Κείμενο: Νίκος Μέντζας
"Γιατί έτσι από τους αρχαίους καιρούς
Μοίρα θεοτική προστάζει
και στους Πέρσες όρισε πολέμους
καστροκαταλύτες κι αλογόβατες
μάχες βουερές κι ακόμη
χαλασμό στις πολιτείες”
Αισχύλου - Πέρσαι
Κατά την διάρκεια του πρώτου ελληνικού αποικισμού (11ος - 9ος αιώνας π.Χ.) τα παράλια της Μικράς Ασίας και τα κοντινά νησιά άρχισαν να αποικίζονται από τους Έλληνες. Αχαιοί, Δωριείς και Ίωνες δημιούργησαν πόλεις, οι οποίες, κυρίως κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό (8ος - 6ος αιώνας π.Χ.) αποτέλεσαν πρότυπα ανάπτυξης σε τομείς όπως οι τέχνες, το εμπόριο, ο πολιτισμός, αλλά και φιλοσοφικά κέντρα. Το 540 π.Χ. η Ιωνία και τα παράλια της Μικράς Ασίας τέθηκαν υπό την κυριαρχία του Πέρση αυτοκράτορα Κύρου Β', ο οποίος, μεταξύ άλλων, διόρισε τυράννους της αρεσκείας του στις διάφορες πόλεις, οδήγησε τους Ίωνες σε περικοπές των εμπορικών κινήσεων, επέβαλε οικονομικές εισφορές και την συνδρομή στρατιωτικών δυνάμεων σε εκστρατείες του. Το 499 π.Χ., όταν στον θρόνο της Περσικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν ο Δαρείος και ξεσπόυσε η Ιωνική Επανάσταση, ο τύραννος της Μίλητου Αρισταγόρας, κατέπλευσε στην Σπάρτη με σκοπό να πείσει τους Σπαρτιάτες να συνδράμουν, με στρατό, για την εκστρατεία εναντίον των Περσών με προορισμό τα Σούσα. Η απάντηση που πήρε, μετά από μερικές μέρες, ήταν αρνητική. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Κλεομένης, βασιλιάς της Σπάρτης και αδελφός του Λεωνίδα του απάντησε:
"Ξένε Μιλήσιε, να βρίσκεσαι έξω από τα σύνορα της Σπάρτης προτού δύσει ο ήλιος. Όσα λες, δεν θα τα ακούσουν ευχάριστα οι Λακεδαιμόνιοι, αφού θέλεις να τους οδηγήσεις σε απόσταση τριών μηνών πορεία από την θάλασσα."
Έπειτα ο Αρισταγόρας στράφηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι μετά από σύσκεψη και απόφαση της εκκλησίας του δήμου αποφάσισαν να στείλουν 20 πλοία με αρχηγό τον Μελάνθιο, που μαζί με 5 πλοία από τους Ερετριείς θα διοικούσε ένα εκστρατευτικό σώμα 2000 περίπου ανδρών. Ένας λόγος που οδήγησε τους Αθηναίους στην απόφαση αυτή ήταν και η περίπτωση του Ιππία. Ο Αθηναίος τύραννος Ιππίας ήταν γιος και διάδοχος του Πεισίστρατου. Μετά την μετά την ανατροπή του, το 510 π.Χ., και την ανάδειξη του Κλεισθένη και της δημοκρατικής μεταρρύθμισης που αυτός εισήγαγε στο πολίτευμα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να προσεταιριστεί τους Σπαρτιάτες για να πετύχει την παλινόρθωση του. Αφού δεν τα κατάφερε, στράφηκε στο πλευρό των Περσών και του σατράπη των Σάρδεων και αδερφού του Δαρείου, Αρταφέρνη. Απέβλεπε με αυτή την κίνηση στην βοήθεια τους για την ανάληψη της διακυβέρνησης της Αθήνας, με την πόλη να καταλήγει αποικία της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τις ραδιουργίες του Πεισιστρατίδη:
"Ο Ιππίας, όταν έφθασε από την Λακεδαίμονα στην Ασία, άρχισε να συκοφαντεί τους Αθηναίους στον Αρταφέρνη και κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να τους έχει πάλι υπό την εξουσία του και να καταλήξουν υπήκοοι του Δαρείου. Αυτή ήταν η δραστηριότητα του Ιππία και μόλις οι Αθηναίοι το πληροφορήθηκαν, έστειλαν αντιπροσώπους στις Σάρδεις για να μην πεισθούν οι Πέρσες από τους φυγάδες τους. Ο Αρταφέρνης τους διέταξε να δεχθούν πίσω τον Ιππία, αν ήθελαν να σωθούν. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και αποφάσισαν να γίνουν φανερά εχθροί των Περσών."
Έτσι, οι Αθηναίοι έκριναν σκόπιμο να βοηθήσουν τους Ίωνες και οι ενισχύσεις του έφθασαν στα παράλια της Μικράς Ασίας το 498 π.Χ. Ο Αρισταγόρας όρισε στρατηγούς για την εκστρατεία τον αδερφό του Χαροπίνο και τον Ερμόφαντο. Φθάνοντας στις Σάρδεις, πυρπόλησαν την πόλη και οπισθοχώρησαν για αναδίπλωση και επανένωση με τους Μιλήσιους. Η έκβαση της επανάστασης, ουσιαστικά, καθορίστηκε εκείνη τη χρονιά έπειτα από την ήττα των Ελλήνων κοντά στην πόλη της Εφέσου. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχίες, για να λήξει οριστικά, με νίκη των Περσών, πέντε χρόνια μετά. Τα παράλια της Μικράς Ασίας επανήλθαν ολοκληρωτικά στην κατοχή των Περσών.
Όταν οι Αθηναίοι μαζί με τους Ίωνες και τους Ερετριείς πυρπόλησαν τις Σάρδεις, ο Δαρείος ρώτησε να μάθει ποίοι ήταν αυτοί οι Αθηναίοι. Αφού πληροφορήθηκε πήρε το τόξο του, πέρασε ένα βέλος, σημάδεψε στον ουρανό λέγοντας, “Δία, ας μου δοθεί χάρη να εκδικηθώ τους Αθηναίους” και το εκτόξευσε. Ύστερα έδωσε διαταγή σε έναν υπηρέτη του, να του επαναλαμβάνει τρεις φορές πριν το δείπνο: “Δέσποτα, μην ξεχνάς τους Αθηναίους”. Ο Δαρείος είχε βάλει στόχο να υποτάξει τους θρασείς κατοίκους αυτής της μικρής πόλης που τόλμησε να θίξει την υπόληψη του κατά την Ιωνική Επανάσταση. Ο Πέρσης αυτοκράτορας, παρόλο που πίστευε ότι το ξέσπασμα της επανάστασης οφειλόταν σε δολοπλοκίες που ξεκίνησαν από τους τυράννους των περιοχών που βρίσκονταν στα παράλια, κατάλαβε ότι όσο θα υπήρχαν ελεύθερες ελληνικές πόλεις στα δυτικά, θα ήταν δύσκολο να διασφαλίσει την σταθερή κυριαρχία του στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η εισβολή του στην Ελλάδα, στην ουσία, εξυπηρετούσε επεκτατικούς σκοπούς με γνώμονα την διαφύλαξη και παράλληλα την ισχυροποίηση της αυτοκρατορίας του. Το προπύργιο της δύσης στεκόταν εμπόδιο σε αυτή την προοπτική˙ να ανοιχθεί δηλαδή ο δρόμος για την επέλαση και επικράτηση του ανατολίτικου δεσποτισμού στην Ευρώπη. Το προπύργιο αυτό όμως, κατοικούταν από πολίτες που το πάθος για την ελευθερία τρεφόταν από την δημοκρατική τους αντίληψη και το ένστικτο του πολίτη - οπλίτη που είχε διαμορφωθεί στην αρχαία Αθήνα, χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούσαν ισχυρές συνειδήσεις και νοηματοδοτούσαν την έννοια της συνειδητής πειθαρχίας.
Στην Ιωνική Επανάσταση, στο πλευρό των επαναστατημένων, πήρε μέρος και ο Μιλτιάδης, ο οποίος κατέλαβε την Ίμβρο και την Λήμνο, νησιά τα οποία παραχώρησε στους Αθηναίους, και που μετά την επιδρομή του Μαρδόνιου στην Θράκη, κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Μιλτιάδης είχε κληρονομήσει από τον θείο του την ηγεμονία της Χερσονήσου, μια περιοχής κοντά στην Καλλίπολη, στον Ελλήσποντο. Έχοντας καλές σχέσεις με τους Αθηναίους σε επίπεδο εμπορικών δραστηριοτήτων, και όχι μόνο, αλλά και λόγω της αθηναϊκής καταγωγής του, επέστρεψε στην πόλη το 493 π.Χ. Εκεί έτυχε υποδοχής με ανάμεικτα συναισθήματα. Υπήρξαν Αθηναίοι που είδαν την άφιξη του ως χρήσιμη συνεισφορά, λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας (είχε πολεμήσει και στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σκυθών) ενόψει του κινδύνου της περσικής εισβολής, υπήρξαν και εκείνοι που, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως "ρεαλιστές", την αντιμετώπισαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα καθώς προέβλεπαν περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα την καταβαράθρωση του εμπορίου. Πολλοί από τους τελευταίους πάντως ήταν παλιοί οπαδοί της τυραννίδας των Πεισιστρατηδών και του Ιππία, οπότε προσέβλεπαν σε μια επαναφορά του στην εξουσία. Όπως και να είχε, ο Μιλτιάδης εκλέχτηκε στρατηγός, και με την βοήθεια του Θεμιστοκλή, ο οποίος έβλεπε την σύγκρουση των Περσών με τους Έλληνες ως αναπόφευκτο γεγονός, λόγω εμπορικών αλλά και στρατηγικών - επεκτατικών διαφορών.
Το 491 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε πρεσβευτές σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για να ζητήσουν "γην και ύδωρ", ως κίνηση ψυχολογικής επιβολής. Τότε, μετά από αρνητική απάντηση, πόλεις όπως η Σπάρτη, η Αθήνα και η Κόρινθος συμφώνησαν σε συνεργασία για την επικείμενη επιδρομή από την ανατολή. Ο Δαρείος θα έπρεπε λόγω κύρους να χτυπήσει άμεσα και αποφασιστικά, με ισχυρή δύναμη τις πόλεις εκείνες που έθιξαν την υπόληψη του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούσε το προηγούμενο για ενδεχόμενες εξεγέρσεις και από άλλους λαούς που δυσφορούσαν απέναντι στην παντοκρατορία του. Έτσι και έκανε. Το 490 π.Χ., ο περσικός στόλος βρισκόταν στην τελική ευθεία της εκστρατείας. Πλέοντας προς την Αττική, οι Πέρσες υπέταξαν τους κατοίκους των νησιών, από τα παράλια της Ιωνίας μέχρι την Ερέτρια και πήραν τα παιδιά ως ομήρους. Ο Δαρείος θεωρούσε ότι η προσάρτηση των νησιών θα τον βοηθούσε να χρησιμοποιήσει τις περιοχές αυτές ως προγεφυρώματα εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας. Φτάνοντας στην Εύβοια, υπέταξαν την Ερέτρια, οι κάτοικοι της οποίας μετά από σθεναρή αντίσταση ηττήθηκαν από προδοσία. Ως αντίποινα για την καταστροφή των Σάρδεων, οκτώ χρόνια πριν, ο περσικός στρατός έκαψε τα μνημεία και αιχμαλώτισε τους κατοίκους. Ύστερα από την σύντομη αυτή νίκη, οι Πέρσες ξεκίνησαν για την αποβίβαση στην Αττική, με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Ο Ιππίας σύστησε την παραλία του Μαραθώνα ως σημείο απόβασης εξαιτίας της κοντινής απόστασης, της δυνατότητας για καλύτερη προετοιμασία που παρουσίαζε και του γεγονότος ότι στην περιοχή κατοικούσαν αρκετοί οπαδοί του, που ενδεχομένως θα βοηθούσαν με διάφορους τρόπους. Η πίστη των Περσών για την επικράτηση τους οφειλόταν σε δυο βασικούς παράγοντες: την υπέρτερη αριθμητική τους δύναμη και την ισχυρή παρουσία και συμμετοχή ιππικού, που τους οδηγούσαν στην πρόβλεψη ότι οι Αθηναίοι θα κρατούσαν αμυντική στάση, όπως οι Ερετριείς, και θα κλείνονταν πίσω από τα τείχη της πόλης.
Οι Αθηναίοι βλέποντας τον κίνδυνο συγκάλεσαν έκτακτη συνέλευση της εκκλησίας του δήμου και αποφάσισαν να κινηθούν προς τον Μαραθώνα, αντί να περιμένουν ταμπουρωμένοι στην πόλη. Η απόφαση τους για επιθετική στάση, από στρατηγικής άποψης, ήταν μια ριζοσπαστική έκφραση της ελεύθερης, δημοκρατικής σκέψης που συντελούσε σε ένα, όσο το δυνατόν, πιο σθεναρό και επιτυχές πλάνο απώθησης του εχθρού. Ο Μιλτιάδης ήταν εκείνος που επέμεινε στην επιθετική τακτική που θα έπρεπε να εφαρμοστεί, την απομόνωση του εχθρού και την διάλυση του. Σύμφωνα με το σχέδιο του, τα υψίπεδα γύρω από την ακτή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως τείχος προστασίας και προκάλυμμα για την παρατήρηση και την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που, βλέποντας το ..."ρεαλιστικά", συμβούλευαν την αμυντική στάση και έναν ενδεχόμενο συμβιβασμό με τον κατακτητή, ο οποίος ίσως έδειχνε ελεημοσύνη. Οι περισσότεροι Αθηναίοι συντάχτηκαν με την πρόταση του Μιλτιάδη, κόντρα στην αυταπάτη της δεύτερης πρότασης. Σε τελική ανάλυση δεν είχαν κάτι να χάσουν, εφόσον οι Πέρσες είχαν δρομολογήσει και προαποφασίσει τα μέτρα που επεφύλασσαν στον ελληνικό πληθυσμό. Αντιθέτως με την υποταγή θα έχαναν τα πάντα.
Την ώρα που οι Πέρσες έπλεαν προς τον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν στην Σπάρτη έναν κήρυκα, τον Φειδιππίδη, ο οποίος πεζός κάλυψε απόσταση 242 χλμ. μέσα σε δυο μέρες, και παράλληλα ετοίμασαν τον στρατό ορίζοντας δέκα στρατηγούς, έναν από κάθε φυλή. Η απόκτηση του στρατηγικού αξιώματος δεν ήταν ζήτημα κληρονομικότητας ή άλλου άμεσου τρόπου σφετερισμού, αλλά προϋπέθετε την αποδεδειγμένη αξία σε θέματα διαγωγής, χαρακτήρα και ικανοτήτων. Σε όλα αυτά τα σημεία, ο στρατηγός έπρεπε να είναι δοκιμασμένος και η εκλογή του γινόταν κάθε χρόνο - δημοκρατικά - από τον λαό. Πολέμαρχος ορίστηκε, με κλήρο, ο Καλλίμαχος. Η ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού λαού έγκειτο στο γεγονός ότι πέρα από τον ρόλο του πολίτη, του συμμετέχοντα δηλαδή στην πολιτική διεργασία και τις αποφάσεις για τα κοινά, ασκούσε και τον ρόλο του οπλίτη, του πολεμιστή, του υπερασπιστή του πάτριου εδάφους και της πολιτείας. Ο αγώνας για την ελευθερία σε επίπεδο αυτοδιάθεσης ενός λαού ξεκινούσε και ισχυροποιούταν βιωματικά, σαν συναίσθημα και τρόπος αντίληψης, από το ίδιο το πολίτευμα. Η διαδικασία της ελεύθερης έκφρασης, της συμμετοχής στο πεδίο της πολιτικής ζύμωσης και της ενασχόλησης με τα κοινά δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στην συνειδητή υπεράσπιση της ίδιας της πατρίδας από δεσποτισμούς και επίδοξους κατακτητές. Η έννοια πατρίδα αποκτούσε υπόσταση, μέσα από τη συμμετοχική διαδικασία, και η πειθαρχία σε στρατιωτικό επίπεδο, γινόταν συνειδητή. Οι όροι "πατρίδα" και "δημοκρατία" ταυτίζονταν πλέον σε τέτοιο βαθμό, που αποτέλεσαν μια ισχυρή και ριζοσπαστική μορφή κοινωνικής και ατομικής αντίληψης, οδηγώντας στην πολιτισμική άνθιση. Έτσι, η ιδιότητα του πολίτη - οπλίτη (του δημοκράτη - πατριώτη) δημιουργούσε το νέο μοντέλο ανθρώπου που αποκτούσε ελεύθερη και στιβαρή συλλογική συνείδηση, και σε στρατιωτικό επίπεδο αχρήστευε τον ρόλο του μισθοφορικού στρατού που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε από τυράννους για ιδιοτελείς σκοπούς, βάσει του καιροσκοπικού του χαρακτήρα.
Ο Φειδιππίδης όταν έφτασε στην Σπάρτη, ανήγγειλε στους Σπαρτιάτες:
"Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σας ζητούν βοήθεια. Μην ανεχθείτε μια πόλη αρχαιότατη στην Ελλάδα να υποδουλωθεί στους βαρβάρους. Η Ερέτρια έχει κιόλας υποδουλωθεί και η Ελλάδα έγινε ασθενέστερη κατά μια σπουδαία πολιτεία."
Οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν την πρόταση των Αθηναίων για συμμαχία εναντίον των Περσών, προβάλλοντας όμως έναν όρο. Θα έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν τα Κάρνεια, μέχρι την επόμενη πανσέληνο, για να ξεκινήσουν˙ χρονικό διάστημα δέκα, περίπου, ημερών. Το έθιμο της τοπικής θρησκευτικής εορτής προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα, που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, κατά την διάρκεια της πανσελήνου του μήνα Κάρνειου και διαρκούσε εννιά ημέρες, απαγόρευε την πολεμική εμπλοκή ενόσω διεξάγονταν οι εορτασμοί. Στην πραγματικότητα, ο βασικός λόγος για τις υπεκφυγές των Σπαρτιατών ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στις πολεμικές ικανότητες των Αθηναίων, και η αμφιβολία τους για την επικράτηση των τελευταίων εναντίον των Περσών. Γι αυτό τον λόγο δεν ήθελαν να ρισκάρουν μια άμεση κίνηση ρήξης με τους τελευταίους. Ο Φειδιππίδης, αφού έλαβε την απάντηση, κάλυψε την ίδια απόσταση πάλι μέσα σε δυο μέρες για να πληροφορήσει τους Αθηναίους σχετικά με την απόφαση των Σπαρτιατών.
Στο πλευρό των Αθηναίων παρατάχθηκαν οι Πλαταιείς, με τους οποίους διατηρούσαν καλές σχέσεις λόγω της βοήθειας που τους παρείχαν εναντίον της Θήβας. Οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου 10000 οπλίτες και οι Πλαταιείς 1000, περίπου, ενώ τον Καλλίμαχο διαδέχτηκε στην αρχηγία ο Μιλτιάδης λόγω των ικανοτήτων που επέδειξε στην διαμόρφωση του σχεδίου δράσης. Οι περσικές δυνάμεις, υπό τους στρατηγούς Δάτι και Αρταφέρνη, γιου του ομώνυμου Πέρση σατράπη, είχαν σαν σύμβουλο τον Ιππία και αριθμούσαν περίπου 45000 μαχητές. Εκείνο όμως που προβλημάτιζε περισσότερο τον Μιλτιάδη ήταν η παρουσία του ιππικού που δυσχέραινε την θέση των Ελλήνων οπλιτών. Ύστερα από μερικές μέρες, το βράδυ της ημερομηνίας που η αρχιστρατηγία είχε - τυπικά - ανατεθεί στον Μιλτιάδη, οι Πέρσες άρχισαν να φορτώνουν τα άλογα στα πλοία (πιθανώς για μεταφορά του στρατεύματος στην Αθήνα), με αποτέλεσμα να δοθεί η ευκαιρία στην ελληνική πλευρά για επίθεση.
Η περσική πλευρά παρέταξε τις δυνάμεις της σε όλη τους την έκταση. Το κέντρο ήταν επανδρωμένο με πολεμιστές από την Μηδία, Πέρσες και Σάκες, έναν πολεμοχαρή λαό, υποτελή στον Πέρση αυτοκράτορα, που πρόσφερε μισθοφόρους για τις μεγάλες εκστρατείες. Αυτό το τμήμα αποτελούσε το ισχυρό τμήμα της περσικής φάλαγγας, καθώς συμμετείχαν επίλεκτοι πολεμιστές. Τα δυο άκρα αποτελούσαν υποτελείς μαζί Πέρσες οπλίτες. Το σύνολο των περσικών δυνάμεων απλωνόταν σε βάθος 23 σειρών. Η ελληνική πλευρά παρατάχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο του Μιλτιάδη, ο οποίος ενίσχυσε τα πλευρικά τμήματα σε βάθος. Το δεξιό τμήμα επανδρώθηκε με οκτώ σειρές, απαρτιζόμενες από 500 οπλίτες η κάθε μια. Το βάθος των οκτώ σειρών διατηρήθηκε και στην αριστερή πλευρά, με 625 οπλίτες στην κάθε μια, καθώς εκεί είχαν προστεθεί οι δυνάμεις των Πλαιταιέων. Στο κέντρο, ο Μιλτιάδης, κράτησε το ίδιο μήκος αλλά μείωσε το βάθος, αφήνοντας τέσσερις σειρές των 500 οπλιτών. Οι Έλληνες είχαν μειώσει τους ζυγούς του κέντρου, επεκτείνοντας έτσι το μέτωπο και παράλληλα, έχοντας κρατήσει το βάθος και την πυκνότητα των δυο άκρων, προσδοκώντας μια δυνητική κίνηση που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για περικύκλωση του εχθρού στο κέντρο. Στο κέντρο είχε πάρει θέση και ο Μιλτιάδης, αφού οι απαιτήσεις εκεί θα ήταν μεγάλες και θα κρινόταν η έκβαση της μάχης. Το κέντρο ήταν επιφορτισμένο να κρατήσει το περσικό αντίστοιχο, όσο τα πλευρά του εχθρού θα κατακερματίζονταν και θα κατέρρεαν. Οι προετοιμασίες των Ελλήνων έγιναν τα ξημερώματα, πριν από εκείνες των Περσών, και λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου πραγματοποίησαν έφοδο αιφνιδιάζοντας τους Πέρσες (περίπου 5:30 π.μ.). Η απόσταση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ήταν περίπου 1.5 χλμ.
Οι Έλληνες έκαναν επίθεση με ταχύ βηματισμό για να αποφύγουν - όσο ήταν δυνατόν - τα βέλη των αντιπάλων, τραγουδώντας παιάνα, σύμφωνα με τα πολεμικά τους έθιμα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι "οι Πέρσες, βλέποντας τους να ορμούν τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν - νόμιζαν ότι οι Αθηναίοι τρελάθηκαν κι όδευαν στον όλεθρο, καθώς τους έβλεπαν λίγους να τρέχουν χωρίς να έχουν ούτε ιππικό, ούτε τοξότες". Όταν η απόσταση μεταξύ των δυο στρατών μειώθηκε στα τετρακόσια μέτρα οι Πέρσες άρχισαν να εκτοξεύουν - μαζικά - βέλη, με σκοπό την δημιουργία σύγχυσης στις τάξεις του εχθρού, ως ένα είδος ψυχολογικής επιβολής. Όταν έφτασε στα διακόσια μέτρα η ελληνική φάλαγγα έχοντας καταφέρει να διατηρήσει την τάξη, χωρίς απώλειες, όρμησε τρέχοντας προς τον εχθρό. Στα εκατό μέτρα, όταν οι Πέρσες ύψωσαν τα τόξα, οι Έλληνες είχαν ορθώσει τα δόρατα και αποφεύγοντας πλέον τα βέλη έπεσαν με φόρα πάνω στους Πέρσες, δημιουργώντας ένα οστικό κύμα που είχε άμεσο αντίκτυπο στην διάλυση των άκρων.
Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, που πήρε μέρος και τραυματίστηκε στη μάχη, θυμόταν στο έργο του “Πέρσες” τις παροτρύνσεις που ακούγονταν την ώρα της επίθεσης:
"Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών!"
Όσο τα πλευρικά τμήματα των Ελλήνων κατανικούσαν τα περσικά, οθώντας τα πίσω στα πλοία, το αθηναϊκό κέντρο κρατούσε απασχολημένο το επίλεκτο σώμα των Περσών, οδηγώντας το προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μπορεί να θεωρηθεί ως άθλος το γεγονός ότι οι 2000 Αθηναίοι που βρίσκονταν στο σημείο αυτό αντιμετώπισαν περίπου 15000 επίλεκτους Πέρσες. Όταν τα ελληνικά πλευρικά τμήματα κατατρόπωσαν τους αντιπάλους που έτρεχαν προς τα πλοία, συνενώθηκαν και με αναστροφή επιτέθηκαν στο περσικό κέντρο. Έτσι οι αντιστεκόμενοι Πέρσες που είχαν μείνει, βρέθηκαν να δέχονται επίθεση και από τα νώτα τους. Ήταν θέμα χρόνου και αυτή η περσική διάσπαση και άτακτη οπισθοχώρηση προς τα πλοία. Μερικοί από αυτούς, στην προσπάθεια τους να φθάσουν εκεί πνίγηκαν στα έλη και άλλοι σφαγιάστηκαν στο παρακείμενο άλσος. Στα πλοία η μάχη διεξήχθη με ακόμη σκληρότερο τρόπο, αφού σε περίπτωση ανασύνταξης και φυγής των Περσών, υπήρχε το ενδεχόμενο να καταπλεύσουν στο Φάληρο ή σε κάποια άλλη περιοχή κοντά στην Αθήνα. Οι εισβολείς κατατρομοκρατημένοι προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να επιβιβαστούν στα πλοία, τα οποία στέκονταν η μόνη σωτηρία τους. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον αδελφό του Αισχύλου, Κυνέγειρο, ο οποίος "ενώ κρατούσε από την πρύμνη ένα καράβι, (οι Πέρσες) του έκοψαν τα χέρια του με πέλεκυ" για να μπορέσουν να αποπλέυσουν. Ενώ, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στα "Ηθικά - Συναγωγή ιστοριών παράλληλων ελληνικών και ρωμαϊκών", ο Καλλίμαχος "έπεσε νεκρός, κατατρυπημένος από δόρατα". Τελικά, ένας αριθμός κατάφερε να επιβιβαστεί στις τριήρεις, ενώ επτά από αυτές έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Η μάχη που ξεκίνησε λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου, έληξε τρεις ώρες μετά. Τρεις ώρες πυκνών συγκρούσεων, απαιτητικών τακτικών και λυσσαλέας ορμής. Η στρατηγική ευφυία όμως του Μιλτιάδη μαζί με παράγοντες όπως το θάρρος, ο ακριβής συντονισμός και η φυσική κατάσταση των οπλιτών, οι οποίοι πολεμούσαν επί τρεις ώρες με 32 κιλά φορτίο οπλισμού και διαρκείς ελιγμούς, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης.
Κατά τον απόπλου, ύστερα από σινιάλο, ο Δάτις έδωσε διαταγή στα πλοία για περίπλου του Σουνίου και αγκυροβόληση στο Φάληρο, απ’ όπου θα εξαπέλυαν αντεπίθεση. Το σινιάλο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δόθηκε από την στεριά, από οπαδούς του Ιππία:
"Στην Αθήνα διατυπώθηκε η κατηγορία ότι αυτή τους την ενέργεια την μηχανεύτηκαν οι Αλκμεωνίδες, οι οποίοι θα είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες να τους κάνουν σήμα, υψώνοντας ασπίδα, όταν εκείνοι θα ήσαν κιόλας στα καράβια τους."
Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος και άφησαν στην περιοχή ένα μικρότερο τμήμα με αρχηγό τον Αριστείδη. Οι Μαραθωνομάχοι, παρ' όλη την ψυχική και σωματική κόπωση της μάχης και με πλήρη οπλισμό, κατάφεραν να φτάσουν πριν από τους Πέρσες, καλύπτοντας την απόσταση πεζή σε χρονικό διάστημα οκτώ ωρών. Οι Πέρσες φθάνοντας στα ανοιχτά του φαληρικού κόλπου, μόλις αντίκρυσαν το θέαμα των οπλιτών να περιμένουν παρατεταγμένοι την απόβαση κατάλαβαν ότι δεν έφτανε ούτε η αριθμητική υπεροχή, ούτε η υπεροπλία για να αντιπαρατεθούν σε αυτούς τους ατρόμητους πολεμιστές. Έτσι, με το κύρος τους ανεπανόρθωτα πληγμένο, και βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν έβαλαν πλώρη για την Ασία. Λίγες μέρες μετά την μάχη έφθασαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι έκπληκτοι για την έκβαση, αφού συνεχάρησαν τους Αθηναίους, τους ζήτησαν να μεταβούν στην πεδιάδα του Μαραθώνα για να μελετήσουν τους νεκρούς Πέρσες. Έπειτα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να θάψουν με τιμές τους 192 νεκρούς τους σε τύμβο στην πεδιάδα του Μαραθώνα και όχι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Σε ξεχωριστούς τύμβους ετάφησαν και οι Πλαταιείς, όπως και οι δούλοι που συμμετείχαν στην διεξαγωγή της μάχης. Οι Πέρσες άφησαν περίπου 6400 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Η βεβαιότητα με την οποία έβλεπαν οι Πέρσες τη νίκη τρεφόταν και από την, μέχρι τότε, κατακτητική τους πορεία και τις αήττητες πολεμικές εκστρατείες τους στην ανατολή. Ο Έλληνας περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα, Παυσανίας αναφέρει στο έργο του "Ελλάδος περιήγησις - Αττικά": "Ο Ραμνούς απέχει από τον Μαραθώνα εξήντα περίπου στάδια, όπως ανεβαίνουμε από την παραλία προς τον Ωρωπό. Οι κάτοικοι έχουν τα σπίτια τους κοντά στη θάλασσα, ενώ σε μικρή απόσταση από την θάλασσα είναι το ιερό της Νεμέσεως, που από όλους τους θεούς είναι η πιο αδυσώπητη για τους υπερφίαλους. Φαίνεται ότι αυτής της θεάς η οργή έπεσε και στους βάρβαρους που βγήκαν στον Μαραθώνα˙ γιατί πιστεύοντας από υπεροψία πως τίποτα δεν τους εμπόδιζε να κυριεύσουν την Αθήνα, κουβαλούσαν μαζί τους παριανό μάρμαρο για να στήσουν τρόπαιο, λες και είχαν το έργο τους τελειωμένο." Ενώ, σχετικά με τον Αισχύλο αναφέρει ότι όταν ο ποιητής "κατάλαβε πως έφθανε το τέλος του, τίποτε απ' όλα τ' άλλα δεν θυμήθηκε να αναφέρει, αυτός που τόσο είχε δοξαστεί για το ποιητικό του έργο κι είχε πάρει μέρος στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας παρά έγραψε (σ.σ. στο ναό της Εύκλειας Αρτέμιδος, στον Άρειο Πάγο) μονάχα το όνομα του με το πατρικό του και την πόλη και πως μάρτυρες της ανδρείας του έχει το άλσος του Μαραθώνα και τους Μήδους που αποβιβάστηκαν σ' αυτό".
Ο Πλάτων, στο έργο του "Μενέξενος" εξαίρει την παλικαριά των Μαραθωνομάχων, οι οποίοι πήραν την απόφαση να αντισταθούν σε ένα στρατό μυθικό μέχρι τότε, που το όνομα του και μόνο προκαλούσε δέος. Ο Έλληνας φιλόσοφος γράφει τα εξής:
"Εάν λοιπόν κανείς γυρίσει με την φαντασία του σε εκείνη την εποχή, θα καταλάβει ποια ήταν η αρετή εκείνων, που αντιμετώπισαν στον Μαραθώνα τον βαρβαρικό στρατό και ταπείνωσαν την έπαρση ολόκληρης της Ασίας και πρώτοι έστησαν τρόπαια νικώντας βαρβάρους. Αυτοί έδειξαν και δίδαξαν στους άλλους, ότι δεν ήταν ακαταμάχητη η δύναμη των Περσών, αλλά όσο μεγάλος και πλούσιος μπορεί να είναι ένας στρατός πάντα υποχωρεί μπροστά στους γενναίους. Όσον αφορά εμένα, διακηρύσσω, ότι εκείνοι οι άνδρες δεν είναι μόνο πατέρες των σωμάτων μας, αλλά και πατέρες της ελευθερίας, και της δικής μας και όλων όσων κατοικούν στην ήπειρο αυτή. Γιατί εκείνο το κατόρθωμα γνωρίζοντας οι Έλληνες τόλμησαν να αγωνισθούν τις μετέπειτα μάχες υπέρ της σωτηρίας τους, αφού πήραν μάθημα από τους Μαραθωνομάχους."
Η Μάχη του Μαραθώνα αποτέλεσε το τέλος της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα και το προοίμιο της δεύτερης που θα ακολουθούσε, με αρχηγό τον γιο του Δαρείου, Ξέρξη. Ο Ηρόδοτος, σαν αποκρυστάλλωση του θριάμβου στον Μαραθώνα, διαπιστώνει ότι “η ελευθερία και η ισότητα είναι σπουδαία πράγματα που αφυπνίζουν και εμπνέουν το νου”. Το έπος του Μαραθώνα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς έθεσε τις βάσεις για την αποτροπή της προέλασης του αυταρχικού περσικού μοντέλου προς τη δύση. Ταυτόχρονα άφησε το περιθώριο για την δημιουργία της βάσης του ανθρωποκεντρικού συστήματος, κατά την διάρκεια της κλασσικής εποχής και την άνθιση των επιστημών, των γραμμάτων, των τεχνών, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.
Ο λυρικός ποιητής, Σιμωνίδης ο Κείος συνέθεσε το παρακάτω επίγραμμα που κόσμησε τον τύμβο των Μαραθωνομάχων :
"Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.”
“Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,
κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών.”
"Γιατί έτσι από τους αρχαίους καιρούς
Μοίρα θεοτική προστάζει
και στους Πέρσες όρισε πολέμους
καστροκαταλύτες κι αλογόβατες
μάχες βουερές κι ακόμη
χαλασμό στις πολιτείες”
Αισχύλου - Πέρσαι
Κατά την διάρκεια του πρώτου ελληνικού αποικισμού (11ος - 9ος αιώνας π.Χ.) τα παράλια της Μικράς Ασίας και τα κοντινά νησιά άρχισαν να αποικίζονται από τους Έλληνες. Αχαιοί, Δωριείς και Ίωνες δημιούργησαν πόλεις, οι οποίες, κυρίως κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό (8ος - 6ος αιώνας π.Χ.) αποτέλεσαν πρότυπα ανάπτυξης σε τομείς όπως οι τέχνες, το εμπόριο, ο πολιτισμός, αλλά και φιλοσοφικά κέντρα. Το 540 π.Χ. η Ιωνία και τα παράλια της Μικράς Ασίας τέθηκαν υπό την κυριαρχία του Πέρση αυτοκράτορα Κύρου Β', ο οποίος, μεταξύ άλλων, διόρισε τυράννους της αρεσκείας του στις διάφορες πόλεις, οδήγησε τους Ίωνες σε περικοπές των εμπορικών κινήσεων, επέβαλε οικονομικές εισφορές και την συνδρομή στρατιωτικών δυνάμεων σε εκστρατείες του. Το 499 π.Χ., όταν στον θρόνο της Περσικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν ο Δαρείος και ξεσπόυσε η Ιωνική Επανάσταση, ο τύραννος της Μίλητου Αρισταγόρας, κατέπλευσε στην Σπάρτη με σκοπό να πείσει τους Σπαρτιάτες να συνδράμουν, με στρατό, για την εκστρατεία εναντίον των Περσών με προορισμό τα Σούσα. Η απάντηση που πήρε, μετά από μερικές μέρες, ήταν αρνητική. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Κλεομένης, βασιλιάς της Σπάρτης και αδελφός του Λεωνίδα του απάντησε:
"Ξένε Μιλήσιε, να βρίσκεσαι έξω από τα σύνορα της Σπάρτης προτού δύσει ο ήλιος. Όσα λες, δεν θα τα ακούσουν ευχάριστα οι Λακεδαιμόνιοι, αφού θέλεις να τους οδηγήσεις σε απόσταση τριών μηνών πορεία από την θάλασσα."
Έπειτα ο Αρισταγόρας στράφηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι μετά από σύσκεψη και απόφαση της εκκλησίας του δήμου αποφάσισαν να στείλουν 20 πλοία με αρχηγό τον Μελάνθιο, που μαζί με 5 πλοία από τους Ερετριείς θα διοικούσε ένα εκστρατευτικό σώμα 2000 περίπου ανδρών. Ένας λόγος που οδήγησε τους Αθηναίους στην απόφαση αυτή ήταν και η περίπτωση του Ιππία. Ο Αθηναίος τύραννος Ιππίας ήταν γιος και διάδοχος του Πεισίστρατου. Μετά την μετά την ανατροπή του, το 510 π.Χ., και την ανάδειξη του Κλεισθένη και της δημοκρατικής μεταρρύθμισης που αυτός εισήγαγε στο πολίτευμα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να προσεταιριστεί τους Σπαρτιάτες για να πετύχει την παλινόρθωση του. Αφού δεν τα κατάφερε, στράφηκε στο πλευρό των Περσών και του σατράπη των Σάρδεων και αδερφού του Δαρείου, Αρταφέρνη. Απέβλεπε με αυτή την κίνηση στην βοήθεια τους για την ανάληψη της διακυβέρνησης της Αθήνας, με την πόλη να καταλήγει αποικία της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τις ραδιουργίες του Πεισιστρατίδη:
"Ο Ιππίας, όταν έφθασε από την Λακεδαίμονα στην Ασία, άρχισε να συκοφαντεί τους Αθηναίους στον Αρταφέρνη και κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να τους έχει πάλι υπό την εξουσία του και να καταλήξουν υπήκοοι του Δαρείου. Αυτή ήταν η δραστηριότητα του Ιππία και μόλις οι Αθηναίοι το πληροφορήθηκαν, έστειλαν αντιπροσώπους στις Σάρδεις για να μην πεισθούν οι Πέρσες από τους φυγάδες τους. Ο Αρταφέρνης τους διέταξε να δεχθούν πίσω τον Ιππία, αν ήθελαν να σωθούν. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και αποφάσισαν να γίνουν φανερά εχθροί των Περσών."
Έτσι, οι Αθηναίοι έκριναν σκόπιμο να βοηθήσουν τους Ίωνες και οι ενισχύσεις του έφθασαν στα παράλια της Μικράς Ασίας το 498 π.Χ. Ο Αρισταγόρας όρισε στρατηγούς για την εκστρατεία τον αδερφό του Χαροπίνο και τον Ερμόφαντο. Φθάνοντας στις Σάρδεις, πυρπόλησαν την πόλη και οπισθοχώρησαν για αναδίπλωση και επανένωση με τους Μιλήσιους. Η έκβαση της επανάστασης, ουσιαστικά, καθορίστηκε εκείνη τη χρονιά έπειτα από την ήττα των Ελλήνων κοντά στην πόλη της Εφέσου. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχίες, για να λήξει οριστικά, με νίκη των Περσών, πέντε χρόνια μετά. Τα παράλια της Μικράς Ασίας επανήλθαν ολοκληρωτικά στην κατοχή των Περσών.
Όταν οι Αθηναίοι μαζί με τους Ίωνες και τους Ερετριείς πυρπόλησαν τις Σάρδεις, ο Δαρείος ρώτησε να μάθει ποίοι ήταν αυτοί οι Αθηναίοι. Αφού πληροφορήθηκε πήρε το τόξο του, πέρασε ένα βέλος, σημάδεψε στον ουρανό λέγοντας, “Δία, ας μου δοθεί χάρη να εκδικηθώ τους Αθηναίους” και το εκτόξευσε. Ύστερα έδωσε διαταγή σε έναν υπηρέτη του, να του επαναλαμβάνει τρεις φορές πριν το δείπνο: “Δέσποτα, μην ξεχνάς τους Αθηναίους”. Ο Δαρείος είχε βάλει στόχο να υποτάξει τους θρασείς κατοίκους αυτής της μικρής πόλης που τόλμησε να θίξει την υπόληψη του κατά την Ιωνική Επανάσταση. Ο Πέρσης αυτοκράτορας, παρόλο που πίστευε ότι το ξέσπασμα της επανάστασης οφειλόταν σε δολοπλοκίες που ξεκίνησαν από τους τυράννους των περιοχών που βρίσκονταν στα παράλια, κατάλαβε ότι όσο θα υπήρχαν ελεύθερες ελληνικές πόλεις στα δυτικά, θα ήταν δύσκολο να διασφαλίσει την σταθερή κυριαρχία του στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η εισβολή του στην Ελλάδα, στην ουσία, εξυπηρετούσε επεκτατικούς σκοπούς με γνώμονα την διαφύλαξη και παράλληλα την ισχυροποίηση της αυτοκρατορίας του. Το προπύργιο της δύσης στεκόταν εμπόδιο σε αυτή την προοπτική˙ να ανοιχθεί δηλαδή ο δρόμος για την επέλαση και επικράτηση του ανατολίτικου δεσποτισμού στην Ευρώπη. Το προπύργιο αυτό όμως, κατοικούταν από πολίτες που το πάθος για την ελευθερία τρεφόταν από την δημοκρατική τους αντίληψη και το ένστικτο του πολίτη - οπλίτη που είχε διαμορφωθεί στην αρχαία Αθήνα, χαρακτηριστικά τα οποία δημιουργούσαν ισχυρές συνειδήσεις και νοηματοδοτούσαν την έννοια της συνειδητής πειθαρχίας.
Στην Ιωνική Επανάσταση, στο πλευρό των επαναστατημένων, πήρε μέρος και ο Μιλτιάδης, ο οποίος κατέλαβε την Ίμβρο και την Λήμνο, νησιά τα οποία παραχώρησε στους Αθηναίους, και που μετά την επιδρομή του Μαρδόνιου στην Θράκη, κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Μιλτιάδης είχε κληρονομήσει από τον θείο του την ηγεμονία της Χερσονήσου, μια περιοχής κοντά στην Καλλίπολη, στον Ελλήσποντο. Έχοντας καλές σχέσεις με τους Αθηναίους σε επίπεδο εμπορικών δραστηριοτήτων, και όχι μόνο, αλλά και λόγω της αθηναϊκής καταγωγής του, επέστρεψε στην πόλη το 493 π.Χ. Εκεί έτυχε υποδοχής με ανάμεικτα συναισθήματα. Υπήρξαν Αθηναίοι που είδαν την άφιξη του ως χρήσιμη συνεισφορά, λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας (είχε πολεμήσει και στο πλευρό των Περσών εναντίον των Σκυθών) ενόψει του κινδύνου της περσικής εισβολής, υπήρξαν και εκείνοι που, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως "ρεαλιστές", την αντιμετώπισαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα καθώς προέβλεπαν περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων με τους Πέρσες, με αποτέλεσμα την καταβαράθρωση του εμπορίου. Πολλοί από τους τελευταίους πάντως ήταν παλιοί οπαδοί της τυραννίδας των Πεισιστρατηδών και του Ιππία, οπότε προσέβλεπαν σε μια επαναφορά του στην εξουσία. Όπως και να είχε, ο Μιλτιάδης εκλέχτηκε στρατηγός, και με την βοήθεια του Θεμιστοκλή, ο οποίος έβλεπε την σύγκρουση των Περσών με τους Έλληνες ως αναπόφευκτο γεγονός, λόγω εμπορικών αλλά και στρατηγικών - επεκτατικών διαφορών.
Το 491 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε πρεσβευτές σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας για να ζητήσουν "γην και ύδωρ", ως κίνηση ψυχολογικής επιβολής. Τότε, μετά από αρνητική απάντηση, πόλεις όπως η Σπάρτη, η Αθήνα και η Κόρινθος συμφώνησαν σε συνεργασία για την επικείμενη επιδρομή από την ανατολή. Ο Δαρείος θα έπρεπε λόγω κύρους να χτυπήσει άμεσα και αποφασιστικά, με ισχυρή δύναμη τις πόλεις εκείνες που έθιξαν την υπόληψη του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούσε το προηγούμενο για ενδεχόμενες εξεγέρσεις και από άλλους λαούς που δυσφορούσαν απέναντι στην παντοκρατορία του. Έτσι και έκανε. Το 490 π.Χ., ο περσικός στόλος βρισκόταν στην τελική ευθεία της εκστρατείας. Πλέοντας προς την Αττική, οι Πέρσες υπέταξαν τους κατοίκους των νησιών, από τα παράλια της Ιωνίας μέχρι την Ερέτρια και πήραν τα παιδιά ως ομήρους. Ο Δαρείος θεωρούσε ότι η προσάρτηση των νησιών θα τον βοηθούσε να χρησιμοποιήσει τις περιοχές αυτές ως προγεφυρώματα εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας. Φτάνοντας στην Εύβοια, υπέταξαν την Ερέτρια, οι κάτοικοι της οποίας μετά από σθεναρή αντίσταση ηττήθηκαν από προδοσία. Ως αντίποινα για την καταστροφή των Σάρδεων, οκτώ χρόνια πριν, ο περσικός στρατός έκαψε τα μνημεία και αιχμαλώτισε τους κατοίκους. Ύστερα από την σύντομη αυτή νίκη, οι Πέρσες ξεκίνησαν για την αποβίβαση στην Αττική, με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Ο Ιππίας σύστησε την παραλία του Μαραθώνα ως σημείο απόβασης εξαιτίας της κοντινής απόστασης, της δυνατότητας για καλύτερη προετοιμασία που παρουσίαζε και του γεγονότος ότι στην περιοχή κατοικούσαν αρκετοί οπαδοί του, που ενδεχομένως θα βοηθούσαν με διάφορους τρόπους. Η πίστη των Περσών για την επικράτηση τους οφειλόταν σε δυο βασικούς παράγοντες: την υπέρτερη αριθμητική τους δύναμη και την ισχυρή παρουσία και συμμετοχή ιππικού, που τους οδηγούσαν στην πρόβλεψη ότι οι Αθηναίοι θα κρατούσαν αμυντική στάση, όπως οι Ερετριείς, και θα κλείνονταν πίσω από τα τείχη της πόλης.
Οι Αθηναίοι βλέποντας τον κίνδυνο συγκάλεσαν έκτακτη συνέλευση της εκκλησίας του δήμου και αποφάσισαν να κινηθούν προς τον Μαραθώνα, αντί να περιμένουν ταμπουρωμένοι στην πόλη. Η απόφαση τους για επιθετική στάση, από στρατηγικής άποψης, ήταν μια ριζοσπαστική έκφραση της ελεύθερης, δημοκρατικής σκέψης που συντελούσε σε ένα, όσο το δυνατόν, πιο σθεναρό και επιτυχές πλάνο απώθησης του εχθρού. Ο Μιλτιάδης ήταν εκείνος που επέμεινε στην επιθετική τακτική που θα έπρεπε να εφαρμοστεί, την απομόνωση του εχθρού και την διάλυση του. Σύμφωνα με το σχέδιο του, τα υψίπεδα γύρω από την ακτή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως τείχος προστασίας και προκάλυμμα για την παρατήρηση και την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που, βλέποντας το ..."ρεαλιστικά", συμβούλευαν την αμυντική στάση και έναν ενδεχόμενο συμβιβασμό με τον κατακτητή, ο οποίος ίσως έδειχνε ελεημοσύνη. Οι περισσότεροι Αθηναίοι συντάχτηκαν με την πρόταση του Μιλτιάδη, κόντρα στην αυταπάτη της δεύτερης πρότασης. Σε τελική ανάλυση δεν είχαν κάτι να χάσουν, εφόσον οι Πέρσες είχαν δρομολογήσει και προαποφασίσει τα μέτρα που επεφύλασσαν στον ελληνικό πληθυσμό. Αντιθέτως με την υποταγή θα έχαναν τα πάντα.
Την ώρα που οι Πέρσες έπλεαν προς τον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν στην Σπάρτη έναν κήρυκα, τον Φειδιππίδη, ο οποίος πεζός κάλυψε απόσταση 242 χλμ. μέσα σε δυο μέρες, και παράλληλα ετοίμασαν τον στρατό ορίζοντας δέκα στρατηγούς, έναν από κάθε φυλή. Η απόκτηση του στρατηγικού αξιώματος δεν ήταν ζήτημα κληρονομικότητας ή άλλου άμεσου τρόπου σφετερισμού, αλλά προϋπέθετε την αποδεδειγμένη αξία σε θέματα διαγωγής, χαρακτήρα και ικανοτήτων. Σε όλα αυτά τα σημεία, ο στρατηγός έπρεπε να είναι δοκιμασμένος και η εκλογή του γινόταν κάθε χρόνο - δημοκρατικά - από τον λαό. Πολέμαρχος ορίστηκε, με κλήρο, ο Καλλίμαχος. Η ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού λαού έγκειτο στο γεγονός ότι πέρα από τον ρόλο του πολίτη, του συμμετέχοντα δηλαδή στην πολιτική διεργασία και τις αποφάσεις για τα κοινά, ασκούσε και τον ρόλο του οπλίτη, του πολεμιστή, του υπερασπιστή του πάτριου εδάφους και της πολιτείας. Ο αγώνας για την ελευθερία σε επίπεδο αυτοδιάθεσης ενός λαού ξεκινούσε και ισχυροποιούταν βιωματικά, σαν συναίσθημα και τρόπος αντίληψης, από το ίδιο το πολίτευμα. Η διαδικασία της ελεύθερης έκφρασης, της συμμετοχής στο πεδίο της πολιτικής ζύμωσης και της ενασχόλησης με τα κοινά δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στην συνειδητή υπεράσπιση της ίδιας της πατρίδας από δεσποτισμούς και επίδοξους κατακτητές. Η έννοια πατρίδα αποκτούσε υπόσταση, μέσα από τη συμμετοχική διαδικασία, και η πειθαρχία σε στρατιωτικό επίπεδο, γινόταν συνειδητή. Οι όροι "πατρίδα" και "δημοκρατία" ταυτίζονταν πλέον σε τέτοιο βαθμό, που αποτέλεσαν μια ισχυρή και ριζοσπαστική μορφή κοινωνικής και ατομικής αντίληψης, οδηγώντας στην πολιτισμική άνθιση. Έτσι, η ιδιότητα του πολίτη - οπλίτη (του δημοκράτη - πατριώτη) δημιουργούσε το νέο μοντέλο ανθρώπου που αποκτούσε ελεύθερη και στιβαρή συλλογική συνείδηση, και σε στρατιωτικό επίπεδο αχρήστευε τον ρόλο του μισθοφορικού στρατού που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε από τυράννους για ιδιοτελείς σκοπούς, βάσει του καιροσκοπικού του χαρακτήρα.
Ο Φειδιππίδης όταν έφτασε στην Σπάρτη, ανήγγειλε στους Σπαρτιάτες:
"Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι σας ζητούν βοήθεια. Μην ανεχθείτε μια πόλη αρχαιότατη στην Ελλάδα να υποδουλωθεί στους βαρβάρους. Η Ερέτρια έχει κιόλας υποδουλωθεί και η Ελλάδα έγινε ασθενέστερη κατά μια σπουδαία πολιτεία."
Οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν την πρόταση των Αθηναίων για συμμαχία εναντίον των Περσών, προβάλλοντας όμως έναν όρο. Θα έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν τα Κάρνεια, μέχρι την επόμενη πανσέληνο, για να ξεκινήσουν˙ χρονικό διάστημα δέκα, περίπου, ημερών. Το έθιμο της τοπικής θρησκευτικής εορτής προς τιμήν του Κάρνειου Απόλλωνα, που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, κατά την διάρκεια της πανσελήνου του μήνα Κάρνειου και διαρκούσε εννιά ημέρες, απαγόρευε την πολεμική εμπλοκή ενόσω διεξάγονταν οι εορτασμοί. Στην πραγματικότητα, ο βασικός λόγος για τις υπεκφυγές των Σπαρτιατών ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στις πολεμικές ικανότητες των Αθηναίων, και η αμφιβολία τους για την επικράτηση των τελευταίων εναντίον των Περσών. Γι αυτό τον λόγο δεν ήθελαν να ρισκάρουν μια άμεση κίνηση ρήξης με τους τελευταίους. Ο Φειδιππίδης, αφού έλαβε την απάντηση, κάλυψε την ίδια απόσταση πάλι μέσα σε δυο μέρες για να πληροφορήσει τους Αθηναίους σχετικά με την απόφαση των Σπαρτιατών.
Στο πλευρό των Αθηναίων παρατάχθηκαν οι Πλαταιείς, με τους οποίους διατηρούσαν καλές σχέσεις λόγω της βοήθειας που τους παρείχαν εναντίον της Θήβας. Οι Αθηναίοι παρέταξαν περίπου 10000 οπλίτες και οι Πλαταιείς 1000, περίπου, ενώ τον Καλλίμαχο διαδέχτηκε στην αρχηγία ο Μιλτιάδης λόγω των ικανοτήτων που επέδειξε στην διαμόρφωση του σχεδίου δράσης. Οι περσικές δυνάμεις, υπό τους στρατηγούς Δάτι και Αρταφέρνη, γιου του ομώνυμου Πέρση σατράπη, είχαν σαν σύμβουλο τον Ιππία και αριθμούσαν περίπου 45000 μαχητές. Εκείνο όμως που προβλημάτιζε περισσότερο τον Μιλτιάδη ήταν η παρουσία του ιππικού που δυσχέραινε την θέση των Ελλήνων οπλιτών. Ύστερα από μερικές μέρες, το βράδυ της ημερομηνίας που η αρχιστρατηγία είχε - τυπικά - ανατεθεί στον Μιλτιάδη, οι Πέρσες άρχισαν να φορτώνουν τα άλογα στα πλοία (πιθανώς για μεταφορά του στρατεύματος στην Αθήνα), με αποτέλεσμα να δοθεί η ευκαιρία στην ελληνική πλευρά για επίθεση.
Η περσική πλευρά παρέταξε τις δυνάμεις της σε όλη τους την έκταση. Το κέντρο ήταν επανδρωμένο με πολεμιστές από την Μηδία, Πέρσες και Σάκες, έναν πολεμοχαρή λαό, υποτελή στον Πέρση αυτοκράτορα, που πρόσφερε μισθοφόρους για τις μεγάλες εκστρατείες. Αυτό το τμήμα αποτελούσε το ισχυρό τμήμα της περσικής φάλαγγας, καθώς συμμετείχαν επίλεκτοι πολεμιστές. Τα δυο άκρα αποτελούσαν υποτελείς μαζί Πέρσες οπλίτες. Το σύνολο των περσικών δυνάμεων απλωνόταν σε βάθος 23 σειρών. Η ελληνική πλευρά παρατάχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο του Μιλτιάδη, ο οποίος ενίσχυσε τα πλευρικά τμήματα σε βάθος. Το δεξιό τμήμα επανδρώθηκε με οκτώ σειρές, απαρτιζόμενες από 500 οπλίτες η κάθε μια. Το βάθος των οκτώ σειρών διατηρήθηκε και στην αριστερή πλευρά, με 625 οπλίτες στην κάθε μια, καθώς εκεί είχαν προστεθεί οι δυνάμεις των Πλαιταιέων. Στο κέντρο, ο Μιλτιάδης, κράτησε το ίδιο μήκος αλλά μείωσε το βάθος, αφήνοντας τέσσερις σειρές των 500 οπλιτών. Οι Έλληνες είχαν μειώσει τους ζυγούς του κέντρου, επεκτείνοντας έτσι το μέτωπο και παράλληλα, έχοντας κρατήσει το βάθος και την πυκνότητα των δυο άκρων, προσδοκώντας μια δυνητική κίνηση που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για περικύκλωση του εχθρού στο κέντρο. Στο κέντρο είχε πάρει θέση και ο Μιλτιάδης, αφού οι απαιτήσεις εκεί θα ήταν μεγάλες και θα κρινόταν η έκβαση της μάχης. Το κέντρο ήταν επιφορτισμένο να κρατήσει το περσικό αντίστοιχο, όσο τα πλευρά του εχθρού θα κατακερματίζονταν και θα κατέρρεαν. Οι προετοιμασίες των Ελλήνων έγιναν τα ξημερώματα, πριν από εκείνες των Περσών, και λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου πραγματοποίησαν έφοδο αιφνιδιάζοντας τους Πέρσες (περίπου 5:30 π.μ.). Η απόσταση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ήταν περίπου 1.5 χλμ.
Οι Έλληνες έκαναν επίθεση με ταχύ βηματισμό για να αποφύγουν - όσο ήταν δυνατόν - τα βέλη των αντιπάλων, τραγουδώντας παιάνα, σύμφωνα με τα πολεμικά τους έθιμα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι "οι Πέρσες, βλέποντας τους να ορμούν τρέχοντας, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν - νόμιζαν ότι οι Αθηναίοι τρελάθηκαν κι όδευαν στον όλεθρο, καθώς τους έβλεπαν λίγους να τρέχουν χωρίς να έχουν ούτε ιππικό, ούτε τοξότες". Όταν η απόσταση μεταξύ των δυο στρατών μειώθηκε στα τετρακόσια μέτρα οι Πέρσες άρχισαν να εκτοξεύουν - μαζικά - βέλη, με σκοπό την δημιουργία σύγχυσης στις τάξεις του εχθρού, ως ένα είδος ψυχολογικής επιβολής. Όταν έφτασε στα διακόσια μέτρα η ελληνική φάλαγγα έχοντας καταφέρει να διατηρήσει την τάξη, χωρίς απώλειες, όρμησε τρέχοντας προς τον εχθρό. Στα εκατό μέτρα, όταν οι Πέρσες ύψωσαν τα τόξα, οι Έλληνες είχαν ορθώσει τα δόρατα και αποφεύγοντας πλέον τα βέλη έπεσαν με φόρα πάνω στους Πέρσες, δημιουργώντας ένα οστικό κύμα που είχε άμεσο αντίκτυπο στην διάλυση των άκρων.
Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, που πήρε μέρος και τραυματίστηκε στη μάχη, θυμόταν στο έργο του “Πέρσες” τις παροτρύνσεις που ακούγονταν την ώρα της επίθεσης:
"Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών!"
Όσο τα πλευρικά τμήματα των Ελλήνων κατανικούσαν τα περσικά, οθώντας τα πίσω στα πλοία, το αθηναϊκό κέντρο κρατούσε απασχολημένο το επίλεκτο σώμα των Περσών, οδηγώντας το προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μπορεί να θεωρηθεί ως άθλος το γεγονός ότι οι 2000 Αθηναίοι που βρίσκονταν στο σημείο αυτό αντιμετώπισαν περίπου 15000 επίλεκτους Πέρσες. Όταν τα ελληνικά πλευρικά τμήματα κατατρόπωσαν τους αντιπάλους που έτρεχαν προς τα πλοία, συνενώθηκαν και με αναστροφή επιτέθηκαν στο περσικό κέντρο. Έτσι οι αντιστεκόμενοι Πέρσες που είχαν μείνει, βρέθηκαν να δέχονται επίθεση και από τα νώτα τους. Ήταν θέμα χρόνου και αυτή η περσική διάσπαση και άτακτη οπισθοχώρηση προς τα πλοία. Μερικοί από αυτούς, στην προσπάθεια τους να φθάσουν εκεί πνίγηκαν στα έλη και άλλοι σφαγιάστηκαν στο παρακείμενο άλσος. Στα πλοία η μάχη διεξήχθη με ακόμη σκληρότερο τρόπο, αφού σε περίπτωση ανασύνταξης και φυγής των Περσών, υπήρχε το ενδεχόμενο να καταπλεύσουν στο Φάληρο ή σε κάποια άλλη περιοχή κοντά στην Αθήνα. Οι εισβολείς κατατρομοκρατημένοι προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να επιβιβαστούν στα πλοία, τα οποία στέκονταν η μόνη σωτηρία τους. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον αδελφό του Αισχύλου, Κυνέγειρο, ο οποίος "ενώ κρατούσε από την πρύμνη ένα καράβι, (οι Πέρσες) του έκοψαν τα χέρια του με πέλεκυ" για να μπορέσουν να αποπλέυσουν. Ενώ, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στα "Ηθικά - Συναγωγή ιστοριών παράλληλων ελληνικών και ρωμαϊκών", ο Καλλίμαχος "έπεσε νεκρός, κατατρυπημένος από δόρατα". Τελικά, ένας αριθμός κατάφερε να επιβιβαστεί στις τριήρεις, ενώ επτά από αυτές έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Η μάχη που ξεκίνησε λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου, έληξε τρεις ώρες μετά. Τρεις ώρες πυκνών συγκρούσεων, απαιτητικών τακτικών και λυσσαλέας ορμής. Η στρατηγική ευφυία όμως του Μιλτιάδη μαζί με παράγοντες όπως το θάρρος, ο ακριβής συντονισμός και η φυσική κατάσταση των οπλιτών, οι οποίοι πολεμούσαν επί τρεις ώρες με 32 κιλά φορτίο οπλισμού και διαρκείς ελιγμούς, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης.
Κατά τον απόπλου, ύστερα από σινιάλο, ο Δάτις έδωσε διαταγή στα πλοία για περίπλου του Σουνίου και αγκυροβόληση στο Φάληρο, απ’ όπου θα εξαπέλυαν αντεπίθεση. Το σινιάλο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δόθηκε από την στεριά, από οπαδούς του Ιππία:
"Στην Αθήνα διατυπώθηκε η κατηγορία ότι αυτή τους την ενέργεια την μηχανεύτηκαν οι Αλκμεωνίδες, οι οποίοι θα είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες να τους κάνουν σήμα, υψώνοντας ασπίδα, όταν εκείνοι θα ήσαν κιόλας στα καράβια τους."
Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος και άφησαν στην περιοχή ένα μικρότερο τμήμα με αρχηγό τον Αριστείδη. Οι Μαραθωνομάχοι, παρ' όλη την ψυχική και σωματική κόπωση της μάχης και με πλήρη οπλισμό, κατάφεραν να φτάσουν πριν από τους Πέρσες, καλύπτοντας την απόσταση πεζή σε χρονικό διάστημα οκτώ ωρών. Οι Πέρσες φθάνοντας στα ανοιχτά του φαληρικού κόλπου, μόλις αντίκρυσαν το θέαμα των οπλιτών να περιμένουν παρατεταγμένοι την απόβαση κατάλαβαν ότι δεν έφτανε ούτε η αριθμητική υπεροχή, ούτε η υπεροπλία για να αντιπαρατεθούν σε αυτούς τους ατρόμητους πολεμιστές. Έτσι, με το κύρος τους ανεπανόρθωτα πληγμένο, και βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν έβαλαν πλώρη για την Ασία. Λίγες μέρες μετά την μάχη έφθασαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι έκπληκτοι για την έκβαση, αφού συνεχάρησαν τους Αθηναίους, τους ζήτησαν να μεταβούν στην πεδιάδα του Μαραθώνα για να μελετήσουν τους νεκρούς Πέρσες. Έπειτα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να θάψουν με τιμές τους 192 νεκρούς τους σε τύμβο στην πεδιάδα του Μαραθώνα και όχι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Σε ξεχωριστούς τύμβους ετάφησαν και οι Πλαταιείς, όπως και οι δούλοι που συμμετείχαν στην διεξαγωγή της μάχης. Οι Πέρσες άφησαν περίπου 6400 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Η βεβαιότητα με την οποία έβλεπαν οι Πέρσες τη νίκη τρεφόταν και από την, μέχρι τότε, κατακτητική τους πορεία και τις αήττητες πολεμικές εκστρατείες τους στην ανατολή. Ο Έλληνας περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα, Παυσανίας αναφέρει στο έργο του "Ελλάδος περιήγησις - Αττικά": "Ο Ραμνούς απέχει από τον Μαραθώνα εξήντα περίπου στάδια, όπως ανεβαίνουμε από την παραλία προς τον Ωρωπό. Οι κάτοικοι έχουν τα σπίτια τους κοντά στη θάλασσα, ενώ σε μικρή απόσταση από την θάλασσα είναι το ιερό της Νεμέσεως, που από όλους τους θεούς είναι η πιο αδυσώπητη για τους υπερφίαλους. Φαίνεται ότι αυτής της θεάς η οργή έπεσε και στους βάρβαρους που βγήκαν στον Μαραθώνα˙ γιατί πιστεύοντας από υπεροψία πως τίποτα δεν τους εμπόδιζε να κυριεύσουν την Αθήνα, κουβαλούσαν μαζί τους παριανό μάρμαρο για να στήσουν τρόπαιο, λες και είχαν το έργο τους τελειωμένο." Ενώ, σχετικά με τον Αισχύλο αναφέρει ότι όταν ο ποιητής "κατάλαβε πως έφθανε το τέλος του, τίποτε απ' όλα τ' άλλα δεν θυμήθηκε να αναφέρει, αυτός που τόσο είχε δοξαστεί για το ποιητικό του έργο κι είχε πάρει μέρος στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας παρά έγραψε (σ.σ. στο ναό της Εύκλειας Αρτέμιδος, στον Άρειο Πάγο) μονάχα το όνομα του με το πατρικό του και την πόλη και πως μάρτυρες της ανδρείας του έχει το άλσος του Μαραθώνα και τους Μήδους που αποβιβάστηκαν σ' αυτό".
Ο Πλάτων, στο έργο του "Μενέξενος" εξαίρει την παλικαριά των Μαραθωνομάχων, οι οποίοι πήραν την απόφαση να αντισταθούν σε ένα στρατό μυθικό μέχρι τότε, που το όνομα του και μόνο προκαλούσε δέος. Ο Έλληνας φιλόσοφος γράφει τα εξής:
"Εάν λοιπόν κανείς γυρίσει με την φαντασία του σε εκείνη την εποχή, θα καταλάβει ποια ήταν η αρετή εκείνων, που αντιμετώπισαν στον Μαραθώνα τον βαρβαρικό στρατό και ταπείνωσαν την έπαρση ολόκληρης της Ασίας και πρώτοι έστησαν τρόπαια νικώντας βαρβάρους. Αυτοί έδειξαν και δίδαξαν στους άλλους, ότι δεν ήταν ακαταμάχητη η δύναμη των Περσών, αλλά όσο μεγάλος και πλούσιος μπορεί να είναι ένας στρατός πάντα υποχωρεί μπροστά στους γενναίους. Όσον αφορά εμένα, διακηρύσσω, ότι εκείνοι οι άνδρες δεν είναι μόνο πατέρες των σωμάτων μας, αλλά και πατέρες της ελευθερίας, και της δικής μας και όλων όσων κατοικούν στην ήπειρο αυτή. Γιατί εκείνο το κατόρθωμα γνωρίζοντας οι Έλληνες τόλμησαν να αγωνισθούν τις μετέπειτα μάχες υπέρ της σωτηρίας τους, αφού πήραν μάθημα από τους Μαραθωνομάχους."
Η Μάχη του Μαραθώνα αποτέλεσε το τέλος της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα και το προοίμιο της δεύτερης που θα ακολουθούσε, με αρχηγό τον γιο του Δαρείου, Ξέρξη. Ο Ηρόδοτος, σαν αποκρυστάλλωση του θριάμβου στον Μαραθώνα, διαπιστώνει ότι “η ελευθερία και η ισότητα είναι σπουδαία πράγματα που αφυπνίζουν και εμπνέουν το νου”. Το έπος του Μαραθώνα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς έθεσε τις βάσεις για την αποτροπή της προέλασης του αυταρχικού περσικού μοντέλου προς τη δύση. Ταυτόχρονα άφησε το περιθώριο για την δημιουργία της βάσης του ανθρωποκεντρικού συστήματος, κατά την διάρκεια της κλασσικής εποχής και την άνθιση των επιστημών, των γραμμάτων, των τεχνών, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.
Ο λυρικός ποιητής, Σιμωνίδης ο Κείος συνέθεσε το παρακάτω επίγραμμα που κόσμησε τον τύμβο των Μαραθωνομάχων :
"Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.”
“Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,
κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών.”
πηγή: Ιστορικές Αναδρομές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου