιάζει ήδη στην καταστροφή του. Πρέπει να εκστρατεύσουν ; Πληρώνουν στρατεύματα και κάθονται σπίτι τους. Πρέπει να πάνε στη συνέλευση ; Διορίζουν βουλευτές και μένουν στο σπίτι τους. Λόγω οκνηρίας και οικονομικής ευχέρειας αποκτούν εντέλει στρατιώτες για να υποδουλώνουν την πατρίδα τους και βουλευτές για να την ξεπουλούν» [lxxvi]
Αν λοιπόν υπάρχει ένας συμπεριφορικός ντετερμινισμός του ανθρώπου απέναντι στην εξουσία, που εκφράζεται με την ισχυρή του τάση να διαφθείρεται από αυτή, μήπως θα ήταν καλύτερα να αποκηρύξουμε και να εκδιώξουμε του ηγέτες. Μήπως είναι προτιμότερο τα κόμματα να είναι ακέφαλα, ώστε να κόψουμε τον κίνδυνο της ολιγαρχικοποίησης από τη ρίζα ;
Τα γενεσιουργά αίτια της ηγεσίας
Ας πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο. Παραπάνω απαντήσαμε, ότι οι διανοούμενοι είναι απόλυτα αναγκαίοι στο κίνημα και στα κόμματα. Αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι με τους ηγέτες. Σωστά; Για να απαντήσουμε πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε: Τι άραγε γεννά την ηγεσία ; Ποια είναι τα γενεσιουργά αίτιά της ;
Στις ερωτήσεις μας αυτές, καταλυτική είναι η βοήθεια του Μίχελς, ο οποίος μετά από διεξοδική ανάλυση, καταλήγει ουσιαστικά σε 4 αιτίες που οδηγούν στην ανάδυση της ηγεσίας:
1. Η αντικειμενική ανάγκη των μαζών για ηγεσία:
«Η βιοποριστική εργασία και οι περισπασμοί της καθημερινής ζωής δεν επιτρέπουν στη μάζα να εγκύψει στα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα στη λειτουργία της πολιτικής μηχανής, ενώ τα ηγετικά στελέχη ωθούνται από τη νέα τους θέση να εξοικειωθούν πλήρως μετά τα τεχνικά καθέκαστα της πολιτικής…[lxxvii] Ωστόσο, καθώς είδαμε, η εμπράγματη ανωριμότητα της μάζας δεν αποτελεί παροδικό φαινόμενο εξαλείψιμο με την πρόοδο του εκδημοκρατισμού την επομένη ήμερα από την επικράτηση του σοσιαλισμού. Απορρέει από το είναι της ίδιας της μάζας ως πλήθους άμορφου — αν και οργανωμένου —, το οποίο είναι εγγενώς ανεπαρκές προκειμένου να λύσει όσα προβλήματα έχει απέναντι του, καθότι έχει χρεία καταμερισμού εργασίας, ειδίκευσης και ηγεσίας. “Το ανθρώπινο γένος επιθυμεί να κυβερνηθεί, και θα κυβερνηθεί. Ντρέπομαι για το γένος μου”, έγραφε ο Proudhon το 1850 από τη φυλακή. Ως εκ της φύσεως του, ήδη το μεμονωμένο άτομο, κατά μέσον όρο, χρειάζεται καθοδήγηση σε πολλά πράγματα, και μάλιστα τόσο εντονότερα όσο περισσότερο επιμερίζονται, και επιμερίζονται εκ νέου, οι λειτουργίες του σύγχρονου βίου. Η ομάδα, απαρτιζόμενη από μεμονωμένα άτομα, αισθάνεται την ανάγκη της ηγεσίας σε πολύ μεγαλύτερο ακόμη βαθμό.»[lxxviii]
2. Η ευγνωμοσύνη των μαζών:
«…οι μάζες περιβάλλουν τούς ηγέτες τους με ειλικρινή ευγνωμοσύνη, την όποια αντικρίζουν σαν ιερό καθήκον. Το ιερό αυτό καθήκον εκπληρώνεται όμως στην πράξη μ' έναν και μόνο τρόπο: ή ευγνωμονούσα μάζα επανεκλέγει τον άνδρα, στον όποιο οφείλει ευγνωμοσύνη, ως εκπρόσωπο της διηνεκώς, πολλές φορές μάλιστα εφ' όρου ζωής, τον θέτει δηλαδή συνεχώς σε μοίρα μείζονα από τον ίδιο τον εαυτό, της. Ευρέως διαδεδομένη είναι στις μάζες ή αντίληψη ότι θα ήταν «αχαριστία» να μην ανανεώνεται ολοένα ή θητεία κάθε «παλιού και καταξιωμένου» ηγετικού στελέχους.» [lxxix]
3. Η εσωτερική ανάγκη των μαζών για λατρεία :«Οι μάζες έχουν βαθύτατη ροπή προς την προσωπολατρία. Εμφορούμενες από πρωτόγονο ιδεαλισμό, χρειάζονται εγκόσμιους θεούς, στους όποιους προσηλώνονται με αγάπη τόσο τυφλότερη όσο δεινότερα βασανίζονται στη σκληρή τούτη ζωή. Δεν αστόχησε εντελώς ο Bernard Shaw όταν, με τον ιδιάζοντα παραδοξολογικό του τρόπο, χαρακτήρισε τη μεν αριστοκρατική παράταξη ως συνάθροισμα ειδώλων, ενώ τη δημοκρατική ως συνάθροισμα ειδωλολατρών.»[lxxx]
4. Μια διαχρονική τάση των μαζών να προτιμούν ηγέτες με συγκεκριμένες φαινοτυπικές ιδιότητες, όπως η ομορφιά, η ευγλωττία, η διασημότητα, η κατάλληλη (ανάλογα με την εποχή και τη συγκυρία) ηλικία:
«…η έλλειψη ρητορικού ταλέντου ανήκει στο πλέγμα των αίτιων που κράτησαν στη σκιά ανθρώπους μεγάλης ολκής, όπως στη Γερμανία τη φυσιογνωμία ενός Eduard Bernstein, παρά την ελλογιμότητα και τη μεγάλη πνευματική επιρροή του· στην Ολλανδία, ο Ferdinand Domela Nieuwenhuis έχασε για τον ίδιο λόγο την πρωτοκαθεδρία· στη Γαλλία, ο ευρυμαθής και πνευματώδης Paul Lafargue υποχρεώθηκε, παρά τη στενή συγγένεια του με τον Karl Marx, να αφήσει τα ηνία του κόμματος στον απαίδευτο και απλοϊκό Guesde, έναν ρήτορα. Απεριόριστη είναι η αίγλη πού κερδίζει ο αγορητής στους κόλπους των μαζών, οι όποιες όμως εκτιμούν περισσότερο τα ρητορικά χαρίσματα ως τέτοια, τη μελωδικότητα και δύναμη της φωνής, την ετοιμολογία, την ευφυολογία, ενώ θέτουν σε ελάσσονα μοίρα το εμβριθές περιεχόμενο ως όλον… Οι μάζες υπείκουν πάντοτε στη δόξα. Τον δαφνοστεφανωμένο τον aντικρύζουν a priori σαν ημίθεο· αν ευδοκήσει να αναλάβει την καθοδήγηση τους, έχει εξασφαλισμένη την επιδοκιμασία και τον ενθουσιασμό τους, αδιάφορο αν το πεδίο, οπού έδρεψε τις δάφνες του, βρίσκεται μέσα στη σφαίρα των δικών τους συμφερόντων, συνορεύει μαζί της ή δεν την αγγίζει καν. Μόνο ο πολυύμνητος ως ποιητής , φιλόσοφος και δικηγόρος Ferdinand Lassalle κατόρθωσε να αφυπνίσει και να συσπειρώσει γύρω του τις εργατικές μάζες της Γερμανίας, οι οποίες μέχρι τότε κοιμούνταν ή πορεύονταν δεμένες στο άρμα της αστικής δημοκρατίας… Σε όσους τις προσεγγίζουν όντας ήδη « φ τ α σ μ έ ν ο ι », έχοντας εξασφαλίσει πλήρως την υστεροφημία τους, οι μάζες έδιναν ανέκαθεν ενστικτωδώς το προβάδισμα απέναντι σε όσα ηγετικά στελέχη δεν απέκτησαν τη φήμη τους παρά μέσα στο ίδιο το κόμμα, έπειτα από πολυετείς σκληρούς αγώνες. Οι μάζες εκτιμούν λοιπόν περισσότερο τη φήμη αν κάποιος την κουβαλά μαζί του παρά αν την έχει αποκτήσει μπροστά στα δικά τους μάτια.»[lxxxi]
Βλέπουμε (έστω και μέσω αποσπασμάτων) ότι η ανάλυση του Μίχελς σχετικά με τα αίτια ύπαρξης της ηγεσίας είναι εξαιρετική. Επίσης συνειδητοποιούμε ότι ο ηγέτης δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον διανοούμενο. Ο ηγέτης έχει άλλες ικανότητες και άλλα χαρακτηριστικά (βλ. 4η αιτία παραπάνω).
Η δημοκρατία ως ασφαλιστική δικλείδα
Ο Μίχελς, όμως, πιθανόν χωρίς να το αντιλαμβάνεται, υποπίπτει στο ίδιο σφάλμα που κάνουν οι αναρχικοί. Ενώ η ανάλυση του σχετικά με το αναπόφευκτο της εμφάνισης ηγετών είναι σωστή, τα (απαισιόδοξα) συμπεράσματά του, που συνοψίζονται στο ότι άπαξ και εμφανιστούν οι ηγέτες οι μάζες είναι καταδικασμένες στην υποταγή, είναι εσφαλμένα. Το σφάλμα του, εν ολίγοις, είναι, όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, ότι:
«…το γεγονός ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή αναδύεται σε μια κοινότητα ένα άτομο που συμβαίνει να είναι το ικανότερο να εκφράσει τις προσδοκίες αυτής της κοινότητας ή ακόμη να της δείξει δυνατότητες που η ίδια διαθέτει αλλά αγνοεί δεν έχει καθαυτό τίποτε το περίεργο ή το επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Το ζήτημα δεν αφορά στην ύπαρξη leaders, αλλά στην ικανότητα της κοινότητας να τους κρατήσει υπό τον έλεγχό της ή να διατηρήσει με αυτούς μια σχέση που θα τους εμποδίζει να οικειοποιηθούν την εξουσία».[lxxxii]
Εξάλλου ηγέτες υπήρχαν σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και μάλιστα ακόμη και σε περιόδους, που κατά γενική ομολογία των επιστημόνων, οι άνθρωποι οργανώνονταν σε κοινωνίες εξισωτικές και αλληλέγγυες. Μιλάω φυσικά για τις κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες ή «κοινωνίες μοιράσματος και αφθονίας» (όπως τις αποκαλούν πολλοί ανθρωπολόγοι).[lxxxiii] Ιδού τι γράφει για τις κοινωνίες αυτές, ο ανθρωπολόγος Richard Lee:
«Στις προκρατικές κοινωνίες δεν υπήρχε μια υπερκαλύπτουσα τα πάντα πολιτική αρχή. Κάθε είδους πολιτική εξουσία ήταν ασθενής. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ένα μη συγκεντρωτικό τρόπο, συνήθως δημοκρατικά μέσω συναίνεσης, από τους γεροντότερους, από τις οικογένειες και μέσω ποικίλων άλλων τρόπων. Δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία στη γη ͘ η γη κατεχόταν από κοινού ή συλλογικά, για παράδειγμα, από όλους ή από τις συγγενικές ομάδες ͘ σπάνια κατεχόταν από μεμονωμένα άτομα. Η παραγωγή προοριζόταν για χρήση παρά για ανταλλαγή. Δεν υπήρχαν ούτε αγορές ούτε χρήματα. Όπου υπήρχε ανταλλαγή, κάτι τέτοιο βασιζόταν στο μοίρασμα και την ανταπόδοση. Ο νόμος της φιλοξενίας ήταν γερά θεμελιωμένος ͘ περισσότερο και από αυτό, ήταν απαράβατος. Υπήρχαν αυστηρές κυρώσεις ενάντια στη συσσώρευση πλούτου. Ηγέτες υπήρχαν, αλλά όπου υπήρχαν συμπεριφέρονταν αναδιανεμητικά και όχι συσσωρευτικά. Οι κύριες βάσεις για όσες διακρίσεις πράγματι υφίσταντο στο επίπεδο του κύρους ήταν η ηλικία, το φύλο και ο τόπος. Ολόκληρος ο πληθυσμός διατηρούσε άμεση πρόσβαση στα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής».[lxxxiv]
Φυσικά αμέσως παρακάτω αναφέρει τις περιπτώσεις των Ινδιάνων των Βορειοδυτικών Ακτών, αλλά και κάποιων άλλων προ-κρατικών (κυνηγετικών) κοινωνιών, για να δείξει ότι υπήρχαν και εξαιρέσεις που δεν ταίριαζαν στην εικόνα μιας τυπικής τροφοσυλλεκτικής-αταξικής κοινωνίας. Ο κύριος όγκος, όμως, των κυνηγετικών-τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών είχε τους θεσμούς που περιγράφηκαν παραπάνω και ήταν κατά βάση εξισωτικές. Ο κανόνας, λοιπόν, είχε ως εξής: Η ύπαρξη ηγετών σ’ αυτές τις ανθρώπινες κοινότητες δεν εμπόδιζε τα υπόλοιπα μέλη τους να υιοθετήσουν τις αρχές της ισότητας μεταξύ των μελών (απουσία ταξικών και με βάση το φύλο διακρίσεων) και να εφαρμόσουν μεθόδους ελέγχου των ηγετών τους ώστε ποτέ να μην καταχραστούν την εξουσία τους.
Το ίδιο συνέβη και με την αρχαία Αθήνα κατά τη δημοκρατική της περίοδο (462 - 322 π.Χ), στην οποία ο Περικλής είχε βέβαια τεράστιο κύρος στο δῆμον, αλλά δεν ασκούσε εξουσία. Κάθε φορά έπρεπε να κερδίσει την εκκλησία του δήμου με τη δύναμη και την ορθότητα των επιχειρημάτων του και σε καμία περίπτωση δεν υπαγόρευε διαταγές. Μάλιστα είχε καταδικαστεί κάποτε σε βαρύ πρόστιμο και σε άλλη στιγμή της ζωής του δεν είχε καταφέρει να γλιτώσει κάποιους φίλους του από την καταδίκη που τους επέβαλλε το δικαστήριο της Ηλιαίας.
Οπότε η περίφημη φράση του Θουκυδίδη «λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή», που αποτέλεσε ξεκάθαρο πρόδρομο των συμπερασμάτων του Μίχελς, απλά δεν ισχύει.
Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν εδώ. Μπορούμε να επικαλεστούμε και τις εσωκομματικές διαμάχες μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, όταν ο Λένιν δυσκολευόταν να περάσει κρίσιμες αποφάσεις σε κομβικές ιστορικές συγκυρίες.
Συνεπώς το ακανθώδες πρόβλημα δεν είναι η παρουσία των ηγετών, αλλά η απουσία επαρκούς ελέγχου τους. Και όταν μιλάω για έλεγχο, ουσιαστικά αναφέρομαι στα προληπτικά μέτρα που, εξ ορισμού, μόνο οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να προσφέρουν.
Έχει φανεί, λοιπόν, καθαρά, ως τώρα, ότι η απαίτηση για δημοκρατία στο εσωτερικό του κόμματος, πέραν από ζήτημα προσωπικής πολιτικής επιλογής, είναι πρωτίστως θέμα ελέγχου των ηγετών, μιας δηλαδή μειοψηφίας που για αντικειμενικούς λόγους βρίσκεται σε θέσεις ευθύνης. Στην ομάδα αυτή περιέρχεται μεγάλη ευθύνη αλλά και μεγάλη εξουσία, τόσο μεγαλύτερη, όσο και το μέγεθος του κόμματος.
«…άπαξ και εκλεγούν μη ανακλητοί εκπρόσωποι, κάθε μετέπειτα εκλογή δεν θα αποτελεί πλέον εκλογή, αλλά θα επηρεάζεται πάντα από τα αποτελέσματα της δράσης αυτών που έχουν ήδη ασκήσει την εξουσία για ένα διάστημα δύο, τριών, ή πέντε χρόνων. Στο εξής, αυτοί ακριβώς θα καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συζητηθούν τα ζητήματα, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις απαντήσεις»[lxxxv]
Αν, συνεπώς, θέλουμε το κόμμα να μείνει πιστό στις θεμελιώδεις αρχές και τους στρατηγικούς του στόχους, τότε οφείλουμε, υποχρεούμαστε, να ελέγξουμε τους ηγέτες. Ο έλεγχος και τα προληπτικά μέτρα έναντι της δικαιοδοσίας και της εξουσίας των ηγετών πρέπει να γίνονται αντιληπτά ως ταύτιση με τις αρχές του προοδευτικού επαναστατικού κόμματος. Η ετυμηγορία της ιστορίας είναι πεντακάθαρη: Χωρίς έλεγχο των ηγετών το κόμμα θα εκφυλιστεί.
Ξεκάθαρη απόδειξη του συμπεράσματος αυτού αποτελεί η ίδια η ιστορία των πολιτικών κομμάτων, η οποία έχει δείξει ότι υπάρχει, αναντίρρητα, μια στενή σχέση μεταξύ από τη μία των εσωτερικών αρχών και της οργανωτικής μορφής του κόμματος και από την άλλη των προταγμάτων που επαγγέλλεται. Η «οργανωτική αποκρυστάλλωση» και η «εσωτερική πολιτική λειτουργία» των πολιτικών κομμάτων έχει φανεί ότι «επικαθορίζουν» τον πολιτικό τους χαρακτήρα και «κυριαρχούν» στα προγράμματά τους.[lxxxvi] Κατά συνέπεια ο έλεγχος των ηγετών πρέπει στη πράξη να αντανακλάται και στο οργανωτικό επίπεδο, ώστε το κόμμα να διατηρήσει τον δημοκρατικό του χαρακτήρα και την επαναστατική του στόχευση.
Το ερώτημα που ακολουθεί αναγκαστικά είναι πως θα γίνει αυτό. Με ποιο τρόπο θα ελεγχθούν οι ηγέτες ; Στο επόμενο και τελευταίο υποκεφάλαιο επιχειρώ να δώσω κάποιες προτάσεις επί του θέματος (χωρίς να περιορίζομαι αποκλειστικά στα οργανωτικά μέτρα ελέγχου).
Τι να μην (ξανα)κάνουμε
Ο τίτλος του υποκεφαλαίου προφανώς αποτελεί έμμεση αναφορά στο περίφημο βιβλίο του Λένιν με τίτλο «Τι να κάνουμε ;». Επέλεξα αυτήν την αρνητική διατύπωση (τι να μην, και όχι τι να) κυρίως γιατί είμαι θερμός υποστηρικτής της λογικής της Λούξεμπουργκ που λέει τα εξής :
«Εκείνο πού εμείς κατέχομε στο πρόγραμμά μας, είναι μόνον μερικοί γενικοί δείχτες, που σημειώνουν την κατεύθυνση προς την οποίαν πρέπει να αναζητηθούν τα μέτρα, πού εξ άλλου έχουν χαρακτήρα προπαντός αρνητικό. Ξέρομε πάνω-κάτω τί πρέπει να καταργήσομε για να ανοίξομε το δρόμο προς τη σοσιαλιστική οικονομία. Τί λογής όμως θα είναι τα χίλια - δυο συγκεκριμένα μεγάλα ή μικρά πρακτικά μέτρα, πού χρειάζονται για να μπουν σοσιαλιστικά θεμέλια στην οικονομία, στο δίκαιο, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αυτό δεν το λέει κανένα κομματικό πρόγραμμα και κανένα σοσιαλιστικό εγχειρίδιο.»[lxxxvii]
Οραματιζόμαστε μεν μια καλύτερη κοινωνία, μια ουτοπία (για την Λούξεμπουργκ ήταν ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός), αλλά ο δρόμος για να φθάσουμε εκεί «είναι μια υπόθεση πού βρίσκεται ολότελα στην ομίχλη του μέλλοντος».[lxxxviii] Επίσης είναι αδύνατον για έναν άνθρωπο να καταλήξει σε μια σειρά προταγμάτων που μένει να υλοποιηθούν προκειμένου να αποσοβηθεί η απειλή που επικρέμεται πάνω από κάθε κόμμα από καταβολής τους. Θα ήταν αλαζονικό (και εν πολλοίς βλακώδες) από μέρους μου να προσπαθήσω να υποκαταστήσω αυτό που μένει να απαντηθεί από τις ίδιες τις ιστορικές διαδικασίες που έχουμε μπροστά μας, με μερικές σελίδες κειμένου.
«Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος, είναι πιο σπουδαίο από μια ντουζίνα προγράμματα… Όταν όμως κάνει κανείς προγράμματα αρχών (αντί να αναβάλει το ζήτημα αυτό μέχρι που να το προετοίμαζε μια μακρόχρονη κοινή δράση) βάζει μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ορόσημα που μ’ αυτά μετράει το ύψος του κομματικού κινήματος»[lxxxix] έλεγε ο Μαρξ και σκοπεύω να ακολουθήσω το πνεύμα (και φυσικά όχι το γράμμα μιας και εξ αρχής δεν έγραφα κάποιο κομματικό πρόγραμμα) της παραπάνω αποστροφής. Ας αφήσουμε το ίδιο το κίνημα να απαντήσει στην ερώτηση «Τι να κάνουμε ;».[xc] Εγώ θα προσπαθήσω να τονίσω τι, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να (ξανα)κάνουμε, που ουσιαστικά είναι μια κωδικοποίηση των λογικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από την παραπάνω ανάλυση.
Να μην επιλέγουμε για ηγέτες μας ανθρώπους που είναι ανίκανοι να ενώσουν και να μην μπερδεύουμε τη διανόηση με την ηγεσία
Όσο και αν ο Πλάτωνας ήθελε να ταυτιστούν οι ηγέτες με τους διανοούμενους (φιλόσοφοι-βασιλιάδες, Πολιτεία βιβλίο E, στίχοι 473d 1-6) κάτι τέτοιο όπως είδαμε και παραπάνω δεν συμβαίνει (και φυσικά έτσι όπως το ήθελε ο Πλάτωνας ευτυχώς που δεν συμβαίνει).
Ο Manuel Arriaga στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, σχολιάζοντας τα κριτήρια του μέσου ψηφοφόρου στις εκλογές και την υποτιθέμενη νοητική ανωτερότητα των επαγγελματιών πολιτικών, κάνει μια πολύ εύστοχη επισήμανση:
«Η ιστορία έχει αναρίθμητα παραδείγματα ανθρώπων με εξαιρετικές ικανότητες που βρέθηκαν σε θέσεις ισχύος και που, παρά την νοημοσύνη και την πολιτική εμπειρία τους, έλαβαν ολέθριες αποφάσεις. Κατά έναν παράξενο τρόπο, αντιμετωπίζουμε δυσκολία στην εμπέδωση του συγκεκριμένου μαθήματος. Οι περισσότεροι από εμάς εξακολουθούμε να τοποθετούμε τη νοημοσύνη και τις γνώσεις στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις σημαντικές αρετές, όταν επιλέγουμε σε ποιον θα εμπιστευθούμε πολιτική εξουσία».[xci]
Κατά τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να μπερδεύουμε ένα καλό επιστήμονα, εξειδικευμένο σε κάποια ζητήματα που άπτονται άμεσα του κινήματος και της πολιτικής ζωής (π.χ οικονομικά, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες), με τον ικανό ηγέτη. Ο επιστήμονας θα κριθεί (αν μιλάμε για κοινωνικό επιστήμονα) με βάση την ερμηνευτική και αναλυτική δύναμη, τη δυνατότητα εφαρμογής και την ικανότητα πρόγνωσης των μελετών του. Ο ηγέτης, από την άλλη, θα κριθεί τελικά από την ηθική του, την έγνοια του για το δημόσιο συμφέρον, την ικανότητα του στην τέχνη της πολιτικής (ως τέχνης όχι του εφικτού, όπως έλεγε ο Μπίσμαρκ, αλλά της πραγματοποίησης του αδύνατου[xcii]), στο πόσο ενωτικός είναι (τόσο μέσα στο κόμμα, όσο και εκτός αυτού με άλλες συγγενικές δυνάμεις) και τελικά στο αν εκφράζει τις προσδοκίες και τις ικανότητες της (εκάστοτε) κοινότητας.
Για να γίνω πιο κατανοητός θα φέρω ένα, κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο παράδειγμα. Ο Λένιν στο διάστημα 1922-1923 έγραψε ένα κείμενο που έμεινε στην ιστορία ως η πολιτική του διαθήκη. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, έκανε και μια αποτίμηση και ένα ψυχογράφημα των ικανοτήτων, των αδυναμιών και του χαρακτήρα εν γένει των πιο ικανών συντρόφων του από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Η κρίση του για τον Στάλιν είναι αποκαλυπτική και εξόχως διδακτική:
«Ο Στάλιν είναι πολύ απότομος και το ελάττωμα αυτό, που είναι εντελώς ανεκτό στις προσωπικές σχέσεις κομμουνιστών αναμεταξύ τους, δεν είναι ανεκτό για κείνον που κατέχει τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Γι' αυτό, προτείνω στους συντρόφους να βρουν ένα μέσο να βάλουν στη θέση του κάποιον άλλο, ο οποίος σχετικά με τον Στάλιν να έχει τούτο το χαρακτηριστικό, να είναι πιο υπομονετικός, πιο ανοιχτόκαρδος και πιο ευγενικός απέναντι στους συντρόφους και να είναι λιγότερο δύστροπος».[xciii]
Καθίσταται σαφές από το παραπάνω απόσπασμα ότι ο Λένιν, σε ότι αφορά στις αρετές που οφείλει να έχει ο ηγέτης του κόμματος, έδινε μεγάλη βάση στην ευγένεια, στην υπομονή και στην διαχυτικότητα και όχι τόσο στην επιστημονική επάρκεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν στάθηκε στην πρόδηλη επιστημονική και θεωρητική ανικανότητα του Στάλιν, αλλά στον δύστροπο και εχθρικό του χαρακτήρα.
Να αποκαθάρουμε την πολιτική από το δηλητήριο του Νετσάγιεφ
Συνέχεια, υπό μία έννοια, της παραπάνω παραίνεσης είναι και η παρούσα προτροπή του να ξεμπερδεύουμε επιτέλους με το περιβάλλον που ευνοεί την άνοδο των ψυχοπαθητικών χαρακτήρων. Παρότι η ιστορία δεν κινείται με διατάγματα, στη προκειμένη οφείλουμε να μην είμαστε υποχωρητικοί απέναντι σε ανθρώπους που έχουν δείξει ότι είναι επικίνδυνοι για το κίνημα με την διαταραγμένη τους προσωπικότητα. Το επικίνδυνο με αυτούς τους ανθρώπους είναι, ότι όπως ακριβώς και ο Νετσάγιεφ αναδείκνυε την σχιζοφρένεια του σε πρότυπο επαναστατικότητας (βλ. παραπάνω), έτσι και αυτοί «καλύπτουν» την ψυχική τους διαταραχή με το να την «στολίζουν» με υπερ-επαναστατική ή/και με δημοκρατική φρασεολογία.
Για την ακρίβεια τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η ίδια η οικονομία της αγοράς δημιουργεί ένα περιβάλλον που προάγει τον αμοραλισμό και λογικές του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», «μετά από μένα το χάος», «για να ανελιχθείς πρέπει να πατήσεις επί πτωμάτων», και πάει λέγοντας. Η αστική κοινωνία ουσιαστικά αποτελεί μια δαρβινική αρένα, στην οποία επιβιώνει (ή τουλάχιστον έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να ανελιχθεί και να κυριαρχήσει) μόνο όποιος έχει τα γνωρίσματα του Νετσάγιεφ, δηλαδή τα γνωρίσματα ενός σχιζοφρενούς. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που οι πιο ισχυροί άνθρωποι του πλανήτη μοιάζουν με πιστούς προσήλυτους του Νετσάγιεφ. Ούτε και το ότι είναι γνωστό σε όλους το ακόλουθο ρητό: «Στη πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες».
Τα κόμματα όντας και αυτά, κατά ένα τρόπο, ζωντανοί οργανισμοί που ζουν σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο περιβάλλον, αυτό του καπιταλισμού, είναι αναπόφευκτο ότι θα επηρεάζονται από αυτό και θα αποκρίνονται αντανακλώντας πολλά από τα κουσούρια του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι και μέσα στο κόμμα θα υπάρχουν λογικές που θα αντιμετωπίζουν τα πάντα, ακόμη και τη φιλία, ως αντικείμενα αγοραπωλησίας. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που υιοθετούν τέτοιες λογικές τίποτα δεν είναι τσάμπα, όλα πρέπει να έχουν ένα αντίτιμο, μια ανταπόδοση. Κανείς δεν μένει εντελώς αλώβητος από το δηλητήριο που εκσφενδονίζει προς όλες τις κατευθύνσεις η κοινωνία που οργανώνεται με βάση τις αρχές της αγοράς.
Όπως είπα και προηγουμένως η ιστορία δεν κινείται με διατάγματα. Δεν αποσκοπεί πουθενά να καταδικάσω τον παραπάνω ατομικιστικό τρόπο σκέψης. Η αλλαγή στην ιστορικά συγκροτημένη προσωπικότητα και στην κοσμοθεωρία γίνεται μαζί με την εξέλιξη του κινήματος και ορισμένες φορές ακολουθεί με ακρίβεια τις διακυμάνσεις του. Παρ’ όλα αυτά από κάπου πρέπει να αρχίσουμε για να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο. Η κραυγή ενός μεγάλου «όχι» απέναντι στον διεστραμμένο κόσμο που ζούμε (σύμφωνα με την πρόταση του Holloway) είναι μια καλή αρχή. Πρέπει να κραυγάσουμε επίσης αρνούμενοι τις λογικές που καλλιεργούν το έδαφος για την απόλυτη αλλοτρίωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Να αντισταθούμε απέναντι στην αποκτήνωσή μας. Και η οργάνωση με την αλληλεγγύη και την συντροφικότητα που οφείλουν να την συνοδεύουν, είναι το καλύτερο μέσο που έχουμε στα χέρια μας γι’ αυτή μας τη προσπάθεια. Ο ένας συναγωνιστής και σύντροφος οφείλει να στηρίζει και να ενισχύει τον άλλο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αρραγές μέτωπο απέναντι στην επέλαση της βαρβαρότητας.
Ο ηγέτης, όπως προείδαμε, οφείλει να εκφράζει τις καλύτερες από τις αρετές της κοινότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κατά συνέπεια, ο ηγέτης ή οι ηγέτες πρέπει να είναι όσοι εξ ημών παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη αντοχή και αντίσταση απέναντι στην επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας (του ακραίου ατομικισμού, της εμπορευματοποίησης των πάντων, κ.ο.κ.) και όσοι δείχνουν να έχουν ανοσία στο δηλητήριο του Νετσάγιεφ. Οπότε όσοι αντιμετωπίζουν, όπως ο Νετσάγιεφ, τη φιλία και τη συντροφικότητα με εργαλειακούς όρους, οι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες, τα διαλυτικά στοιχεία, οι δύστροποι και οι άμετρα αμοραλιστές πρέπει τουλάχιστον να αποκλείονται από την ηγεσία του κόμματος, και σε ακραίες περιπτώσεις να απομονώνονται.
Επιπλέον είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στο ποιες λογικές και τρόποι σκέψης θα επικρατήσουν (δηλαδή θα επιλεγούν φυσικά με όρους εξέλιξης). Συνεπώς για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο εσωτερικό του κόμματος και η συνεχής πάλη για το βάθεμα αυτής της δημοκρατίας δημιουργεί ένα περιβάλλον που επιλέγει άλλες συμπεριφορές, οι οποίες βασίζονται στην αλληλεγγύη, στην αγάπη, στη συντροφικότητα, στην ειλικρίνεια, στην εμπιστοσύνη κ.ο.κ.
Να μην κάνουμε αντιπαράθεση ισοπεδωτικού τύπου
Ο David Graeber εντοπίζει το πρόβλημα και το περιγράφει γλαφυρότατα:
«Ένα από τα πράγματα που με είχαν ενοχλήσει πάρα πολύ στην εκπαίδευση μου ήταν ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο μας παρακινούσαν να διαβάζουμε τα επιχειρήματα των άλλων θεωρητικών: αν υπήρχαν δύο τρόποι να διαβάσεις μια πρόταση, ένας που να υποθέτει ότι ο συγγραφέας διαθέτει έστω και ένα ψήγμα απλής λογικής και ο άλλος ότι είναι τελείως ηλίθιος, η τάση συνήθως ήταν να επιλέγουμε τον δεύτερο… Αν το συνδυάσουμε αυτό με την τάση να αντιμετωπίζουμε (συχνά ήσσονος σημασίας) διαφορές μεταξύ διανοητών όχι μόνο ως τεκμήρια για το ότι ανήκουν σε κάποιου είδους φανταστικό “-ισμό”, αλλά ως βαθιά ηθικά ελαττώματα, του ίδιου επιπέδου με τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό (συχνά δε, πλησιάζοντας τους), έχουμε ένα πιστό αντίγραφο της διανοητικής δημόσιας συζήτησης που είναι χαρακτηριστική των πιο γελοίων πρωτοπορίστικων σεχτών».[xciv]
Αν χαρακτηρίζουμε τους πάντες, είτε είναι εξωκομματικοί, είτε εσωκομματικοί αντίπαλοι, ηλίθιους, ανόητους, αμόρφωτους, άσχετους και (όπως άκουσα πρόσφατα) βρωμόσκυλα (sic), τότε το κόμμα θα μείνει (ή θα καταντήσει) μια ωραιότατη σέχτα γραφικών και ακίνδυνων φωνακλάδων. Κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει (και οφείλει να γίνεται πάντα) μια εξαιρετικά σκληρή και αδυσώπητη κριτική, ώστε να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις, χωρίς όμως να προβαίνουμε σε ύβρεις και χυδαίους χαρακτηρισμούς που τελικά αφαιρούν το (όποιο) δίκιο από το επιχείρημα, μιας και ο ακροατής, στον οποίο απευθυνόμαστε, «κλείνει τα αυτιά του».
