Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Οι “Θερμοπύλες” ανήκουν σ' αυτούς που ξέρουν να τις φυλάνε και όχι σ' αυτούς που η τύχη το 'φερε, με τα χρόνια να μένουν εκεί γύρω !

Του Τσοπάνη από τα Τζουμέρκα.*

Η αλήθεια είναι ότι πάντα έτρεφα μια ιδιαίτερη συμπάθεια απέναντι στους Κούρδους. Στην αρχή 
έδινα στον εαυτό μου την εξήγηση, ότι ένοιωθα έτσι, επειδή απλά μου δημιουργούνταν το 
συναίσθημα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης που νοιώθει κανείς για έναν λαό που έχει 
ταλαιπωρηθεί, με διωγμούς, ξεσπιτώματα, γενοκτονίες και που δεν έχει αξιωθεί μέχρι σήμερα να 
αποκτήσει την εθνική του ανεξαρτησία.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Αν αναζητήσω βαθύτερα περισσότερες εξηγήσεις και ανατρέξω σε 
περισσότερο προσωπικές, θα θυμηθώ ότι όταν το 1982 έμενα στη πολιορκημένη από τους 
Ισραηλινούς Δυτική Βηρυτό, σε μια συνοικία κοντά στο κέντρο της πόλης δίπλα στην Αρμένικη, 
κάθε φορά που πήγαινα σπίτι, πέρναγα μπροστά από ένα σημείο ελέγχου που το κράταγαν 
Κούρδοι. Από τις πολλές φορές γίναμε φίλοι. Άλλωστε δεν άργησα να διαπιστώσω ότι στο 
μπροστινό κτίριο που από τους βομβαρδισμούς είχε γίνει πια γιαπί, είχαν εγκαταστήσει για τα καλά
το στρατηγείο τους και είχαν οχυρώσει γύρω, γύρω τις θέσεις τους. Η ομάδα τους δεν ήταν βέβαια 
πολυάριθμη, αλλά ήμουν σίγουρος ότι οι Ισραηλινοί ή οι φαλαγγίτες, όποιος από τους δύο θα 
επιχειρούσε να καταλάβει την περιοχή σίγουρα θα το μετάνιωνε και πιθανόν να άλλαζε γνώμη, από
τις πολλές απώλειες που αναμφισβήτητα θα 'χε.
Η παρουσία τους λοιπόν πέρα από τη προσωπική σχέση που είχε σιγά σιγά αναπτυχθεί, μου 
δημιουργούσε επιπλέον και ένα αίσθημα ασφάλειας.
Γιατί όσο και να κινδυνεύει κανείς από τους βομβαρδισμούς ή τα παγιδευμένα αυτοκίνητα, σ' έναν 
γενικευμένο πόλεμο, δεν παύει να σκέφτεται και τις οδομαχίες που κι αυτές όποτε ξέσπαγαν δεν 
ήταν λιγότερο επικίνδυνες. 
Με λίγα λόγια ήταν οι άνθρωποι στο πιο κοντινό μου περιβάλλον, που μου έδιναν πληροφορίες και 
με προστάτευαν, λέγοντας μου πως να κινηθώ και τι θα έπρεπε να προσέξω διαφορετικά την κάθε 
συγκεκριμένη μέρα.
Αλλά και πολύ αργότερα εξακολούθησα να έχω στενές φιλίες με Κούρδους που έμεναν στη χώρα 
μας. Κατά συνέπεια πάντα είχα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που με ωθούσε να παρακολουθώ από 
πολύ κοντά τις εξελίξεις, το οποίο όμως συνοδεύονταν αναπόφευκτα και από μία έντονη 
συναισθηματική φόρτιση, όπως άλλωστε και για τους Άραβες.
Όταν λοιπόν πριν από δύο χρόνια περίπου ένα Κούρδος φίλος μου, που η Φαιακία φιλοξένησε 
πρόσφατα συνέντευξή του, ήρθε περιχαρής και μου είπε πως είχαν αρχίσει ήδη να οργανώνουν τις 
περιοχές που έμεναν στη Βόρεια Συρία, στη βάση της αυτονομίας, χάρηκα κι εγώ μαζί του.
Και είχαμε κι οι δύο κάθε λόγο, γιατί πραγματικά ήταν μια θαρραλέα και τεράστια προσπάθεια να 
προχωρήσουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα που απαιτούσε πολύ μεγάλη προσπάθεια, τεχνογνωσία, 
εμπειρία αλλά κυρίως όμως διάθεση για ζωή, όταν ζωή σημαίνει αλληλεγγύη και ενότητα. Δεν είναι
καθόλου εύκολο για έναν λαό, χωρίς προηγούμενη εμπειρία, με σχετική αυτονομία, από την εποχή 
του Άσαντ, (που την απέκτησαν μετά από επανειλημμένες εξεγέρσεις και θύμιζε περισσότερο 
απομόνωση), κάτω από αντίξοες συνθήκες, με πενιχρά μέσα, λιγοστούς πόρους, με αυξημένο πλέον
πληθυσμό από τον ερχομό και άλλων αγωνιστών του PKK από τις περιοχές της Τουρκίας, μέσα σ' 
ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον, που περιλάμβανε από τη μία μεριά τα γκρουπούσκουλα των 
ζιχαντιστών που ανήκαν σε διαφορετικά τσιφλίκια, με διαφορετικά αφεντικά και εξυπηρετούσαν 
διαφορετικά συμφέροντα και από την άλλη τα συριακά κυβερνητικά στρατεύματα, να προσπαθείς 
να φτιάξεις αυτόνομες, ανεξάρτητες δημοκρατικές κρατικές δομές, χωρίς να θίγουν την 
ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις περιοχές αυτές οι Κούρδοι είναι μεν η πλειοψηφία, αλλά δεν είναι οι 
μοναδικοί κάτοικοι, δεδομένου ότι υπάρχουν άραβες, χριστιανοί και αλαουίτες. Επιπλέον μετά τις 
γενικευμένες εμφύλιες συγκρούσεις στο σύνολο της χώρας και τη φήμη, ότι στις κουρδικές 
περιοχές επικρατούσε πλέον δημοκρατικό καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, κάτοικοι από άλλες περιοχές έσπευδαν να μετακινηθούν προς τα εκεί για μεγαλύτερη ασφάλεια, μακρυά από τις 
συγκρούσεις, για να αποφύγουν το απολυταρχικό καθεστώς του Άσαντ.
Η δημοκρατία αυτή και η πολυεθνική συνύπαρξη σε συνδυασμό με την ανεξιθρησκεία, δεν έμενε 
μόνο στα λόγια, αλλά επιβεβαιώνονταν στις εκφράσεις της καθημερινής πρακτικής.
Για παράδειγμα μόνο στο καντόνι του Kobanê ο επικεφαλής είναι Κούρδος. Στα άλλα δύο πρόεδροι
είναι ένας Άραβας, με αντιπρόεδρο χριστιανό και μια γυναίκα Αλαουίτης αντίστοιχα.
Το εγχείρημα λοιπόν της συγκρότησης και οργάνωσης κρατικών δομών και υπηρεσιών σε περιοχές 
με πληθυσμό από διάφορες εθνότητες και θρησκευτικές ομάδες δεν είναι καθόλου εύκολο, 
ιδιαίτερα αν θέλει κανείς η αυτονομία και η αυτοδιοίκηση αυτή να βασίζεται στις αρχές της 
άμεσης δημοκρατίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Άξιζε όμως το κόπο αυτή 
προσπάθεια γιατί αν πετύχαινε κάτι τέτοιο που ξεκίναγε από μια καθαρή και υγιή βάση, χωρίς 
προηγούμενες “αμαρτίες” που συνοδεύουν τα δικά μας εκφυλισμένα και διεφθαρμένα καθεστώτα, 
τότε θα αποτελούσε ένα ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση, γιατί θα αποδείκνυε στη πράξη τι 
μπορεί να πετύχει ένας λαός, όταν έχει θέληση, είναι οργανωμένος και ενωμένος.
Έτσι λοιπόν το PYD (Democratic Union Party) (Κόμμα της δημοκρατικής ενότητας), που είχε 
στενούς δεσμούς με το PKK, πήρε τη πρωτοβουλία και συγκρότησε ένα κοινό, ενιαίο μέτωπο με 
τις άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στη περιοχή. Από τη προσπάθεια αυτή δημιουργήθηκε 
το Εθνικό Συμβούλιο, που θα οργάνωνε και θα καθοδηγούσε τον κοινό αγώνα των Κούρδων, στη 
βάση των αρχών της δημοκρατίας, της αυτονομίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Στη βάση αυτή συγκροτήθηκε παράλληλα και το στρατιωτικό σκέλος της πολιτικής και κοινωνικής 
συμμαχίας το YPD.
Αυτό είναι το Rojava (Δυτικό) αλλιώς (Rojavayê Kurdistanê στη κουρδική γλώσσα ή Kurdistan Al-Suriyah στην αραβική)

Παρά τις δυσκολίες και το γεγονός ότι οι στρατιωτικές συγκρούσεις δεν άφηναν να εξελιχθεί με 
ηρεμία η προσπάθεια για διοικητική και πολιτική οργάνωση των πόλεων και των κοινοτήτων τους, 
τα πράγματα πήγαιναν εν τούτοις αρκετά καλά και οι στρατιωτικές επιτυχίες που συντελούσαν στη 
θωράκιση των περιοχών τους, ήταν πολύ ενθαρρυντικό στοιχείο, γεγονός που δημιουργούσε όπως 
ήταν φυσικό, αρκετή αισιοδοξία, που ήταν τόσο απαραίτητη για τη συνέχιση της προσπάθειας. Τόσο μάλιστα που είχε ξεκινήσει να συγκροτείται μία σοβαρή κίνηση αλληλεγγύης, στην Ευρώπη 
αλλά και σιγά σιγά στη χώρα μας, προκειμένου να μεταφερθεί από τη μεριά της Ελλάδας 
τεχνογνωσία και υλική υποστήριξη στη προσπάθεια τους. 
Κατάφεραν λοιπόν να οργανώσουν με επιτυχία την αυτονομία των περιοχών τους χωρίζοντας την 
περιοχή τους σε τρία ανεξάρτητα καντόνια με ξεχωριστές αρχές και ξεχωριστά κοινοβούλια, όλα 
κάτω από το συντονισμό του ενωτικού Εθνικού Συμβουλίου και διασφαλίζοντας τα “σύνορά” τους 
χάρις τη στρατιωτική τους δύναμη με άρτια εκπαιδευμένο και εμπειροπόλεμο, αλλά όχι απαραίτητα
και πλήρως εξοπλισμένο στρατό με σύγχρονα μέσα.
Αυτό έγινε εφικτό με τις δυνάμεις που απορρόφησαν από τους μαχητές του PKK, οι οποίες μετά τις
δηλώσεις του Οτσαλάν από τη φυλακή που καλούσε τους Κούρδους σε μια προσπάθεια 
συνεννόησης με το τουρκικό καθεστώς, το οποίο την εποχή εκείνη για λόγους σκοπιμότητας έκανε 
παραπλανητικές κινήσεις για ένα δήθεν άνοιγμα προς τη κουρδική πλευρά, είχαν μετακινηθεί 
αρχικά προς το Ιρακινό Κουρδιστάν και στη συνέχεια οι περισσότερες προς τις κουρδικές περιοχές 
της Συρίας. 
Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν επίσης να εφαρμόσουν με συνέπεια τη πολιτική τους, η οποία ήταν 
απόλυτα ξεκάθαρη απέναντι στις δυνάμεις που συνιστούσαν το εχθρικό περιβάλλον που είχε πλέον 
δημιουργηθεί γύρω τους. Κατ' αρχήν η στάση τους ήταν καθαρά αμυντική και χρησιμοποιούσαν τη
στρατιωτική τους δύναμη αποκλειστικά και μόνο, όταν επρόκειτο να απαντήσουν στις προκλήσεις 
– που δεν ήταν λίγες – και προκειμένου να υπερασπίσουν τον πληθυσμό τους.
Έτσι την ίδια στιγμή που ήταν αντιμέτωποι με τα εξτρεμιστικά γκρουπούσκουλα, που 
υποστηρίζονταν από τους ¨δυτικούς κύκλους” και διατείνονταν ότι σκοπός τους ήταν ο 
εκδημοκρατισμός της Συρίας και η ανατροπή του Άσαντ, κρατούσαν σταθερά τις αποστάσεις τους 
απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς της χώρας, που για λόγους σκοπιμότητας τους είχε αφήσει 
μια “σχετική” αυτονομία, ήδη από την εποχή του πατέρα Χάφεζ Αλ Άσαντ, αλλά χωρίς να τους 
δώσει καν τη συριακή υπηκοότητα.
Βέβαια όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνουν χωρίς τη συνεχή παρουσία τους σε όλα τα μέτωπα και
χωρίς να εδραιώσουν την υπεροχή τους με αγώνες και θυσίες μέσα από τις συνεχείς μάχες και τις 
σκληρές συγκρούσεις.
Ούτε και στο εξωτερικό ο αγώνας ήταν λιγότερο εύκολος και άνισος δεδομένου ότι τα περισσότερα
στελέχη που ήταν επιφορτισμένα με τη πολιτική – διπλωματική δουλειά της διεθνούς αναγνώρισης 
και στήριξης στον αγώνα για την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους, δεν διέθεταν, ως 
αντικαθεστωτικοί ούτε καν κανονικά διαβατήρια, παρά μόνο ταξιδιωτικά έγγραφα τύπου “laissez 
passer”.
Ο φίλος μου ήταν δικαιολογημένα αισιόδοξος, έως υπεραισιόδοξος, όπως επέβαλε άλλωστε ο 
προσωπικός αυθορμητισμός του και η δυναμική του κινήματος τους.
Είχα όμως παρατηρήσει ότι στήριζε πολύ τις ελπίδες του όχι μόνο στη διεθνή αναγνώριση που 
διαγράφονταν δειλά δειλά σαν προοπτική και που είναι άλλωστε απόλυτα απαραίτητη, αλλά και 
στις “εγγυήσεις” που είχαν δώσει και στις “δεσμεύσεις” που είχαν αναλάβει οι δυτικές δυνάμεις, 
μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ κυρίως και το Ισραήλ, που έδειχναν να μην είναι αντίθετες με την ιδέα 
της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. 
Η πραγματικότητα όπως εμφανίζονταν ήταν σαφής αναφορικά με την επιδίωξη των Δυτικών να 
ανατραπεί το καθεστώς του Άσαντ και να βρεθεί το Ιράν σε δεινή θέση, χάνοντας ένα σύμμαχο και 
μια προωθημένη ασπίδα προστασίας μακρυά από τα σύνορά του. Εξ άλλου φαίνονταν επίσης ότι 
θα ήταν πολύ βολικό για εκείνους που επιδίωκαν το διαμελισμό της Συρίας, να υπάρξουν περιοχές 
η ζώνες στο Βορρά που δεν θα ανήκαν στο επίσημο Συριακό κράτος, την ισχύ και τη κυριαρχία του
οποίου προσπαθούσαν συστηματικά να περιορίσουν.
Επιπλέον διαχέονταν και η ιδέα ότι κάτι τέτοιο το επεδίωκαν με τη λογική να περιορίσουν τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό που εξέφραζε την εποχή εκείνη το δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου.
Την τελευταία αυτή αντίληψη ενίσχυαν και οι ήττες της Τουρκίας στη διεθνή πολιτική σκηνή, 
ιδιαίτερα με την αναγκαστική ανατροπή των “αδελφών μουσουλμάνων” στην Αίγυπτο, ως 
αναδίπλωση από τους ίδιους κύκλους που τους εγκατέστησαν στην εξουσία και την αδιάλλακτη 
εχθρική στάση της Τουρκίας απέναντι στο νέο καθεστώς που τους αντικατέστησε, όπως επίσης και 
η για μεγάλο χρονικό διάστημα “τεχνητή” ψύχρανση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Δίνονταν λοιπόν η αίσθηση και καλλιεργούνταν η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα 
έκαναν τα πάντα, ακόμη και να ανεχτούν καταστάσεις που παλιότερα αποτελούσαν μη 
διαπραγματεύσιμες κόκκινες γραμμές γι αυτούς, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους, παρ'
όλου που δεν ήταν απόλυτα ταυτισμένοι με όλο το εύρος της διαπλοκής τους.
Αν έβλεπε κανείς τα πράγματα με αυτό το πρίσμα, υπερτιμώντας κάποιους επιμέρους παράγοντες 
και υποτιμώντας ορισμένους άλλους, όπως τη τακτική της Τουρκίας στο εσωτερικό της, η οποία 
φαίνονταν ότι εξυπηρετεί τα προσωπικά συμφέροντα του Ερντογάν σχετικά με την εκλογή του 
στη προεδρία και τις θρησκευτικές αντιλήψεις μερίδας των τούρκων κυβερνώντων, ενώ στη 
πραγματικότητα, η προσωπική φιλοδοξία του μεν και η αδιαλλαξία των δε χρησιμοποιούνταν για 
την εξυπηρέτηση άλλων πολύ ισχυρότερων συμφερόντων, μπορούσε να πιστέψει ότι πράγματι 
μιλάμε για μια διαφοροποίηση ή ακόμη για έναν αιφνιδιασμό και μια αμηχανία στη πολιτική των 
ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περιοχή και επομένως θα μπορούσε να ελπίζει κανείς στην υποστήριξη ή 
έστω σε μια ελάχιστη ανοχή από τη πλευρά τους.
Προσωπικά δεν έχανα ευκαιρία να εκφράζω στην αρχή μεν τις επιφυλάξεις μου και στη συνέχεια 
δε, όσο έβλεπα τις εξελίξεις, να διατυπώνω πλέον τις αντιρρήσεις μου για το ρόλο και τη στάση 
των αμερικανών και των δυτικών εν γένει. Η εμπειρία μου και οι γνώσεις μου για τη περιοχή και 
για το γενικότερο γεωπολιτικό κλίμα με οδηγούσαν σε διαφορετικά συμπεράσματα και με 
ανάγκαζαν να γίνομαι ενοχλητικός κρούοντας συνεχώς τον κώδωνα του κινδύνου.
Το κομβικό σημείο της διαφοράς στις εκτιμήσεις, που διαφοροποιούσε φυσικά και τα 
συμπεράσματα ήταν κατά τη γνώμη μου, ότι οι περισσότεροι την εποχή εκείνη δεν έβλεπαν ή 
υποτιμούσαν τη στενή σχέση των ιμπεριαλιστικών κύκλων με τις συμμορίες των ζιχαντιστών και 
την απόλυτη εξάρτηση των μεν από τους δε και θεωρούσαν ότι η αμερικανική πολιτική βρίσκονταν 
σε δυσχερή θέση από την άποψη ότι τους είχε “ξεφύγει ο έλεγχος”.
Όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν είχε γίνει αντιληπτό, το ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν έτοιμος να 
περάσει στη φάση του ολοκληρωτικού και εκτεταμένου πολέμου, με περισσότερους από έναν 
αντιπάλους, όσο και να μην διαγράφονταν με σαφήνεια το συγκρουσιακό επίπεδο και πολύ 
περισσότερο το αντίπαλο μέτωπο, το οποίο σαφώς δεν είχε και δεν θα μπορούσε να έχει 
συγκροτηθεί. Το τελευταίο όμως δεν καθορίζονταν πλέον από τη κοινότητα των συμφερόντων 
του, αλλά από τις επιθετικές επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού, που είχε καταφέρει να προηγηθεί 
από όλες σχεδόν της απόψεις, πολιτική, στρατιωτική, επικοινωνιακή κλπ.
Οι μετέπειτα εξελίξεις και το χρονοδιάγραμμα που διαγράφεται και όπως διαγράφεται από τα 
γεγονότα που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν δυστυχώς τις δικές μου υποψίες.
Γιατί ο διάολος δεν μπορεί παρά να είναι μόνο διάολος.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή των εξελίξεων στη περιοχή, που συνοψίζεται στη 
πολιορκία του Kobanê (Ayn al-ʿarab). Το Kobanê επιλέχθηκε σαν κύριος στόχος της γενικευμένης 
επίθεσης που εξαπέλυσε το Daeech , για συγκεκριμένους στρατιωτικούς και πολιτικούς λόγους, 
αλλά και επειδή εκτός των άλλων πιστεύονταν ότι ήταν ο αδύναμος κρίκος μετά από μια πολιορκία 
που είχε ξεκινήσει εδώ και ένα χρόνο και από την άποψη αυτή θα αποτελούσε εύκολη λεία, 
σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους. Η φάση αυτή των συγκρούσεων είναι καίριας σημασίας όχι μόνο για τους Κούρδους από 
στρατιωτική και πολιτική άποψη, άκρως επικίνδυνη για την επιβίωση των κατοίκων που έχουν 
απομείνει στη πόλη και στις γύρω από αυτή συνοικίες και το ίδιο το μέλλον του “προπλάσματος” 
του αυτόνομου κουρδικού κράτους στη Συρία, αλλά για κάτι άλλο πολύ πιο μεγαλύτερο που 
μπορούμε να φανταστούμε σήμερα.
Στη σύγκρουση αυτοί οι Κούρδοι είναι ολομόναχοι χωρίς καμία βοήθεια από τον έξω κόσμο, που 
παρακολουθεί από τις τηλεοράσεις.
Η Τουρκία δεν παραμένει απλά αδρανής, δεχόμενη συνεχείς πιέσεις των ΗΠΑ, όπως θέλουν να μας
πείσουν τα απανταχού ΜΜΕ. Κρατάει απολύτως εχθρική στάση. Αφού εξέθρεψε, εκπαίδευσε, 
φιλοξένησε στο έδαφός της τους μισθοφόρους του Daeech, τώρα περιθάλπτει και τους τραυματίες 
τους. Κρατάει κλειστά τα σύνορά της σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από το Kobanê, ολοκληρώνοντας
έτσι τον αποκλεισμό του, σε τρόφιμα, πυρομαχικά και ενισχύσεις. Παράλληλα δεν λησμονεί να 
ρίξει που και που μερικές οβίδες, εναντίον της πόλης.
Οι ΗΠΑ και οι υπόλοιποι σύμμαχοι κάνουν πως έχουν αιφνιδιασθεί από την επιθετικότητα του 
Daeech που οι ίδιοι εκπαίδευσαν στη Τουρκία και την Ιορδανία και οι ίδιοι εξόπλισαν.
Οι λεγόμενοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, των οποίων η στρατιωτική σκοπιμότητα αμφισβητείται, 
δεν έχουν προκαλέσει καμιά σοβαρή ζημιά στις δυνάμεις του Daeech.
Οι αραβικές μοναρχίες συνεχίζουν τη ενίσχυση των συμμοριών που με τόσο πολύ κόπο και χρήμα 
συγκρότησαν.
Ο συριακός στρατός παρακολουθεί απαθής τις εξελίξεις.
Οι Κούρδοι του Μπαρζανί και οι Πεσμεργκά, περιμένουν ίσως καλλίτερες μέρες για να παρέμβουν.
Κι όλα αυτά γιατί κανένας δεν θέλει να βγουν κερδισμένοι οι Κούρδοι της Συρίας.
Η σύγκρουση αυτή, δίχως να υπερτιμώ έστω και στο ελάχιστο τη σημασία της, ξεπερνάει τα όρια 
των αντιμαχομένων, με όλες τις απάνθρωπες και τραγικές της συνέπειες.

Ξεπερνάει τα όρια της σύγκρουσης των συμφερόντων που παίζονται σε διεθνές επίπεδο.
Ξεπερνάει τα συμβολικά και σημειολογικά όρια και εκείνα του ηρωισμού που αναδεικνύει ο 
αγώνας του Δαυίδ εναντίον του Γολιάθ, της δικαιοσύνης εναντίον της αδικίας.
Είναι η σύγκρουση ενός κόσμου, άσχετα αν δεν βλέπει τον εαυτό του μέσα από ένα 
ταλαιπωρημένο, φτωχό και άστεγο λαό που στέκει όρθιος στις επάλξεις, 
άσχετα αν αυτή διαδραματίζεται πολύ μακρυά από την άνεση του πολιτισμού του και τη θαλπωρή 
του σπιτιού του, 
άσχετα αν δεν νοιώθει να τον αντιπροσωπεύουν οι Κούρδοι, εθνολογικά, ιστορικά, πολιτικά, 
πολιτισμικά κλπ, 
άσχετα αν προσπαθεί για να αποφύγει τις ευθύνες του και να απομακρύνει συνειδητά ή ασυνείδητα 
τον κίνδυνο, που κατά βάθος νοιώθει ότι τον απειλεί να περιορίσει γεωγραφικά, πολιτικά και 
κοινωνικά το επίπεδο και τις διαστάσεις της σύγκρουσης.
Μιας σύγκρουσης που που τον φέρνει αντιμέτωπο με έναν άλλο κόσμο που αντιπροσωπεύει τα 
ίδια τα δημιουργήματά του, τα χειρότερα του ένστικτα, τις μεγαλύτερες διαστροφές που άφησε να 
ξεχυθούν από μηχανισμούς που επικράτησαν γιατί αντάλλαξε τις αξίες και τα ιδανικά που του 
παρέδωσαν προς φύλαξη, οι εκατόμβες των προγόνων του στο βωμό της ελευθερίας και της 
δημοκρατίας, με ένα απλό, περιορισμένο και σύντομο σε διάρκεια “δείγμα”, που του προσέφερε 
μια επίπλαστη πρόοδος σε τομείς χωρίς κοινωνική σκοπιμότητα, ανθρώπινο περιεχόμενο και 
ιστορική προοπτική, μέσα από την αχαλίνωτη κατανάλωση ευτελών ειδών και ιδεών, που 
παρήγαγαν όμως ανυπολόγιστο πλούτο σε εκείνους που σήμερα βρίσκονται πίσω από τις ορδές των
βαρβάρων που απειλούν όχι μόνο τη δική του ζωή αλλά και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Δεν συγκρούονται δύο πολιτισμοί, όπως λένε πολλοί που θέλουν αφελώς η σκοπίμως να 
παραδεχθούν τις πασιφανείς διεθνείς διαστάσεις της σύγκρουσης. Και ο λόγος είναι σαφής διότι η 
άλλη πλευρά δεν έχει τη παραμικρή σχέση με τον πολιτισμό του ισλάμ, όπως σκοπίμως 
παρουσιάζεται. Δεν πρόκειται για ισλαμιστές, αλλά για εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στις διαχρονικές πανανθρώπνες αξίες και το μέλλον των επόμενων 
γενεών και ανάμεσα στα τέρατα που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός και οι υπηρέτες του.
Όποιος νομίζει ότι η προηγούμενη τοποθέτηση δεν τον αφορά, είτε αρνείται την πραγματικότητα, 
είτε κοιμάται ύπνο βαθύ, όχι όμως και του “δικαίου”.
Αλίμονο διότι η λαίλαπα των συμμοριών που πολιορκούν σήμερα το Kobanê, δεν σταματούν εκεί. 
Αυτές δεν απειλούν μόνο το Kobanê και τους Κούρδους κατοίκους του. Απειλούν όλο τον 
πολιτισμένο κόσμο, γιατί αντιπροσωπεύουν, το σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα, σπέρνοντας τη 
καταστροφή και το θάνατο απ' όπου πέρασαν.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι είναι αδιανόητο ή μη αναμενόμενο να αναβιώνουν στο 21ο αιώνα, 
σκηνές που ωχριούν μπροστά σε εκείνες που εκτυλίσσονταν σε άλλες εποχές του παρελθόντος που
έφεραν το στίγμα της ανθρώπινης παράνοιας, του μίσους και της βαρβαρότητας.
Είναι το ότι αυτή η εκστρατεία δεν είναι μόνο του ISIS, του Daeech ή όπως αλλιώς το ονοματίζουν.
Είναι η πιο στυγνή, ωμή, χυδαία εκστρατεία του ιμπεριαλισμού εναντίον της ίδιας της σύγχρονης 
κοινωνίας, την οποία μπροστά στα αδιέξοδά του επιχειρεί να τη μετασχηματίσει στα μέτρα του.
Και δυστυχώς για όλους μας το επίπεδο της τεχνολογίας μπορεί να επιτρέπει σήμερα να αλλάζει 
κανείς τα οπτικοακουστικά ερεθίσματα και προκλήσεις με ένα απλό τηλεχειριστήριο ή 
εγκαταλείποντας τις κινηματογραφικές αίθουσες, δεν ισχύει όμως το ίδιο για την αδυσώπητη 
πραγματικότητα που δεν υπακούει στους κανόνες της κατευθυνόμενης οπτικοακουστικής 
αυταπάτης.
Τα μαύρα τέρατα που ξεχύθηκαν και το βεληνεκές των συνεπειών τους δεν σταματάνε, όπως τα 
τέρατα στη τριλογία του άρχοντα των δακτυλιδιών στις οθόνες των κινηματογράφων ή των HD 
τηλεοράσεων μας.
Γι αυτό λοιπόν θεωρώ ότι οι Κούρδοι σήμερα φυλάνε Θερμοπύλες.
Υ.Γ. Ευτυχώς για όλους μας την ώρα που γράφονταν αυτά (17/10/14) πήρα μια ευχάριστη είδηση :
https://www.youtube.com/watch?v=Ehx6NJfusGw#t=67

*Ο Τσοπάνης απ' τα Τζουμέρκα είναι φίλος του blog.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου