Το φθινόπωρο του 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
«ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ» της Θεσσαλονίκης το βιβλίο «Μη-συμβατικές θεωρίες: Οι κερδοσκόποι
του “ελληνισμού” και ο φενακισμός των αφελών», με το οποίο επιχείρησα να
διερευνήσω ένα νοσηρό φαινόμενο, πλευρές του οποίου εκτίθενται στις σελίδες
του, που καλλιεργούσε ψευδείς προσδοκίες, αλλά και την ημιμάθεια, την
παραπληροφόρηση και την αποχαύνωση διαρκώς και ευρύτερων στρωμάτων του
ελληνικού λαού και κυρίως των νεώτερων γενεών, που παραπαίουν ανάμεσα στις
εξειδικευμένες, στενά χρηστικές και επομένως παντελώς άχρηστες για μετέπειτα
«γνώσεις» των Φροντιστηρίων και ένα εγκληματικά απαξιωμένο, ψυχοφθόρο και
ακατάλληλο «εκπαιδευτικό σύστημα», στο οποίο, η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών,
σύμφωνα με την περιγραφή ενός απελπισμένου εκπαιδευτικού: «τούβλα μπαίνουν και
κούτσουρα βγαίνουν».
Αυτή η τρομακτική διαπίστωση για την συνεχιζόμενη μορφωτική
υποβάθμιση των νέων ανθρώπων υπήρξε ένα από τα βασικότερα ερεθίσματα που με
παρακίνησαν να γράψω αυτό το βιβλίο. Το δεύτερο ερέθισμα, που επιβεβαίωνε την
θλιβερή κατάσταση αμορφωσιάς και ημιμάθειας που προαναφέρθηκε, περιγράφεται
στις σελίδες του βιβλίου με την συνειδητοποίηση των τραγικών επιπτώσεων της
υπάρχουσας κατάστασης που δημιουργεί αυτό που ονόμασα «Σύνδρομο του Βασιλάκη»:
«…Έμεινα σιωπηλός για αρκετή ώρα αναλογιζόμενος την
πνευματική σύγχυση στην οποία είχε περιπέσει ο Βασιλάκης και την μεταμόρφωσή
του σε έναν φανατικό «ξεραόλα» μπουκωμένο με «μη-συμβατικές» άχρηστες αηδίες
τις οποίες πιστεύει για αδιαμφισβήτητες αλήθειες («το σύνδρομο του Βασιλάκη»),
πληρώνοντας έτσι το τίμημα για το «έγκλημά» του που δεν ήταν άλλο από το ότι
διψούσε «να μάθει» αυτά που ουδείς ενδιαφέρθηκε να του διδάξει στο σχολείο με
σοβαρότητα και «μεράκι»: Την Ιστορία της χώρας του, την προϊστορία και το
απώτερο παρελθόν της, την καταγωγή του λαού της, την γλώσσα και την ιστορία
της, την σχέση της με άλλες γλώσσες, το γιατί εκτιμούν οι άλλοι λαοί αυτά που
είπαν κάποιοι αρχαίοι στοχαστές και τα οποία ουδείς Βασιλάκης πρόκειται να
διδαχθεί (πλην ίσως σπανιοτάτων εξαιρέσεων) σε σχολική αίθουσα ελληνικού
δημοσίου εκπαιδευτηρίου. Από τότε αποφάσισα να «κράζω» και να «ξεφωνίζω» κάθε
«μη-συμβατικό» καραγκιόζη, καλοπροαίρετο ή απατεώνα, «ψώνιο» ή «ελληνέμπορα»,
αφελή ή τσαρλατάνο και όλους εκείνους που εκμεταλλευόμενοι την φιλομάθεια ή
έστω την αφέλεια κάποιων, όχι μόνον κερδοσκοπούν εις βάρος συνελλήνων, αλλά
προκαλούν και ανεπανόρθωτη ζημιά στον διανοητικό και μορφωτικό ορίζοντά τους με
τα πνευματικά σκουπίδια που τους «πασάρουν».
Όπως έγραφα στην «Εισαγωγή» του βιβλίου:
«…Τα τελευταία χρόνια βλέπουν το φως της δημοσιότητας με
ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς, που αγγίζουν γεωμετρική πρόοδο, διάφορα
«απροσδόκητα» κείμενα και θεωρίες για την Ελλάδα και τους Έλληνες, όπου
αναπτύσσονται όλο και πιο απίθανες απόψεις και φαντασιώσεις.
Πέρα όμως από τα δημοσιεύματα διαφόρων «εξειδικευμένων»
περιοδικών και την κυκλοφορία βιβλίων με αμφιλεγόμενο (τουλάχιστον)
περιεχόμενο, οι νέες τεχνολογίες παρέχουν πλέον την δυνατότητα, μέσω ειδικών
σελίδων του Διαδικτύου, να παρουσιάζονται εξωφρενικές θεωρίες Συνωμοσιολογίας
και Αποκρυφισμού, «αναλύσεις» και «αποκαλύψεις» περί της ελληνικής Ιστορίας και
Προϊστορίας, περί νέων «ερμηνειών» των καθιερωμένων επιστημονικών απόψεων και
περί άλλων τινών, που η ηπιότερη αξιολόγησή τους είναι ότι κυμαίνονται μεταξύ
παράνοιας και ψυχωσικού παραληρήματος.
Η αντίδραση των περισσοτέρων σε αυτά τα εκφυλιστικά
φαινόμενα είναι είτε η αδιαφορία («άσε να εκτονωθούν οι άνθρωποι!», είναι το
συνηθισμένο σχόλιο), είτε η ειρωνεία και ο σαρκασμός («γιατί συγχύζεσαι;
παλαβοί και ψώνια θα υπάρχουν πάντοτε», είναι μια άλλη συνηθισμένη
αντιμετώπιση)…».
«…Το πρόβλημα αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ πιο σύνθετο και οι
ρίζες του πήγαιναν πολύ πιο βαθιά από όσο μπορούσε να πιστέψει κάποιος μετά από
μια επιπόλαια θεώρηση και εύκολη κριτική. Έκρινα λοιπόν ότι υπάρχει ανάγκη να
ασχοληθούμε συστηματικά με το φαινόμενο και να επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του,
που θα μπορέσει να εξηγήσει την απομώρανση σοβαρών, πανέξυπνων και ικανότατων
ανθρώπων, που γίνονται εύκολα θύματα φενακισμού με θεωρίες και απόψεις
τουλάχιστον φαιδρές και εξόφθαλμα ανυπόστατες, όπως προκύπτει ύστερα από μια
στοιχειωδώς λογική/επιστημονική διερεύνηση. Μια πρώτη ερμηνεία που προκύπτει
είναι ότι κάτω από την επιφάνεια και το κοινωνικό προσωπείο του καθενός μας,
βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες και ψυχολογικά απωθημένα, που αποκτούν
ανεξέλεγκτα διέξοδο σε εύκολες θεωρίες φυγής από την πραγματικότητα και την
καθημερινότητα. Εκείνο ίσως που κάνει όλα αυτά συχνά μη ανιχνεύσιμα, είναι η
χρήση διαφόρων ευφημισμών, όπως οι όροι «μη-συμβατική Ιστορία», «νέα
επιστημονική θεώρηση», «αποκάλυψη της αλήθειας», «ξεσκέπασμα του ακαδημαϊκού
κατεστημένου» και άλλα τέτοια ηχηρά. Οι ορολογίες αυτές χρησιμοποιούνται κατά
κόρον, όχι μόνον προς άγραν αφελών, όπως θα μπορούσε να πιστέψει κάποιος, αλλά και
για λόγους γενικότερων κοινωνικο – ψυχολογικών συνειρμών, φανερώνοντας σε
τελική ανάλυση βαθύτερες υπαρξιακές, αλλά και εθνικές ανασφάλειες…».
Στα κεφάλαια του βιβλίου, πέρα από την παρουσίαση διαφόρων
μη-συμβατικών θεωριών και την κατάρριψή τους με τα σημερινά επιστημονικά
δεδομένα, προσπάθησα να διατυπώσω μια ερμηνεία αυτού του φαινομένου και τις
αιτίες διάδοσής του:
«…Είναι λοιπόν απόλυτα λογικό, μέσα σε μια επικίνδυνη και
ακαθόριστη διεθνή σκηνή, ο μέσος Έλληνας να επιζητεί εθνική αυτοεπιβεβαίωση και
κατά την γνώμη μου έτσι ερμηνεύονται τα ξεσπάσματα εθνικού παραληρήματος σε
κάποιες επιτυχίες (δυστυχώς χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα) της Εθνικής ομάδας
ποδοσφαίρου ή καλαθοσφαίρισης ή ακόμα και της Παπαρίζου, που εκφυλίζονται
συνήθως σε τριτοκοσμικά πανηγύρια από τους χωρίς μέτρο και διψασμένους για
δημοσιότητα πολιτικούς μας.
Η εναγώνια προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης σε συνδυασμό με τα
πολλαπλά εθνικά αδιέξοδα (ορατά ακόμη και σε «επαγγελματίες αισιόδοξους»
πολιτικούς αναλυτές, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι βρισκόμαστε μαζί με την
μικρή Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, τα οποία ως γνωστόν και δυστυχώς κρατούν
μόνον τρεις μέρες!) δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα και υπέδαφος για την
ανάπτυξη και διάδοση Θεωριών «Πανελληνισμού», «Αυτοχθονισμούς», μεταφυσικές πίστεις
για Ομάδες «Ε» και διάφορα άλλα πνευματικά παράσιτα και σαπρόφυτα.
Πιστεύω λοιπόν ότι ακόμα και για εκείνους, που σε κάποια
μεγαλύτερη ηλικία αντιλήφθηκαν την αξία του διαβάσματος, ισχύει ότι είναι
δύσκολο να μεταμορφωθούν ξαφνικά σε «βιβλιοφάγους» και συνήθως στρέφονται στο
διάβασμα «ελαφρών» αναγνωσμάτων, συνήθως ως υποκατάστατο των υπνωτικών!
Ο συνδυασμός αυτής της διαπιστωμένης απέχθειας των
νεοελλήνων προς την μελέτη «σοβαρών» βιβλίων με τα προσωπικά αδιέξοδα και την
ανάλογα διαμορφωμένη ψυχοπνευματική κατάσταση, οδηγεί αναπόφευκτα στην προσφυγή
σε αναγνώσματα «παραμυθίας», που και εύκολα διαβάζονται και προσφέρουν
παράλληλα παρηγοριά, εφησυχασμό και ευκαιρία για ονειροπόληση, εν είδει ψυχικού
βαλσάμου…».
«…Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα απελπιστική αν αναλογισθούμε
τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι, το μέλλον των οποίων
προδιαγράφεται θολό με μηδαμινές πιθανότητες αλλαγής του κλίματος. Παλιότερα,
ένας απόφοιτος εξαταξίου Γυμνασίου, πέρα από το γεγονός ότι διέθετε αξιόλογες
γενικές («εγκυκλοπαιδικές») γνώσεις και «μετείχε της ελληνικής Παιδείας» σε
ικανοποιητικό ποσοστό, είχε αυξημένες πιθανότητες να βρει εργασία χωρίς
ιδιαίτερη προσπάθεια. Σήμερα, οι νέοι φορτώνονται με πολλές εξειδικευμένες
γνώσεις, αγνοοούν στοιχειώδη πράγματα, αποκτούν πτυχία και μεταπτυχιακούς
τίτλους, συχνά χωρίς αντίκρυσμα, τα ελληνικά τους είναι πανάθλια (υπενθυμίζω
τον σάλο που είχε ξεσηκώσει πριν από μια δεκαετία περίπου η άγνοια των λέξεων
«αρωγή» και «ευδοκίμηση» στο θέμα της Έκθεσης, των υποψηφίων στις πανελλαδικές
εξετάσεις) και είναι τρομακτικά δύσκολο να βρουν δουλειά!…».
Υπενθυμίζω ότι όλα τα παραπάνω γράφτηκαν πριν από τον
Οκτώβριο του 2007. Ας αναλογιστούμε το τι συμβαίνει σήμερα!
«…Ατυχέστατα, το αποκορύφωμα της οικονομικής, πολιτικής,
κοινωνικής και ηθικής κρίσης που διέρχεται η χώρα εκτόξευσαν αυτά τα φαινόμενα
σε δυσθεώρητα ύψη και αποκάλυψαν τις χρόνιες
στρεβλώσεις και τα σαθρά θεμέλια της νεοελληνικής κοινωνίας σε όλους σχεδόν
τους τομείς και το τίμημα που θα κληθούμε πολύ σύντομα να πληρώσουμε θα είναι
τρομακτικό, ανεξάρτητα της μικρής ή μεγάλης ευθύνης που είχε ο καθένας μας τα
χρόνια που πέρασαν, επαναπαυμένοι και καθησυχασμένοι από την τεχνητή ευμάρεια
και την γενικευμένη νοοτροπία του «δεν βαριέσαι βρε αδελφέ» και «εγώ θα βγάλω
το φίδι από την τρύπα;».
Δυστυχώς αυτό το φίδι
γιγαντώθηκε και αν δεν αντιδράσουμε, θα μας καταπιεί, αργά ή γρήγορα, όλους
μας…
Δ. Ε. Ευαγγελίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου