Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Στον καλό φίλο και σύντροφο στον αγώνα Μανώλη

ΩΔΗ ΣΤΟ ΜΑΝΩΛΗ



“Io no, la mia razza ha coltelli,
Che ardono e lune e ferite che bruciano”
*Salvatore Quasimodo (1901-1968)



Τα λιβάδια μου τα ξερίζωσαν
τα λιμάνια μου τα κουρσέψανε,
τα χειμαδιά μου τα ρήμαξαν
και τα ποτάμια μου τα ξέραναν
ντόπιοι και ξένοι λύκοι,
που τώρα κυνηγά ο ένας τον άλλον, για τη μοιρασιά.

Κι η φωνή μου – σα ληγμένος λυγμός – δεν έχει πια μελωδία,
οι χορδές μου,
σαν άναρθρες κραυγές,
συντονίζονται στο άγριο ουρλιαχτό του βοριά,
που τα πάντα πάγωσε φέτος.

Στον άνεμο ανασηκώνονται τα φυλλοκάρδια μας,
σπασμένες χορδές μιας κούφιας κιθάρας,
που `πάνω τους αργοσαλεύουν αποστεωμένα δάχτυλα
νεκρών πια, από καιρό, τροβαδούρων.
Δεν θρηνώ...

Η δική μου γενιά έπαψε προ πολλού να θρηνεί...
Δεν έχει άλλωστε τι να θρηνήσει,
αφού θρηνούν μόνο αυτοί, που τους αδίκησε η ιστορία που γράψανε...

Τώρα μουδιασμένη απ` τα σκαμπίλια
αναπαύεται νωχελικά,
κουκουλωμένη με το φόβο,
σε πολυκαιρισμένα σαλόνια -
αναμαλλιασμένα κεφάλια,
λευκά απ` του χρόνου τη βουή,
κούφια από σοφία,

κοιτούν το αχανές τοπίο μιας επίπεδης τηλεόρασης,
ακούν το θόρυβο των καθημερινών οδηγιών,
αποσβολωμένοι απ` τη μεγαλοπρέπεια της ενημέρωσης
μέσ` στη παγερή σιωπή των τηλεπόλεων...

Κανείς πια δεν τραγουδά...
Κανείς δεν σιγοσφυρίζει το τραγούδι του νερού στ` αυλάκι,
που δεν κυλάει πια ούτε κι αυτό,
γιατί δεν του 'μεινε καμιά γη να ποτίσει...
Θαρρείς πως όλοι έχουν πεθάνει
κι άταφοι περιδιαβαίνουν άσκοπα μέσ` στη σήψη τους...

Το καταλαβαίνεις ίσως μόνο αν δεις την εικονική ζωή μας,
μέσ` απ' τον αληθινό καθρέφτη του πραγματικού φεγγαριού,
με τις βαθιές χαίνιουσες πληγές μας,
που ματώνουν, που πυορροούν και καίνε...


Τούτη η σιωπή, που σταμάτησε φέτος τον ερχομό της άνοιξης,
κι ο βοριάς, που χαμηλογλιστρά στα παγωμένα φυλλώματα
του δάσους της Πεντέλης,
δεν είν` θείο δώρο, παρά θάνατος είναι,
γι` άλλους πρόωρος,
γι` άλλους μονοσήμαντα βιαστικός,
γι` άλλους βασανιστικός και μόνιμος...

Μα και τα χρώματα απ` των καταχτητών τις μισητές σημαίες,
αλλά κι η αδράνεια, που μαστίζει τα μυαλά και τις ψυχές -
η πιό ανίατη απ` τις αρρώστειες μας -
ίσως και το μαρτύριο του φόβου της δειλίας μας,
που μας συντροφεύει στη μεγαλοπρέπεια της δουλοπρέπειας,
που διέγραψε τόσες και τόσες ξεχασμένες και λησμονημένες
στο χρόνο λέξεις της γλώσσας μας,
ε λοιπόν, τούτη η καταστροφή,
αυτή `ναι που το χειμώνα παρατείνει
κι άνοιξη φέτος φαίνεται πως δεν θα δούμε...
Δεν είν` ζωή πια αυτό το επαναλαμβανόμενο χτυποκάρδι,
δεν είναι οι χτύποι της δικής μας ζωντανής καρδιάς,
δεν είν` τερτίπι αυτή η καθημερινή απάτη της φτιασιδωμένης Κίρκης,
που παίζει ανενόχλητα και προκλητικά με τις σειρήνες,
στο σαρωτικό πέρασμα της καταστροφής αισθήσεων,
ακόμη και παραισθήσεων,
θάνατος είναι,
που κρατά λουλούδι νεκρικό, ευσπλαγχνικό δώρο στους θνητούς...

Σας θυμίζω `κείνη την αναμμένη βουκαμβίλλια - Θυμάσαι Μανώλη; -
στον διάτρητο από σφαίρες περίβολο του Πολυτεχνείου,
ο θανατος ήταν – κι είναι – που παρηγορεί τη ζωή μας,
ένας θάνατος θάρρους κι αγάπης
προς τη ζωή,

ότι κι αν λέτε, αυτό `ναι...

Κουράστηκα να τραγουδώ για τα βάτα και τα ξερά χορτάρια
ανάμεσα στους τάφους,
όπου το άνθος του κακού θεριεύει και κυριεύει
κι όλο σκέφτομαι πως κάποιος, κάπου κι ίσως κάπως, ακόμη ζει
κι εμείς όλ` οι άλλοι κλειστήκαμε ερμητικά εδώ,
κουρνιάζοντας στους καναπέδες του φόβου μας,
σαν μπούφοι σε ξένες φωλιές,
κι εκεί έξω η μελαγχολία τρέφεται και θεριεύει
απ` τα δελτία ειδήσεων,
που σαν λυσσασμένα σκυλιά αλυχτούν στους κήπους
και στις βεράντες μας,
ανάμεσα στους πυροβολισμούς των αυτόχειρων
και στα συρτά στο πλακόστρωτο βήματα των μεταναστών...

Κι αλλοίμονο, χάσαμε όλες εκείνες τις αρχαίες φωνές,
που `ταν το σημάδι,
που' δειχνε μέσ' στο ξέφωτο,
πως τάχα να ξεπερνούμε τη ζωή
με τη σκούρα ζητιανιά του χρόνου,
βλέποντας τους αγγέλους του θανάτου
μαινόμενους, να διασχίζουν του αιθέρα τ` αχανές...


Παλιέ μου φίλε και σύντροφε,
τώρα κονταίνουν οι σκιές ανάμεσα στις μνήμες,
κάτ` απ` τ` αστέρια χορεύουν στις πεδιάδες οι δαιμονισμένοι...
Νιώθω, πως η ζωή σου φεύγει,
νιώθω τη μελαγχολική μοναξιά των βημάτων σου
και των φλογισμένων μου δειλινών η πυρκαγιά σβιέται με μιας,
νιώθω τη ζωή σου να φεύγει,
νιώθω τη ζωή μας να φεύγει,
παλιέ μου φίλε και σύντροφε,

μα δεν θρηνώ...

Η δική μας φτιασιά δεν θρηνεί,
είν` φτιαγμένη απ` ανθρωπιά,
ζυμωμένη με φωτιά και σίδερο,
δεν κλαίει,

παρά ολοένα κι ανοίγει μετερίζια
και κουβαλά μπαρουτόβολα...

Κι όλο μου ξανάρχεται στο νου η ανάμνηση της γρήγορης ματιάς σου
και το χαμόγελό σου
από μια κατάκοπη, βασανισμένη,
αλλά περήφανη, πλούσια και μεγάλη καρδιά,
μέσ` στο χειμωνιάτικο λιόγερμα

κι αντικρύζω – με τον πόθο μιας μελλοντικής συνάντησης – ξανά
τον ήλιο να γυρίζει στο σπίτι μας,
σαν τάμα, θαρρείς,
για την ελπίδα μιας μελλούμενης άνοιξης...
...................................................................

*O Salvatore Quasimodo, είναι γνωστός Ιταλός ποιητής, που γεννήθηκε στη Σικελία και πέθανε στην Νάπολη. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

(Βασίλης Θεοδωρόπουλος με τον Θανάση, για το Μανώλη...)

(Αφιερωμένο στον καλό φίλο και σύντροφο στον αγώνα Μανώλη Κλαμπατσέα, 13 Γενάρη 2017)

2 σχόλια:

  1. Αχ Μανώλη, Μανωλιό μου, φιλαράκι μου και συναγωνιστή μου, πόσο πολύ σου ταιριάζει αυτό:
    .... Κι όλο μου ξανάρχεται στο νου η ανάμνηση της γρήγορης ματιάς σου
    και το χαμόγελό σου
    από μια κατάκοπη, βασανισμένη,
    αλλά περήφανη, πλούσια και μεγάλη καρδιά,
    μέσ` στο χειμωνιάτικο λιόγερμα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗ ΜΑΝΩΛΗ.
    ΘΕΡΜΑ ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

    Λεωνίδας Χ. Αποσκίτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή