Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Ανατροπές νοο-τροπίας

Του Χρήστου Γιανναρά.


Από τις αυριανές Εκλογές μοιάζει αδύνατο, λογικά και ρεαλιστικά, να προκύψει ελπίδα. Ο επαρκής (σε νοημοσύνη και νηφαλιότητα) ψηφοφόρος έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια γνωστή κυβερνητική διαχείριση δραματικά αποτυχημένη, και σε ένα παντελώς άπειρο κυβερνητικού έργου συνονθύλευμα ιδεολογικών ακροτήτων.


Στα τελευταία δυόμισι χρόνια ένα επίσης συμπίλημα ακροτήτων (αχαλίνωτου αμοραλισμού με «σοσιαλιστική» λεοντή και καιροσκοπικής εξουσιολαγνείας χωρίς ιδεολογικό προσωπείο) βύθισε τη χώρα σε πραγματικό εφιάλτη: «Ολοκλήρωσε το υπόλοιπο 19% της συνολικής (έξωθεν επιβεβλημένης) δημοσιονομικής προσαρμογής (μέχρι τις εκλογές του 2012 είχε ήδη επιτευχθεί το 81%) διαλύοντας κράτος, οικονομία, κοινωνία» (Οικον. «Κ» 11.1.2015, πρωτοσέλιδο). Και σήμερα οι ίδιοι αυτοί ενσαρκωτές του εφιάλτη αυτοδιαφημίζονται σαν δήθεν ανάχωμα στον (επίσης νεοπαγή) συμφυρμό μηδενιστικών ιδεοληψιών με αριστερίστικους σουλιμάδες. «Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα».

Τον αριστερίστικο αχταρμά τον κατέστησε πρώτη στις δημοσκοπήσεις προτίμηση των ψηφοφόρων ο πανικός του διδύμου Σαμαρά – Βενιζέλου, πανικός που μόνο ποινικές εκκρεμότητες δωσιδικίας θα μπορούσαν να τον προκαλέσουν. Η δραματική ανικανότητα και εξωπραγματική μεγαλαυχία του ίδιου διδύμου πριμοδότησε και ανέβασε στην τρίτη θέση των προτιμήσεων τον εθνικιστικό τραμπουκισμό των Νεοναζί. Που το δίδυμο αποπειράθηκε αμέσως να τον προσεταιριστεί: ανέθεσε την κουμπαριά στον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και τελικά των σωφρονισμό τους στους δεσμοφύλακες.

Από τις αυριανές εκλογές μοιάζει αδύνατο, λογικά και ρεαλιστικά, να προκύψει ελπίδα. Η προεκλογική διαφημιστική εκστρατεία του κυβερνητικού διδύμου κραύγαζε την απελπισμένη αλλά και παιδαριώδη, πολύ χαμηλής διανοητικής στάθμης προσπάθεια να εξωραϊστεί η εκκωφαντική ανικανότητα, η πωρωμένη ιδιοτέλεια, η εν ψυχρώ αρνησιπατρία. Ο κ. Σαμαράς, με σπασμώδεις χειρονομίες και έκφρονα λόγο, αδυνατούσε να αρθρώσει έστω και την παραμικρή προγραμματική επαγγελία: τι θα κάνει με τα λεηλατημένα ασφαλιστικά ταμεία, τη διαλυμένη δημόσια διοίκηση, την αφανισμένη παραγωγικότητα, την αποσύνθεση της εκπαίδευσης, την αχρηστευμένη λειτουργικά Δικαιοσύνη. Η κωμική, σε πρώτο ενικό πρόσωπο κομπορρημοσύνη του βεβαίωνε συνεχώς ανύπαρκτα επιτεύγματα και κάθε άλλη λέξη του ήταν μονομανιακή επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ, ψυχαναγκασμός επιθετικότητας.

Από την άλλη, ούτε ο συνονθυλευματικός ΣΥΡΙΖΑ διανοήθηκε να ψελλίσει έστω και ίχνος προγραμματικού λόγου. Η καλειδοσκοπική πολυφωνία του ήταν ολοκληρωτικά παγιδευμένη στην πιο άγονη έκφανση του συντηρητισμού: τη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής – και αποκλειστικά της οικονομικής πολιτικής. Ούτε λέξη για μεταρρυθμιστικές τομές, για γόνιμες ρήξεις, για ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες. Τέλεια σιωπή, άκρως επίφοβη, για το τι θα κάνει στην παιδεία, τι στην εξωτερική πολιτική.

Και επιπλέον, σχεδόν καθημερινά στην προεκλογική περίοδο, να προστίθενται αντιφατικές εξαγγελίες για την πολιτική που θα ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην οικονομία. Ωσάν να επεδίωκαν να δικαιώσουν τους αντιπάλους τους ξεγύμνωναν κάθε μέρα την αχίλλειο πτέρνα τους: Κάθε μέρα, δύο ή τρεις αντικρουόμενες «θέσεις», χώρια οι μικρονοϊκές επιπολαιότητες του τύπου των ολισθημάτων της κ. Ραχήλ Μακρή.

Από τις αυριανές εκλογές μοιάζει αδύνατο, λογικά και ρεαλιστικά, να προκύψει ελπίδα. Μικρά και μεγάλα (με τα μέτρα των δημοσκοπήσεων) κόμματα, όλα, χωρίς καμιά εξαίρεση, παίζουν πειθήνια στο γήπεδο της παρακμής, με τη «λογική» της παρακμής. Δεν υπάρχει ούτε ένα ελάχιστο κόμμα να θυμίζει, έστω, ότι η καταστροφή που ζούμε δεν είναι συγκυριακή κρίση, είναι εξόφθαλμη παρακμή. Δεν έχει δυνάμεις η ελληνική κοινωνία να αντισταθεί στον καταποντισμό της, στον ιστορικό αφανισμό της.

Θα υπήρχε ελπίδα, αν ένα μικρό έστω, ελάχιστο κόμμα λειτουργούσε σαν δρομοδείχτης για την «αλλαγή γηπέδου», αν τολμούσε την άρνηση να παίξει στο γήπεδο του μηδενισμού (του μαρξιστικού ή καπιταλιστικού, αδιάφορο, Ιστορικού Υλισμού). Να ξεκαθαρίσει και να ορίσει το μικρό κόμμα τον προσανατολισμό: τις τομές και ανατροπές που θα συνιστούσαν «αλλαγή γηπέδου», ανάσχεση της ακατάσχετης διάλυσης, της αδυσώπητης παρακμής.

Τη δυναμική του δρομοδείχτη θα μπορούσε να τη σαρκώσει και μία εξωθεσμική πρωτοβουλία των πολιτών που σταδιοδρόμησαν στη διακονία των κοινωνικών αναγκών και τιμήθηκαν με την ευθύνη να ηγούνται σήμερα στους κορυφαίους θεσμούς. Ο απερχόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για λίγες ακόμα μέρες πρόεδρος όλων των Ελλήνων, να τολμούσε, ύστερα από δέκα χρόνια ηδονικής ατολμίας και απαθούς θέασης του ολέθρου, να συγκαλούσε: τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, τους προέδρους του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Και να τους ζητούσε μια εφ’ άπαξ παρέμβαση ικανή να λειτουργήσει σαν δρομοδείχτης προσανατολισμού της κοινωνικής απαίτησης για «αλλαγή γηπέδου».

Να υπενθυμίσουν τα αυτονόητα: ότι όρος ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού είναι η θεσμική κατάλυση του πελατειακού συστήματος λειτουργίας της πολιτικής. Είναι η τίμια και συνεπής αποκέντρωση με επιστροφή στην αυτοδιαχειριζόμενη μικρή κοινότητα. Μια ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που θα αποκαταστήσει το σχολειό ως τόπο ασκητικής σπουδής, στίβο άμιλλας και καταξίωσης της αριστείας. Η αυτονόμηση του συνδικαλισμού από την κομματική πατρωνεία. Ο αποκλεισμός των κομματικών νεολαιών από τα πανεπιστήμια. Η ακριβοδίκαιη, αλλά αμείλικτη αξιοκρατία στη Δημόσια Διοίκηση.

Πόσοι από τους κορυφαίους της κοινωνικής ευθύνης θα συμφωνήσουν σε έναν τέτοιο ενδεικτικό δρομοδείχτη, δεν έχει σημασία. Εστω και αν μείνει τελικά μόνος του ή με ελάχιστους συνεργούς στο εγχείρημα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τη δυναμική θα την έχει η τόλμη της πρωτοβουλίας, όχι το άμεσο αποτέλεσμα. Με τις αυριανές εκλογές, άσχετα με το τι θα προκύψει, οι Ελληνες ψηλαφούμε βυθό αηδιαστικής ευτέλειας και ντροπής. Και τρόμου.

Ο παλιμβαρβαρισμός δεν είναι μοίρα, είναι επιλογή.