Να μην είμαστε δεδομένοι στους ηγέτες
Ο Colin Crouch για άλλη μια φορά κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση επί του θέματος:
«Τα θεματικά κινήματα και οι εκστρατείες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα πολιτικά κόμματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε την πρόσδεση στα κόμματα. Όσο πιο πιστή είναι η κομματική βάση, τόσο πιο εύκολα τη θεωρεί δεδομένη η κομματική ηγεσία και αφοσιώνεται στην ικανοποίηση των ισχυρών πιέσεων που δέχεται μέσω της πολιτικής έλλειψης. Στις συνθήκες αυτές, τα μέλη του κόμματος αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή όταν προσφέρουν τη στήριξή τους υπό όρους… Άτομα που συνδέονται με τα κατεστημένα κόμματα θα πρέπει να συμμετάσχουν στις σχετικές διεργασίες [διαμόρφωσης πολιτικών ταυτοτήτων από τα κοινωνικά κινήματα] ώστε τα κόμματα αυτά να μπορέσουν τελικώς να εγκολπωθούν τις προσπάθειες που στέφονται με επιτυχία. Η πολιτική ζωή της δημοκρατίας χρειάζεται συνεπώς ένα ζωηρό, χαοτικό και θορυβώδες περιβάλλον κινημάτων και ομάδων. Αυτό είναι το εκκολαπτήριο της μελλοντικής αναγέννησης της δημοκρατίας».[xcv]
Να μην αντιλαμβανόμαστε το κόμμα ως φορέα με στεγανά: η γέννηση του κόμματος-μετώπου
Όπως επισημαίνει και ο Colin Crouch τα κόμματα παραμένουν κεντρικά στην σύγχρονη πολιτική ζωή της «Μεταδημοκρατίας» και δεν υποκαθίστανται από τα διάφορα κινήματα.[xcvi] Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία σωστό. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύω ότι έχουμε, προχωρήσει πέρα από το κλασσικό δίπολο κόμμα-συνδικάτο, και έχουμε περάσει στην εποχή του κόμματος-μετώπου και του ανοιχτού στην υπόλοιπη κοινωνία συνδικάτου που οφείλει να αντιπαλέψει την κυρίαρχη ιδεολογία και στο χώρο της εργασίας.
Συγκεκριμένα σε κείμενο μου με τίτλο «Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου» (δημοσιεύτηκε στις 25/09/15), ανέπτυξα τον προβληματισμό μου σχετικά με το μέτωπο:
«Μιλάω, δε, για μέτωπα πάλης και αντιφάσεις έχοντας στο μυαλό μου την πιο πρόσφατη μελέτη του David Harvey, στην οποία συγκεντρώνει τις περισσότερες, αν όχι όλες, από τις αντιφάσεις κυρίως του κεφαλαίου, αλλά και του καπιταλισμού (17 στο σύνολο). Από την ίδια την αντίφαση του χρήματος ως μέτρου της αξίας και ταυτόχρονα ως μέσου ανταλλαγής μέχρι την ζωντανή αντίφαση του κεφαλαίου (χρήματος που τίκτει χρήμα) ως αενάως αυτοεπεκτεινόμενης αξίας απέναντι στους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη. Αν θέλουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε θεωρητικά το ζήτημα, τότε, και με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός είναι παγκόσμια αρθρωμένος και η λογική του (η εμπορευματοποίηση των πάντων και ο απόλυτος ανταγωνισμός δηλαδή) εισχωρεί σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, συνεπάγεται ότι οι αντιφάσεις του αναγκαστικά αφορούν σ’ ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων, από οικολόγους, θετικούς επιστήμονες και φεμινίστριες μέχρι φιλελεύθερους κευνσιανιστές και κομμουνιστές και από νοικοκυρές, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες και εντελώς άπορους μέχρι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Είναι φυσικό κάποιοι από όλους αυτούς να μην μπορούν από την κοινωνική του θέση, και να μην θέλουν από την παιδεία τους και από τη συνήθεια τους, να είναι αριστεροί, ούτε σοσιαλιστές (ό,τι και αν σημαίνει η αριστερά και ο σοσιαλισμός σε κάθε χώρα). Είναι εξάλλου αναφαίρετο δικαίωμά τους να αυτό-προσδιορίζονται. Η μετωπική, λοιπόν, συμπόρευση στη βάση των απτών και άμεσων προβλημάτων είναι μονόδρομος αν θέλουμε να εκφραστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να αγωνιστούν απέναντι στο κεφάλαιο. Μόνο στις γραμμές τέτοιων μετώπων το πολιτικό κόμμα που εντοπίζει στο κεφάλαιο την πηγή όλων των προβλημάτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να αναδειχτεί στον σύγχρονο ηγεμόνα του έθνους, σύμφωνα με την ορολογία του Γκράμσι, για να μετασχηματίσει την κοινωνία σε μια κατεύθυνση πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, με γνώμονα την απελευθέρωση του ατόμου από την καταναγκαστική εργασία ώστε να αναπτυχθεί ελεύθερα όπως το ίδιο επιθυμεί.»[xcvii]
Οι εμπειρίες που αποκόμισε από τα κινήματα και την κοινωνική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής έκαναν την Harnecker να καταλήξει τελικά σε παρόμοια θέση με τη παραπάνω:
«Αν, όπως είδαμε προηγουμένως, μειώνεται η αναλογία της κλασικής βιομηχανικής εργατικής τάξης στη Λατινική Αμερική, σε αντίθεση με τον τομέα των εργαζομένων που υποχρεώνονται να στραφούν σε αβέβαιες, ανασφαλείς εργασίες, και με τους περιθωριοποιημένους ή αποκλεισμένους από το σύστημα να αυξάνονται μέρα τη μέρα, φαίνεται αναγκαίο η πολιτική οργάνωση να λάβει υπόψη αυτή την πραγματικότητα και να πάψει να είναι φορέας που θα ενώνει μόνο την κλασική εργατική τάξη, για να μετατραπεί σε οργάνωση όλων των καταπιεσμένων».[xcviii]
Για τα συνδικάτα στον 21ο αιώνα ο Νίκος Παλαιολόγου προτείνει, μεταξύ (πολλών) άλλων, τα εξής:
«…το συνδικαλιστικό κίνημα για να διασφαλίσει την επιβίωση του, είναι υποχρεωμένο να επανεξετάσει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς του στην κατεύθυνση της επανασύνδεσης των καθημερινών οικονομικών αγώνων, της συνδικαλιστικής πράξης γενικότερα, με τον αγώνα για την αλλαγή των “κανόνων του παιχνιδιού”, με την ανατροπή του υπάρχοντος οικονομικού πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων… θα πρέπει να συνδέεται με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας το οποίο θα μπορεί να στηριχθεί και να κινητοποιήσει υπαρκτές σήμερα κοινωνικές δυνάμεις. Οφείλει, λοιπόν, μαζί με τον αγώνα για τα καθημερινά εργασιακά και οικονομικά προβλήματα των εργαζομένων, να δώσει πάλι, με όρους αυτονομίας απέναντι στο κράτος και τα κόμματα, και τον πολιτικό αγώνα για τα γενικότερα συμφέροντα και δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, αντιπαλεύοντας (μέσα και στο χώρο των συνδικάτων) την κυρίαρχη ιδεολογία, που υποβάλει στους ανθρώπους την αντίληψη ότι όλα τα σημαντικά ζητήματα βρίσκονται εκτός των ορίων των δικών τους αποφάσεων και της δικής τους δράσης, και ότι οι πολιτικές της προσαρμογής στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, της απορρύθμισης και της ιδιωτικοποίησης είναι οι μόνες ρεαλιστικές και χωρίς εναλλακτική λύση. Αυτό σημαίνει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο, να αποκαταστήσει μια μεγαλύτερη επαφή με την υπόλοιπη κοινωνία, να ξαναζωντανέψει στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης τον ιδεολογικό και πολιτικό προβληματισμό και το σχετικό παιδαγωγικό της έργο… Να διαμορφώσουν έτσι ένα πρόγραμμα, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα τόσο για την αναγκαία στην εποχή μας εντονότερη διεθνοποίησή τους – πέρα από τη λογική ενός κορπορατισμού, στενότερων ή ευρύτερων επιμέρους χώρων οικονομικής δραστηριότητας (Standortkorporatismus)- όσο και για τη συνεργασία τους με άλλες κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα, που επίσης συνειδητοποιούν ότι οι ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές οδηγούς στην υπονόμευση θεμελιωδών όρων της κοινωνικής ζωής, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν οικολογικές καταστροφές που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής σε πλανητικό επίπεδο… ούτε μια οργανωτική πολιτική η οποία οδηγεί… στην αναπαραγωγή στο εσωτερικό των συνδικάτων των διαιρέσεων και των ανισοτήτων της αγοράς εργασίας, ή διαμορφώνει λειτουργίες που δεν δίνουν στα μέλη τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά …στη λήψη αποφάσεων… μπορεί να πείσει, να κινητοποιήσει και να προσελκύσει διευρυνόμενα και πάλι σήμερα τμήματα του κόσμου της εργασίας…» [xcix]
Να μην υποτιμούμε την ικανότητα των πολιτών
Επιτέλους πρέπει να ξεμπερδέψουμε με την λανθασμένη άποψη περί ανικανότητας των απλών πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις, είτε αυτές αφορούν στις εσωτερικές διαδικασίες ενός κόμματος, είτε πρόκειται για την πολιτεία. Η πρόσφατη παρέμβαση του Arriaga συμβάλλει στην αποδόμηση αυτού του μύθου περί της πολιτικής ανικανότητας του μέσου ανθρώπου. Ο συγγραφέας αυτός φέρνει λογικά, αλλά και εμπειρικά παραδείγματα (από συνελεύσεις πολιτών στον Καναδά και στο Όρεγκον των ΗΠΑ) για να δείξει ότι ο μέσος πολίτης, παρότι δεν έχει κλασσικές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες, είναι εξίσου (αν όχι πιο) ικανός στο να επιλύει κορυφαία προβλήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, απ’ ότι οποιοσδήποτε επαγγελματίας της πολιτικής. [c]
Ο Rousseau στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», θεωρώντας την άκρατον δημοκρατία (όρος του Αριστοτέλη), δηλαδή την λεγόμενη άμεση δημοκρατία, αδύνατη, είχε αποφανθεί ως εξής:
«Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους».
Κάποιοι, λοιπόν, μεταξύ αυτών και θετικοί επιστήμονες (κυρίως βιολόγοι), για να ενισχύσουν το μύθευμα περί της φυσικής (ή και γονιδιακής) κατωτερότητας των μέσων ανθρώπων έναντι των «ειδικών» της πολιτικής (που υποτίθεται έχουν φυσική κλίση και ταλέντο στην ενασχόληση με τα κοινά), επικαλούνται την παραπάνω φράση του Rousseau, την παρερμηνεύουν και έπειτα ισχυρίζονται ότι αντίκειται στην ανθρώπινη φύση οι ηγέτες να είναι υπόλογοι στους πολίτες. Ουσιαστικά ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με τη φύση του ανθρώπου. Απέναντι σε όλους αυτούς έχω να πω 2 πράγματα (κωδικοποιημένα):
· Αν όντως η ανθρώπινη φύση εμπόδιζε την οποιαδήποτε απόπειρα δημοκρατικού ελέγχου των ηγετών και εν τέλει την ίδια την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, τότε ο Homo sapiens, ο άνθρωπος δηλαδή, δεν θα ζούσε για περίπου 290.000 χρόνια σε εξισωτικές κοινωνίες όπου οι αρχηγοί ήταν άμεσα υπόλογοι στα μέλη της κοινότητας. Σημειωτέον ο άνθρωπος (Homo sapiens) εμφανίστηκε πριν από περίπου 200.000 χρόνια στη γη, οπότε τα 190.000 χρόνια των κυνηγετικών-τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών αποτελούν το 95% της ανθρώπινης ιστορίας. Οι βασικές αρχές της ισότητας που αργότερα ενσωματώθηκαν στο ιδεώδες της δημοκρατίας κυριαρχούν συντριπτικά στην ανθρώπινη ιστορία. Συνεπώς κοινωνικοί, και όχι γονιδιακοί, είναι οι λόγοι που δυσχεραίνουν την εφαρμογή πολιτικών ισότητας σήμερα.
· Σε όσους, δε, ισχυρίζονται ότι η παραγωγή πλεονάσματος στη παραγωγή (10.000 π.Χ) και η εμφάνιση των πρώτων κρατών (7000 π.Χ) ήταν μια τομή στην ανθρώπινη ιστορία, η οποία αλλοίωσε ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό και τη φύση του ανθρώπου (τον διέφθειρε δηλαδή με την πλεονεξία), έχω να πω ότι αυτό το επιχείρημα δεν εξηγεί τα 140 χρόνια (462-322 π.Χ) δημοκρατικής διακυβέρνησης στην αρχαία Αθήνα, την Κομμούνα του Παρισιού (1871 μ.Χ), τα Σοβιέτ στην Ρωσία (1905, 1917 μ.Χ), τα καντόνια της Ελβετίας στην αρχική τους περίοδο, τις αποικίες της Νέας Αγγλίας κατά την Αμερικανική Επανάσταση και τέλος τις σημερινές απόπειρες δημοκρατικού ελέγχου που συγκεντρώνει και ερευνά ο Arriaga αλλά και άλλοι μελετητές.
Τίποτα το («εγωιστικά») γονιδιακό δεν μας εμποδίζει από την επίτευξη του οράματος της δημοκρατίας. Τα εμπόδια είναι κοινωνικής φύσης και απορρέουν από την κυριαρχία της ιδεολογίας που προωθεί το θατσερικό ρητό: «Δεν υπάρχει εναλλακτική». Ο φόβος για την αλλαγή και το καινούργιο είναι ο ένοχος για την ήττα (ή τουλάχιστον για την υποχώρηση) των σύγχρονων δημοκρατικών αγώνων. Ή όπως λέει ο Rousseau:
«Όποιος έχει γεννηθεί στη σκλαβιά γεννιέται για τη σκλαβιά, αναμφισβήτητα. Οι σκλάβοι χάνουν τα πάντα μέσα στις αλυσίδες τους, ακόμα και την επιθυμία τους να τις αποτινάξουν. ….Ο καταναγκασμός έφτιαξε τους πρώτους δούλους και η δειλία τους διαιώνισε».[ci]
Να μην εφησυχάζουμε
«Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή επαγρύπνηση και θάρρος από τους πολίτες ώστε να την διαφυλάξουν από τον εκφυλισμό ή την ανατροπή. O Rousseau περιγράφει αυτή την απαίτηση της δημοκρατίας πολύ εύστοχα: “… δεν υπάρχει μορφή διακυβέρνησης τόσο επιρρεπής σε εμφυλίους πολέμους και εσωτερικές διαμάχες όσο η δημοκρατική ή λαϊκή, καθώς καμία άλλη δεν τείνει τόσο έντονα και διαρκώς να αλλάζει μορφή, και να ζητά μεγαλύτερη επαγρύπνηση και θάρρος για να διατηρηθεί η δική της μορφή. Κυρίως σε αυτή την πολιτική σύσταση πρέπει ο πολίτης να οπλίζεται με δύναμη και σταθερότητα και να επαναλαμβάνει κάθε μέρα της ζωής του από τα βάθη της καρδιάς του ότι έλεγε ένας ενάρετος Παλατίνος στη Δίαιτα της Πολωνίας : Malopericulosam libertatem quam quietum servitium (Καλύτερα μια ελευθερία γεμάτη κινδύνους παρά μια ήσυχη σκλαβιά). Αν υπήρχε λαός θεών, θα κυβερνόταν δημοκρατικά. Μια τόσο τέλεια διακυβέρνηση δεν ταιριάζει σε ανθρώπους.” Ο Θουκυδίδης στην παράγραφο 43 του επιταφίου του Περικλή αναφέρει : “οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους.” Λέει δηλαδή ότι δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς ελευθερία ούτε ελευθερία χωρίς εὔψυχον (καλή ψυχή), δηλαδή χωρίς θάρρος. Απορρέει λοιπόν το εξής δίλημμα για το σύγχρονο άνθρωπο: Ελευθερία ή ησυχία. Πρέπει όλοι μας να διαλέξουμε.»[cii]
Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα η άποψη ότι δεν πρέπει να παραιτούμαστε αν στο κόμμα μας εντοπίζουμε φαινόμενα αποδημοκρατικόποιησης, αλλά αντιθέτως πρέπει να παλεύουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να εκδημοκρατίσουμε το κόμμα. Δυστυχώς δεν μπορώ να δώσω τυπολογία σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές σχετικά με το πότε πρέπει να εγκαταλείπουμε ένα κόμμα στη τύχη του όταν οι τάσεις αποδημοκρατικοποίησης και γραφειοκρατίας το έχουν αλώσει εντελώς πέραν κάθε προσπάθειας μεταρρύθμισης.
Ο Ρουβίκωνας τον οποίο όταν τον διασχίσει το κόμμα, τότε η ζημιά είναι μη-αναστρέψιμη και μη-διορθώσιμη καθορίζεται πάντα από ειδικές συνθήκες και ιστορικά μοναδικές καταστάσεις. Τo μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω, δύο στη προκειμένη, τρανταχτά παραδείγματα, τα οποία περιγράφουν αυτόν τον ουδό πέραν του οποίου η δημοκρατική υπόθεση στο εσωτερικό του (εκάστοτε) κόμματος ήταν πλέον καταδικασμένη:
· Στο 10ο συνέδριο του κόμματος (1921) οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατίας και του αυταρχισμού μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, στο όνομα της ενότητας και της μεγιστοποίησης της ευελιξίας του κόμματος, παρά τις παρεμβάσεις και τις επιθυμίες του Λένιν, προέβησαν στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο Πολιτικό Γραφείο (7 μέλη) του κόμματος, παραμερίζοντας και υποκαθιστώντας την μέχρι τότε κυρίαρχη Κεντρική Επιτροπή.[ciii] Ο Λένιν, λίγο πριν πεθάνει, στην πολιτική του διαθήκη (και αλλού), έχοντας αντιληφθεί πολύ καλά τους κινδύνους που σηματοδοτούσε για την εσωτερική δημοκρατία του κόμματος (αλλά και της χώρας) μια τέτοια μεταβίβαση της απόλυτης εξουσίας στα 7 άτομα του Πολιτικού Γραφείου, πρότεινε εν είδει προειδοποίησης, όχι μόνο να μην αφαιρεθούν αρμοδιότητες από την Κεντρική Επιτροπή, αλλά να παραμείνει το κυρίαρχο κομματικό όργανο ανάμεσα στα συνέδρια και να εμπλουτιστεί με επιπλέον μέλη. Ιδού τι έλεγε συγκεκριμένα: «Θα πρότεινα να γίνουν μία σειρά αλλαγές στην πολιτική μας δομή σε αυτό το συνέδριο. Θέλω να σας μιλήσω για τα θέματα στα οποία δίνω την μεγαλύτερη σημασία. Στην κορφή της λίστας βάζω μία αύξηση του αριθμού των μελών της Κεντρικής Επιτροπής σε μερικές δωδεκάδες, η ακόμη και εκατό. Η γνώμη μου είναι ότι χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση η Κεντρική μας Επιτροπή θα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο αν η πορεία των γεγονότων δεν είναι ευνοϊκή για μάς (και αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν μπορούμε να βασιζόμαστε)… Η αύξηση των μελών της Κ. Ε. στα 50 ή ακόμη και τα 100 πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξυπηρετήσει διπλό ή και τριπλό σκοπό: Όσο περισσότερα μέλη έχει η Κ.Ε. τόσο περισσότεροι θα εκπαιδευτούν στη δουλειά της και τόσο θα ελαττωθεί ο κίνδυνος σχίσματος εξαιτίας κάποιας αδιακρισίας». [civ] Περιττό να πω ότι όχι μόνο δεν έγιναν αυτά που ζητούσε ο Λένιν αλλά ακόμη χειρότερα η εξουσία συγκεντρώθηκε στην ουσία σ’ έναν άνθρωπο, στον Στάλιν, ο οποίος αργότερα στις δίκες της Μόσχας δολοφόνησε όλους τους παλιούς του συντρόφους από την αρχική κεντρική επιτροπή (Μπουχάριν, Ράντεκ, Καμένεφ). Επιπλέον από τα 139 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τακτικά και αναπληρωματικά, που εκλέχθηκαν στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος (το τελευταίο πριν τις διώξεις), συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν τα 98. Από τους 1.966 αντιπροσώπους του εν λόγω Συνεδρίου συνελήφθησαν, κατηγορούμενοι για αντεπαναστατική δράση 1.103 και από αυτούς εκτελέστηκαν οι 848. Έχουμε δει λοιπόν που οδηγούν οι λογικές που επικαλούμενες τη δημοκρατία και τον καλύτερο έλεγχο των ηγετών από την βάση, στην πραγματικότητα συγκεντρώνουν την εξουσία του κόμματος σε μια χούφτα ανθρώπους, οι οποίοι μετά όντας ανεξέλεγκτοι αυθαιρετούν.
· Άλλο πιο κοντινό, χρονικά και χωρικά, σε μας παράδειγμα είναι η «ανοιχτή εκλογή» του προέδρου του κόμματος από το σώμα του συνεδρίου ή από την ίδια την «κοινωνία» (με την προσέλευση και φίλων του κόμματος), όπως έγινε παλιότερα στο ΠΑΣΟΚ και στη Νέα Δημοκρατία, και πιο πρόσφατα στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Με πρόσχημα την υπέρβαση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και την προώθηση της δημοκρατίας στο κόμμα, η άμεση εκλογή προέδρου στη πραγματικότητα λειτούργησε ευνοϊκά για την περαιτέρω αυτονόμηση της ηγεσίας από την κομματική βάση. Ο αρχηγός του κόμματος γίνεται το ίδιο το κόμμα. Οι κομματικές ηγεσίες παύουν να λογοδοτούν στη βάση της οργάνωσης και αφήνονται στην επιρροή των ισχυρών εξωκομματικών συμφερόντων. [cv]
Οφείλουμε, λοιπόν, να επαγρυπνούμε, να βλέπουμε την ουσία των θέσεων και των προτάσεων που γίνονται από τις διάφορες τάσεις στο κόμμα και να μην παρασυρόμαστε από ψευδεπίγραφες δημοκρατικές διακηρύξεις που επιχειρούν να καμουφλάρουν αυταρχικά επιχειρήματα και αντιλήψεις. Η ιστορία είναι πολύτιμος σύμμαχος σ’ αυτή μας την υποχρέωση.
Να σταματήσουμε να επικαλούμαστε συνεχώς έκτακτες καταστάσεις για να καταλύουμε τη δημοκρατία
Ο Clinton Rossiter, στην αρχή του βιβλίου του με τίτλο «Συνταγματική Δικτατορία», παραπέμπει τον αναγνώστη στην ακόλουθη φράση του γνωστού δημοσιολόγου, William E. Rappard:
« Η Δημοκρατία είναι το παιδί της ειρήνης και δεν μπορεί να ζήσει χώρια από την μητέρα της» [cvi]
Τι σημαίνει αυτό ; Απλά ότι η δημοκρατία είναι ασυμβίβαστη με τις έκτακτες καταστάσεις, όπως ο πόλεμος. Είναι πολίτευμα της «μπουνάτσας». Στις «τρικυμίες» ένας ή λίγοι παίρνουν τις αποφάσεις και δίνουν τις εντολές. Ούτε λόγος για δημοκρατία.
Τι θεωρείται, άραγε, έκτακτη κατάσταση ή έκτακτη ανάγκη ; Ορίζεται δύσκολα, όπως θα δούμε, αλλά μπορώ να φέρω κάποια χτυπητά παραδείγματα. Για παράδειγμα ένας πόλεμος, όπως προανέφερα. Ή μια μείζον (δομική) οικονομική κρίση, όπως η κρίση του 1929 ή του 2007-2008.
Τι προβλέπεται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (μη-κανονικών συνθηκών) ; Ο κυρίαρχος (κατά τον Schmitt) αποφασίζει να επιβάλλει έκτακτο καθεστώς στο οποίο συγκεντρώνει υπερ-εξουσίες σε σχέση με την κανονικότητα, ώστε (θεωρητικά) να έχει τα μέσα για να αντιμετωπίσει γρηγορότερα και αποφασιστικότερα την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και αναφέραμε την κρίση του 1929, ήταν οι υπερ-εξουσίες που έλαβε ο Ρούζβελτ το 1933 ενεργοποιώντας το άρθρο του Συντάγματος των ΗΠΑ το σχετικό με την «κατάσταση πολιορκίας». Άλλο παράδειγμα που αφορά στην κρίση του 2007-2008 (που εκδηλώθηκε στην χώρα μας το 2009-2010) είναι τα μνημόνια που πέρασαν με την «διαδικασία του κατ’ επείγοντος» από την βουλή, ουσιαστικά παρακάμπτοντάς την και καταλύοντας το Σύνταγμα της χώρας.
Τα προβλήματα ανακύπτουν μόλις προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα, όπως: · Τι περιλαμβάνει μια «κατάσταση ανάγκης» (πέραν των προφανών, π.χ. τον πόλεμο);
· Ποιος κηρύττει την «έκτακτη ανάγκη», ο λαός ή η κυβέρνηση; Ή αλλιώς ποιος είναι τελικά ο κυρίαρχος ;
· Και το σημαντικότερο πότε τελικά θα αρθεί η κατάσταση εξαίρεσης ; Πότε τελειώνουν οι έκτακτες συνθήκες ; Και ποιος κρίνει ή/και αποφασίζει ότι έληξε η έκτακτη περίοδος ; (επανερχόμαστε δηλαδή στο ζήτημα της κυριαρχίας)
Ο Giorgio Agamben παρατήρησε ότι ιστορικά οι «έκτακτες ανάγκες» άπαξ και κηρυχτούν τείνουν να μετατρέψουν την εξαίρεση σε κανόνα. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
«Ανάμεσα στα στοιχεία που δυσχεραίνουν τον ορισμό της κατάστασης εξαίρεσης συγκαταλέγεται ασφαλώς και η στενή σχέση που διατηρεί με τον εμφύλιο πόλεμο, την εξέγερση και την αντίσταση. Εφόσον ο εμφύλιος πόλεμος είναι το αντίθετο της κανονικής κατάστασης, εντάσσεται σε μια ζώνη απροσδιοριστίας σε σχέση με την κατάσταση εξαίρεσης, που είναι η άμεση απάντηση της κρατικής εξουσίας στις πιο ακραίες εσωτερικές συγκρούσεις… Ας πάρουμε την περίπτωση του ναζιστικού κράτους. Αμέσως μόλις ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία (ή, για να ακριβολογούμε, μόλις του παραδόθηκε η εξουσία), εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου του Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους το οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ΄ Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης, που διήρκησε δώδεκα χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει όχι μόνο την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών». [cvii]
«Η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» ως τεχνική διακυβέρνησης και τελικά ως «όπλο» των επίδοξων δικτατόρων για την κατάλυση της δημοκρατίας δεν περιορίζεται φυσικά στο κρατικό επίπεδο διακυβέρνησης. Στο εσωτερικό των κομμάτων - πριν ή μετά την κατάληψη της κρατικής εξουσίας - το ίδιο «όπλο» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τις τάσεις που θέλουν να χειραγωγήσουν την βάση και να ελέγξουν την πολιτική της οργάνωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της «εργατικής αντιπολίτευσης» στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος και συγκεκριμένα πως αυτή αντιμετωπίστηκε από την ηγεσία (Λένιν, Τρότσκυ, Μπουχάριν, κ.ο.κ).
Η «εργατική αντιπολίτευση» ήταν μια οργανωμένη τάση συνδικαλιστών εργατών που έφερε πρώτη, μετά την νίκη του Οκτώβρη του 1917, στο προσκήνιο της εσωκομματικής συζήτησης τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας. Οι αρχές που προωθούσε και διεκδικούσε ώστε να καταργηθεί το «γραφειοκρατικό πνεύμα μέσα στο Κόμμα» ήταν κατ’ ουσίαν τρείς:
· «Εκλογές παντού, κατάργηση των διορισμών και των απεσταλμένων, δυνάμωμα της ευθύνης απέναντι στη βάση.
· Πληροφόρηση στο εσωτερικό του Κόμματος (σ’ ότι αφορά τόσο στις εκτιμήσεις πάνω στο πρόσωπο του υποψήφιου όσο και τα γενικά θέματα). Να παίρνεται υπόψη η γνώμη της βάσης (πλατειά εξέταση των θεμάτων σε γενικές συνελεύσεις, ενώ η κορυφή πραγματοποιεί μετά τη σύνθεση. Οποιοσδήποτε μέλος του Κόμματος να γίνεται δεκτό στις συγκεντρώσεις των ηγετικών κέντρων, εκτός απ’ αυτές όπου χρειάζεται ιδιαίτερη μυστικότητα). Ελευθερία κριτικής και γνώμης (όχι μόνο δικαίωμα ελεύθερης συζήτησης, αλλά και υλική ενίσχυση για την έκδοση των απόψεων διαφόρων τάσεων που υπάρχουν μέσα στο Κόμμα).
· Προλεταριοποίηση όλου του Κόμματος. Μείωση των πολλών ηγετικών θέσεων ενός ατόμου στο Κόμμα και τις υπηρεσίες του Κράτους.» [cviii]
Σε αντίθεση με την μεγάλη επιρροή που είχαν τα μέλη και τα αιτήματα της «εργατικής αντιπολίτευσης» στα εργοστάσια της χώρας, οι προτάσεις της δεν έτυχαν μεγάλης αποδοχής από το 10ο συνέδριο του κόμματος (1921). Μία από τις αιτίες ήταν και η επίθεση που δέχτηκε από το σύνολο της ηγεσίας των μπολσεβίκων. Όλοι οι μεγάλοι ηγέτες της επανάστασης, σύσσωμοι, επιτέθηκαν στις αρχές της αντιπολίτευσης, αν και ξεκινούσαν από άλλη αφετηρία.
Είναι αλήθεια ότι το 3ο σημείο της αντιπολίτευσης περί προλεταριοποίησης του κόμματος, δηλαδή η στελέχωση του κόμματος μόνο από εργάτες, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές. Και αυτό γιατί βασίζεται σε μια μηχανιστική και εξόχως απλοϊκή αντίληψη για την επαναστατική-ταξική συνείδηση. Για τους συνδικαλιστές της «Αντιπολίτευσης» η αντικειμενική θέση του ατόμου στη παραγωγή - στη προκειμένη η θέση του εργάτη - παράγει αυτομάτως την αντίστοιχη ταξική συνείδηση των συμφερόντων του και του ιστορικού του ρόλου. Έτσι για τους αντιπολιτευόμενους, όπως η Κολλοντάι, αρκεί η είσοδος των εργατών στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό ώστε να ανακτήσει η επανάσταση την αρχική της ορμή προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Παρ’ όλα αυτά τα δύο πρώτα σημεία (εκλογή και όχι διορισμός, πλήρης πληροφόρηση, ελευθερία κριτικής) αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στο κόμμα (και στο κράτος).
Η θέση που πήρε ο Τρότσκι, δηλαδή η στρατιωτικοποίηση της εργασίας και η κρατικοποίηση των συνδικάτων, εκτέθηκε παραπάνω. Ο Λένιν, παρότι αργότερα καταδίκασε τις θέσεις που υπερασπιζόταν ο Τρότσκι, δεν υποστήριξε ούτε την εργατική αντιπολίτευση. Για την ακρίβεια της επιτέθηκε λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις, όπως «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση», «αρρώστια που έχει πλήξει ένα μέρος των εργατών», «αντικειμενικά και αυθεντικά αντεπαναστατική» για να την περιγράψει. Ο λόγος της μανιασμένης επίθεσης έχει ενδιαφέρον. Ιδού τι έλεγε ο Λένιν με ύφος ιεροεξεταστή:
«Περνώ τώρα στην “εργατική αντιπολίτευση”. Παραδεχτήκατε ότι μείνατε στην αντιπολίτευση. Ήρθατε στο συνέδριο του Κόμματος με την μπροσούρα της σ. Κολλοντάι, με την μπροσούρα που γράφει: “εργατική αντιπολίτευση”. Δίνατε τα τελευταία δοκίμια, ξέροντας για τα γεγονότα της Κρονστάνδης και για τη μικροαστική αντεπανάσταση που ξεσηκωνόταν. Και σε μια τέτοια στιγμή έρχεστε με την ονομασία: “εργατική αντιπολίτευση”! Δεν καταλαβαίνετε τι ευθύνη αναλαμβάνετε και πόσο παραβιάζετε την ενότητα! Στο όνομα τίνος ; Θα σας εξετάσουμε, θα σας υποβάλλουμε εδώ σε εξετάσεις».[cix]
Ο Λένιν ποτέ δεν απάντησε συγκεκριμένα, με λογικά επιχειρήματα, απέναντι σ’ ό,τι πρέσβευε η εργατική αντιπολίτευση. Περιορίστηκε στις ύβρεις και βασίστηκε σ’ ένα μεγάλο βαθμό στην προσωπική δύναμη που είχε στο κόμμα (ένεκα προσωπολατρίας) για να συντρίψει την τάση του επαναστατικού συνδικαλισμού που σαν τραγική ειρωνεία υπεράσπιζε αυτά που είχαν γραφτεί στο «Κράτος και Επανάσταση» το 1917.
Επιπλέον - και εδώ είναι το επίδικο - ο Λένιν, χωρίς να απαντά επί της ουσίας, προτάσσει την εξέγερση της Κρονστάνδης (ναυτική εξέγερση αναρχικής καθοδήγησης απέναντι στο κράτος των μπολσεβίκων) για να αποδομήσει ηθικά και a priori τις διεκδικήσεις της εργατικής αντιπολίτευσης. Με άλλα λόγια επικαλείται μια έκτακτη κατάσταση για να καταστήσει ανεπίκαιρα τα μέτρα που στοχεύουν στην μεταρρύθμιση του κόμματος και του κράτους στην κατεύθυνση της δημοκρατίας και εις βάρος της γραφειοκρατίας. Οι έκτακτες συνθήκες απαιτούν έκτακτα μέτρα. Αυτό είναι το επιχείρημα του Λένιν. Τι κι αν τα μέλη της εργατικής αντιπολίτευσης είχαν καταδικάσει και πολεμήσει την Κρονστάνδη, μένοντας πιστά στην μυθική αντίληψη του κόμματος ; [cx] Οι βασικές θέσεις της επαναστατικής συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης απαξιώθηκαν και αγνοήθηκαν από τους σύνεδρους του 10ου συνεδρίου.
Η ιστορία βέβαια εκδικήθηκε τον καιροσκοπισμό του Λένιν με το να τον αναγκάσει, στα τελευταία του χρόνια, όχι μόνο να καταπιαστεί σοβαρά με την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, αλλά και να υιοθετήσει τα βασικά μέτρα της εργατικής αντιπολίτευσης. Ήταν, όμως, πολύ πιο σκληρή απέναντι σε αυτούς που αιματοκύλισε ο Στάλιν αργότερα (βλ. παραπάνω), ο οποίος με τη σειρά του δικαιολόγησε τις μαζικές σφαγές με την επίκληση μιας σειράς (συναφών) έκτακτων συνθηκών. Απέναντι στο βασικό στόχο της επανάστασης, δηλαδή στην τάχιστη εκβιομηχάνιση της χώρας για να αντιμετωπίσει τα ιμπεριαλιστικά κράτη και να εγκαθιδρύσει το σοσιαλισμό (σε μία χώρα), δεν χωρούσαν αμφιβολίες και συζητήσεις. Η συγκυρία ήταν κρίσιμη καθώς ο εχθρός καπιταλισμός καραδοκούσε στη γωνία και εμφανιζόταν είτε με τη μορφή των κουλάκων, είτε με την εκ νέου ανάδυση των εμπορευματικών σχέσεων ανταλλαγής, είτε με την μορφή των «προδοτών της επανάστασης», είτε με την ιμπεριαλιστική-στρατιωτική απειλή που επικρεμόταν στη χώρα.
Συνεπώς, συνεχώς, σε καθημερινή βάση και ανά πάσα στιγμή, κρινόταν το μέλλον της επανάστασης και της «ιερής ιδέας» του σοσιαλισμού. Ήταν, με άλλα λόγια, μια διαρκής κατάσταση ανάγκης. Ως εκ τούτου όλοι όφειλαν να σεβαστούν την ιεραρχία του (στρατιωτικού, ήδη από τον Λένιν) κόμματος και να πειθαρχήσουν στις διαταγές του «αρχηγού» (στη προκειμένη του Στάλιν). Η κατάληξη όλης της προηγούμενης αφήγησης είναι η εξής: στο όνομα της ενότητας του κόμματος και κυρίως της προστασίας της επανάστασης από τα αντεπαναστατικά στοιχεία, ο Στάλιν, δολοφόνησε όλη την «παλιά φρουρά» και χιλιάδες κομματικά μέλη (την συντριπτική πλειονότητα).
Πλέον είναι κρυστάλλινα καθαρό ότι οι επίδοξοι σφετεριστές της εξουσίας θα «βαφτίζουν» συνεχώς δύσκολες καμπές του αγώνα ως έκτακτες καταστάσεις για να επιβάλλουν έκτακτα μέτρα. Τα έκτακτα μέτρα, όμως, απαιτούν, κατά κανόνα, επιπρόσθετες εξουσίες και αρμοδιότητες. Στην περίπτωση, δε, που κρίσιμες στιγμές δεν υπάρχουν, τότε πολύ απλά πρέπει να κατασκευαστούν. Και κάπως έτσι αλώνεται η δημοκρατία στο όνομα της ασφάλειας και της αντιμετώπισης του κινδύνου.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι, που υπήρξε μια από τις ηγετικές μορφές της εργατικής αντιπολίτευσης, ήδη από το 1921, πολύ πριν την επικράτηση του Στάλιν, είχε εντοπίσει αυτή την τάση των ηγετών να επικαλούνται καταστάσεις εξαίρεσης για να ασκούν μόνοι τους, ανεξέλεγκτα, την εξουσία και επισήμαινε τα εξής:
«…πρέπει να καταλάβουμε ότι οι ηγέτες μας έχουν άδικο όταν λένε: σήμερα που δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος στο μέτωπο, δεχόμαστε να χαλαρώσουν τα πράγματα μέσα στο Κόμμα. Μόλις, όμως, εμφανιστεί ένας τέτοιος κίνδυνος θα ξαναεφαρμόσουμε το “στρατιωτικό σύστημα”. Έχουν άδικο γιατί αν θυμηθούν καλά θα δουν ότι ο ηρωισμός των μαζών ήταν που γλίτωσε το Πέτρογραντ, που υπερασπίστηκε αρκετές φορές το Λουγκάνσκ και άλλες πόλεις και ολόκληρες περιοχές. Ήταν μόνος ο Κόκκινος Στρατός ; Όχι… Είναι σωστό ότι τη στιγμή του κινδύνου χρειάζεται να δυναμώνει η πειθαρχία, η ταχύτητα και η ακρίβεια της εκτέλεσης των διαταγών, η αφοσίωση στο προλεταριάτο και στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Υπάρχει, όμως, άβυσσος ανάμεσα σ’ αυτές τις εκδηλώσεις ταξικής συνείδησης και την τυφλή υπακοή που τώρα τελευταία πρεσβεύει το Κόμμα μας. Η εργατική Αντιπολίτευση μαζί με μια ομάδα αγωνιστών από τη Μόσχα, ζητάει στο όνομα της εξυγίανσης του Κόμματος και της κατάργησης του βλαβερού γραφειοκρατικού πνεύματος, την εφαρμογή των δημοκρατικών αρχών, όχι μόνο σε περιόδους ησυχίας, αλλά και σε περίπτωση εσωτερικής ή εξωτερικής κρίσης».[cxi]
Τα λόγια αυτά της Κολλοντάι οφείλουν να είναι οδηγός στην προσπάθεια μας για την αντιμετώπιση της πολιτικής λογικής που θέλει τις συλλογικές διαδικασίες, τον ανοιχτό διάλογο, την ελευθερία κριτικής, τον έλεγχο των ηγετών και τελικά την ίδια την δημοκρατία ως πρόταγμα, να είναι «παιχνιδάκια για μικρά παιδιά», με τα οποία μπορούν να «παίζουν» σε «στιγμές χαλάρωσης» όταν δεν διακυβεύεται τίποτα το σημαντικό, ενώ σε κρίσιμες και κορυφαίες φάσεις του αγώνα μόνο οι «ενήλικοι» και οι «κηδεμόνες» έχουν λόγο. Η ελιτίστικη αυτή λογική, είτε εκφέρεται ρητά, είτε υπονοείται, ανεξάρτητα από τις όποιες (αγνές) προθέσεις, ιστορικά έχει καταδειχτεί ότι οδηγεί μόνο σε τερατογενέσεις. .
Να μην μεταθέτουμε το πρόταγμα της δημοκρατίας
Δεν μπορούμε, τρόπον τινά, να μεταθέτουμε το ζήτημα της δημοκρατίας στη «δευτέρα παρουσία», δηλαδή μετά την κατάληψη της εξουσίας ή/και μετά την ολοκλήρωση των στρατηγικών στόχων της επανάστασης. Η δημοκρατία πρέπει να διεκδικηθεί εδώ και τώρα για τον έλεγχο των ηγετών, για την εκπαίδευση των πολιτών και για την απόκτηση από τους τελευταίους (ηθικής) ευθύνης. Εκτός από την επίβλεψη των ηγετών, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, οι δημοκρατικές διαδικασίες, επιπλέον, εκπαιδεύουν τις μάζες, τις εξοικειώνουν με τις αρχές της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και μέσω της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (που καθορίζουν τη ζωή τους) τις καθιστούν υπεύθυνες.[cxii] Οι δημοκρατικές διαδικασίες καλλιεργούν το έδαφος για ακόμη πιο βαθιές δημοκρατικές τομές, ευνοοώντας ακόμη περισσότερο τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού.
Υπάρχει ελπίδα ;
Όλα τα παραπάνω μπορεί στο χαρτί να μοιάζουν απλά, αλλά σε όσους έχουν ασχοληθεί με τα κοινά θυμίζουν έντονα το βασανιστήριο του Σίσυφου. Ομολογουμένως για να υλοποιηθούν απαιτούν τιτάνιο έργο, ηρωική επιμονή και ιώβεια υπομονή. Όμως είναι εφικτά. Λάθος. Δεν είναι απλά εφικτά, είναι συνάμα και απολύτως αναγκαία. Οπότε υπάρχει ελπίδα. Δεν γίνεται διαφορετικά.
Αν θέλουμε δημοκρατία οφείλουμε να παλέψουμε γι’ αυτήν. Το δίλλημα είναι ξεκάθαρο: θέλουμε να είμαστε οι πολίτες της λογικής «το αυτόν πράττειν καί μή πολυπραγμονείν» του Πλάτωνα [Δηλαδή να ασχολείται κανείς με τις δικές του υποθέσεις και να μην κάνει πολλά πράγματα για τα οποία κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη του] ή της λογικής του Περικλή
«…μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν». [Δηλαδή : «Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο (παράσιτο)]»
Σε όσους από εμάς ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, στους πολίτες, συνεπώς, που συμμετέχουμε στα κοινά, δηλαδή ασχολούμαστε με την πολιτική, ο Weber μας συμβουλεύει τα εξής:
«Και ακόμη εκείνοι, που δεν είναι, ούτε ηγέτες, ούτε ήρωες, πρέπει να οπλισθούν με τέτοια ψυχική στερεότητα, που ν’ αψηφούν ακόμη και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους. Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δε θα μπορούν να κατορθώσουν ούτε αυτό που είναι σήμερα δυνατό. Μόνο εκείνος “προορίζεται” για την πολιτική, που είναι σίγουρος ότι δεν θα απογοητευθεί… Μόνον όποιος αντιμετωπίζοντας ολ’ αυτά, μπορεί να πει: “παρ’ όλ’ αυτά”, “προορίζεται” για την πολιτική» [cxiii]
Παραπομπές και σημειώσεις
[1] Γιώργος Ρούσης. «Μετάβαση». Εκδόσεις Τόπος, 2014. Σελίδα 125. Για μια εξαιρετική ανάλυση του έργου του Bloch βλ. το κεφάλαιο 3 του παραπάνω βιβλίου.
[1] Ο όρος είναι του Umberto Cerroni. «Θεωρία του πολιτικού κόμματος». Εκδόσεις Παρατηρητής, 1986. Σελίδα 50.
[1] Moisey Ostrogorski. «Η Δημοκρατία και το κομματικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Εκδόσεις The Macmillan Company, 1910. Σελίδα 441.
[1] Max Weber. «Η Πολιτική ως επάγγελμα». Εκδόσεις Παπαζήσης, 1987. Επίσης του ιδίου «Οικονομία και Κοινωνία». Τόμος 2ος. Εκδόσεις Σαββάλας, 2007.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 61-63.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 79-83.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 85, 87-88.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 240.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 550-551.
[1] Maurice Duverger. «Political Parties. Their organization and activity in the modern state». Εκδόσεις Methuen and Co Ltd, 1978. Σελίδες 422, 423.
[1] Γράμμα του Marx στον Engels. Λονδίνο, 11 Φεβρουαρίου 1851. MECW Volume 38, p. 285
[1] Γράμμα του Engels στον Marx. Πέμπτη, Manchester, 13 Φεβρουαρίου 1851. MECW Volume 38, p. 289
[1] Γράμμα του Marx στον Engels. Λονδίνο, 29 Ιουλίου 1868. MECW, Volume 43, p. 74
[1] Μαρξ, Ένγκελς. «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Κεφάλαιο: προλετάριοι και κομμουνιστές.
[1] Επιστολή του Μαρξ στον Schweitzer. 13 Οκτωβρίου 1868. Marx and Engels Correspondence. International Publishers, 1968
[1] Friedrich Engels. «The Program of the Blanquist Fugitives from the Paris Commune». Δημοσιευμένο στο Der Volksstaat, No.73, 26 Ιουνίου 1874.
[1] Αναφέρεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 68-69.
[1] Friedrich Engels. Preface to “Manifesto of the communist party», 1890 German edition.
[1] Friedrich Engels to Karl Kaoutsky. 11 Φεβρουαρίου 1891. « Marx-Engels Collected Works». Volume 49. Σελίδες 129-130.
[1] Παρατίθεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδα 80.
[1] Όπως παραπάνω.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 311.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 30-31.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 38-41.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 141-142, 143.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 175.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 126.
[1] Για τις θέσεις που ανέπτυξε στο «Τι να κάνουμε ;» και στο «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω» δέχτηκε την επίθεση της Λούξεμπουργκ («Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικη σοσιαλδημοκρατίας») και του Τρότσκι («Τα πολιτικά μας καθήκοντα»).
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 16. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδα 114.
[1] Αναφέρεται στο έργο του Νίκου Γ. Μούσουρου με τίτλο «Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Εκδόσεις Αγώνας, 1972. Σελίδα 47 (στην υποσημείωση).
[1] Αναφέρεται στο έργο του Κώστα Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδα 17.
[1] Σεργκέι Νετσάγιεφ. «Η Κατήχηση του Επαναστάτη». Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2011. Σελίδες 24-26.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 6. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδες 128, 135.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Κράτος και Επανάσταση». Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2007. Σελίδα 56.
[1] Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζω την μελέτη (3 άρθρα στην πραγματικότητα) του Ernest Mandel με τίτλο «Για το Επαναστατικό Κόμμα» (Εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2005) ως την πιο πειστική και διεξοδική. Χρήσιμη είναι επίσης η μελέτη του Δημήτρη Α. Κατσορίδα με τίτλο «Η άποψη του Λένιν για την οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 90 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2005).
[1] Κοστάντσο Πρέβε. «Κριτική ιστορία του Μαρξισμού». Εκδόσεις ΚΨΜ, 2010. Σελίδα 19.
[1] Κώστας Παπαϊωάννου. «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 64-66, 68-69.
[1] J. V. Stalin. Κεφάλαιο «Τα θεμέλια του Λενινισμού» από το τόμο «Προβλήματα του Λενινισμού». Foreign Languages Press, Peking, 1976. Σελίδες 1-116.
[1] Βλ. ενδεικτικά τη μπροσούρα «Ένα βήμα μπρός, δύο βήματα πίσω».
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 381-382.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδα 383.
[1] Καρλ Μαρξ. «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία». Εκδόσεις Θεμέλιο, 2014. Σελίδα 94.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 336-337.
[1] Claude Pennetier και Bernard Pudal. «Σταλινισμός, λατρεία της εργατικής τάξης και λατρεία των ηγετών» στο συλλογικό έργο με τίτλο «Ο αιώνας των κομμουνισμών». Εκδόσεις Πόλις, 2001. Σελίδα 515.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 514.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 106-107.
[1] Claude Pennetier και Bernard Pudal. «Σταλινισμός, λατρεία της εργατικής τάξης και λατρεία των ηγετών» στο συλλογικό έργο με τίτλο «Ο αιώνας των κομμουνισμών». Εκδόσεις Πόλις, 2001. Σελίδες 518-519.
[1] Μιχαήλ Μπακούνιν. «Κρατισμός και Αναρχία». Δεύτερη Έκδοση. Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1979. Σελίδες 184-185.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 76-87.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Ο περίεργος μη-θάνατος του Νεοφιλελευθερισμού». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2014.
[1] Joseph A. Schumpeter. «Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία». Εκδόσεις Παπαζήση, 2006. Σελίδες 341-342, 344.
[1] John Holloway. «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Το νόημα της επανάσταση σήμερα». Εκδόσεις Σαββάλας, 2006. Σελίδες 47-49.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 49.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 43-44.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδες 7, 13, 16-17.
[1] David Graeber. «Το Δημοκρατικό Σχέδιο. Η Ιστορία, Η Κρίση, Το Κίνημα». Εκδόσεις Λιβάνη, 2014. Σελίδα 118.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδες 76, 78.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 310.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 308, 310.
[1] Ερνέστ Μαντέλ. «Για το Επαναστατικό Κόμμα». Εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2005. Σελίδα 70.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδες 76, 82.
[1] Αντόνιο Γκράμσι. «Αυθορμητισμός και συνειδητή διεύθυνση» στο τόμο με τίτλο «Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική». Εκδόσεις Στοχαστής, 2012. Σελίδα 79.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδες 495-496.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδα 15.
[1] Αναφέρεται στο «Μαρξ-Μπακουνιν. Για το Σοσιαλιστικό Κράτος» του Γιώργου Ρούση. Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011. Σελίδα 115.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 117.
[1] Ernest Mandel. «Εξουσία και Χρήμα. Μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας». Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1994. Σελίδα 148.
[1] Ernest Mandel. «Εξουσία και Χρήμα. Μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας». Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1994. Σελίδες 148-149.
[1] Ενδεικτικά βλ. Ellen Meiksins-Wood. «Η Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου». Εκδόσεις ΚΨΜ, 2008. Σελίδες 47-55, 146-150. Γιάννης Μηλιός, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος. «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση». Εκδόσεις νήσος, 2011. Σελίδες 350-362. Atilio A. Boron. «”Empire” and Imperialism. A Critical Reading of Michael Hardt and Antonio Negri». Publisher Zed Books, 2005.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Αυτοδιαχείριση και Επανάσταση στη Λατινική Αμερική». Δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ανταίος». Τεύχος 2ο. Σελίδες 19-48.
[1] Robert Paxton. «Η Ανατομία του Φασισμού». Εκδόσεις Κέδρος, 2006. Σελίδες 83-84.
[1] Raul Zibechi. «Αυτονομίες και χειραφετήσεις. Η Λατινική Αμερική σε κίνηση». Εκδόσεις αλάνα, 2010. Σελίδα 24.
[1] Ουμπέρτο Τσερόνι. «Θεωρία του πολιτικού κόμματος». Εκδόσεις Παρατηρητής, 1986. Σελίδα 68.
[1] Αριστοτέλης. Πολιτικών Ε. Στίχοι 1308b 10-15. Μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου. Εκδόσεις Κάκτος, 1993. Σελίδα 233.
[1] Μοντεσκιέ. «Το πνεύμα των νόμων». Αναφέρεται στο τόμο με τίτλο «Μοντεσκιέ. Επιλογή από το έργο του». Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1993. Σελίδα 331.
[1] Jean-Jacques Rousseau .«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο». Εκδόσεις Πόλις, 2012. Σελίδες 159-160.
[1] Robert Michels. «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία». Εκδόσεις Γνώση, 1997. Σελίδα 132.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδα 546.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 104-105.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 106-107.
[1] Όπως παραπάνω. Σελίδες 118-124.
[1] Κορνήλιος Καστοριάδης. «Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Η Πόλις και οι νόμοι.» Τόμος Β’. Εκδόσεις Κριτική, 2008. Σελίδα 136.
[1] Συλλογικός τόμος με τίτλο «Κοινωνίες μοιράσματος. Οι σύγχρονοι απλοί τροφοσυλλέκτες». Πολιτειακές Εκδόσεις.
[1] Richard Borshay Lee. «Σκέψεις για τον πρωτόγονο κομμουνισμό» στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Κοινωνίες μοιράσματος. Οι σύγχρονοι απλοί τροφοσυλλέκτες». Πολιτειακές Εκδόσεις, χ.χ. Σελίδα 255.
[1] Κορνήλιος Καστοριάδης. «Η ελληνική ιδιαιτερότητα. Η Πόλις και οι νόμοι.» Τόμος Β’. Εκδόσεις Κριτική, 2008. Σελίδα 134.
[1] Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010». Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2011. Σελίδες 183-185.
[1] Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Ρωσική Επανάσταση». Εκδόσεις «ύψιλον», 1980. Σελίδες70-71.
[1] Όπως παραπάνω.
[1] Καρλ Μαρξ. «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2010. Σελίδα 12.
[1] Όπως είδαμε παραπάνω ίδιος ο Λένιν αναγκάστηκε, πολλές φορές στην πολιτική του διαδρομή, να τροποποιήσει τη θέση που υπερασπίστηκε το 1902 με το «Τι να κάνουμε;» . Για μια ακόμη πιο λεπτομερή ανάλυση της πορείας της σκέψης του Λένιν βλέπε την διεισδυτική μελέτη του Κώστα Παπαϊωάννου στο «Μαρξ και μαρξισμός. Τάξεις και Ιστορία». Τόμος 2ος. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2012. Σελίδες 11 -98.
[1] Manuel Arriaga. «για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας». Εκδόσεις Αιώρα, 2015. Σελίδες 139-140.
[1] Διάκριση που κάνει η Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδες 300 - 303.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Γράμμα προς το Συνέδριο». Γραμμένο το 1922 με τη τελευταία προσθήκη να ενσωματώνεται στο κείμενο στις 04/01 του 1923.
[1] David Graeber. «Στο Λυκόφως των Πρωτοποριών. Η ανάδυση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων». Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, 2008. Σελίδες 9-10.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 191, 199.
[1] Κόλιν Κράουτς. «Μεταδημοκρατία». Εκδόσεις Εκκκρεμές, 2006. Σελίδες 191, 201.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου». Δημοσιευμένο στις 29/09/15.
[1] Marta Harnecker. «Πραγματοποιώντας το αδύνατο. Η Αριστερά στο κατώφλι του 21ου αιώνα». Εκδόσεις Οδυσσέας, 2007. Σελίδα 345.
[1] Νίκος Παλαιολόγου. «Εργασία και Συνδικάτα στον 21ο Αιώνα». Εκδόσεις Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2006. Σελίδες 368-370.
[1] Manuel Arriaga. «για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας». Εκδόσεις Αιώρα, 2015. Σελίδες 55-73.
[1] Jean-Jacques Rousseau .«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο». Εκδόσεις Πόλις, 2012. Σελίδα 51.
[1] Αλέξιος Ξιφαράς. «Η άμεση δημοκρατία ως ζητούμενο σήμερα». Δημοσιευμένο στις 12/08/13.
[1] Σαρλ Μπετελεμ. «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ. 1η περίοδος 1917-1923». Τόμος Α΄. Τρίτη έκδοση. Εκδόσεις Κουκκίδα, 2010. Σελίδες 395-396.
[1] Β. Ι. Λένιν. «Γράμμα προς το Συνέδριο». Γραμμένο το 1922 με τη τελευταία προσθήκη να ενσωματώνεται στο κείμενο στις 04/01 του 1923.
[1] Χριστόφορος Βερναρδάκης. «Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010». Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2011. Σελίδες 195-199.
[1] Clinton L. Rossiter. «Constitutional Dictatorship. Crisis Government in the Modern Democracies». Εκδόσεις Princeton University Press, 1948. Σελίδα 5.
[1] Giorgio Agamben. «Κατάσταση Εξαίρεσης. Όταν η “έκτακτη ανάγκη” μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα». Εκδόσεις Πατάκη, 2013. Σελίδα 13.
[1] Αλεξάνδρα Κολλοντάι. «Εργατική Αντιπολίτευση». Εκδόσεις Βέργος, 1975. Σελίδα 75.
[1] Λένιν. Άπαντα. Τόμος 43. 5η Έκδοση. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελίδα 38.
[1] Maurice Brinton. «Οι μπολσεβίκοι και ο εργατικός έλεγχος. Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1917-21». Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1977. Σελίδα 187.
[1] Αλεξάνδρα Κολλοντάι. «Εργατική Αντιπολίτευση». Εκδόσεις Βέργος, 1975. Σελίδα 69.
[1] Robert Dahl. «Περί Δημοκρατίας». Εκδόσεις Ψυχογιός, 2001. Σελίδες 84-86.
[1] Max Weber. «Η Πολιτική ως επάγγελμα». Εκδόσεις Παπαζήσης, 1987. Σελίδα 168.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου