Janet Biehl
Το κείμενο της Τζάνετ Μπιλ δημοσιεύτηκε στο 12ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικούCommunalism τον Οκτώβριο του 2007 και, μεταξύ άλλων, αποτελεί μια εξαιρετική σύντομη εισαγωγή στην ιστορική εξέλιξη των ιδεών του Μπούκτσιν. Η Μπιλ ήταν σύντροφος και συνεργάτιδα του Μπούκτσιν για δύο δεκαετίες μέχρι και τον θάνατό του, και ασχολήθηκε με ζητήματα κοινωνικής οικολογίας και οικοφεμινισμού. Δίδασκε στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας του Βερμόντ και έχει δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία.
Για ένα μεγάλο διάστημα της ενήλικης ζωής του, ο Μάρεϊ Μπούκτσιν θεωρούνταν ως ένας από τους σημαντικότερους αναρχικούς θεωρητικούς, ίσως ο πιο πολυδιάστατος και καινοτόμος του εικοστού αιώνα. Όταν πέθανε, τον Ιούλιο του 2006, οι Times Online του Λονδίνου τον χαρακτήρισαν ως τον «πιο σημαντικό αναρχικό στοχαστή στη Βόρεια Αμερική για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα». Το γεγονός, όμως, είναι ότι πριν πεθάνει ο Μάρεϊ δε θεωρούσε πλέον τον εαυτό του αναρχικό. Από το 1995 έλεγε στους πιο κοντινούς του ανθρώπους ότι δε θεωρούσε πλέον τον εαυτό του μέρος αυτού του κινήματος. Σε ένα συνέδριο το 1999 στο Πλέινφιλντ, του Βερμόντ δημοσιοποίησε αυτή τη ρήξη· και το 2002 την εξέθεσε γραπτώς σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο.
Η ρήξη, παρόλα αυτά, ήταν πολύ εύκολο να ξεχαστεί. Μετά το θάνατό του παρατήρησα ότι πολλοί από τους θαυμαστές του δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχε διαφοροποιηθεί από τον αναρχισμό, ή, αν το είχαν συνειδητοποιήσει, δεν καταλάβαιναν τους λόγους για αυτήν του την απόφαση. Είναι σκόπιμο επομένως να περιγράψουμε την ιστορία. Ως σύντροφος και συνεργάτης του, για σχεδόν δύο δεκαετίες (η σχέση μας ξεκίνησε το Μάρτιο του 1987 και συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του), γνώρισα τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Γράφω, λοιπόν, αυτό το άρθρο για να πω αυτά που γνωρίζω και που είδα σχετικά με τη ρήξη του Μάρεϊ Μπούκτσιν με τον αναρχισμό.
Οικολογία
Ο Μάρεϊ πάντα έλεγε ότι για να κατανοήσεις κάτι πρέπει να γνωρίζεις την ιστορία του. Έτσι, για να καταλάβουμε τι συνέβη με αυτόν και τον αναρχισμό, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του '50 όταν και πραγματοποιήθηκε η μετάβασή του από το μαρξισμό στον αναρχισμό.
Το 1948, ως μέλος των Ενωμένων Εργατών Αυτοκινητοβιομηχανιών (United Auto Workers) και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος, ο Μάρεϊ συμμετείχε σε μία μεγάλη απεργία που κήρυξε η Ένωση ενάντια στην Τζένεραλ Μότορς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσουν οι εργάτες τριμηνιαία αύξηση για να αντισταθμίσουν την αύξηση του κόστους ζωής, ασφάλεια υγείας και συνταξιοδότηση με έξοδα της εταιρίας και άδεια μετ' αποδοχών μεγαλύτερης διάρκειας - με αντάλλαγμα την εργασιακή ειρήνη για 2 χρόνια. Το αποτέλεσμα αυτό τον έπεισε ότι η εργατική τάξη, ως τέτοια, δε θα αποτελούσε τον πρωτεύοντα επαναστατικό φορέα. Σε αντίθεση με τις μαρξιστικές προβλέψεις, ο καπιταλισμός δεν επρόκειτο να «εξαθλιώσει» την εργατική τάξη σε βαθμό τέτοιο, ώστε να εξεγερθεί εναντίον του. Αντιθέτως, οι εργάτες θα προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους μέσα στον καπιταλισμό.
Αυτή η συνειδητοποίηση πρέπει να ήταν απογοητευτική για τον Μάρεϊ. Ήταν, άλλωστε, ένας αφοσιωμένος αντικαπιταλιστής επαναστάτης. Αν οι εργάτες δε θα ανέτρεπαν τον καπιταλισμό, τότε ποιος θα το έκανε και κάτω από ποιες συνθήκες; Ποια, αν υπήρχαν, ήταν τα όρια του καπιταλισμού; Αυτά τα χρόνια, εν τω μεταξύ, ανέπτυσσε ένα ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, τα χημικά- παρασιτοκτόνα και φυτοφάρμακα- που χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία και στη συντήρηση τροφίμων. Πίστευε ότι μπορούν να έχουν αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, προκαλώντας ακόμα και καρκίνο. Έγραψε για αυτό το θέμα το 1952 ένα μακροσκελές δοκίμιο με τίτλο «Το πρόβλημα των χημικών στα τρόφιμα». Ίσως τα όρια του καπιταλισμού, σκέφτηκε, ήταν περιβαλλοντικά ή οικολογικά ως προς τη φύση τους. Αλλά αυτά τα προβλήματα επηρέαζαν τους πάντες, ανεξαρτήτου τάξης. Το επαναστατικό υποκείμενο, σε μία οικολογική επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, θα ήταν τότε όχι η εργατική τάξη αλλά η κοινότητα ως σύνολο. Η αντίσταση ενάντια στον καπιταλισμό θα μπορούσε να γίνει μια γενική διαταξική υπόθεση. Αυτή η παραδοχή- ότι οι πολίτες και όχι οι εργάτες θα ήταν το επαναστατικό υποκείμενο με τη μεγαλύτερη σημασία- παρέμεινε θεμελιώδης για την υπόλοιπη ζωή του.
Από πού προέρχονταν όμως οι οικολογικές ιδέες του Μάρεϊ; Απρόσμενα, λαμβάνοντας υπόψη κάποια από τα επόμενα γραπτά του, προέρχονταν από τον ίδιο τον μαρξισμό. «Έγραψα την πρώτη μου δουλειά, μεγέθους σχεδόν ενός βιβλίου, πάνω στις οικολογικές δυσλειτουργίες που παράγονταν από τον καπιταλισμό, "Το πρόβλημα των χημικών στα τρόφιμα", το 1952», θυμόταν 40 χρόνια αργότερα, «ενώ ήμουν νέο-μαρξιστής και σε καμία περίπτωση δεν είχα επηρεαστεί ακόμη από τους αναρχικούς στοχαστές». Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, βέβαια, θα ασκούσε σφοδρή κριτική στον μαρξισμό για τις αντι-οικολογικές του προκείμενες (για παράδειγμα το 1979 στο «Ο Μαρξισμός ως Ιδεολογία της Μπουρζουαζίας»). Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του '50, όσο ήταν ακόμη μαρξιστής, συνάντησε αποσπάσματα του Ένγκελς που τον έκαναν να προβληματιστεί για τη μη-ανθρώπινη φύση και την οικολογία ως κοινωνικό φαινόμενο. «Οι βασικές ιδέες μου για μια οικολογική κοινωνία είναι αλήθεια ότι προήλθαν από τη, για δεκαετίες, μελέτη της Αθηναϊκής πόλεως, του Ένγκελς, ακόμη και του Μαρξ. Συγκεκριμένα, η σκέψη μου για την οικολογία υποκινήθηκε όχι από τη δουλειά κάποιου αναρχικού στοχαστή, αλλά από τις επισημάνσεις του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την ανάγκη να εναρμονιστεί η πόλη με την ύπαιθρο». Ένα απόσπασμα στο Αντί Ντίρινγκ του Φρίντριχ Ένγκελς ήταν ιδιαίτερα σημαντικό:
Το 1948, ως μέλος των Ενωμένων Εργατών Αυτοκινητοβιομηχανιών (United Auto Workers) και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος, ο Μάρεϊ συμμετείχε σε μία μεγάλη απεργία που κήρυξε η Ένωση ενάντια στην Τζένεραλ Μότορς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσουν οι εργάτες τριμηνιαία αύξηση για να αντισταθμίσουν την αύξηση του κόστους ζωής, ασφάλεια υγείας και συνταξιοδότηση με έξοδα της εταιρίας και άδεια μετ' αποδοχών μεγαλύτερης διάρκειας - με αντάλλαγμα την εργασιακή ειρήνη για 2 χρόνια. Το αποτέλεσμα αυτό τον έπεισε ότι η εργατική τάξη, ως τέτοια, δε θα αποτελούσε τον πρωτεύοντα επαναστατικό φορέα. Σε αντίθεση με τις μαρξιστικές προβλέψεις, ο καπιταλισμός δεν επρόκειτο να «εξαθλιώσει» την εργατική τάξη σε βαθμό τέτοιο, ώστε να εξεγερθεί εναντίον του. Αντιθέτως, οι εργάτες θα προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους μέσα στον καπιταλισμό.
Αυτή η συνειδητοποίηση πρέπει να ήταν απογοητευτική για τον Μάρεϊ. Ήταν, άλλωστε, ένας αφοσιωμένος αντικαπιταλιστής επαναστάτης. Αν οι εργάτες δε θα ανέτρεπαν τον καπιταλισμό, τότε ποιος θα το έκανε και κάτω από ποιες συνθήκες; Ποια, αν υπήρχαν, ήταν τα όρια του καπιταλισμού; Αυτά τα χρόνια, εν τω μεταξύ, ανέπτυσσε ένα ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, τα χημικά- παρασιτοκτόνα και φυτοφάρμακα- που χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία και στη συντήρηση τροφίμων. Πίστευε ότι μπορούν να έχουν αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, προκαλώντας ακόμα και καρκίνο. Έγραψε για αυτό το θέμα το 1952 ένα μακροσκελές δοκίμιο με τίτλο «Το πρόβλημα των χημικών στα τρόφιμα». Ίσως τα όρια του καπιταλισμού, σκέφτηκε, ήταν περιβαλλοντικά ή οικολογικά ως προς τη φύση τους. Αλλά αυτά τα προβλήματα επηρέαζαν τους πάντες, ανεξαρτήτου τάξης. Το επαναστατικό υποκείμενο, σε μία οικολογική επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, θα ήταν τότε όχι η εργατική τάξη αλλά η κοινότητα ως σύνολο. Η αντίσταση ενάντια στον καπιταλισμό θα μπορούσε να γίνει μια γενική διαταξική υπόθεση. Αυτή η παραδοχή- ότι οι πολίτες και όχι οι εργάτες θα ήταν το επαναστατικό υποκείμενο με τη μεγαλύτερη σημασία- παρέμεινε θεμελιώδης για την υπόλοιπη ζωή του.
Από πού προέρχονταν όμως οι οικολογικές ιδέες του Μάρεϊ; Απρόσμενα, λαμβάνοντας υπόψη κάποια από τα επόμενα γραπτά του, προέρχονταν από τον ίδιο τον μαρξισμό. «Έγραψα την πρώτη μου δουλειά, μεγέθους σχεδόν ενός βιβλίου, πάνω στις οικολογικές δυσλειτουργίες που παράγονταν από τον καπιταλισμό, "Το πρόβλημα των χημικών στα τρόφιμα", το 1952», θυμόταν 40 χρόνια αργότερα, «ενώ ήμουν νέο-μαρξιστής και σε καμία περίπτωση δεν είχα επηρεαστεί ακόμη από τους αναρχικούς στοχαστές». Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, βέβαια, θα ασκούσε σφοδρή κριτική στον μαρξισμό για τις αντι-οικολογικές του προκείμενες (για παράδειγμα το 1979 στο «Ο Μαρξισμός ως Ιδεολογία της Μπουρζουαζίας»). Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του '50, όσο ήταν ακόμη μαρξιστής, συνάντησε αποσπάσματα του Ένγκελς που τον έκαναν να προβληματιστεί για τη μη-ανθρώπινη φύση και την οικολογία ως κοινωνικό φαινόμενο. «Οι βασικές ιδέες μου για μια οικολογική κοινωνία είναι αλήθεια ότι προήλθαν από τη, για δεκαετίες, μελέτη της Αθηναϊκής πόλεως, του Ένγκελς, ακόμη και του Μαρξ. Συγκεκριμένα, η σκέψη μου για την οικολογία υποκινήθηκε όχι από τη δουλειά κάποιου αναρχικού στοχαστή, αλλά από τις επισημάνσεις του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την ανάγκη να εναρμονιστεί η πόλη με την ύπαιθρο». Ένα απόσπασμα στο Αντί Ντίρινγκ του Φρίντριχ Ένγκελς ήταν ιδιαίτερα σημαντικό:
Η κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου δεν είναι απλώς εφικτή. Έχει γίνει άμεση ανάγκη. η υφιστάμενη δηλητηρίαση του αέρα, του νερού και της γης μπορεί να σταματήσει μόνο με τη σύζευξη της πόλης και της υπαίθρου.»
Ένα ακόμη απόσπασμα από τον Ένγκελς που διέγειρε τη σκέψη του, αυτή τη φορά από το Για το ζήτημα της κατοικίας του 1872:
Το ζήτημα της κατοικίας μπορεί να λυθεί μόνο όταν η κοινωνία έχει μεταλλαχτεί αρκετά ώστε να γίνει μία αρχή προς την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου, η οποία έχει φτάσει στο πιο ακραίο σημείο της στη σημερινή κοινωνία. Η καπιταλιστική κοινωνία, όχι μόνο δεν μπορεί να καταργήσει αυτήν την αντίθεση, αλλά αντιθέτως υποχρεώνεται να την εντείνει μέρα με τη μέρα.
Τέτοιου είδους ήταν τα αποσπάσματα που οδήγησαν τον Μπούκτσιν στη διορατική σκέψη ότι η σημερινή κοινωνική τάξη πραγμάτων βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με το φυσικό κόσμο («πόλη και ύπαιθρος») και ότι πρέπει να έχουμε μία αντικαπιταλιστική επανάσταση υπέρ μιας οικολογικής κοινωνίας. Έτσι, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να προσδιορίσει τη φύση της μετεπαναστατικής αυτής κοινωνίας. Πώς θα έμοιαζε μία οικολογική κοινωνία; Μία παρατήρηση του Ένγκελς ήταν εντυπωσιακή: επειδή θα προϋπέθετε μία «ομοιόμορφη κατανομή του πληθυσμού σε όλη τη χώρα» θα καθιστούσε αναγκαία «τη φυσική αποκέντρωση από τις πόλεις».
Συνεπώς, ο Μάρεϊ έγραψε το 1962 ότι η αποκέντρωση ήταν απαραίτητη για μια οικολογική κοινωνία:
Συνεπώς, ο Μάρεϊ έγραψε το 1962 ότι η αποκέντρωση ήταν απαραίτητη για μια οικολογική κοινωνία:
Για να επιτευχθεί μία διαρκής ισορροπία μεταξύ της κοινωνίας και της φύσης θα είναι απαραίτητη κάποιου είδους αποκέντρωση. Η αστική αποκέντρωση αποτελεί το θεμέλιο οποιασδήποτε ελπίδας να επιτευχθεί οικολογικός έλεγχος για την εισβολή παράσιτων στη γεωργία. Μόνο μία κοινότητα σωστά συνδεδεμένη με τους φυσικούς πόρους της γύρω περιοχής μπορεί να προωθήσει αγροτική και βιολογική ποικιλότητα.μία αποκεντρωμένη κοινότητα παρέχει τη μεγαλύτερη υπόσχεση για διατήρηση των φυσικών πόρων, ειδικότερα αφού θα προωθούσε τη χρήση των τοπικών πηγών ενέργειας, και θα χρησιμοποιούσε την αιολική, την ηλιακή και την υδροηλεκτρική ενέργεια.
Αναρχισμός
Με δεδομένη τη σημασία της αποκέντρωσης, ο μαρξισμός (παρά τις επισημάνσεις του Ένγκελς) δεν ήταν η πιο αρμόζουσα ιδεολογική στέγη για τις καινούριες οικολογικές ιδέες του Μπούκτσιν. Στα τέλη της δεκαετίας του '50 παρακολούθησε τις συναντήσεις της Ελευθεριακής Ένωσης (Libertarian League) στην Νέα Υόρκη και έμαθε για τον αναρχισμό. Όπως θυμόταν αργότερα, αυτό που τον ώθησε στη στροφή του από τον μαρξισμό σε αυτήν την εναλλακτική επαναστατική παράδοση δεν ήταν «κάποια εκτενής μελέτη της δουλειάς των νεότερων αναρχικών» όπως ο Προυντόν, ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν. Αντιθέτως, ήταν «η αντίδρασή μου στην κριτική του αναρχισμού από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η μελέτη της Αθηναϊκής πόλεως, το κατατοπιστικό βιβλίο του George Woodcock για την ιστορία του αναρχισμού, η προσωπική μου ενασχόληση ως βιολόγου, και οι σπουδές μου στην τεχνολογία που γέννησαν τις απόψεις που υιοθέτησα στα πρώτα μου δοκίμια». Η πρώτη αναρχική δουλειά που διάβασε ο Μπούκτσιν ήταν το σύντομο δοκίμιο του Herbert Read «Η φιλοσοφία του αναρχισμού» (The Philosophy of Anarchism), καθώς ο Read ήταν «ένας από τους λίγους αναρχικούς των οποίων τα γραπτά μπορούσα να βρω» στα τέλη του '50 και τις αρχές του '60.
Μία αναρχική κοινωνία, η οποία θα υπήρχε δίχως το κράτος, θα ήταν εξ ορισμού μία αποκεντρωμένη κοινωνία. «Μία αναρχική κοινωνία», έγραψε ο Μάρεϊ, «θα πρέπει να είναι μία αποκεντρωμένη κοινωνία, όχι μόνο για να εγκαθιδρύσει μία διαρκή βάση για την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά επίσης για να προσθέσει νέες διαστάσεις στην εναρμόνιση του ανθρώπου με τον άνθρωπο». Άλλες αναρχικές αρχές έμοιαζαν, επίσης, να συγκλίνουν με τις οικολογικές ιδέες του, τόσο πολύ που στα μάτια του ο αναρχισμός και η οικολογία φαινόταν να έχουν φτιαχτεί ο ένας για την άλλη. Ένα παράδειγμα είναι η αρχή της διαφοροποίησης (differentiation) (την οποία αναφέρει ο Read στο δοκίμιο του). Για τον Μάρεϊ (η φιλοσοφική βάση του οποίου για όλη του τη ζωή ήταν η εγελιανή διαλεκτική), η διαφοροποίηση -μία εγελιανή έννοια- φαινόταν συναφής με το οργανικό (organic), το οργανιστικό (organismic), και το οικολογικό: «Η πρόοδος μετριέται με το βαθμό διαφοροποίησης μέσα σε μια κοινωνία.Τόσο ο οικολόγος όσο και ο αναρχικός βλέπουν τη διαφοροποίηση ως μέτρο της προόδου. τόσο για τον οικολόγο όσο και για τον αναρχικό, μία συνεχώς αυξανόμενη ενότητα επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη διαφοροποιήσεων».
Μία άλλη έννοια κλειδί στη σύγκλιση ήταν η ποικιλότητα (diversity), θεωρώντας «την οικολογική αρχή της ολότητας και της ισορροπίας ως προϊόν της ποικιλότητας». «Ένα διαστελλόμενο όλο δημιουργείται από τη ποικιλοποίηση (diversification) και τον εμπλουτισμό των μερών του» έγραψε. Και «υποστηρίζω ότι μία αναρχική κοινότητα θα πλησίαζε ένα σαφώς προσδιορίσιμο οικοσύστημα: θα μπορούσε να είναι ποικιλοποιουμένη (diversified), ισορροπημένη και αρμονική». Και: «για να συνοψίσουμε το αναδομητικό μήνυμα της οικολογίας: αν επιθυμούμε να προάγουμε την ενότητα και τη σταθερότητα του φυσικού κόσμου, αν επιθυμούμε να τον εναρμονίσουμε, πρέπει να διατηρήσουμε και να προωθήσουμε τη ποικιλία (variety).»
Ο Μάρεϊ διατύπωσε αυτά τα σημεία σύγκλισης μεταξύ του αναρχισμού και της οικολογίας στο ριζοσπαστικό άρθρο του «Οικολογία και Επαναστατική Σκέψη» το 1964. Συνδυάζοντας τα σημεία αυτά, οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι «μία αναρχική κοινωνία, πέρα από το να είναι ένα απομακρυσμένο ιδανικό, έχει γίνει προϋπόθεση για την πραγμάτωση των οικολογικών αρχών». Ο αναρχισμός τον γοήτευσε ακόμη περισσότερο βλέποντας την πλούσια επαναστατική ιστορία του: στον γερμανικό πόλεμο των χωρικών το 1500, στους ανθρακωρύχους τη δεκαετία του 1640 στην Αγγλία, στους λυσσασμένους της Γαλλικής Επανάστασης, στους Παριζιάνους Κομμουνάρους του 1871, και πάνω από όλα στην Ισπανική Επανάσταση.
Ίσως εκ των υστέρων, να φαίνεται οπορτουνιστικό να προσπαθεί κανείς να παντρέψει τις προϋπάρχουσες ιδέες του με μία υφιστάμενη ιδεολογία. Αλλά στις αρχές του '60 ο αναρχισμός έμοιαζε σαν ένα ιστορικό κατάλοιπο, πάνω κάτω μόνο για τις εντυπώσεις. Λίγοι άνθρωποι στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική ενδιαφερόντουσαν για τον αναρχισμό ως ιδεολογία. Το 1962 (τη χρονιά που ο Μάρεϊ εξέδωσε «Το συνθετικό μας περιβάλλον», με τα αποσπάσματα για την αποκέντρωση) ο ιστορικός George Woodcock διακήρυξε τον θάνατο του αναρχισμού, μετά την τελευταία άνθησή του στην Ισπανία το 1936-39.
Μία αναρχική κοινωνία, η οποία θα υπήρχε δίχως το κράτος, θα ήταν εξ ορισμού μία αποκεντρωμένη κοινωνία. «Μία αναρχική κοινωνία», έγραψε ο Μάρεϊ, «θα πρέπει να είναι μία αποκεντρωμένη κοινωνία, όχι μόνο για να εγκαθιδρύσει μία διαρκή βάση για την εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά επίσης για να προσθέσει νέες διαστάσεις στην εναρμόνιση του ανθρώπου με τον άνθρωπο». Άλλες αναρχικές αρχές έμοιαζαν, επίσης, να συγκλίνουν με τις οικολογικές ιδέες του, τόσο πολύ που στα μάτια του ο αναρχισμός και η οικολογία φαινόταν να έχουν φτιαχτεί ο ένας για την άλλη. Ένα παράδειγμα είναι η αρχή της διαφοροποίησης (differentiation) (την οποία αναφέρει ο Read στο δοκίμιο του). Για τον Μάρεϊ (η φιλοσοφική βάση του οποίου για όλη του τη ζωή ήταν η εγελιανή διαλεκτική), η διαφοροποίηση -μία εγελιανή έννοια- φαινόταν συναφής με το οργανικό (organic), το οργανιστικό (organismic), και το οικολογικό: «Η πρόοδος μετριέται με το βαθμό διαφοροποίησης μέσα σε μια κοινωνία.Τόσο ο οικολόγος όσο και ο αναρχικός βλέπουν τη διαφοροποίηση ως μέτρο της προόδου. τόσο για τον οικολόγο όσο και για τον αναρχικό, μία συνεχώς αυξανόμενη ενότητα επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη διαφοροποιήσεων».
Μία άλλη έννοια κλειδί στη σύγκλιση ήταν η ποικιλότητα (diversity), θεωρώντας «την οικολογική αρχή της ολότητας και της ισορροπίας ως προϊόν της ποικιλότητας». «Ένα διαστελλόμενο όλο δημιουργείται από τη ποικιλοποίηση (diversification) και τον εμπλουτισμό των μερών του» έγραψε. Και «υποστηρίζω ότι μία αναρχική κοινότητα θα πλησίαζε ένα σαφώς προσδιορίσιμο οικοσύστημα: θα μπορούσε να είναι ποικιλοποιουμένη (diversified), ισορροπημένη και αρμονική». Και: «για να συνοψίσουμε το αναδομητικό μήνυμα της οικολογίας: αν επιθυμούμε να προάγουμε την ενότητα και τη σταθερότητα του φυσικού κόσμου, αν επιθυμούμε να τον εναρμονίσουμε, πρέπει να διατηρήσουμε και να προωθήσουμε τη ποικιλία (variety).»
Ο Μάρεϊ διατύπωσε αυτά τα σημεία σύγκλισης μεταξύ του αναρχισμού και της οικολογίας στο ριζοσπαστικό άρθρο του «Οικολογία και Επαναστατική Σκέψη» το 1964. Συνδυάζοντας τα σημεία αυτά, οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι «μία αναρχική κοινωνία, πέρα από το να είναι ένα απομακρυσμένο ιδανικό, έχει γίνει προϋπόθεση για την πραγμάτωση των οικολογικών αρχών». Ο αναρχισμός τον γοήτευσε ακόμη περισσότερο βλέποντας την πλούσια επαναστατική ιστορία του: στον γερμανικό πόλεμο των χωρικών το 1500, στους ανθρακωρύχους τη δεκαετία του 1640 στην Αγγλία, στους λυσσασμένους της Γαλλικής Επανάστασης, στους Παριζιάνους Κομμουνάρους του 1871, και πάνω από όλα στην Ισπανική Επανάσταση.
Ίσως εκ των υστέρων, να φαίνεται οπορτουνιστικό να προσπαθεί κανείς να παντρέψει τις προϋπάρχουσες ιδέες του με μία υφιστάμενη ιδεολογία. Αλλά στις αρχές του '60 ο αναρχισμός έμοιαζε σαν ένα ιστορικό κατάλοιπο, πάνω κάτω μόνο για τις εντυπώσεις. Λίγοι άνθρωποι στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική ενδιαφερόντουσαν για τον αναρχισμό ως ιδεολογία. Το 1962 (τη χρονιά που ο Μάρεϊ εξέδωσε «Το συνθετικό μας περιβάλλον», με τα αποσπάσματα για την αποκέντρωση) ο ιστορικός George Woodcock διακήρυξε τον θάνατο του αναρχισμού, μετά την τελευταία άνθησή του στην Ισπανία το 1936-39.
Σήμερα υπάρχουν ακόμη εκατοντάδες αναρχικοί διασκορπισμένοι σε αρκετές χώρες του κόσμου. Υπάρχουν ακόμη αναρχικές ομάδες και αναρχικά περιοδικά, αναρχικά σχολεία και αναρχικές κοινότητες. Αλλά αποτελούν μόνο ένα φάντασμα του ιστορικού αναρχικού κινήματος, ένα φάντασμα που δεν ενέπνευσε ούτε φόβο ανάμεσα στις κυβερνήσεις, αλλά ούτε και ελπίδα ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε καν ενδιαφέρον ανάμεσα στους δημοσιογράφους. Ξεκάθαρα, ως κίνημα, ο αναρχισμός απέτυχε. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων η επιρροή που κάποτε ασκούσε έχει εκμηδενιστεί, καθώς η μια ήττα διαδεχόταν την άλλη και η ελπίδα σιγά σιγά έσβηνε».
Την ώρα που ο Μάρεϊ καταπιανόταν με τον αναρχισμό, ο αναρχισμός βρισκόταν σε κώμα. Εμποτίζοντάς τον με παράλληλες έννοιες από αυτό που θα αποκαλούσε αργότερα «κοινωνική οικολογία» έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον τη δεκαετία του '60 για να επαναφέρει στη ζωή τον αναρχισμό. Και πράγματι, προωθώντας αυτόν τον ανακαινισμένο αναρχισμό, γράφοντας ακούραστα και δίνοντας διαλέξεις στην υποκουλτούρα και τη Νέα Αριστερά των ΗΠΑ και της Ευρώπης, προκάλεσε την ανάκαμψη του ενδιαφέροντος για τον αναρχισμό αυτόν καθ' αυτόν.
Όπως ο ίδιος ο Μάρεϊ θα σημείωνε αργότερα, ο αναρχισμός φαίνεται να ήταν ανέκαθεν πιο λειτουργικός όταν συνενώνεται με κάποια άλλη ιδεολογία ή σύνολο ιδεών. Για παράδειγμα, συνδυασμένος με τον συνδικαλισμό, έγινε αναρχο-συνδικαλισμός, μία από τις πιο σημαντικές τάσεις, κάτω από το λάβαρο του οποίου έλαβε χώρα το μεγαλύτερο αναρχικό πείραμα, η Ισπανική Επανάσταση. Συνδυασμένος με τον κομμουνισμό, την ιδέα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της διανομής ανάλογα με τις ανάγκες, έγινε ο αναρχο-κομμουνισμός, μία ελευθεριακή μορφή του κομμουνισμού. Υπό μία έννοια ο αναρχισμός λειτουργεί καλύτερα ως μέρος μίας δυάδας.
Το πάντρεμα της οικολογίας και του αναρχισμού δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, και ο Μάρεϊ αφιερώθηκε με πάθος στην ανάπτυξη των ιδεών του. Ένοιωθε βέβαιος και στρατευμένος στην επιλογή αυτή: το δοκίμιό του «Άκου, Μαρξιστή!» το 1969 εκπροσωπούσε, όχι μόνο μία προειδοποίηση στους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS- Students for a Democratic Society), ώστε να αποφευχθεί ο έλεγχος του Προοδευτικού Εργατικού Κόμματος από τους μαοϊκούς, αλλά και την οριστική προσωπική του ρήξη με τον μαρξισμό ως την ιδεολογία με την οποία αυτοπροσδιοριζόταν ως τώρα. Ένοιωσε, μάλιστα, περήφανος όταν μετά από λίγα χρόνια ο Victor Ferkiss τον ταύτισε με μία τάση που ονόμασε «οικο-αναρχική».
Όπως ο ίδιος ο Μάρεϊ θα σημείωνε αργότερα, ο αναρχισμός φαίνεται να ήταν ανέκαθεν πιο λειτουργικός όταν συνενώνεται με κάποια άλλη ιδεολογία ή σύνολο ιδεών. Για παράδειγμα, συνδυασμένος με τον συνδικαλισμό, έγινε αναρχο-συνδικαλισμός, μία από τις πιο σημαντικές τάσεις, κάτω από το λάβαρο του οποίου έλαβε χώρα το μεγαλύτερο αναρχικό πείραμα, η Ισπανική Επανάσταση. Συνδυασμένος με τον κομμουνισμό, την ιδέα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της διανομής ανάλογα με τις ανάγκες, έγινε ο αναρχο-κομμουνισμός, μία ελευθεριακή μορφή του κομμουνισμού. Υπό μία έννοια ο αναρχισμός λειτουργεί καλύτερα ως μέρος μίας δυάδας.
Το πάντρεμα της οικολογίας και του αναρχισμού δεν αποτέλεσαν εξαίρεση, και ο Μάρεϊ αφιερώθηκε με πάθος στην ανάπτυξη των ιδεών του. Ένοιωθε βέβαιος και στρατευμένος στην επιλογή αυτή: το δοκίμιό του «Άκου, Μαρξιστή!» το 1969 εκπροσωπούσε, όχι μόνο μία προειδοποίηση στους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS- Students for a Democratic Society), ώστε να αποφευχθεί ο έλεγχος του Προοδευτικού Εργατικού Κόμματος από τους μαοϊκούς, αλλά και την οριστική προσωπική του ρήξη με τον μαρξισμό ως την ιδεολογία με την οποία αυτοπροσδιοριζόταν ως τώρα. Ένοιωσε, μάλιστα, περήφανος όταν μετά από λίγα χρόνια ο Victor Ferkiss τον ταύτισε με μία τάση που ονόμασε «οικο-αναρχική».
Μετά τη σπάνη, ιεραρχία, και αυθορμητισμός
Τη δεκαετία που ακολούθησε ο Μάρεϊ συνέχισε να επεξεργάζεται τις αναρχικές ιδέες του, αναπτύσσοντάς τες σε μία κοινωνική θεωρία με μεγάλο πλούτο και βάθος. Η ιστορία και οι ιδέες του αναρχισμού έμοιαζαν να διεγείρουν την εξαιρετικά γόνιμη θεωρητική φαντασία του. Η μία ιδέα μετά την άλλη εμφανίζονταν ως ταιριαστές με το οικολογικό-αναρχικό πρόταγμα με και με ενθουσιασμό ενσωμάτωσε σε αυτό ένα μεγάλο αριθμό καινοτόμων απόψεων.
Η μία ήταν η ιδέα της μετά τη σπάνη, η ιδέα ότι ο χρόνος σχόλης, που δυνητικά μπορούν να έχουν όλοι στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, δεν είναι απαραίτητο να οδηγεί στον εφησυχασμό ή στην υιοθέτηση του τρόπου ζωής της μπουρζουαζίας, αλλά θα μπορούσε να παρέχει την ελευθερία για τη δημιουργία μίας συνεργατικής κοινωνίας. Το υψηλό επίπεδο τεχνολογικών επιτευγμάτων υποσχόταν να εξαλείψει τον κόπο και το μόχθο και συνεπώς να ανοίξει τις πόρτες στην πολιτική συμμετοχή των ανθρώπων όλων των τάξεων. Η ίδια η εργατική τάξη θα μπορούσε να αρχίσει να εξαφανίζεται δημογραφικά: χάρη στην τεχνολογία του αυτοματισμού, οι εργασίες που γίνονταν από ανθρώπους άρχισαν να γίνονται από μηχανήματα. Ο Μάρεϊ είδε αυτή την εξέλιξη ως δυνητικά θετική, αφού θα μπορούσε να δώσει στους ανθρώπους τον ελεύθερο χρόνο να λειτουργήσουν ως πολιτικά όντα μέσα στις κοινότητές τους. Έχοντας εργαστεί σε χυτήριο μετάλλων και σε αυτοκινητοβιομηχανία στα νιάτα του, είχε ο ίδιος την εμπειρία του μόχθου της εργοστασιακής εργασίας και καταλάβαινε καλά τη δυσκολία της πολιτικής δράσης ενόσω κάποιος ήταν υποχρεωμένος να δουλέψει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Κατέληξε ότι η μετά τη σπάνη εποχή ήταν δυνητικά απελευθερωτική.
Μία άλλη σημαντική καινοτομία που έφερε στον αναρχισμό ήταν η κριτική της ιεραρχίας και της κυριαρχίας, κάτι που έφτασε να θεωρεί ως το γνήσιο «κοινωνικό ζήτημα». Οι κοινωνικές ιεραρχίες, έφτασε να θεωρεί, ήταν πιο ουσιαστικές από τις οικονομικές τάξεις, αφού υπήρχαν πολύ πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Τα κοινωνικά στρώματα εξουσίαζαν το ένα το άλλο διαμέσου ιεραρχιών. Μάλιστα, προέβαλλε το καινοτόμο επιχείρημα ότι οι κοινωνικές ιεραρχίες προέρχονται από τη μακροχρόνια προσπάθεια του ανθρώπου να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Προκειμένου να ξεπεράσει αυτό που γινόταν αντιληπτό ως κυριαρχία της φύσης πάνω στον άνθρωπο, ο άνθρωπος άρχισε να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο (η θέση αυτή εκπροσωπούσε μια αντιστροφή της πιο κοινής μαρξιστικής και φιλελεύθερης άποψης ότι ο άνθρωπος μπορούσε να επιτύχει την κοινωνική ελευθερία κυριαρχώντας πάνω στη φύση). Η έννοια της ιεραρχίας είχε λοιπόν μεγάλη σχέση με την υπό διαμόρφωση ακόμη «κοινωνική οικολογία» του Μάρεϊ.
Μπορεί ο Μάρεϊ να μην ήταν ο πρώτος ελευθεριακός κοινωνικός θεωρητικός που έγραψε για την ιεραρχία, αλλά ξεπέρασε όλους τους άλλους καθώς επεξεργάστηκε την ιεραρχία ως σημαντική κοινωνική-πολιτική έννοια. Στην περίτεχνη διαλεκτική ανάλυσή του για την ιεραρχία, στο βιβλίοΗ οικολογία της ελευθερίας, προσπάθησε να κάνει αυτό που έκανε ο Μαρξ με το κεφάλαιο: να αναδείξει την εμφάνισή της, τις εσωτερικές της τάσεις, τα όριά της, την πτώση της. Στράφηκε στην ανθρωπολογία για να εντοπίσει τις ρίζες της, στην ιστορία για να εντοπίσει την ανάπτυξή της, και στην ηθική και στη φιλοσοφία για να προβλέψει τις δυνατότητες για την πτώση της. Η οικολογία της ελευθερίας, που εκδόθηκε το 1982, έγινε ένα από τα κλασσικά αναρχικά βιβλία και ταυτόχρονα η θεμέλια λίθος της κοινωνικής οικολογίας, ενώ η κριτική της ιεραρχίας έχει πλέον γίνει κοινός τόπος για την αναρχική σκέψη.
Ένα ακόμη σημείο σύγκλισης του αναρχισμού με την οικολογία ήταν η έμφαση που έδιναν και τα δύο στον αυθορμητισμό: «Κάθε ανάπτυξη πρέπει να είναι ελεύθερη να βρει τη δική της ισορροπία. Ο αυθορμητισμός, δεν προκαλεί χάος, αφορά στην απελευθέρωση των εσωτερικών δυνάμεων της ανάπτυξης ώστε να βρουν την αυθεντική τους τάξη και σταθερότητα. Ο αυθορμητισμός στην κοινωνική ζωή συγκλίνει με τον αυθορμητισμό στη φύση, παρέχοντας τη βάση για μια οικολογική κοινωνία.» Αυτή η έννοια έβρισκε τις κοινωνικές της αντιστοιχίες όχι μόνο σε παλαιότερα αναρχικά γραπτά αλλά και στην ίδια την επαναστατική ιστορία και θεωρία. Ο Μάρεϊ παρατήρησε ότι ιστορικά το αρχικό στάδιο των επαναστάσεων έτεινε να είναι αυθόρμητο. Οι λαοί που επαναστατούσαν δημιουργούσαν επαναστατικές δομές αυθόρμητα, όπως έκαναν οι Παριζιάνοι το 1793 με τις συνελεύσεις των τομέων, οι Ρώσοι της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας το 1905 με τα σοβιέτ, και οι Ισπανοί αναρχικοί το 1936 με τις κολεκτίβες. Η σύγκλισή αυτή με την οικολογική έννοια του αυθορμητισμού έκανε τον αναρχισμό εκ νέου επίκαιρο.
Ο Μάρεϊ συνέχισε τη δεκαετία του '70 να συμβάλλει τόσο στον οικο-αναρχισμό, όσο και στον ίδιο τον αναρχισμό. Με το δοκίμιό του «Προς μία Απελευθερωτική Τεχνολογία» το 1965 άνοιξε νέους δρόμους στην έρευνα για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και την οικο-τεχνολογία. Τη δεκαετία του '70 ανέπτυξε τη διάκριση ανάμεσα στην οικολογία (εγγενώς ριζοσπαστική) και τον περιβαλλοντισμό (ρεφορμιστικός). Διερεύνησε την ιστορία του ισπανικού αναρχισμού στο Οι Ισπανοί Αναρχικοί (1977). Εμπλούτισε τις ιδέες του βρίσκοντας διανοητικές συγγένειες με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό του δυτικού μαρξισμού (Σχολή της Φρανκφούρτης). Συχνά έγραφε κάτω από τον τίτλο της κοινωνικής οικολογίας αλλά κάποιες φορές έμοιαζε να θεωρεί την κοινωνική οικολογία και τον αναρχισμό ως πάνω κάτω το ίδιο πράγμα. Κάποια στιγμή περιέγραψε τη συμβολή του στον αναρχισμό με τον εξής τρόπο:
Η μία ήταν η ιδέα της μετά τη σπάνη, η ιδέα ότι ο χρόνος σχόλης, που δυνητικά μπορούν να έχουν όλοι στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, δεν είναι απαραίτητο να οδηγεί στον εφησυχασμό ή στην υιοθέτηση του τρόπου ζωής της μπουρζουαζίας, αλλά θα μπορούσε να παρέχει την ελευθερία για τη δημιουργία μίας συνεργατικής κοινωνίας. Το υψηλό επίπεδο τεχνολογικών επιτευγμάτων υποσχόταν να εξαλείψει τον κόπο και το μόχθο και συνεπώς να ανοίξει τις πόρτες στην πολιτική συμμετοχή των ανθρώπων όλων των τάξεων. Η ίδια η εργατική τάξη θα μπορούσε να αρχίσει να εξαφανίζεται δημογραφικά: χάρη στην τεχνολογία του αυτοματισμού, οι εργασίες που γίνονταν από ανθρώπους άρχισαν να γίνονται από μηχανήματα. Ο Μάρεϊ είδε αυτή την εξέλιξη ως δυνητικά θετική, αφού θα μπορούσε να δώσει στους ανθρώπους τον ελεύθερο χρόνο να λειτουργήσουν ως πολιτικά όντα μέσα στις κοινότητές τους. Έχοντας εργαστεί σε χυτήριο μετάλλων και σε αυτοκινητοβιομηχανία στα νιάτα του, είχε ο ίδιος την εμπειρία του μόχθου της εργοστασιακής εργασίας και καταλάβαινε καλά τη δυσκολία της πολιτικής δράσης ενόσω κάποιος ήταν υποχρεωμένος να δουλέψει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Κατέληξε ότι η μετά τη σπάνη εποχή ήταν δυνητικά απελευθερωτική.
Μία άλλη σημαντική καινοτομία που έφερε στον αναρχισμό ήταν η κριτική της ιεραρχίας και της κυριαρχίας, κάτι που έφτασε να θεωρεί ως το γνήσιο «κοινωνικό ζήτημα». Οι κοινωνικές ιεραρχίες, έφτασε να θεωρεί, ήταν πιο ουσιαστικές από τις οικονομικές τάξεις, αφού υπήρχαν πολύ πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού. Τα κοινωνικά στρώματα εξουσίαζαν το ένα το άλλο διαμέσου ιεραρχιών. Μάλιστα, προέβαλλε το καινοτόμο επιχείρημα ότι οι κοινωνικές ιεραρχίες προέρχονται από τη μακροχρόνια προσπάθεια του ανθρώπου να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Προκειμένου να ξεπεράσει αυτό που γινόταν αντιληπτό ως κυριαρχία της φύσης πάνω στον άνθρωπο, ο άνθρωπος άρχισε να κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο (η θέση αυτή εκπροσωπούσε μια αντιστροφή της πιο κοινής μαρξιστικής και φιλελεύθερης άποψης ότι ο άνθρωπος μπορούσε να επιτύχει την κοινωνική ελευθερία κυριαρχώντας πάνω στη φύση). Η έννοια της ιεραρχίας είχε λοιπόν μεγάλη σχέση με την υπό διαμόρφωση ακόμη «κοινωνική οικολογία» του Μάρεϊ.
Μπορεί ο Μάρεϊ να μην ήταν ο πρώτος ελευθεριακός κοινωνικός θεωρητικός που έγραψε για την ιεραρχία, αλλά ξεπέρασε όλους τους άλλους καθώς επεξεργάστηκε την ιεραρχία ως σημαντική κοινωνική-πολιτική έννοια. Στην περίτεχνη διαλεκτική ανάλυσή του για την ιεραρχία, στο βιβλίοΗ οικολογία της ελευθερίας, προσπάθησε να κάνει αυτό που έκανε ο Μαρξ με το κεφάλαιο: να αναδείξει την εμφάνισή της, τις εσωτερικές της τάσεις, τα όριά της, την πτώση της. Στράφηκε στην ανθρωπολογία για να εντοπίσει τις ρίζες της, στην ιστορία για να εντοπίσει την ανάπτυξή της, και στην ηθική και στη φιλοσοφία για να προβλέψει τις δυνατότητες για την πτώση της. Η οικολογία της ελευθερίας, που εκδόθηκε το 1982, έγινε ένα από τα κλασσικά αναρχικά βιβλία και ταυτόχρονα η θεμέλια λίθος της κοινωνικής οικολογίας, ενώ η κριτική της ιεραρχίας έχει πλέον γίνει κοινός τόπος για την αναρχική σκέψη.
Ένα ακόμη σημείο σύγκλισης του αναρχισμού με την οικολογία ήταν η έμφαση που έδιναν και τα δύο στον αυθορμητισμό: «Κάθε ανάπτυξη πρέπει να είναι ελεύθερη να βρει τη δική της ισορροπία. Ο αυθορμητισμός, δεν προκαλεί χάος, αφορά στην απελευθέρωση των εσωτερικών δυνάμεων της ανάπτυξης ώστε να βρουν την αυθεντική τους τάξη και σταθερότητα. Ο αυθορμητισμός στην κοινωνική ζωή συγκλίνει με τον αυθορμητισμό στη φύση, παρέχοντας τη βάση για μια οικολογική κοινωνία.» Αυτή η έννοια έβρισκε τις κοινωνικές της αντιστοιχίες όχι μόνο σε παλαιότερα αναρχικά γραπτά αλλά και στην ίδια την επαναστατική ιστορία και θεωρία. Ο Μάρεϊ παρατήρησε ότι ιστορικά το αρχικό στάδιο των επαναστάσεων έτεινε να είναι αυθόρμητο. Οι λαοί που επαναστατούσαν δημιουργούσαν επαναστατικές δομές αυθόρμητα, όπως έκαναν οι Παριζιάνοι το 1793 με τις συνελεύσεις των τομέων, οι Ρώσοι της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας το 1905 με τα σοβιέτ, και οι Ισπανοί αναρχικοί το 1936 με τις κολεκτίβες. Η σύγκλισή αυτή με την οικολογική έννοια του αυθορμητισμού έκανε τον αναρχισμό εκ νέου επίκαιρο.
Ο Μάρεϊ συνέχισε τη δεκαετία του '70 να συμβάλλει τόσο στον οικο-αναρχισμό, όσο και στον ίδιο τον αναρχισμό. Με το δοκίμιό του «Προς μία Απελευθερωτική Τεχνολογία» το 1965 άνοιξε νέους δρόμους στην έρευνα για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και την οικο-τεχνολογία. Τη δεκαετία του '70 ανέπτυξε τη διάκριση ανάμεσα στην οικολογία (εγγενώς ριζοσπαστική) και τον περιβαλλοντισμό (ρεφορμιστικός). Διερεύνησε την ιστορία του ισπανικού αναρχισμού στο Οι Ισπανοί Αναρχικοί (1977). Εμπλούτισε τις ιδέες του βρίσκοντας διανοητικές συγγένειες με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό του δυτικού μαρξισμού (Σχολή της Φρανκφούρτης). Συχνά έγραφε κάτω από τον τίτλο της κοινωνικής οικολογίας αλλά κάποιες φορές έμοιαζε να θεωρεί την κοινωνική οικολογία και τον αναρχισμό ως πάνω κάτω το ίδιο πράγμα. Κάποια στιγμή περιέγραψε τη συμβολή του στον αναρχισμό με τον εξής τρόπο:
Η κοινωνική οικολογία είναι μία αρκετά ολοκληρωμένη και συνεκτική θεώρηση που περιλαμβάνει μία φιλοσοφία για τη φυσική εξέλιξη και τη θέση της ανθρωπότητας σε αυτήν την εξελικτική διαδικασία, μία αναδιαμόρφωση της διαλεκτικής σε οικολογικά πλαίσια, μία κριτική για την ανάδυση της ιεραρχίας, μία ιστορική εξέταση της διαλεκτικής ανάμεσα στην παράδοση και την επιστημολογία της κυριαρχίας και της ελευθερίας, μία αξιολόγηση της τεχνολογίας από ιστορική, ηθική και φιλοσοφική σκοπιά, μία διευρυμένη κριτική του Μαρξισμού, της Σχολής της Φρανκφούρτης, της δικαιοσύνης, του ορθολογισμού, του επιστημονισμού, της εργαλειοκρατίας και τέλος, την ανάπτυξη ενός οράματος για μία ουτοπική, αποκεντρωμένη, συνομοσπονδιακή και καλαίσθητη μελλοντική κοινωνία βασισμένη σε μία αντικειμενική ηθική συμπληρωματικότητας. . Με επάρκεια ή όχι, αυτό το ολιστικό σώμα ιδεών επιδιώκει να τοποθετήσει τον οικοαναρχισμό στο ίδιο θεωρητικό και διανοητικό επίπεδο με τις καλύτερες συστηματικές δουλειές της ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας.
Πρόσωπο με Πρόσωπο Δημοκρατία
Από τη δεκαετία του 1930, όταν απογοητεύτηκε από τον σταλινισμό, και για όλη την υπόλοιπη ζωή του, ο Μάρεϊ γοητευόταν από τους επαναστατικούς θεσμούς- τις διάφορες επιτροπές, συμβούλια, συνελεύσεις, σοβιέτ, κτλ. που δημιουργήθηκαν ιστορικά κατά τη διάρκεια της επαναστατικής διαδικασίας. Δεν πρέπει να υπάρχουν άλλοι Ροβεσπιέροι, αποφάνθηκε, Στάλιν και Μάο. Δεν πρέπει να υπάρχουν πια γκιλοτίνες ή γκουλάγκ. Οι επαναστάτες πρέπει να μάθουν από την ιστορία. Για να κατορθώσει μία νέα επανάσταση να δημιουργήσει μία απελευθερωτική, οικολογική κοινωνία, και όχι να εξελιχθεί σε άλλη μια κτηνώδη αρπακτική εξουσία, θα πρέπει να δημιουργηθούν επαναστατικοί θεσμοί που να ελέγχουν τις εγωιστικές επιθυμίες μερικών ατόμων για κυριαρχία. Το μόνο είδος θεσμών που θα μπορούσε να απελευθερώσει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα να ελέγξει τους φίλαρχους, πίστευε, ήταν οι δημοκρατικοί θεσμοί που θα μπορούσαν να καταστήσουν τους επαναστατικούς ηγέτες υπόλογους. Μάλιστα, εκ των ων ουκ άνευ για κάθε επαναστατικό θεσμό πρέπει να είναι η ικανότητά του να διευκολύνει τη δημοκρατία. Και με τον όρο «δημοκρατία» ο Μάρεϊ δεν εννοούσε το σύστημα που εφαρμόζεται από τα έθνη-κράτη σήμερα, με αντιπροσώπους, νομοθέτες και κοινοβούλια, το οποίο θεωρούσε ως ρεπουμπλικανισμό, ή αλλιώς ως μία μορφή κρατισμού. Αντιθέτως, εννοούσε την πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
Αναλογιζόμενος τις πηγές του ενδιαφέροντός του για τον αναρχισμό, όπως έχουμε δει, ο Μάρεϊ ανέφερε μεταξύ άλλων «τα διαβάσματά μου πάνω στην Αθηναϊκή πόλη»- εννοώντας την Αθηναϊκή δημοκρατία. Στο «Οικολογία και Επαναστατική Σκέψη» ο Μάρεϊ είχε αναφερθεί στην «αναρχική έννοια της. πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατίας», αποκαλώντας την μια «πλούσια ελευθεριακή έννοια», σαν να είχε η αναρχική ιστορία και θεωρία μια μακρινή καταγωγή από τη δημοκρατία. Η πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία του φαινόταν όχι μόνο ως ο ιδανικός επαναστατικός θεσμός αλλά και η τέλεια πολιτική δομή για μια αποκεντρωμένη, διαφοροποιημένη, πολύμορφη (diverse) οικο-αναρχική κοινωνία.
Από όσο γνωρίζω, η πρώτη ανάλυση του Μάρεϊ για τη δημοκρατία εμφανίστηκε στο αξιοσημείωτο δοκίμιο «Μορφές Ελευθερίας», μία διερεύνηση των επαναστατικών θεσμών γραμμένη το 1968, αυτή την τόσο ξεχωριστή χρονιά. «Ας επιστρέψουμε στη συνέλευση του λαού για μία ενδοσκόπηση στις αδιαμεσολάβητες μορφές των κοινωνικών σχέσεων», υποστηρίζει- εννοώντας αδιαμεσολάβητες από τους νομοθέτες και βουλευτές. Στην αρχαία Αθήνα, έλεγε, «η τάση προς τη λαϊκή δημοκρατία.κατόρθωσε να φτάσει σε ένα επίπεδο που δεν έχει επιτευχθεί πουθενά αλλού. Από τον αιώνα του Περικλή, οι Αθηναίοι είχαν τελειοποιήσει την πόλη τους ως το σημείο που αντιπροσώπευε ένα θρίαμβο της ορθολογικότητας μέσα στα υλικά όρια του αρχαίου κόσμου». Όχι πως η Αθηναϊκή κοινωνία ήταν από μόνη της ιδανική. Αντιθέτως, κάθε άλλο παρά τέλεια ήταν, όντας αμαυρωμένη από τη δουλεία, τις κοινωνικές τάξεις και τον αποκλεισμό των γυναικών. Αλλά «η Αθήνα παρά τη δουλεία, τα πατριαρχικά και ταξικά χαρακτηριστικά που μοιραζόταν με τη κλασσική κοινωνία, ως σύνολο αναπτύχθηκε σε μία λειτουργική δημοκρατία με την κυριολεκτική έννοια του όρου». Ως πολιτικός θεσμός, σημείωσε, η λαϊκή συνέλευση αργότερα «επανεμφανίστηκε στις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές πόλεις της Ευρώπης».
Από τις πιο εντυπωσιακές λαϊκές συνελεύσεις ήταν οι συνελεύσεις τομέων του 1973, έγραψε ο Μάρεϊ, οι οποίες «αναδύθηκαν ως αντάρτικες δομές στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Επανάστασης». Οι συνελεύσεις τομέων «σταδιακά.μεταμορφώθηκαν σε συνελεύσεις γειτονιάς όλων των «ενεργών» πολιτών, διαφέροντας σε μορφή, σκοπό και δύναμη από τη μία περιοχή στην άλλη». Εδώ έχουμε έναν ακραία δημοκρατικό θεσμό ακριβώς στην καρδιά της επαναστατικής Ευρώπης: οι τομείς «αντιπροσώπευαν αυθεντικές μορφές αυτό-διαχείρισης.» Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι μία πόλη σαν το Παρίσι ήταν πολύ μεγάλη για να διαχειριστεί μία πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία, αλλά «οι τομείς μας παρέχουν ένα πρόχειρο μοντέλο οργάνωσης συνελεύσεων σε μία μεγάλη πόλη και σε μία περίοδο επαναστατικής μεταστροφής από ένα συγκεντρωτικό πολιτικό κράτος σε μία εν δυνάμει αποκεντρωμένη κοινωνία». Κάπως έτσι, η Αθηναϊκή «εκκλησία μας παρέχει ένα πρόχειρο μοντέλο οργάνωσης συνέλευσης σε μία αποκεντρωμένη κοινωνία».
Αναλογιζόμενος τις πηγές του ενδιαφέροντός του για τον αναρχισμό, όπως έχουμε δει, ο Μάρεϊ ανέφερε μεταξύ άλλων «τα διαβάσματά μου πάνω στην Αθηναϊκή πόλη»- εννοώντας την Αθηναϊκή δημοκρατία. Στο «Οικολογία και Επαναστατική Σκέψη» ο Μάρεϊ είχε αναφερθεί στην «αναρχική έννοια της. πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατίας», αποκαλώντας την μια «πλούσια ελευθεριακή έννοια», σαν να είχε η αναρχική ιστορία και θεωρία μια μακρινή καταγωγή από τη δημοκρατία. Η πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία του φαινόταν όχι μόνο ως ο ιδανικός επαναστατικός θεσμός αλλά και η τέλεια πολιτική δομή για μια αποκεντρωμένη, διαφοροποιημένη, πολύμορφη (diverse) οικο-αναρχική κοινωνία.
Από όσο γνωρίζω, η πρώτη ανάλυση του Μάρεϊ για τη δημοκρατία εμφανίστηκε στο αξιοσημείωτο δοκίμιο «Μορφές Ελευθερίας», μία διερεύνηση των επαναστατικών θεσμών γραμμένη το 1968, αυτή την τόσο ξεχωριστή χρονιά. «Ας επιστρέψουμε στη συνέλευση του λαού για μία ενδοσκόπηση στις αδιαμεσολάβητες μορφές των κοινωνικών σχέσεων», υποστηρίζει- εννοώντας αδιαμεσολάβητες από τους νομοθέτες και βουλευτές. Στην αρχαία Αθήνα, έλεγε, «η τάση προς τη λαϊκή δημοκρατία.κατόρθωσε να φτάσει σε ένα επίπεδο που δεν έχει επιτευχθεί πουθενά αλλού. Από τον αιώνα του Περικλή, οι Αθηναίοι είχαν τελειοποιήσει την πόλη τους ως το σημείο που αντιπροσώπευε ένα θρίαμβο της ορθολογικότητας μέσα στα υλικά όρια του αρχαίου κόσμου». Όχι πως η Αθηναϊκή κοινωνία ήταν από μόνη της ιδανική. Αντιθέτως, κάθε άλλο παρά τέλεια ήταν, όντας αμαυρωμένη από τη δουλεία, τις κοινωνικές τάξεις και τον αποκλεισμό των γυναικών. Αλλά «η Αθήνα παρά τη δουλεία, τα πατριαρχικά και ταξικά χαρακτηριστικά που μοιραζόταν με τη κλασσική κοινωνία, ως σύνολο αναπτύχθηκε σε μία λειτουργική δημοκρατία με την κυριολεκτική έννοια του όρου». Ως πολιτικός θεσμός, σημείωσε, η λαϊκή συνέλευση αργότερα «επανεμφανίστηκε στις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές πόλεις της Ευρώπης».
Από τις πιο εντυπωσιακές λαϊκές συνελεύσεις ήταν οι συνελεύσεις τομέων του 1973, έγραψε ο Μάρεϊ, οι οποίες «αναδύθηκαν ως αντάρτικες δομές στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Επανάστασης». Οι συνελεύσεις τομέων «σταδιακά.μεταμορφώθηκαν σε συνελεύσεις γειτονιάς όλων των «ενεργών» πολιτών, διαφέροντας σε μορφή, σκοπό και δύναμη από τη μία περιοχή στην άλλη». Εδώ έχουμε έναν ακραία δημοκρατικό θεσμό ακριβώς στην καρδιά της επαναστατικής Ευρώπης: οι τομείς «αντιπροσώπευαν αυθεντικές μορφές αυτό-διαχείρισης.» Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι μία πόλη σαν το Παρίσι ήταν πολύ μεγάλη για να διαχειριστεί μία πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία, αλλά «οι τομείς μας παρέχουν ένα πρόχειρο μοντέλο οργάνωσης συνελεύσεων σε μία μεγάλη πόλη και σε μία περίοδο επαναστατικής μεταστροφής από ένα συγκεντρωτικό πολιτικό κράτος σε μία εν δυνάμει αποκεντρωμένη κοινωνία». Κάπως έτσι, η Αθηναϊκή «εκκλησία μας παρέχει ένα πρόχειρο μοντέλο οργάνωσης συνέλευσης σε μία αποκεντρωμένη κοινωνία».
Σκοπός του Μάρεϊ ήταν να θέσει την πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία εντός του οικο-αναρχικού προτάγματος.
«Επίθεση την άνοιξη, διακοπές το καλοκαίρι»
Το 1969 οι Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS- Students for a Democratic Society), η σημαντικότερη πολιτική οργάνωση της Νέας Αμερικανικής Αριστεράς, κατέρρευσε, καθώς την ηγεσία της ανέλαβαν ακροαριστερές αντάρτικες ομάδες όπως οι Γουέδερμαν (Weatherman) και οι Μαύροι Πάνθηρες. Οι μαοϊκές αντάρτικες καμπάνιες που φαίνονταν να είναι το μέλλον, κατέληξαν να καταστρέψουν την οργάνωση. Το φοιτητικό κίνημα υπέφερε πάντα από το ενδημικό πρόβλημα των γρήγορων εκροών- μόλις οι φοιτητές αρχίζουν να οργανώνουν διαδηλώσεις, ξεκινούν οι καλοκαιρινές διακοπές· μόλις οι φοιτητές αρχίζουν να αποκτούν πολιτική πείρα, αποφοιτούν. Τον Απρίλιο του 1970 οι Εθνοφρουροί σκότωσαν τέσσερις διαδηλωτές φοιτητές στο Kent State του Οχάιο. Για τους οπαδούς της Νέας Αριστεράς, η Εθνική Επιτροπή Κινητοποίησης για τη Λήξη του Πολέμου στο Βιετνάμ συνέχισε να οργανώνει συχνά διαδηλώσεις στην Ουάσιγκτον. Το 1972 στην προεδρική καμπάνια του George McGovern κατευθύνθηκε η δραστηριότητα πολλών αντιπολεμικών ακτιβιστών. Στους κόλπους του κάποτε έντονου αμερικανικού ριζοσπαστικού κινήματος επικρατούσε αναστάτωση.
Εκείνα τα χρόνια ο Μάρεϊ ενεπλάκη με τους Αναρχικούς του East Side (East Side Anarchists) της Νέας Υόρκης, καθώς και με την ελευθεριακή κολεκτίβα που εξέδιδε το περιοδικό Anarchos. Συνειδητοποίησε έτσι ότι αυτό που χρειαζόταν το αμερικάνικο ριζοσπαστικό κίνημα για να λειτουργήσει ως μία αληθινή κοινωνική και πολιτική εναλλακτική, ήταν μία σειρά δομών που θα είχαν τουλάχιστον κάποια μονιμότητα. Αλλά τέτοιου είδους δομές δε γλίτωσαν από τα συντρίμμια του SDS, ούτε όμως και αναδύθηκαν από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Οι πορείες ήταν «εφήμερα θεάματα», έγραψε στο «Επίθεση την Άνοιξη, Διακοπές το Καλοκαίρι», που δημοσιεύτηκε στην Anarchos τον Ιούνιο του 1972. Μετά από κάθε διαδήλωση, δράση στο δρόμο, ή σύγκρουση, αυτός ο κούφιος κώνος (της οργανωτικής ηγεσίας) δεν έκανε τίποτα άλλο από το να καταρρέει, για να ξαναδημιουργείται κάθε φορά με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας για μια ακόμη διαδήλωση, δράση δρόμου ή σύγκρουση».
Κάτι πιο διαρκές έπρεπε να χτιστεί: «Ο κούφιος κώνος που αποκαλούμε κίνημα πρέπει να διαθέτει μία πιο στέρεη γεωμετρία. Πρέπει να γεμίσει με ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα που βασίζεται στην αυτο-δράση των Αμερικανών, και όχι με θεατρικά ξεσπάσματα μιας αφοσιωμένης μειονότητας». Οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές, υποστήριζε, θα έπρεπε να χτίσουν σταθερές δομές- κάτι σαν αυτές για τις οποίες έγραψε τέσσερα χρόνια νωρίτερα στο «Μορφές Ελευθερίας»:
Εκείνα τα χρόνια ο Μάρεϊ ενεπλάκη με τους Αναρχικούς του East Side (East Side Anarchists) της Νέας Υόρκης, καθώς και με την ελευθεριακή κολεκτίβα που εξέδιδε το περιοδικό Anarchos. Συνειδητοποίησε έτσι ότι αυτό που χρειαζόταν το αμερικάνικο ριζοσπαστικό κίνημα για να λειτουργήσει ως μία αληθινή κοινωνική και πολιτική εναλλακτική, ήταν μία σειρά δομών που θα είχαν τουλάχιστον κάποια μονιμότητα. Αλλά τέτοιου είδους δομές δε γλίτωσαν από τα συντρίμμια του SDS, ούτε όμως και αναδύθηκαν από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Οι πορείες ήταν «εφήμερα θεάματα», έγραψε στο «Επίθεση την Άνοιξη, Διακοπές το Καλοκαίρι», που δημοσιεύτηκε στην Anarchos τον Ιούνιο του 1972. Μετά από κάθε διαδήλωση, δράση στο δρόμο, ή σύγκρουση, αυτός ο κούφιος κώνος (της οργανωτικής ηγεσίας) δεν έκανε τίποτα άλλο από το να καταρρέει, για να ξαναδημιουργείται κάθε φορά με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας για μια ακόμη διαδήλωση, δράση δρόμου ή σύγκρουση».
Κάτι πιο διαρκές έπρεπε να χτιστεί: «Ο κούφιος κώνος που αποκαλούμε κίνημα πρέπει να διαθέτει μία πιο στέρεη γεωμετρία. Πρέπει να γεμίσει με ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα που βασίζεται στην αυτο-δράση των Αμερικανών, και όχι με θεατρικά ξεσπάσματα μιας αφοσιωμένης μειονότητας». Οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές, υποστήριζε, θα έπρεπε να χτίσουν σταθερές δομές- κάτι σαν αυτές για τις οποίες έγραψε τέσσερα χρόνια νωρίτερα στο «Μορφές Ελευθερίας»:
Πρέπει να προσπαθήσουμε καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου να λειτουργήσουμε ως καταλύτης στις λαϊκές αντιπολεμικές ομάδες για να δημιουργηθούν λαϊκές συνελεύσεις ή επιτροπές τοπικής δράσης, αν προτιμάτε, η κάθε μία ριζωμένη σε μία κοινότητα, σε μια πανεπιστημιούπολη, σε ένα σχολείο, σε ένα επαγγελματικό χώρο,. εργοστάσιο, γραφείο, και ερευνητικό ίδρυμα. Ένα αληθινό κίνημα πρέπει να οικοδομηθεί από αυτούς τους σχηματισμούς, με άμεσο στόχο την αντιπολεμική δράση, και ίσως στο μέλλον να λειτουργήσει ως λαϊκός τρόπος αυτο-δράσης ώστε να δημιουργηθεί μια κοινωνία που να βασίζεται στην αυτοδιαχείριση. κάθε λαϊκός θεσμός είναι ελεύθερος να πάρει τις δικές του τοπικές αποφάσεις, να δράσει ή όχι αν θεωρεί ότι είναι απαραίτητο.
Αυτές οι λαϊκές συνελεύσεις και οι επιτροπές τοπικής δράσης, έγραψε, πρέπει από μόνες τους να δημιουργήσουν συνομοσπονδίες σε μεγαλύτερες περιοχές:
Προτείνουμε ένα ποιοτικά διαφορετικό επίπεδο πολιτικής δράσης: το συνομοσπονδιακό ή, αν προτιμάτε, τη «κομμουναρική» έννοια θεσμικής οργάνωσης που επίσης εκφράστηκε στις Παρισινές κομμούνες του 1793-94 και 1871. Αυτή η «κομμουναρική» προσέγγιση. ουσιαστικά περιγράφει μία συνομοσπονδία δήμων σε αντίθεση με την ανάπτυξη ενός συγκεντρωτικού κράτους. Αν οι Αμερικανοί ριζοσπάστες προωθούσαν αυτήν την προσέγγιση σήμερα και επανέφεραν το επαναστατικό της περιεχόμενο βασισμένο σε μία τεχνολογία μετά σπάνης, αυτό θα σηματοδοτούσε μία καθοριστική, ουσιαστικά ιστορική πρόοδο στην ανάπτυξη μιας αυθεντικής αριστεράς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το άρθρο υπογράφτηκε από την ομάδα Anarchos αλλά ήταν φανερό ότι γράφτηκε από τον Μάρεϊ, αφού περιείχε πολλές εκφράσεις της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Από όσο γνωρίζω δεν έχει αναδημοσιευτεί και έτσι τα κομμάτια- κλειδιά του αξίζουν να παρατεθούν εδώ σε κάποιο βαθμό, και ειδικά ο κατάλογος με τις προτάσεις του:
1. Ο σχηματισμός τοπικών συνασπισμών από μη-κομματικές ομάδες- με βάση το καλύτερο υλικό που μπορεί να βρεθεί στις αστικές και αγροτικές κοινότητες, δηλαδή τις ανεξάρτητες φοιτητικές ομάδες, τους ριζοσπάστες επαγγελματίες, την εργατική τάξη, τις γυναικείες ομάδες. τις ανεξάρτητες αντιπολεμικές ομάδες- για να δράσουν συντονισμένα ώστε να επιλέξουν και να παρουσιάσουν υποψήφιους για τα δημοτικά συμβούλια στους δήμους αυτής της χώρας. Πιστεύουμε ότι αυτοί οι συνασπισμοί πρέπει να είναι ελεύθεροι και μη-ιεραρχικοί. Πρέπει να προσπαθούν να εδραιωθούν στις τοπικές κοινότητες και να δρουν ανοιχτά ο ένας με τον άλλον με έναν συνεπή δημοκρατικό τρόπο, αποφεύγοντας κάθε μορφή γραφειοκρατικής ή χειραγωγικής συμπεριφοράς.
Η ομάδα Anarchos, δηλαδή, καλούσε τους αναρχικούς να εκλέξουν υποψήφιους για τα δημοτικά συμβούλια. Με ποια πλατφόρμα; Η απάντηση: θα μπορούσαν να συντάξουν προγράμματα για πολλά θέματα αλλά
θα μπορούσαν επίσης να απαιτήσουν μία ριζοσπαστική αναδόμηση των δημοτικών θεσμών σε αμεσοδημοκρατικές γραμμές, διασφαλίζοντας, πάνω από όλα, το δικαίωμα των λαϊκών εκλογικών περιφερειών και των λαϊκών συνελεύσεων να ανακαλούν εκπροσώπους που δεν αντικατοπτρίζουν τη βούλησή τους, την αντικατάσταση της αστυνομίας από μία πολιτοφυλακή οργανωμένη σε κυλιόμενη βάση από τις γειτονιές και τα εργοστάσια και την ανοιχτή ανυπακοή ενάντια στην παρασιτική εκμετάλλευση των δημοτικών δημοσιονομικών και οικονομικών πόρων από τις κεντρικές κυβερνήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι τα αναρχικά προγράμματα θα καλούσαν σε εκδημοκρατισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, καταργώντας τα δημοτικά συμβούλια και αντικαθιστώντας τα με λαϊκές συνελεύσεις. Θα χρησιμοποιούσαν έτσι τη δύναμη του δήμου- το κρατικό επίπεδο που είναι πιο κοντινό στους ανθρώπους- για να δημιουργήσουν λαϊκούς και εν δυνάμει αντικρατικούς θεσμούς, «αδιαμεσολάβητους» από αντιπροσώπους.
Έτσι η επόμενη πρόταση ήταν:
2. Η διάλυση των γιγαντιαίων μεγαλοπολίτικων δομών τοπικής αυτοδιοίκησης και η δημιουργία δημαρχείων και συμβουλίων σε τοπική βάση με τη γειτονιά να ασκεί άμεσο έλεγχο πάνω στη δημοτική ζωή.
Και η επόμενη:
3. Τέλος, το αίτημα για μια συνομοσπονδία δημοτικών συμβουλίων που θα αντισταθεί στην καταπάτηση της τοπικής και δημοτικής αυτονομίας από τις Πολιτειακές κυβερνήσεις και την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση (Σ.τ.Ε.: ο συγγραφέας στο σημείο αυτό αναφέρεται στις κυβερνήσεις των Πολιτειών των Η.Π.Α. και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση με έδρα τη Ουάσιγκτον).
Η ομάδα προειδοποίησε εναντίον της χρήσης αυτών των προτάσεων για κρατιστικούς σκοπούς:
Αν οι προτάσεις που προωθούμε πρόκειται να είναι κάτι περισσότερο από φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές κοινοτοπίες, αν είναι να διαθέτουν μία αληθινά ριζοσπαστική ορμή, τότε οι συνασπισμοί που τις προάγουν πρέπει οι ίδιοι να είναι συμμαχίες από αυθεντικά λαϊκές ομάδες, όπως τα αντιπολεμικά κινήματα βάσης που έχουμε προτείνει, και όχι από στελέχη οργανώσεων. Αν οι τοπικοί συνασπισμοί και το δημοτικό συνομοσπονδιακό κίνημα που προτείνουμε προχωρήσουν πέρα από το δημοτικό και συνομοσπονδιακό επίπεδο, αν διεκδικήσουν θεσμικό έλεγχο ή επιρροή σε Κρατικό ή Ομοσπονδιακό επίπεδο, δε θα γίνουν τίποτα άλλο παρά μία ακόμη ύπουλη σοσοιαλδημοκρατία- ακόμη μία προδοσία του λαϊκού κινήματος και των αρχών της ελευθερίας και της επανάστασης.
Η ομάδα δίνει έμφαση στη συγκρουσιακή φύση της προσέγγισής της:
Το ζήτημα του τοπικού ελέγχου ενάντια στο συγκεντρωτικό κράτος αναδεικνύεται σήμερα, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Μία μακροχρόνια ιστορική διαλεκτική προς τον κρατικό καπιταλισμό αντιπαραθέτει τη γειτονιά με τη μεγαλόπολη, το χωριό, την κωμόπολη, και την μικρή πόλη με τις Κρατικές κυβερνήσεις και την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και τον δήμο με το εθνικό κράτος.
Οι αντιρρήσεις των Αναρχικών
Το δοκίμιο «Επίθεση την Άνοιξη, Διακοπές το Καλοκαίρι» δεν έμεινε δίχως κριτική- ούτε καν τη στιγμή που πρωτοεκδόθηκε. Κάποια μέλη της κολεκτίβας Anarchos διαφώνησαν έντονα με τις προτάσεις του για συμμετοχή στις δημοτικές προεκλογικές εκστρατείες. Εφόσον αυτά τα μέλη ήταν υπεύθυνα για την εκτύπωση του περιοδικού, είχαν τη δυνατότητα να συμπεριλάβουν ένα ένθετο στο τεύχος του Ιουνίου 1972, εκφράζοντας τις αντιρρήσεις τους. Η Τζούντιθ Μαλίνα (ναι, αυτή από το Living Theater) έγραψε τον αντίλογο:
Τι είναι η ψήφος; Η ψήφος εκφράζει τη συμφωνία όλων ότι η βούληση των περισσοτέρων θα πραγματοποιηθεί. Όταν υπάρχει ομοφωνία η απόφαση των ανθρώπων είναι αυταπόδεικτη. Αλλά όταν δεν υπάρχει ομοφωνία η ψήφος γίνεται η τυραννία των πολλών πάνω στους απρόθυμους λίγους. Αυτή η τυραννία είναι η έκφραση μιας αρχής έμφυτης στο δημοκρατικό ήθος: μία σιωπηρή συμφωνία ότι οι λίγοι δε θα πολεμήσουν τους πολλούς γιατί οι πολλοί θα νικούσαν λόγω της αριθμητικής υπεροχής τους. Είναι μύθος ότι δίκαια οι λίγοι «υποκλίνονται στη βούληση της πλειοψηφίας», ενώ η τυραννία της πλειοψηφίας είναι το ίδιο άδικη με κάθε άλλη μορφή τυραννίας.
Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία, ακόμη και αν αυτή είναι πρόσωπο- με- πρόσωπο, καθώς βασίζεται στη βούληση της πλειοψηφίας, είναι εγγενώς τυραννική. Η Μαλίνα παρουσίασε μία αναρχική εναλλακτική:
Ναι, οι άνθρωποι θα έπρεπε να καταλάβουν τον τοπικό έλεγχο σε επίπεδο κοινότητας- όχι, όμως, μέσω των τοπικών κυβερνήσεων, οι οποίες μέσω των κομματικών γραμμών, είναι πάντα προσκολλημένες στο κράτος και στις ομοσπονδιακές κυβερνητικές δομές. Αντιθέτως, θα έπρεπε να πάρουν τον έλεγχο δημιουργώντας κοινοτικές δομές από τα κάτω. Τέτοιες δομές δε θα υπάρχουν παράλληλα με τις κυβερνητικές δημοτικές δομές αλλά στην πραγματικότητα θα αποσπάσουν την εξουσία από αυτές. Η κριτική εδώ δε γίνεται γενικά στις μορφές τοπικής οργάνωσης που προτείνει η ομάδα Anarchos, αλλά μόνο στην υποταγή στη δικαιοδοσία των τοπικών θεσμικών κυβερνήσεων.
Ο Μάρεϊ φυσικά απάντησε με κάποιον τρόπο στη Μαλίνα, αλλά από όσο γνωρίζω δεν υπάρχει κάποιο σχετικό κείμενο. Θυμόταν, όμως, το γεγονός το 1985:
Κάποιος έγραψε μια απάντηση δηλώνοντας ότι οι αναρχικοί δεν πρέπει ποτέ να συμμετέχουν σε εκλογές οποιουδήποτε τύπου.Εγώ λέω ότι η κυβέρνηση της πόλης, όπως την ονομάζετε, πρέπει να αναδομηθεί στο επίπεδο της βάσης. αυτό που πρέπει να κάνουν οι αναρχικοί είναι να μη διστάζουν να εμπλακούν στην τοπική πολιτική, έτσι ώστε να δημιουργήσουν μορφές οργάνωσης με τις οποίες να μπορούν να κατέβουν στις εκλογές, ή εναλλακτικά να κατέβουν στις εκλογές με μία πλατφόρμα για να εγκαθιδρύσουν αυτές τις μορφές.
Η ένσταση της Μαλίνα θα επαναλαμβανόταν συχνά τις επόμενες δεκαετίες, αλλά λίγοι την εξέφρασαν τόσο καθαρά και πλήρως όσο αυτή. Ο Μάρεϊ, με τη σειρά του, θα απαντούσε συχνά στον τύπο επιχειρημάτων της Μαλίνα σχετικά με τους παράλληλους θεσμούς. Υποστήριζε ότι εναλλακτικές κοινοτικές ομάδες που υπάρχουν παράλληλα με το δήμο δεν έχουν πραγματική δύναμη. Οι πολίτες μπορεί να κινητοποιηθούν να συμμετέχουν σε μία δύο συναντήσεις, από ενδιαφέρον για κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά δε θα έχουν πραγματικό λόγο να συνεχίσουν να συμμετέχουν σε αυτές σε βάθος χρόνου, ή να διατηρήσουν την ύπαρξή τους απλά για να υπάρχουν. Για να δουλεύει ενεργά μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να διατηρηθεί ένας θεσμός ζωντανός, πρέπει αυτός να έχει κάποιου είδους δομική εξουσία.
Ο Μάρεϊ θα κατέληγε αργότερα ότι οι αναρχικοί παρεξήγησαν τη φύση της εξουσίας και ήταν άρα ανέτοιμοι να την προσδιορίσουν.
Ο Μάρεϊ θα κατέληγε αργότερα ότι οι αναρχικοί παρεξήγησαν τη φύση της εξουσίας και ήταν άρα ανέτοιμοι να την προσδιορίσουν.
Οι αναρχικοί αντιλαμβάνονται ουσιαστικά την εξουσία ως έναν μοχθηρό σατανά που πρέπει να καταστραφεί. Ο Προυντόν, για παράδειγμα, κάποτε δήλωσε ότι θα διαιρούσε και θα υποδιαιρούσε την εξουσία μέχρι, στην πραγματικότητα, να σταματούσε να υπάρχει. μία αντίληψη τόσο παράλογη όσο η ιδέα ότι η βαρύτητα μπορεί να καταργηθεί. Το πραγματικό ζήτημα. δεν είναι αν η εξουσία θα υπάρχει, αλλά αν θα παραμείνει στα χέρια μιας ελίτ ή θα περάσει στα χέρια των ανθρώπων. Οι κοινωνικοί επαναστάτες. πρέπει να θέσουν το ζήτημα του πώς θα δοθεί στην εξουσία μια στέρεη θεσμική απελευθερωτική δομή.
Παρόλα αυτά, η ένσταση της Μαλίνα ανέδειξε ένα σημαντικό σημείο: ο αναρχισμός, ιστορικά, δεν υπήρξε ιδιαίτερα φιλικός προς τη δημοκρατία. Ο George Woodcock το είχε τονίσει αυτό το 1962:
Το ακραίο ενδιαφέρον για το αυτεξούσιο του ατόμου... εξηγεί την απόρριψη της δημοκρατίας από τον αναρχισμό, όπως και της δικτατορίας. Καμία πρόσληψη του αναρχισμού δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια, όσο αυτή που τον θεωρεί ως μία ακραία μορφή δημοκρατίας. Η δημοκρατία υποστηρίζει τη λαϊκή κυριαρχία. Ο αναρχισμός υποστηρίζει το αυτεξούσιο του ατόμου (sovereignty of the person). Αυτό σημαίνει ότι αυτόματα οι αναρχικοί αρνούνται πολλές μορφές και αντιλήψεις της δημοκρατίας.
Ο Μάρεϊ είχε διαβάσει το βιβλίο του Woodcock, αλλά αν είχε προσέξει αυτήν την προειδοποίηση, θα πρέπει να είχε απαντήσει με σκεπτικισμό. Άλλωστε, ο αναρχισμός στο παρελθόν δεν ήταν οικολογικός, αλλά ούτε ασχολούνταν με την μετά τη σπάνη εποχή ή την ιεραρχία. Ωστόσο, ο ίδιος είχε εισαγάγει αυτές τις έννοιες στον αναρχισμό. Γιατί όχι και τη δημοκρατία; Θα πρέπει τότε να του φαινόταν προφανές: αν έστρεφε την προσοχή των αναρχικών προς την πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία, σίγουρα θα συμφωνούσαν ότι ήταν το καλύτερο μοντέλο αυτοδιαχείρισης για μια αποκεντρωμένη και οικολογική κοινωνία.
Ο αναρχισμός μπορεί να είναι, άλλωστε, δυναμικός:
Ο αναρχισμός θα μπορούσε να είναι το πιο δημιουργικό και καινοτόμο κίνημα στον σύγχρονο ριζοσπαστισμό.{Με} τα ιδανικά μας για αυτοδιαχείριση, αποκέντρωση, συνομοσπονδισμό, και αλληλοβοήθεια. υπήρξαμε για καιρό οι γεννήτορες μιας οργανικής, νατουραλιστικής ευαισθησίας, βασισμένης στην αμοιβαιότητα, την οποία οικειοποιήθηκε το κίνημα της οικολογίας με λίγες αναφορές στην πηγή τους- τον νατουραλισμό του Κροπότκιν.
Ελευθεριακός Κοινοτισμός (Libertarian municipalism)
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Μάρεϊ ανέπτυξε τις ιδέες του για την πρόσωπο- με-πρόσωπο δημοκρατία σε μία συγκεκριμένη προσέγγιση που, για λόγους αναγνωρισιμότητας, της έδωσε ένα όνομα. Ο ελευθεριακός κοινοτισμός ήταν η στρατηγική του για την επίτευξη δημοκρατικών επαναστατικών θεσμών, αλλά ήταν επίσης και η πολιτική υποδομή μιας ορθολογικής οικολογικής κοινωνίας. Είχε σκιαγραφήσει τα στοιχειώδη σημεία αυτής της προσέγγισης στο «Επιθέσεις την Άνοιξη», αλλά δεν έγραψε πολλά για αυτό μετά το 1972. Αργότερα, το 1983, επέστρεψε στο θέμα αναπτύσσοντάς το με ώριμο και λεπτομερή τρόπο. Θα το συνοψίσω εδώ.
Χρειαζόμαστε μία «καινούρια πολιτική», υποστήριζε ο Μάρεϊ, μία πολιτική που να βασίζεται, όχι σε ένα εθνικό κεφάλαιο, αλλά στο επίπεδο της κοινότητας. «Εδώ, στο πιο άμεσο περιβάλλον του ατόμου- στην κοινότητα, στη γειτονιά, στην κωμόπολη, ή στο χωριό- όπου η ιδιωτική ζωή αρχίζει σιγά σιγά να εισέρχεται στη δημόσια, βρίσκεται ο αυθεντικός τόπος για να λειτουργήσει κανείς σε επίπεδο βάσης, στον βαθμό τουλάχιστον που η αστικοποίηση δεν έχει ασκήσει πλήρως την καταστρεπτική της επίδραση». Εδώ μία «νέα πολιτική» της ιδιότητας του πολίτη (citizenship) πρέπει να θεσμοθετηθεί, μία πολιτική στην οποία οι άνθρωποι αναλαμβάνουν τον έλεγχο της δικής τους πολιτικής ζωής, μέσω της συμμετοχής τους σε λαϊκές συνελεύσεις. Ο Μάρεϊ διέκρινε μεταξύ της πολιτικής (που εφαρμόζεται από τους πολίτες σε συνελεύσεις) και της κρατικής διαχείρισης (που εφαρμόζεται από διοικητικούς υπαλλήλους σε θεσμούς του έθνους-κράτους). Πίστευε ότι η πολιτική πρέπει να είναι «ένα σχολείο για την αυθεντική ιδιότητα του πολίτη».
Χρειαζόμαστε μία «καινούρια πολιτική», υποστήριζε ο Μάρεϊ, μία πολιτική που να βασίζεται, όχι σε ένα εθνικό κεφάλαιο, αλλά στο επίπεδο της κοινότητας. «Εδώ, στο πιο άμεσο περιβάλλον του ατόμου- στην κοινότητα, στη γειτονιά, στην κωμόπολη, ή στο χωριό- όπου η ιδιωτική ζωή αρχίζει σιγά σιγά να εισέρχεται στη δημόσια, βρίσκεται ο αυθεντικός τόπος για να λειτουργήσει κανείς σε επίπεδο βάσης, στον βαθμό τουλάχιστον που η αστικοποίηση δεν έχει ασκήσει πλήρως την καταστρεπτική της επίδραση». Εδώ μία «νέα πολιτική» της ιδιότητας του πολίτη (citizenship) πρέπει να θεσμοθετηθεί, μία πολιτική στην οποία οι άνθρωποι αναλαμβάνουν τον έλεγχο της δικής τους πολιτικής ζωής, μέσω της συμμετοχής τους σε λαϊκές συνελεύσεις. Ο Μάρεϊ διέκρινε μεταξύ της πολιτικής (που εφαρμόζεται από τους πολίτες σε συνελεύσεις) και της κρατικής διαχείρισης (που εφαρμόζεται από διοικητικούς υπαλλήλους σε θεσμούς του έθνους-κράτους). Πίστευε ότι η πολιτική πρέπει να είναι «ένα σχολείο για την αυθεντική ιδιότητα του πολίτη».
Σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει πολιτικός «προγραμματισμός», όπως υπήρχε, που να μπορεί να υποκαταστήσει ένα ζωντανό και δημιουργικό πολιτικό χώρο. Αλλά αυτό που ξεκάθαρα πρέπει να κάνουμε σε μία εποχή εμπορευματοποίησης, ανταγωνισμού, ανομίας, και εγωισμού είναι να σχηματίσουμε, και ενσυνείδητα να ενσταλάξουμε, τις αξίες του ανθρωπισμού, της συνεργασίας, της κοινότητας, και της δημόσιας προσφοράς στην καθημερινή πρακτική της πολιτικής ζωής μας. Η από τα κάτω ιδιότητα του πολίτη πρέπει να συμβαδίζει με την από τα κάτω πολιτική.
Επομένως, οι ακτιβιστές του ελευθεριακού κοινοτισμού θα δημιουργήσουν ομάδες για να προτείνουν υποψήφιους στις δημοτικές εκλογές, με πλατφόρμες που θα καλούν για τη δημιουργία της πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατίας μέσα στις λαϊκές συνελεύσεις. Όταν το σύνολο των πολιτών εκλέξει αρκετούς τέτοιους υποψήφιους για τα τοπικά αξιώματα, οι νέοι δημοτικοί σύμβουλοι θα έχουν εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο εκλέχτηκαν: θα αλλάξουν τον καταστατικό χάρτη των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης για να δημιουργήσουν λαϊκές συνελεύσεις. Έτσι, οι συνελεύσεις θα προκύψουν ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής μεταβίβασης εξουσίας από τους υπάρχοντες κρατιστικούς αυτοδιοικητικούς θεσμούς: Οι συνελεύσεις, έχοντας αποκτήσει τέτοια δύναμη, θα αναλάβουν τις λειτουργίες των δημοτικών αρχών. Θα κοινοτικοποιήσουν την οικονομία, αναλαμβάνοντας την ιδιοκτησία και τη διαχείριση της τοπικής οικονομικής ζωής, επιτρέποντας στους ανθρώπους της κοινότητας να πάρουν αποφάσεις για την οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή τους.
Ο δήμος πρέπει να έχει τον έλεγχο της γης. Πρέπει να έχει τον έλεγχο της βιομηχανίας. Η κολεκτιβοποίηση από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Κοινοτικοποίηση σημαίνει ότι ο δήμος ασκεί έλεγχο μέσω οργανώσεων γειτονιάς ή μέσω συνελεύσεων σε επίπεδο (κωμο)πόλεως.
Σε μεγαλύτερες περιοχές οι εκδημοκρατισμένοι δήμοι θα συνδέονται μέσω συνομοσπονδιών ο ένας με τον άλλον:
Τι είναι τότε ο συνομοσπονδισμός; Είναι, πάνω από όλα, ένα δίκτυο διοικητικών συμβουλίων, των οποίων τα μέλη ή οι εκπρόσωποι εκλέγονται από λαϊκές πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατικές συνελεύσεις, . Τα μέλη αυτών των συνομόσπονδων συμβουλίων είναι αυστηρώς εξουσιοδοτημένα, ανακλητά, και υπεύθυνα απέναντι στις συνελεύσεις που τα επέλεξαν για τον σκοπό του συντονισμού και της διαχείρισης των πολιτικών που αποφάσισαν οι ίδιες οι συνελεύσεις. Η λειτουργία που ασκούν είναι άρα τελείως διοικητική και πρακτική, και όχι χάραξης πολιτικής όπως είναι ο ρόλος των αντιπροσώπων στα ρεπουμπλικανικά συστήματα διακυβέρνησης.
Οι συνομοσπονδιοποιημένοι δήμοι, στους οποίους η εξουσία κινείται από κάτω προς τα πάνω, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια δυαδική εξουσία, μία αντιεξουσία ενάντια στο έθνος-κράτος.
Με απασχολεί η δημιουργία τοπικών θεσμών- συνελέυσεων γειτονιάς, συμβουλίων γειτονιάς που θα έρθουν σε δυναμική αντίθεση με το συγκεντρωτικό κράτος. Η μεγαλύτερή μου έγνοια είναι να σταματήσει ο συγκεντρωτισμός της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. να φροντίσουμε ώστε το δημοτικό επίπεδο να λειτουργεί ως φρένο στο συγκεντρωτισμό του κράτους και τελικά να οδηγήσει στην κατάργησή του προς μια ελεύθερη δημοτική συνομοσπονδία κωμοπόλεων, πόλεων και χωριών δομημένη πάνω σε ελευθεριακή βάση.
Ελευθεριακός κοινοτισμός ονομάζεται γιατί βασίζεται στην ιστορική πραγματικότητα και στις τοπικές παραδόσεις «για να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις του,
Παραδόσεις οι οποίες, όσο διάσπαρτες και κουρελιασμένες και αν είναι, προσφέρουν ακόμη τη δυνατότητα για συμμετοχικές πολιτικές που αμφισβητούν το Κράτος. Η Κομμούνα υπάρχει ακόμη, θαμμένη στο δημοτικό συμβούλιο. Οι συνελεύσεις των τομέων (Σ.τ.Ε: στο Παρίσι της Γαλλικής Επανάστασης) υπάρχουν ακόμη, θαμμένες στις γειτονιές. Οι λαϊκές συνελεύσεις των πόλεων υπάρχουν ακόμη, θαμμένες στα δημαρχεία. Οι συνομόσπονδες μορφές δημοτικής συνεργασίας υπάρχουν ακόμη, θαμμένες στα περιφερειακά δίκτυα των κωμοπόλεων και πόλεων.
Αυτή η προσέγγιση έχει επίσης ρίζες στην επαναστατική ιστορία. Πολλά ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα, έγραψε ο Μάρεϊ,
Ήταν σε μεγάλο βαθμό αστικά φαινόμενα, θεμελιωμένα σε γειτονιές του Παρισιού, της Πετρούπολης και της Βαρκελώνης, και σε μικρές κωμοπόλεις και χωριά, που αποτελούσαν τους χώρους, όχι μόνο του ταξικού αναβρασμού, αλλά και του αστικού ή του κοινοτικού αναβρασμού. Σε τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, οι καταπιεσμένοι και δυσαρεστημένοι άνθρωποι αντέδρασαν στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, όχι μόνο ως οικονομικά όντα, αλλά και ως κοινοτικά.
Μέσω αυτών των δημοκρατικών θεσμών ένας επαναστατημένος λαός θα είχε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει το έθνος-κράτος και να ασκήσει την εξουσία του με λαϊκή αυτοκυβέρνηση.
Ο Αναρχικός Κομμουναλισμός του δεκάτου ενάτου αιώνα
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Μάρεϊ ξεκίνησε μία πραγματική καμπάνια προσπαθώντας να πείσει του αναρχικούς να υιοθετήσουν τον ελευθεριακό κοινοτισμό. Ανέτρεξε στην αναρχική ιστορία για να βρει εκεί στοιχεία που θα τον υποστήριζαν, που θα υποστήριζαν μια οργανική πολιτική σε επίπεδο κοινοτήτων, και τους συνομόσπονδους δήμους. Στην πραγματικότητα, ανακάλυψε ότι οι πατέρες της αναρχικής σκέψης του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν πολλά να πουν για τέτοιες ιδέες.
Ο Προυντόν, για παράδειγμα, είχε επαινέσει στα γραπτά του τον φεντεραλισμό (γνωστός επίσης ως συνομοσπονδισμός ή συνομοσπονδία) ως μία ελευθεριακή εναλλακτική για το έθνος-κράτος. Στο Η Ομοσπονδιακή Αρχή (1863), γραμμένο προς τα τέλη της ζωής του, διατύπωσε μια θεωρία για αποκεντρωμένη ομοσπονδιακή (συνομοσπονδιακή) κυβέρνηση. Η δημόσια διοίκηση, υποστήριζε, θα έπρεπε να οργανώνεται κυρίως σε τοπικό επίπεδο, με κομμούνες και ενώσεις. Αυτές οι κομμούνες θα ομαδοποιούνταν περιφερειακά, και μία συνομοσπονδία περιφερειών θα αντικαθιστούσε το έθνος-κράτος. Η εξουσία θα αναδυόταν από τα κάτω. Οι εκπρόσωποι θα ήταν ανακλητοί, διασφαλίζοντας την πραγμάτωση της λαϊκής βούλησης. Το έργο του Προυντόν υπήρξε η πρώτη έκφραση της ιδέας ότι η συνομοσπονδία θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική του έθνους-κράτους.
«Πρέπει, βεβαίως, να αποδοθεί τιμή στον Προυντόν», υποστήριζε ο Μάρεϊ, «για το γεγονός ότι ανέπτυξε ομοσπονδιακές ιδέες κοινωνικής οργάνωσης που αντιτίθενται στο έθνος-κράτος και για το ότι υποστήριξε τα δικαιώματα των τεχνιτών και των αγροτών που δέχονταν την επίθεση του βιομηχανικού καπιταλισμού». Μάλιστα,
Ο Προυντόν, για παράδειγμα, είχε επαινέσει στα γραπτά του τον φεντεραλισμό (γνωστός επίσης ως συνομοσπονδισμός ή συνομοσπονδία) ως μία ελευθεριακή εναλλακτική για το έθνος-κράτος. Στο Η Ομοσπονδιακή Αρχή (1863), γραμμένο προς τα τέλη της ζωής του, διατύπωσε μια θεωρία για αποκεντρωμένη ομοσπονδιακή (συνομοσπονδιακή) κυβέρνηση. Η δημόσια διοίκηση, υποστήριζε, θα έπρεπε να οργανώνεται κυρίως σε τοπικό επίπεδο, με κομμούνες και ενώσεις. Αυτές οι κομμούνες θα ομαδοποιούνταν περιφερειακά, και μία συνομοσπονδία περιφερειών θα αντικαθιστούσε το έθνος-κράτος. Η εξουσία θα αναδυόταν από τα κάτω. Οι εκπρόσωποι θα ήταν ανακλητοί, διασφαλίζοντας την πραγμάτωση της λαϊκής βούλησης. Το έργο του Προυντόν υπήρξε η πρώτη έκφραση της ιδέας ότι η συνομοσπονδία θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική του έθνους-κράτους.
«Πρέπει, βεβαίως, να αποδοθεί τιμή στον Προυντόν», υποστήριζε ο Μάρεϊ, «για το γεγονός ότι ανέπτυξε ομοσπονδιακές ιδέες κοινωνικής οργάνωσης που αντιτίθενται στο έθνος-κράτος και για το ότι υποστήριξε τα δικαιώματα των τεχνιτών και των αγροτών που δέχονταν την επίθεση του βιομηχανικού καπιταλισμού». Μάλιστα,
Αυτό που βρίσκω πιο αξιόλογο να τονιστεί στον Προυντόν είναι η υψηλά κοινοτική αντίληψή του για τον συνομοσπονδισμό. Βρέθηκε στην καλύτερη, με κάποιες φυσικά επιφυλάξεις, στιγμή του όταν δήλωσε ότι «το ομοσπονδιακό σύστημα είναι το αντίθετο της ιεραρχίας ή του διοικητικού και κυβερνητικού συγκεντρωτισμού», ότι η «ουσία» των ομοσπονδιακών συμβολαίων είναι «πάντα να διατηρήσουν περισσότερη εξουσία για τον πολίτη και όχι για το κράτος, και για τις δημοτικές και επαρχιακές αρχές και όχι για την κεντρική εξουσία», ότι η «κεντρική εξουσία» πρέπει να «υποταχθεί ανεπαίσθητα. στους εκπροσώπους των γεωγραφικών διαμερισμάτων ή των επαρχιών, η επαρχιακή αρχή στους εκπροσώπους των δήμων και η δημοτική αρχή στους κατοίκους της».
Πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους ελευθεριακούς του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν η ιδέα αυτού που στη Γαλλία και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ονομάζεται κομμούνα-η μονάδα της τοπικής κυβέρνησης πιο κοντά στους ανθρώπους, δηλαδή ο δήμος. Η λέξη «κομμούνα» συσχετιζόταν επίσης με την επαναστατική Κομμούνα του Παρισιού του 1793-94. «Η σημασία της κομμούνας στην παραδοσιακή αναρχική σκέψη», έγραψε ο Μάρεϊ, «δεν έχει λάβει ακόμη την απόλυτη προσοχή που της αξίζει.» Οι ελευθεριακοί στοχαστές, ακολουθώντας τον Προυντόν, συχνά αντιλαμβάνονταν τη συνομοσπονδία που θα αντικαθιστούσε το έθνος-κράτος ως συνισταμένη ενός δικτύου κομμούνων. Ο Μάρεϊ έγραψε: «Στο αναρχικό ιδεώδες των αποκεντρωμένων, ακρατικών, συλλογικά διαχειριζόμενων, και άμεσα δημοκρατικών κοινοτήτων-συνομοσπονδιακών δήμων ή "κομμούνων"-διαισθάνεται κανείς. τον μετασχηματιστικό ρόλο του ελευθεριακού κοινοτισμού στο πλαίσιο μιας απελευθερωτικής κοινωνίας.»
Η κομμούνα ήταν επίσης σημαντική ιδέα και για τον Μπακούνιν. Στην "Κατήχηση ενός Επαναστάτη" το 1865-66 ο Ρώσος αναρχικός είδε την κομμούνα ως έναν επαναστατικό θεσμό, κοντά στους ανθρώπους, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, και λειτουργεί σε συνομοσπονδία:
Η κομμούνα ήταν επίσης σημαντική ιδέα και για τον Μπακούνιν. Στην "Κατήχηση ενός Επαναστάτη" το 1865-66 ο Ρώσος αναρχικός είδε την κομμούνα ως έναν επαναστατικό θεσμό, κοντά στους ανθρώπους, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, και λειτουργεί σε συνομοσπονδία:
Αμέσως μετά την ανατροπή της κυβέρνησης, οι κομμούνες θα πρέπει να αναδιοργανωθούν ακολουθώντας επαναστατικές γραμμές. Καμία κομμούνα δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της μόνη της. Έτσι, θα είναι απαραίτητο για κάθε μία τους να εκτείνουν την επανάσταση προς τα έξω, να ωθήσουν όλες τις γειτονικές κομμούνες να εξεγερθούν και να συνενωθούν με αυτές σε ομοσπονδία για την κοινή άμυνα. Αναγκαστικά θα ενταχθούν σε ένα ομοσπονδιακό σύμφωνο βασισμένο πάνω στην αλληλεγγύη όλων και την αυτονομία της κάθε μίας. Οι ίδιες επαναστατικές απαιτήσεις ωθούν τις αυτόνομες επαρχίες να ομοσπονδιοποιηθούν σε περιφέρειες, τις περιφέρειες σε εθνικές ομοσπονδίες, τα έθνη σε διεθνείς ομοσπονδίες.
Λίγο πιο κάτω έγραψε στο ίδιο άρθρο:
Πρώτον: όλες οι οργανώσεις πρέπει να προχωρήσουν με ομοσπονδιακό τρόπο, από τη βάση ως την κορυφή, από την κομμούνα στη συντονιστική ένωση της χώρας ή του έθνους. Δεύτερον: πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας αυτόνομος ενδιάμεσος φορέας μεταξύ της κομμούνας και της χώρας, το γεωγραφικό διαμέρισμα, η περιφέρεια, ή η επαρχία. Η βασική μονάδα όλης της πολιτικής οργάνωσης σε κάθε χώρα πρέπει να είναι η απολύτως αυτόνομη κομμούνα, η οποία συνίσταται (στη λήψη των αποφάσεων) από την πλειοψηφία όλων των ενηλίκων και των δύο φύλων. η επαρχία δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο παρά μία ελεύθερη ομοσπονδία αυτόνομων κομμούνων.
Το 1871 η Παρισινή Κομμούνα, παρόλη τη σύντομη ύπαρξή της, ενθουσίασε πολλούς ελευθεριακούς. Ο Μάρεϊ κάποτε σημείωσε ότι «προσέδωσε στον μαρξισμό και τον αναρχισμό τα πρωιμότερα μοντέλα μιας απελευθερωμένης κοινωνίας» και «ήταν ακριβώς ένα επαναστατικό δημοτικό κίνημα του οποίου ο στόχος για μία "κοινωνική δημοκρατία" είχε αναπτυχθεί μέσα σε ένα συνομοσπονδιακό πλαίσιο ελεύθερων δήμων ή "κομμούνων".» Έδωσε στην ήδη ενδιαφέρουσα έννοια της "κομμούνας" ακόμη περισσότερη ενέργεια.
Η κομμούνα είχε κεντρική θέση στο έργο του Πιότρ Κροπότκιν, του αναρχικού θεωρητικού που ταυτίζεται με τον αναρχοκομμουνισμό. Το 1879 ο Κροπότκιν έγραψε:
Η κομμούνα είχε κεντρική θέση στο έργο του Πιότρ Κροπότκιν, του αναρχικού θεωρητικού που ταυτίζεται με τον αναρχοκομμουνισμό. Το 1879 ο Κροπότκιν έγραψε:
Εφόσον πραγματοποιηθεί η απαλλοτρίωση, και η δύναμη των καπιταλιστών για αντίσταση συντριβεί,. θα αναδυθεί απαραίτητα ένα νέο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής. τα θεμέλια της νέας οργάνωσης θα είναι η ελεύθερη ομοσπονδία των ομάδων των παραγωγών και η ελεύθερη ομοσπονδία των Κομμούνων και των ομάδων των ανεξάρτητων Κομμούνων.
Και ένα χρόνο αργότερα: «Οι κομμούνες της επόμενης επανάστασης θα ανακηρύξουν και θα εγκαθιδρύσουν την ανεξαρτησία τους μέσω άμεσης σοσιαλιστικής επαναστατικής δράσης, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία. Όταν το επαναστατικό κίνημα ξεσπάσει. οι άνθρωποι από μόνοι τους θα καταργήσουν την ιδιοκτησία με βίαιη απαλλοτρίωση.»
Οι κομμούνες της επόμενης επανάστασης όχι μόνο θα συντρίψουν το κράτος και θα αντικαταστήσουν την κοινοβουλευτική κυριαρχία με την ελεύθερη ομοσπονδία, αλλά θα εξαφανίσουν την κοινοβουλευτική κυριαρχία και μέσα στη ίδια την κομμούνα. Θα αναθέσουν την ελεύθερη οργάνωση της διανομής φαγητού και της παραγωγής σε ελεύθερες ομάδες εργατών- που θα ομοσπονδιοποιηθούν με ανάλογες ομάδες σε άλλες πόλεις και χωριά, όχι με τη διαμεσολάβηση ενός κοινοτικού κοινοβουλίου αλλά άμεσα, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος τους.
Και ο Κροπότκιν έγραψε το 1913 ότι «η μορφή που πρέπει να πάρει η κοινωνική επανάσταση είναι η αυτόνομη κομμούνα.»
Παρατηρούμε σε αυτές τις χώρες την προφανή τάση να δημιουργηθούν ομάδες τελείως αυτόνομων κομμούνων, κωμοπόλεων και χωριών, οι οποίες θα συνδέονται μέσω της ελεύθερης ομοσπονδίας, ώστε να ικανοποιήσουν αμέτρητες ανάγκες και να επιτύχουν συγκεκριμένους άμεσους στόχους. Οι μελλοντικές επαναστάσεις στη Γαλλία και την Ισπανία θα είναι κοινοτιστικές-όχι συγκεντρωτικές.
Συνοψίζοντας, η κομμούνα στη συνομοσπονδία ("η Κομμούνα των κομμούνων") είναι κρίσιμη για αυτούς τους αναρχικούς του δεκάτου ενάτου αιώνα, καθώς και για άλλους. Όλα τα γραπτά τους μαζί, είπε ο Μάρεϊ τη δεκαετία του 80, συνθέτουν μία "κοινοτιστική" τάση μέσα στον αναρχισμό, μία τάση που είχε υποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στις πιο προβεβλημένες τάσεις του αναρχοατομικισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού. Η εκστρατεία του, τώρα, γινόταν με σκοπό να τραβήξει την προσοχή σε αυτό: «Θα ήταν καλό να θυμόμαστε ότι πάντα υπήρχε μίακομμουναλιστική τάση στον αναρχισμό, όχι μόνο συνδικαλιστική ή ατομικιστική. Επιπλέον, αυτή η κομμουναλιστική τάση είχε πάντα έναν ισχυρό κοινοτιστικό προσανατολισμό.» Είπε στοKickItOver το 1985:
Αρκετά πριν εμφανιστεί ο συνδικαλισμός στην αναρχική παράδοση υπήρχε μία κομμουναλιστικήπαράδοση που ξεκινάει από την εποχή του Προυντόν και εμφανίζεται στον Κροπότκιν, και η οποία δεν ξέρω γιατί έχει λησμονηθεί τόσο πολύ. Έτσι, αν είναι να την πάρω σοβαρά, και να την εκσυγχρονίσω και να διερευνήσω τη λογική της τελείως, τότε πρέπει να αναρωτηθώ: τι μπορώ να κάνω για να ανακτήσουμε τη γειτονιά και τη κοινότητα; Πώς μπορώ να ενδυναμώσω τους πολίτες να πάρουν τον έλεγχο της κοινότητάς τους σε επίπεδο βάσης,. και χωρίς να αναπτυχθούν οι κακές συνήθειες του κοινοβουλευτισμού, αλλά προσπαθώντας να δημιουργηθούν συνελεύσεις γειτονιάς σαν αυτές που έχουμε στο Μπέρλινγκτον- τύπου συναντήσεων πόλης- συμβούλια στις γειτονιές- να συνομοσπονδιοποιηθούν, και να συνομοσπονδιοποιηθούν και οι κοινότητες σε μία δυαδική εξουσία ενάντια στο συγκεντρωτικό κράτος στη βάση ελευθεριακών παραδόσεων.
Βεβαίως, η κομμουναλιστική τάση στα χέρια του Μάρεϊ υπέστη μετασχηματισμό. Οι θεωρητικοί του δεκάτου ενάτου αιώνα απέδιδαν στις κομμούνες κυρίως διοικητικές λειτουργίες, την παροχή «δημόσιων υπηρεσιών», και είχαν αποδώσει πραγματική εξουσία λήψης αποφάσεων στις ενώσεις εργατών που περιλάμβαναν τις κοινοτικές ομοσπονδίες. Οι ίδιες οι κομμούνες θα ήταν ένα είδος μίνι-συνομοσπονδιών σε επίπεδο δήμου, αποτελούμενες από μικρότερα τμήματα όπως ομάδες παραγωγών, κολεκτίβες, κοοπερατίβες, και τα σχετικά. Ο Μάρεϊ αντίθετα οραματιζόταν την κομμούνα ως μια άμεση δημοκρατία, αποτελούμενη από λαϊκές συνελεύσεις, η οποία ελέγχει την οικονομία.
Τότε όμως, πώς θα έπαιρναν αποφάσεις αυτές οι εργατικές ενώσεις και οι κομμούνες; Ως φορείς χάραξης πολιτικής, καθώς και διοίκησης, θα καλούνταν να παίρνουν αποφάσεις. Ίσως να συνιστούσαν συμβούλια, ή επιτροπές. Αυτά τα συμβούλια ή επιτροπές μπορεί να αποτελούνταν από συμβούλους που θα ήταν εκπρόσωποι- ανακλητοί εκπρόσωποι, εξουσιοδοτημένοι να πραγματοποιούν τη λαϊκή βούληση. Όπως έγραψε ο Μπακούνιν το 1868: «Ως προς την οργάνωση της Κομμούνας, θα υπάρχει μία ομοσπονδία των μόνιμων οδοφραγμάτων και ένα Επαναστατικό Κομμουναλιστικό Συμβούλιο θα λειτουργεί στη βάση ενός ή δύο εκπροσώπων από κάθε οδόφραγμα, ένα για κάθε δρόμο ή διαμέρισμα, και οι εκπρόσωποι αυτοί θα έχουν περιβληθεί με δεσμευτικές εντολές και θα είναι συνεχώς υπόλογοι και ανακλητοί.»
Πώς όμως θα επιλέγονταν οι εκπρόσωποι; Ο Μπακούνιν δεν το αναφέρει. Ούτε ο Κροπότκιν ή κάποιος άλλος από τους προδρόμους αναρχικούς στοχαστές. Ίσως οι εκπρόσωποι να επιλέγονταν από τους επαναστατικούς ηγέτες, αλλά αυτό δε φαίνεται μια ιδιαίτερα πεφωτισμένη λύση. Ή, ίσως, οι εκπρόσωποι να εκλέγονταν δημοκρατικά. Από το λαό. Ίσως, από τον λαό στις συνελεύσεις. Οι πρόδρομοι δε λένε κάτι.
Το γεγονός είναι ότι, αν μπορώ να το γενικεύσω, η Ευρωπαϊκή Αριστερά του δεκάτου ενάτου αιώνα είχε την τάση να μην σκέφτεται τη δημοκρατία ως αυτοτελή επιθυμητό στόχο. Ακόμη και η δημοκρατική από τα κάτω αυτοκυβέρνηση είχε μικρή ανταπόκριση. Η δημοκρατία, ως έννοια, έμοιαζε με την πολιτική του συμβιβασμού, απαιτώντας ανοχή και μετριοπάθεια, ακατάλληλη για τους βίαιους επαναστατικούς στόχους της απαλλοτρίωσης. Η κρατιστική δημοκρατία (αυτό που ο Μάρεϊ θα αποκαλούσε ρεπουμπλικανισμό) ήταν περισσότερο ένα μέσο για την απόκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη παρά ένας στόχος καθ' αυτός. Για τους Ευρωπαίους αριστερούς οι κατ' εξοχήν επαναστατικές δομές ήταν οι επιτροπές των εργοστασίων και τα εργατικά συμβούλια, θεσμοί που η καταγωγή τους βρίσκεται στην οικονομική σκέψη. Ίσως χρειαζόταν ένας Αμερικάνος ριζοσπάστης που θα επέμενε ότι η δημοκρατία ήταν συναρπαστική αυτή καθ' αυτή, που θα της έδινε προτεραιότητα, και θα την καθιστούσε σκοπό για τον οποίο αξίζει κανείς να αγωνιστεί.
Θεώρησε ως καθήκον του να προσπαθεί να πείσει τους αναρχικούς ότι άξιζε να αγωνιστούν για τη δημοκρατία, ότι η δημοκρατία είχε από μόνη της αξία. Πίστευε ότι ο ελευθεριακός κοινοτισμός, ως μία μετάφραση και εκσυγχρονισμένη μορφή του αναρχικού κομμουναλισμού, θα μπορούσε να γίνει η βάση για έναν νέο αναρχισμό αφιερωμένο στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
Τότε όμως, πώς θα έπαιρναν αποφάσεις αυτές οι εργατικές ενώσεις και οι κομμούνες; Ως φορείς χάραξης πολιτικής, καθώς και διοίκησης, θα καλούνταν να παίρνουν αποφάσεις. Ίσως να συνιστούσαν συμβούλια, ή επιτροπές. Αυτά τα συμβούλια ή επιτροπές μπορεί να αποτελούνταν από συμβούλους που θα ήταν εκπρόσωποι- ανακλητοί εκπρόσωποι, εξουσιοδοτημένοι να πραγματοποιούν τη λαϊκή βούληση. Όπως έγραψε ο Μπακούνιν το 1868: «Ως προς την οργάνωση της Κομμούνας, θα υπάρχει μία ομοσπονδία των μόνιμων οδοφραγμάτων και ένα Επαναστατικό Κομμουναλιστικό Συμβούλιο θα λειτουργεί στη βάση ενός ή δύο εκπροσώπων από κάθε οδόφραγμα, ένα για κάθε δρόμο ή διαμέρισμα, και οι εκπρόσωποι αυτοί θα έχουν περιβληθεί με δεσμευτικές εντολές και θα είναι συνεχώς υπόλογοι και ανακλητοί.»
Πώς όμως θα επιλέγονταν οι εκπρόσωποι; Ο Μπακούνιν δεν το αναφέρει. Ούτε ο Κροπότκιν ή κάποιος άλλος από τους προδρόμους αναρχικούς στοχαστές. Ίσως οι εκπρόσωποι να επιλέγονταν από τους επαναστατικούς ηγέτες, αλλά αυτό δε φαίνεται μια ιδιαίτερα πεφωτισμένη λύση. Ή, ίσως, οι εκπρόσωποι να εκλέγονταν δημοκρατικά. Από το λαό. Ίσως, από τον λαό στις συνελεύσεις. Οι πρόδρομοι δε λένε κάτι.
Το γεγονός είναι ότι, αν μπορώ να το γενικεύσω, η Ευρωπαϊκή Αριστερά του δεκάτου ενάτου αιώνα είχε την τάση να μην σκέφτεται τη δημοκρατία ως αυτοτελή επιθυμητό στόχο. Ακόμη και η δημοκρατική από τα κάτω αυτοκυβέρνηση είχε μικρή ανταπόκριση. Η δημοκρατία, ως έννοια, έμοιαζε με την πολιτική του συμβιβασμού, απαιτώντας ανοχή και μετριοπάθεια, ακατάλληλη για τους βίαιους επαναστατικούς στόχους της απαλλοτρίωσης. Η κρατιστική δημοκρατία (αυτό που ο Μάρεϊ θα αποκαλούσε ρεπουμπλικανισμό) ήταν περισσότερο ένα μέσο για την απόκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη παρά ένας στόχος καθ' αυτός. Για τους Ευρωπαίους αριστερούς οι κατ' εξοχήν επαναστατικές δομές ήταν οι επιτροπές των εργοστασίων και τα εργατικά συμβούλια, θεσμοί που η καταγωγή τους βρίσκεται στην οικονομική σκέψη. Ίσως χρειαζόταν ένας Αμερικάνος ριζοσπάστης που θα επέμενε ότι η δημοκρατία ήταν συναρπαστική αυτή καθ' αυτή, που θα της έδινε προτεραιότητα, και θα την καθιστούσε σκοπό για τον οποίο αξίζει κανείς να αγωνιστεί.
Θεώρησε ως καθήκον του να προσπαθεί να πείσει τους αναρχικούς ότι άξιζε να αγωνιστούν για τη δημοκρατία, ότι η δημοκρατία είχε από μόνη της αξία. Πίστευε ότι ο ελευθεριακός κοινοτισμός, ως μία μετάφραση και εκσυγχρονισμένη μορφή του αναρχικού κομμουναλισμού, θα μπορούσε να γίνει η βάση για έναν νέο αναρχισμό αφιερωμένο στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
«Η εποχή των επαναστάσεων έχει τελειώσει»
Πριν συνεχίσω, θα ήθελα να κοιτάξουμε ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός σχετικά με τη δημιουργία της «κομμούνας» που περιγράφηκε από τους προδρόμους αναρχικούς στοχαστές του δεκάτου ενάτου αιώνα: οι κομμούνες αυτές επρόκειτο να δημιουργηθούν μετά την εργατική επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον οι εργάτες απαλλοτρίωναν την ατομική ιδιοκτησία και προκαλούσαν την κατάρρευση του κράτους, θα δημιουργούσαν αυθόρμητα κομμούνες. Προσέξτε εδώ ότι ένα από τα προαναφερθέντα κείμενα του Μπακούνιν ξεκινάει «Αμέσως μετά την πτώση της κυβέρνησης.» Και ένα από τα προαναφερθέντα κείμενα του Κροπότκιν ξεκινάει «Μόλις η απαλλοτρίωση πραγματοποιηθεί.» Και για τους δύο στοχαστές, η εργατική επανάσταση θα ερχόταν πρώτη.
Όπως έχουμε δει, ο Μάρεϊ είχε υποστηρίξει ότι οι επαναστατικές δομές δημιουργούνται αυθόρμητα από τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της επανάστασης. (Ο αυθορμητισμός ήταν μία από τις αρχές που εντόπισε για τη σύγκλιση του αναρχισμού και της οικολογίας). Αλλά κατά τα τέλη της δεκαετίας του '70 - νομίζω ήταν περίπου το 1977- κάτι συνέβη που άλλαξε τη σκέψη του για πάντα: συνειδητοποίησε ότι δε θα έβλεπε επανάσταση όσο θα ζούσε. Ο τρόπος που μου το έθεσε ήταν ο εξής: συνειδητοποίησε ότι η εποχή των επαναστάσεων είχε τελειώσει.
Δούλευε με την Clamshell Alliance, την ομάδα που απέτρεψε τη λειτουργία του πυρηνικού αντιδραστήρα Seabrook. Υπήρξε κάτι σε αυτή την εμπειρία που τον οδήγησε στην προαναφερθείσα διαπίστωση; Είχε απογοητευθεί από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ομάδας: η ομοφωνία, ανακάλυψε, ήταν μία διαδικασία πολύ επιρρεπής στο καπέλωμα. Ή μήπως ήταν οι αλλαγές που συνέβαιναν στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη τη δεκαετία του '70; Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονταν σε μία εποχή δεξιάς παλινόρθωσης αντίθετα με τη δεκαετία του '60 (μία παλινόρθωση που συνεχίζει μέχρι σήμερα). Οι κάποτε ριζοσπάστες ακολουθούσαν τώρα τις καριέρες τους, παίρνοντας ένα «κομμάτι της πίτας» για τον εαυτό τους. Νέα κοινωνικά κινήματα αναδύονταν, προσφέροντας ελπίδα αλλά ταυτόχρονα προκαλώντας την κατάτμηση ενός ευρύτερου κινήματος. Μετέφεραν τη ριζοσπαστική σκέψη προς την πολιτική των ταυτοτήτων (identity politics). Η οικολογία αναδυόταν ως ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, αλλά εφόσον η Ουάσινγκτον υιοθετούσε λίγους φιλοπεριβαλλοντικούς νόμους, οι ριζοσπάστες οικολόγοι μετατρέπονταν σε ρεφορμιστές περιβαλλοντιστές. Τέλος, οι εναλλακτικές (μη-Δυτικές και μη θρησκευτικές) πνευματικότητες που αποτελούσαν το New Age έγιναν ακόμη πιο δημοφιλείς, παρασύροντας παλιότερους πολιτικούς ακτιβιστές στην ιδιωτική ζωή, και υποσχόμενες να αντικαταστήσουν τα εξωστρεφή αιτήματα για κοινωνική αλλαγή με εσωτερικές εκκλήσεις για γαλήνη και διαφώτιση.
Η επαναστατική εποχή, συνειδητοποίησε ο Μάρεϊ το 1977, είχε τελειώσει. Η εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων είχε ξεκινήσει στα οδοφράγματα τον Ιούνιο του 1848 και συνέχισε στην Παρισινή Κομμούνα, τη Ρώσικη Επανάσταση και παραπέρα. Αλλά έφτασε στο τέλος της το Μάιο του 1937 στα οδοφράγματα της Βαρκελώνης. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι εργάτες εξεγέρθηκαν επιδιώκοντας μία νέα ουτοπική κοινωνία. Σε μία διάλεξη το 1985 είπε: «Πιστεύω ότι η επαναστατική εποχή με την κλασσική της έννοια έχει τελειώσει. Έζησα την εποχή των οδοφραγμάτων. Το θέλγητρό τους πάντα με γοήτευε, αλλά έμαθα πότε ένα έπος φτάνει στο τέλος του.» Αργότερα μου είπε ότι έφτασε σε αυτή τη συνειδητοποίηση μετά τη Clamshell. «Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αυθεντική επαναστατική αντιπολίτευση στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη,» έγραψε το 1979.
Αυτή η διαπίστωση το 1977 πρέπει να ήταν οδυνηρή, όπως και η διαπίστωση το 1948 ότι οι εργάτες δε θα ήταν πια το επαναστατικό υποκείμενο. Άλλωστε, ο καπιταλισμός και το έθνος- κράτος έπρεπε ακόμα να ανατραπούν, μια αναγκαιότητα ακόμη πιο επιτακτική τώρα, με την οικολογική κρίση, και ο ίδιος ο Μάρεϊ, όπως και άλλοι επαναστάτες, δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον αγώνα. Θα μπορούσε να επαναπαυτεί και να προσαρμόσει τις απόψεις του στην ατμόσφαιρα της εποχής του, αλλά δεν ήταν στην προσωπικότητά του να κάνει κάτι τέτοιο- υπήρξε πάντα ένας επαναστάτης, και θα παρέμενε έτσι. Αλλά τώρα που η επανάσταση δε φαινόταν πια στον ορίζοντα, πώς έπρεπε να συνεχίσει; Πώς να λειτουργήσουν οι επαναστάτες, δεδομένου ότι η ιστορία δεν ήταν πλέον με την πλευρά τους;
Η σκέψη του μετατοπίστηκε, και η σφραγίδα αυτής της μετατόπισης, κατά τη γνώμη μου, ήταν η ουσιαστική εγκατάλειψη της έννοιας του αυθορμητισμού. Οι επαναστάτες έπρεπε να σταματήσουν να υποθέτουν ότι οι επαναστατικές δομές θα δημιουργηθούν μετά την επανάσταση, ή ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης. Αντίθετα, οι επαναστάτες έπρεπε να αρχίσουν να δημιουργούν επαναστατικές δομές τώρα. Με αυτόν τον τρόπο οι δομές δε θα ήταν απλώς ένα προϊόν της επανάστασης. Θα βοηθούσαν να ζυμωθεί η επανάσταση. Οι επαναστάτες έπρεπε να δημιουργήσουν αυτές τις δομές συνειδητά και προμελετημένα. Βέβαια, ενδεχομένως γεγονότα θα ξεσπούσαν που θα πυροδοτούσαν την κοινωνική αλλαγή. Μία αυξανόμενη επίγνωση της οικολογικής κρίσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα. Η υπερθέρμανση του πλανήτη, διοχετεύοντας τον όλεθρο, θα μπορούσε να απειλήσει την επιβίωση και να οδηγήσει σε μία μείζονα κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Αλλά προς το παρόν, στην απουσία κάποιας τέτοιας ευρείας λαϊκής αναταραχής, η επανάσταση έπρεπε να σχεδιαστεί συνειδητά. Και για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνειδητή δουλειά, χρειάζεται ένα οργανωμένο ελευθεριακό κίνημα με συνοχή και συγκεκριμένους στόχους.
Η στρατηγική αυτού του κινήματος, φυσικά, ήταν ο ελευθεριακός κοινοτισμός. Οι θεσμοί της πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατίας ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πριν από την επανάσταση και θα βρίσκονταν στη θέση τους αν και όταν η επανάσταση τελικά ξεσπούσε. Άλλωστε, την επαύριο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να ασπάζεται τη δημοκρατία, στη μορφή του δημοκρατικού έθνους- κράτους. Οι κοινοτιστές επαναστάτες δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, αλλά στην περίπτωσή τους η δημοκρατία που ασπάζονταν θα ήταν άμεση και πρόσωπο- με- πρόσωπο.
Όπως έχουμε δει, ο Μάρεϊ είχε υποστηρίξει ότι οι επαναστατικές δομές δημιουργούνται αυθόρμητα από τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της επανάστασης. (Ο αυθορμητισμός ήταν μία από τις αρχές που εντόπισε για τη σύγκλιση του αναρχισμού και της οικολογίας). Αλλά κατά τα τέλη της δεκαετίας του '70 - νομίζω ήταν περίπου το 1977- κάτι συνέβη που άλλαξε τη σκέψη του για πάντα: συνειδητοποίησε ότι δε θα έβλεπε επανάσταση όσο θα ζούσε. Ο τρόπος που μου το έθεσε ήταν ο εξής: συνειδητοποίησε ότι η εποχή των επαναστάσεων είχε τελειώσει.
Δούλευε με την Clamshell Alliance, την ομάδα που απέτρεψε τη λειτουργία του πυρηνικού αντιδραστήρα Seabrook. Υπήρξε κάτι σε αυτή την εμπειρία που τον οδήγησε στην προαναφερθείσα διαπίστωση; Είχε απογοητευθεί από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ομάδας: η ομοφωνία, ανακάλυψε, ήταν μία διαδικασία πολύ επιρρεπής στο καπέλωμα. Ή μήπως ήταν οι αλλαγές που συνέβαιναν στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη τη δεκαετία του '70; Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονταν σε μία εποχή δεξιάς παλινόρθωσης αντίθετα με τη δεκαετία του '60 (μία παλινόρθωση που συνεχίζει μέχρι σήμερα). Οι κάποτε ριζοσπάστες ακολουθούσαν τώρα τις καριέρες τους, παίρνοντας ένα «κομμάτι της πίτας» για τον εαυτό τους. Νέα κοινωνικά κινήματα αναδύονταν, προσφέροντας ελπίδα αλλά ταυτόχρονα προκαλώντας την κατάτμηση ενός ευρύτερου κινήματος. Μετέφεραν τη ριζοσπαστική σκέψη προς την πολιτική των ταυτοτήτων (identity politics). Η οικολογία αναδυόταν ως ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, αλλά εφόσον η Ουάσινγκτον υιοθετούσε λίγους φιλοπεριβαλλοντικούς νόμους, οι ριζοσπάστες οικολόγοι μετατρέπονταν σε ρεφορμιστές περιβαλλοντιστές. Τέλος, οι εναλλακτικές (μη-Δυτικές και μη θρησκευτικές) πνευματικότητες που αποτελούσαν το New Age έγιναν ακόμη πιο δημοφιλείς, παρασύροντας παλιότερους πολιτικούς ακτιβιστές στην ιδιωτική ζωή, και υποσχόμενες να αντικαταστήσουν τα εξωστρεφή αιτήματα για κοινωνική αλλαγή με εσωτερικές εκκλήσεις για γαλήνη και διαφώτιση.
Η επαναστατική εποχή, συνειδητοποίησε ο Μάρεϊ το 1977, είχε τελειώσει. Η εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων είχε ξεκινήσει στα οδοφράγματα τον Ιούνιο του 1848 και συνέχισε στην Παρισινή Κομμούνα, τη Ρώσικη Επανάσταση και παραπέρα. Αλλά έφτασε στο τέλος της το Μάιο του 1937 στα οδοφράγματα της Βαρκελώνης. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι εργάτες εξεγέρθηκαν επιδιώκοντας μία νέα ουτοπική κοινωνία. Σε μία διάλεξη το 1985 είπε: «Πιστεύω ότι η επαναστατική εποχή με την κλασσική της έννοια έχει τελειώσει. Έζησα την εποχή των οδοφραγμάτων. Το θέλγητρό τους πάντα με γοήτευε, αλλά έμαθα πότε ένα έπος φτάνει στο τέλος του.» Αργότερα μου είπε ότι έφτασε σε αυτή τη συνειδητοποίηση μετά τη Clamshell. «Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αυθεντική επαναστατική αντιπολίτευση στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη,» έγραψε το 1979.
Αυτή η διαπίστωση το 1977 πρέπει να ήταν οδυνηρή, όπως και η διαπίστωση το 1948 ότι οι εργάτες δε θα ήταν πια το επαναστατικό υποκείμενο. Άλλωστε, ο καπιταλισμός και το έθνος- κράτος έπρεπε ακόμα να ανατραπούν, μια αναγκαιότητα ακόμη πιο επιτακτική τώρα, με την οικολογική κρίση, και ο ίδιος ο Μάρεϊ, όπως και άλλοι επαναστάτες, δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τον αγώνα. Θα μπορούσε να επαναπαυτεί και να προσαρμόσει τις απόψεις του στην ατμόσφαιρα της εποχής του, αλλά δεν ήταν στην προσωπικότητά του να κάνει κάτι τέτοιο- υπήρξε πάντα ένας επαναστάτης, και θα παρέμενε έτσι. Αλλά τώρα που η επανάσταση δε φαινόταν πια στον ορίζοντα, πώς έπρεπε να συνεχίσει; Πώς να λειτουργήσουν οι επαναστάτες, δεδομένου ότι η ιστορία δεν ήταν πλέον με την πλευρά τους;
Η σκέψη του μετατοπίστηκε, και η σφραγίδα αυτής της μετατόπισης, κατά τη γνώμη μου, ήταν η ουσιαστική εγκατάλειψη της έννοιας του αυθορμητισμού. Οι επαναστάτες έπρεπε να σταματήσουν να υποθέτουν ότι οι επαναστατικές δομές θα δημιουργηθούν μετά την επανάσταση, ή ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης. Αντίθετα, οι επαναστάτες έπρεπε να αρχίσουν να δημιουργούν επαναστατικές δομές τώρα. Με αυτόν τον τρόπο οι δομές δε θα ήταν απλώς ένα προϊόν της επανάστασης. Θα βοηθούσαν να ζυμωθεί η επανάσταση. Οι επαναστάτες έπρεπε να δημιουργήσουν αυτές τις δομές συνειδητά και προμελετημένα. Βέβαια, ενδεχομένως γεγονότα θα ξεσπούσαν που θα πυροδοτούσαν την κοινωνική αλλαγή. Μία αυξανόμενη επίγνωση της οικολογικής κρίσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα. Η υπερθέρμανση του πλανήτη, διοχετεύοντας τον όλεθρο, θα μπορούσε να απειλήσει την επιβίωση και να οδηγήσει σε μία μείζονα κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Αλλά προς το παρόν, στην απουσία κάποιας τέτοιας ευρείας λαϊκής αναταραχής, η επανάσταση έπρεπε να σχεδιαστεί συνειδητά. Και για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνειδητή δουλειά, χρειάζεται ένα οργανωμένο ελευθεριακό κίνημα με συνοχή και συγκεκριμένους στόχους.
Η στρατηγική αυτού του κινήματος, φυσικά, ήταν ο ελευθεριακός κοινοτισμός. Οι θεσμοί της πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατίας ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πριν από την επανάσταση και θα βρίσκονταν στη θέση τους αν και όταν η επανάσταση τελικά ξεσπούσε. Άλλωστε, την επαύριο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να ασπάζεται τη δημοκρατία, στη μορφή του δημοκρατικού έθνους- κράτους. Οι κοινοτιστές επαναστάτες δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, αλλά στην περίπτωσή τους η δημοκρατία που ασπάζονταν θα ήταν άμεση και πρόσωπο- με- πρόσωπο.
Η απάντηση των αναρχικών
Όπως έχουμε δει, ο Μάρεϊ οργάνωσε μία καμπάνια με σκοπό να πείσει τους συντρόφους αναρχικούς ότι αυτός ήταν ο δρόμος που έπρεπε να πάρουν. Υποστήριξε με πάθος τον ελευθεριακό κοινοτισμό σε ένα σημαντικό διεθνές αναρχικό συνέδριο που έγινε στη Βενετία το 1984. Έγραψε το TheRiseofUrbanizationandtheDeclineofCitizenship (ένας φορτικός τίτλος που ηχούσε ακαδημαϊκός, για ένα θαυμάσιο βιβλίο που έβριθε από πολιτική δέσμευση) που εκδόθηκε το 1985, αναζητώντας το παρελθόν της δημοκρατικής παράδοσης και διερευνώντας την παλιά διαμάχη ανάμεσα στον δήμο και το κράτος. Από το 1983 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 έγραψε μία σειρά άρθρων πάνω σε διάφορες πλευρές του ελευθεριακού κοινοτισμού, πολλά από τα οποία εκδόθηκαν στο GreenPerspectives (που αργότερα ονομάστηκε LeftGreenPerspectives). Δημιούργησε μία ελευθεριακή κοινοτιστική πολιτική ομάδα στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ (Εκείνη την εποχή μπήκα στη ζωή του και έγινα μέλος αυτής της ομάδας, των Πράσινων του Μπέρλινγκτον. Ήμουν μαζί με αυτόν η συνεκδότρια των GreenPerspectives.)
Πώς απάντησαν οι αναρχικοί σε αυτή τη καμπάνια; Για τους περισσότερους, η απάντηση που άκουσα, τόσο εν παρουσία μου όσο και από γραπτά που πέρασαν από τα γραφεία μας, ήταν ομόφωνη: οι αναρχικοί δε θα συμμετάσχουν ποτέ σε εκλογές. Ο Κοινοτισμός είναι κρατισμός, είναι κοινοβουλευτισμός, είπαν, όπως ακριβώς και η Τζούντιθ Μαλίνα το 1972.
Αλλά σε τοπικό επίπεδο, απάντησε ο Μάρεϊ, η πολιτική δεν είναι κρατισμός. Είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό. Το κράτος, σύμφωνα με τον δικό του ορισμό, ήταν ο θεσμός που προϋποθέτει την παραχώρηση της ανώτατης εξουσίας στους νομοθέτες. Η πολιτική, σε αντίθεση, λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της κοινότητας, όπου η κοινοτική αυτό-διαχείριση είναι δυνατή. Προϋποθέτει ανθρώπους που διαχειρίζονται ενεργά τις δικές τους κοινότητες, χωρίς να παραχωρούν εξουσία στους νομοθέτες αλλά ασκώντας την οι ίδιοι. Αυτό το γεγονός έκανε όλη τη διαφορά. «Η πολεϊκή πολιτική (civic politics) δεν είναι εγγενώς κοινοβουλευτική πολιτική», έγραψε το 1984. Και: «Αν αυτό το είδος συνέλευσης φέρνει τους αναρχικούς στα δημοτικά συμβούλια, δεν υπάρχει λόγος μια τέτοια πολιτική να ερμηνευτεί ως κοινοβουλευτική, ειδικά αν περιορίζεται στο πολεϊκό (civic) επίπεδο και τίθεται συνειδητά ενάντια στο κράτος.»
Συχνά αναφερόταν στον Μπακούνιν για την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην τοπική πολιτική και το εθνικό κράτος. Το 1870 ο Μπακούνιν είχε αναδείξει μία αυτονόητη διάκριση ανάμεσα στα δύο:
«Λόγω των οικονομικών κακουχιών τους, οι άνθρωποι είναι ανίδεοι και αδιάφοροι και ενδιαφέρονται μόνο για τα πράγματα που τους αγγίζουν περισσότερο. Καταλαβαίνουν και ξέρουν πώς να χειριστούν τα καθημερινά ζητήματά τους. Εκτός του πεδίου των δικών τους προβλημάτων μπερδεύονται, γίνονται αβέβαιοι και πολιτικά αμήχανοι. Οι άνθρωποι έχουν υγιή και πρακτική κοινή λογική ως προς τα κοινοτικά ζητήματα. Είναι αρκετά καλά πληροφορημένοι και ξέρουν πώς να επιλέξουν από τους γύρω τους τα πιο ικανά στελέχη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι αρκετά εφικτός, αφού οι δημόσιες υποθέσεις διευθετούνται κάτω από τα προσεκτικά μάτια των πολιτών και αφορούν την καθημερινότητά τους άμεσα και ζωτικά. Για αυτόν το λόγο οι δημοτικές εκλογές πάντα αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις αληθινές στάσεις και επιθυμίες των ανθρώπων. Οι επαρχιακές και περιφερειακές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν εκλέγονται με άμεσο τρόπο, είναι ήδη λιγότερο αντιπροσωπευτικές του λαού».
«Θα ήθελα να αναδιατυπώσω τη φράση του για να εννοήσω ότι οι δημοτικές εκλογές μπορούν να αντικατοπτρίσουν με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια τη βούληση του λαού από ότι οι κοινοβουλευτικές», έγραψε ο Μάρεϊ.
Επιπλέον, ο δήμος και το κράτος βρίσκονται για πολύ καιρό σε ένταση, αν όχι σε διαμάχη.
Πώς απάντησαν οι αναρχικοί σε αυτή τη καμπάνια; Για τους περισσότερους, η απάντηση που άκουσα, τόσο εν παρουσία μου όσο και από γραπτά που πέρασαν από τα γραφεία μας, ήταν ομόφωνη: οι αναρχικοί δε θα συμμετάσχουν ποτέ σε εκλογές. Ο Κοινοτισμός είναι κρατισμός, είναι κοινοβουλευτισμός, είπαν, όπως ακριβώς και η Τζούντιθ Μαλίνα το 1972.
Αλλά σε τοπικό επίπεδο, απάντησε ο Μάρεϊ, η πολιτική δεν είναι κρατισμός. Είναι κάτι ποιοτικά διαφορετικό. Το κράτος, σύμφωνα με τον δικό του ορισμό, ήταν ο θεσμός που προϋποθέτει την παραχώρηση της ανώτατης εξουσίας στους νομοθέτες. Η πολιτική, σε αντίθεση, λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της κοινότητας, όπου η κοινοτική αυτό-διαχείριση είναι δυνατή. Προϋποθέτει ανθρώπους που διαχειρίζονται ενεργά τις δικές τους κοινότητες, χωρίς να παραχωρούν εξουσία στους νομοθέτες αλλά ασκώντας την οι ίδιοι. Αυτό το γεγονός έκανε όλη τη διαφορά. «Η πολεϊκή πολιτική (civic politics) δεν είναι εγγενώς κοινοβουλευτική πολιτική», έγραψε το 1984. Και: «Αν αυτό το είδος συνέλευσης φέρνει τους αναρχικούς στα δημοτικά συμβούλια, δεν υπάρχει λόγος μια τέτοια πολιτική να ερμηνευτεί ως κοινοβουλευτική, ειδικά αν περιορίζεται στο πολεϊκό (civic) επίπεδο και τίθεται συνειδητά ενάντια στο κράτος.»
Συχνά αναφερόταν στον Μπακούνιν για την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην τοπική πολιτική και το εθνικό κράτος. Το 1870 ο Μπακούνιν είχε αναδείξει μία αυτονόητη διάκριση ανάμεσα στα δύο:
«Λόγω των οικονομικών κακουχιών τους, οι άνθρωποι είναι ανίδεοι και αδιάφοροι και ενδιαφέρονται μόνο για τα πράγματα που τους αγγίζουν περισσότερο. Καταλαβαίνουν και ξέρουν πώς να χειριστούν τα καθημερινά ζητήματά τους. Εκτός του πεδίου των δικών τους προβλημάτων μπερδεύονται, γίνονται αβέβαιοι και πολιτικά αμήχανοι. Οι άνθρωποι έχουν υγιή και πρακτική κοινή λογική ως προς τα κοινοτικά ζητήματα. Είναι αρκετά καλά πληροφορημένοι και ξέρουν πώς να επιλέξουν από τους γύρω τους τα πιο ικανά στελέχη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι αρκετά εφικτός, αφού οι δημόσιες υποθέσεις διευθετούνται κάτω από τα προσεκτικά μάτια των πολιτών και αφορούν την καθημερινότητά τους άμεσα και ζωτικά. Για αυτόν το λόγο οι δημοτικές εκλογές πάντα αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις αληθινές στάσεις και επιθυμίες των ανθρώπων. Οι επαρχιακές και περιφερειακές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν εκλέγονται με άμεσο τρόπο, είναι ήδη λιγότερο αντιπροσωπευτικές του λαού».
«Θα ήθελα να αναδιατυπώσω τη φράση του για να εννοήσω ότι οι δημοτικές εκλογές μπορούν να αντικατοπτρίσουν με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια τη βούληση του λαού από ότι οι κοινοβουλευτικές», έγραψε ο Μάρεϊ.
Επιπλέον, ο δήμος και το κράτος βρίσκονται για πολύ καιρό σε ένταση, αν όχι σε διαμάχη.
Το κράτος, μέχρι σχετικά πρόσφατα, δεν μπόρεσε ποτέ να διεκδικήσει ολοκληρωτικά το δήμο. Σχεδόν κάθε μεγάλη επανάσταση περιλάμβανε -μάλιστα πολλές φορές ήταν- μία διαμάχη ανάμεσα στην τοπική κοινότητα και το συγκεντρωτικό κράτος. Ο δήμος μπορεί να είναι ο μόνος χώρος στον οποίο οι παραδοσιακοί θεσμοί μπορούν να επαναλειτουργήσουν για να αντικαταστήσουν το έθνος- κράτος . Η ικανότητα του δήμου να παίξει έναν ιστορικό ρόλο στην αλλαγή της κοινωνίας εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο μπορεί να αποτινάξει τους κρατικούς θεσμούς που τον έχουν διαποτίσει: τη δημαρχιακή δομή, την τοπική γραφειοκρατία και το επαγγελματικό του μονοπώλιο στη βία. Λυτρωμένος από αυτούς τους θεσμούς εντούτοις, διατηρεί τα ιστορικά υλικά και την πολιτική κουλτούρα που μπορούν να αναμετρηθούν με το έθνος- κράτος και τον καρκινώδη κόσμο των επιχειρήσεων.
Αλλά οι ενστάσεις συνέχιζαν ακόμη. Το 1996 το περιοδικό Organise! υποστήριξε ότι ο Μάρεϊ υποστήριζε μία διαδικασία στην οποία «οι ελευθεριακοί αιχμαλωτίζουν το τοπικό κράτος και τελικά καταλήγουν να αιχμαλωτίζονται από αυτό.» Η απάντησή του ήταν:
Οι απόψεις μου για τον ελευθεριακό κοινοτισμό προσανατολίζονται εντελώς προς τη δημιουργία μίας δυαδικής εξουσίας που απαρτίζεται από άμεσες δημοκρατικές συνελεύσεις ανθρώπων σε επαναστατική αντίθεση προς το κράτος. Η ιδέα ότι ο ελευθεριακός κοινοτισμός πρέπει να προσπαθήσει να αιχμαλωτίσει το τοπικό κράτος και να λειτουργήσει μέσα σε ένα κρατιστικό πλαίσιο είναι ξένη προς τις θέσεις μου. Η ελπίδα μου είναι ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα κίνημα που αποσκοπεί στο να διευρύνει ό,τι έχει απομείνει στην κοινότητα από την τοπική δημοκρατία -ιδιαίτερα μία πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία- με την ελπίδα ότι μπορεί να έρθει αντιμέτωπο με το κράτος σε όλα τα επίπεδα, από το δήμο μέχρι την κεντρική κυβέρνηση.
Το 1992, όμως, είχε, ήδη, αρχίσει να απογοητεύεται. «Η ακραία αντίσταση που έχω αντιμετωπίσει από τους παραδοσιακούς αναρχικούς και τους «καθαρολόγους» επί του ζητήματος έχει ουσιαστικά ανασχέσει οποιαδήποτε πιθανότητα ανάπτυξης μιας ελευθεριακής, συμμετοχικής, κοινοτιστικής, και συνομοσπονδιακής πολιτικής, σήμερα, ως μέρους της αναρχικής παράδοσης.»
Ακόμα πιο απογοητευτικό ήταν το γεγονός ότι πολλοί αναρχικοί εναντιώθηκαν στη βασική αρχή της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων, την κυριαρχία της πλειοψηφίας. «Η κυριαρχία της πλειοψηφίας παραμένει κυριαρχία» του είπαν. Όπως περιέγραψε τη δυσκολία:
Ακόμα πιο απογοητευτικό ήταν το γεγονός ότι πολλοί αναρχικοί εναντιώθηκαν στη βασική αρχή της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων, την κυριαρχία της πλειοψηφίας. «Η κυριαρχία της πλειοψηφίας παραμένει κυριαρχία» του είπαν. Όπως περιέγραψε τη δυσκολία:
Οι ελευθεριακοί συχνά θεωρούν τη δημοκρατία, ακόμη και με αυτή της την έννοια [πρόσωπο- με- πρόσωπο], ως ένα είδος «εξουσίας»- αφού στη λήψη αποφάσεων επικρατεί η πλειοψηφική άποψη και, άρα, «κυριαρχεί» στη μειοψηφία. Έτσι, η δημοκρατία πιστεύεται πως είναι ανακόλουθη του αληθινού ελευθεριακού ιδεώδους. Ακόμη και ένας τόσο εμβριθής ιστορικός του αναρχισμού όπως ο Peter Marshall παρατηρεί ότι για τους αναρχικούς «η πλειοψηφία δεν έχει περισσότερο το δικαίωμα να επιβάλλεται πάνω στη μειοψηφία, ακόμη και στη μειοψηφία του ενός, απ' ό,τι η μειοψηφία πάνω στην πλειοψηφία.»
Αυτή η λογική ανάγεται στην εποχή του Κροπότκιν, ο οποίος διαβεβαίωνε ότι «το γεγονός ότι η πλειοψηφία κυβερνά είναι τόσο προβληματικό, όσο είναι και οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας.»
Ως εναλλακτική στην υπεροχή της πλειοψηφίας, κάποιοι αναρχικοί υποστήριζαν ότι η γενική συναίνεση ήταν προτιμότερη. Η αναζήτηση ομόφωνης ή σχεδόν ομόφωνης συναίνεσης, φαινόταν να επιλύει το πρόβλημα της κυριαρχίας πάνω στη μειοψηφία.
Αλλά ο Μάρεϊ δε συμφωνούσε. Η ομόφωνη λήψη αποφάσεων, πίστευε, είναι κατάλληλη για μικρές ομάδες ανθρώπων που γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά είναι εντελώς ανεφάρμοστη για μεγάλες συνελεύσεις αγνώστων. Επιπλέον, τείνει να μεταλλάξει τους πολίτες σε χειραγωγούς που εργάζονται παρασκηνιακά για να κερδίσουν την απόλυτη υποστήριξη για την πρότασή τους αλλά δεν αρθρώνουν έγκυρα επιχειρήματα. Και με το να επιμένουμε για ομόφωνη ή σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη για μια απόφαση, η συναίνεση τείνει να καταστέλλει έντεχνα τη διαφωνία εξαναγκάζοντας αυτούς που διαφωνούν με την πλειοψηφία να κάνουν πίσω- να αρνηθούν, δηλαδή, στους εαυτούς τους ότι είναι πολίτες και συμμετέχοντες. Ως ένα δεκατετράχρονο μέλος της νεολαίας της Κομμουνιστικής Λίγκας, ο Μάρεϊ είχε αψηφήσει τη σταλινική απαγόρευση να μιλάνε - ναι, ακόμη και να μιλάνε!- στους τροτσκιστές. Δεν υπήρξε ποτέ από αυτούς που συμφωνούσαν με την καταστολή της διαφωνίας- αντιθέτως, ήταν πάντα υπέρμαχος της διαφωνίας, όχι απλώς επιτρέποντάς την αλλά ενθαρρύνοντάς την, αφού η «διαφωνία» επιφέρει δημιουργία. Η δημοκρατία επιμένει όντως ότι η μειοψηφία πρέπει να τηρεί τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, αλλά αφήνει πάντα ανοιχτή τη δυνατότητα η διαφωνούσα μειοψηφία να εκφράζει τις ιδέες της ελεύθερα και να ελπίζει, έτσι μία μέρα να ανατραπεί η επιβλαβής απόφαση.
Ναι, οι αναρχικοί δικαίως ανησυχούν για τον κρατισμό, είπε ο Μάρεϊ, και η «ανησυχία τους για τον κοινοβουλευτισμό και τον κρατισμό» είναι «επαρκώς δικαιολογημένη από την ιστορία». Αλλά «μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μία λογική πολιορκίας, εξίσου δογματική στη θεωρία όσο διεφθαρμένος είναι ένας εκλογικός ριζοσπαστισμός στην πράξη.» Ο Μάρεϊ πίστευε με πάθος ότι οι αναρχικοί δεν έπρεπε να αφήσουν την αιτιολογημένη αντίθεσή τους προς τον κοινοβουλευτισμό να τους οδηγήσει να αντιταχθούν στις εκλογές και στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
Ως εναλλακτική στην υπεροχή της πλειοψηφίας, κάποιοι αναρχικοί υποστήριζαν ότι η γενική συναίνεση ήταν προτιμότερη. Η αναζήτηση ομόφωνης ή σχεδόν ομόφωνης συναίνεσης, φαινόταν να επιλύει το πρόβλημα της κυριαρχίας πάνω στη μειοψηφία.
Αλλά ο Μάρεϊ δε συμφωνούσε. Η ομόφωνη λήψη αποφάσεων, πίστευε, είναι κατάλληλη για μικρές ομάδες ανθρώπων που γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά είναι εντελώς ανεφάρμοστη για μεγάλες συνελεύσεις αγνώστων. Επιπλέον, τείνει να μεταλλάξει τους πολίτες σε χειραγωγούς που εργάζονται παρασκηνιακά για να κερδίσουν την απόλυτη υποστήριξη για την πρότασή τους αλλά δεν αρθρώνουν έγκυρα επιχειρήματα. Και με το να επιμένουμε για ομόφωνη ή σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη για μια απόφαση, η συναίνεση τείνει να καταστέλλει έντεχνα τη διαφωνία εξαναγκάζοντας αυτούς που διαφωνούν με την πλειοψηφία να κάνουν πίσω- να αρνηθούν, δηλαδή, στους εαυτούς τους ότι είναι πολίτες και συμμετέχοντες. Ως ένα δεκατετράχρονο μέλος της νεολαίας της Κομμουνιστικής Λίγκας, ο Μάρεϊ είχε αψηφήσει τη σταλινική απαγόρευση να μιλάνε - ναι, ακόμη και να μιλάνε!- στους τροτσκιστές. Δεν υπήρξε ποτέ από αυτούς που συμφωνούσαν με την καταστολή της διαφωνίας- αντιθέτως, ήταν πάντα υπέρμαχος της διαφωνίας, όχι απλώς επιτρέποντάς την αλλά ενθαρρύνοντάς την, αφού η «διαφωνία» επιφέρει δημιουργία. Η δημοκρατία επιμένει όντως ότι η μειοψηφία πρέπει να τηρεί τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, αλλά αφήνει πάντα ανοιχτή τη δυνατότητα η διαφωνούσα μειοψηφία να εκφράζει τις ιδέες της ελεύθερα και να ελπίζει, έτσι μία μέρα να ανατραπεί η επιβλαβής απόφαση.
Ναι, οι αναρχικοί δικαίως ανησυχούν για τον κρατισμό, είπε ο Μάρεϊ, και η «ανησυχία τους για τον κοινοβουλευτισμό και τον κρατισμό» είναι «επαρκώς δικαιολογημένη από την ιστορία». Αλλά «μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μία λογική πολιορκίας, εξίσου δογματική στη θεωρία όσο διεφθαρμένος είναι ένας εκλογικός ριζοσπαστισμός στην πράξη.» Ο Μάρεϊ πίστευε με πάθος ότι οι αναρχικοί δεν έπρεπε να αφήσουν την αιτιολογημένη αντίθεσή τους προς τον κοινοβουλευτισμό να τους οδηγήσει να αντιταχθούν στις εκλογές και στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία.
Σήμερα, είναι τόσο μεγάλος ο φόβος μιας τοπικής πολιτικής, κάθε είδους- ο φόβος μήπως και διασχιστεί η μυστικιστική γραμμή ανάμεσα στη ψήφο και στην μη-ψήφο- ώστε η απόρριψη της εκλογικής δραστηριότητας, ακόμη και αν βασίζεται στον τόπο που ζει κάποιος, έχει μετατραπεί σε ένα παραλυτικό δόγμα.
Ο αναρχισμός, επέμενε ο Μάρεϊ ξανά και ξανά, πρέπει να είναι ικανός να προχωράει προς τα εμπρός. Δεν πρέπει να αφήσει τον εαυτό του να αποστεωνθεί.
Μπορούμε σίγουρα να χτίσουμε πάνω στις ιδέες που υποστηρίχθηκαν από σπουδαίους αναρχικούς στοχαστές του παρελθόντος. Αλλά πρέπει να αγνοήσουμε την ανάγκη για ακόμη πιο επεξεργασμένες θεωρήσεις του συνομοσπονδισμού, του αντι-κρατισμού, του αποκεντρωτισμού, για ακόμη πιο εξελιγμένους ορισμούς της ελευθερίας, για μια μεγαλύτερη ευαισθησία προς τον φυσικό κόσμο, απ' ό,τι αυτοί έχουν διακηρύξει;. Αν η αναρχική θεωρία και πράξη δεν μπορούν να συμβαδίσουν με - αν όχι να προπορευθούν από- τις ιστορικές αλλαγές που έχουν αλλάξει ολόκληρο το κοινωνικό, πολιτιστικό και ηθικό τοπίο. ολόκληρο το κίνημα θα γίνει όπως το ονόμασε και ο Αντόρνο - ένα «φάντασμα».
«Ξέρετε», είπε σε μένα και σε άλλους πολλές φορές αυτά τα χρόνια, «οι Ισπανοί αναρχικοί πίσω στη δεκαετία του 1890 ήθελαν να εγκαταλείψουν το όνομα «αναρχικός» για τον «ελευθεριακό κομμουνισμό». Ίσως να κάνω το ίδιο μια μέρα.»
Ατομικισμός και lifestyle αναρχισμός
Όπως αποδείχθηκε, ο αναρχισμός άλλαζε όντως με το χρόνο- αλλά όχι με τον τρόπο που υποστήριζε ο Μάρεϊ. Αντιθέτως, όλα αυτά τα χρόνια που προσπάθησε να αναγεννήσει τον αναρχο-κομμουναλισμό, ένα μεγάλο κομμάτι της αναρχικής σκέψης είχε αρχίσει ήδη να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, τον ατομικισμό. Ο Μάρεϊ ανησύχησε από αυτήν την τάση στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο αναρχισμός, προειδοποιούσε, απομακρυνόταν από μία «κολεκτιβιστική δέσμευση για σοσιαλιστική ελευθερία» προς «μία προσωποκεντρική δέσμευση για ατομική αυτονομία». Αυτές οι τάσεις κάποτε «απλά συνυπήρχαν μέσα στον αναρχισμό ως μία μινιμαλιστική ιδεολογία αντίθεσης προς το Κράτος». Αλλά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '80 και '90,
Καθώς ολόκληρο το κοινωνικό και πολιτικό φάσμα είχε μετακινηθεί ιδεολογικά προς τα δεξιά, ο ίδιος ο «αναρχισμός» δεν έμεινε απρόσβλητος από προσπάθειες επαναπροσδιορισμού τους. Στην Αγγλο-αμερικάνικη σφαίρα, ο αναρχισμός έχασε το κοινωνικό του ιδεώδες από μια έμφαση στην προσωπική αυτονομία, μια έμφαση που τον απομακρύνει από την ιστορική του ζωτικότητα. Ένας στιρνερικός ατομικισμός. κυριαρχεί όλο και περισσότερο. Αυτός ο προσωποκεντρικός «lifestyle αναρχισμός» διαβρώνει σταθερά τον σοσιαλιστικό πυρήνα των αναρχικών αντιλήψεων περί ελευθερίας.
Ένας τέτοιος ατομικισμός βρίσκεται στις ρίζες ενός συνόλου που ο Μάρεϊ αποκάλεσε «lifestyle αναρχισμό», τον οποίο επέκρινε στο δοκίμιό του «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός: Ένα αγεφύρωτο χάσμα.» Όπως περιέγραψε ο Μάρεϊ τον lifestyle αναρχισμό:
Ασπόνδυλες διαδηλώσεις, εγχειρήματα δίχως κατεύθυνση, αυτοεπιβεβαιώσεις και μία πολύ προσωπική «επαναποίκηση» της καθημερινής ζωής είναι παράλληλα με τα διάφορα ρευμάτα ψυχοθεραπείας, το New Age και άλλες εσωστρεφείς ασχολίες της βαριεστημένης γενιάς των baby boomers και της Γενιάς Χ. Σήμερα, ό,τι περνιέται για αναρχισμός στην Αμερική και όλο και περισσότερο και στην Ευρώπη δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν ενδοσκοπικό προσωποκεντρισμό που σπιλώνει την υπεύθυνη κοινωνική δέσμευση. Μία ομάδα που συναντιέται και επονομάζεται κολεκτίβα ή ομάδα συγγένειας, μία νοοτροπία που χλευάζει αλαζονικά τη δομή, την οργάνωση και τη δημόσια συμμετοχή και μία παιδική χαρά για ανώριμους καραγκιόζηδες.
Ο προσωποκεντρικός ή lifestyle αναρχισμός ήταν προκατειλημμένος με το εγώ, σκεφτόταν ο Μάρεϊ, το τυπικό του γνώρισμα ήταν μία ναρκισσιστική εσωστρέφεια και επιζητούσε να γοητεύει τον εαυτό του. Οι μορφές εξέγερσής του ήταν οξύθυμες και εγωιστικές, επεισόδια ενός «επί τούτου τυχοδιωκτισμού», που χαρακτηριζόταν από την προσωπική εκλέπτυνση και το φαντασμαγορικό θέαμα. Οι lifestyle αναρχικοί ήταν σκληρά αντιπολιτικοί και αντιοργανωτικοί.
Ίσως πιο θλιβερό είναι ότι ο lifestyle αναρχισμός απέρριπτε τις κεντρικές αξίες του Διαφωτισμού, στις οποίες ο Μάρεϊ ήταν πάντα αφοσιωμένος και τις οποίες πάντα θεωρούσε αυτονόητες, χωρίς ποτέ να φαντάζεται ότι κάποια μέρα θα αμφισβητούνταν. Ελκυόμενος από το μυστικισμό, την επιθυμία, την έκσταση, τη φαντασία, τον παγανισμό, και το New Age, ο lifestyle αναρχισμός ήταν εχθρικός απέναντι στη λογική καθ' αυτή και έτρεφε μια αποστροφή προς τη θεωρία, αποθεώνοντας ακόμη και τη θεωρητική ασάφεια. Και όταν δεν ήταν έτσι επιδιδόταν στην εκλέπτυνση, αποχωρούσε στον Ταοϊστικό ησυχασμό και στη Βουδιστική ταπεινοφροσύνη. Αποδοκίμαζε τη σύγχρονη τεχνολογία, καθώς και την επιστήμη, ακόμη και αν ο Κροπότκιν, για παράδειγμα, έδωσε σημαντική έμφαση «στην πρόοδο των σύγχρονων τεχνικών, που απλοποιούν με θαυμάσιο τρόπο την παραγωγή των απαραίτητων για τη ζωή.»
Ο lifestyle αναρχισμός ήταν επίσης αντι-πολιτισμικός, επιδιδόμενος σε «μια εξύμνηση της προϊστορίας και της επιθυμίας να επιστρέψουμε στην φερόμενη αθωότητά της με κάποιο τρόπο» οι lifestyle αναρχικοί «αντλούν την έμπνευσή τους από τους ιθαγενείς λαούς και τους μύθους μιας παραδεισένιας προϊστορίας.» Πιστεύουν ότι «η ζωή πριν από την εξημέρωση των ζώων και τη γεωργία ήταν στην πραγματικότητα μια ζωή κυρίως αναψυχής, οικειότητας με τη φύση, σεξουαλικής σοφίας, σεξουαλικής ισότητας, και υγείας.» Οι πρωτόγονοι άνθρωποι «αρνούνταν την τεχνολογία» γιατί «με τις ανιμιστικές τους πεποιθήσεις ήταν κορεσμένοι από την αγάπη που τους παρείχαν τα ζώα και η άγρια φύση.» Οι άνθρωποι στην προϊστορία συνειδητά αποφάσιζαν να αρνηθούν όχι μόνο τα εργαλεία αλλά ακόμα και τη γλώσσα. Η κοινωνία τους ήταν «μία κοινωνία που χόρευε, μία κοινωνία που τραγουδούσε, μία κοινωνία που γλεντούσε, μία κοινωνία που ονειρευόταν.» Οι lifestyle αναρχικοί φαινόταν να φαντάζονται ότι οι περίπλοκες κοινωνίες θα μπορούσαν μία μέρα να επιστρέψουν στις απλές μορφές κοινωνικής οργάνωσης των κοινωνιών των φυλών ή και των ομάδων.
Οι lifestyle αναρχικοί απέρριπταν κατηγορηματικά τον ελευθεριακό κοινοτισμό και ο,τιδήποτε έμοιαζε στη δημοκρατία.
Ίσως πιο θλιβερό είναι ότι ο lifestyle αναρχισμός απέρριπτε τις κεντρικές αξίες του Διαφωτισμού, στις οποίες ο Μάρεϊ ήταν πάντα αφοσιωμένος και τις οποίες πάντα θεωρούσε αυτονόητες, χωρίς ποτέ να φαντάζεται ότι κάποια μέρα θα αμφισβητούνταν. Ελκυόμενος από το μυστικισμό, την επιθυμία, την έκσταση, τη φαντασία, τον παγανισμό, και το New Age, ο lifestyle αναρχισμός ήταν εχθρικός απέναντι στη λογική καθ' αυτή και έτρεφε μια αποστροφή προς τη θεωρία, αποθεώνοντας ακόμη και τη θεωρητική ασάφεια. Και όταν δεν ήταν έτσι επιδιδόταν στην εκλέπτυνση, αποχωρούσε στον Ταοϊστικό ησυχασμό και στη Βουδιστική ταπεινοφροσύνη. Αποδοκίμαζε τη σύγχρονη τεχνολογία, καθώς και την επιστήμη, ακόμη και αν ο Κροπότκιν, για παράδειγμα, έδωσε σημαντική έμφαση «στην πρόοδο των σύγχρονων τεχνικών, που απλοποιούν με θαυμάσιο τρόπο την παραγωγή των απαραίτητων για τη ζωή.»
Ο lifestyle αναρχισμός ήταν επίσης αντι-πολιτισμικός, επιδιδόμενος σε «μια εξύμνηση της προϊστορίας και της επιθυμίας να επιστρέψουμε στην φερόμενη αθωότητά της με κάποιο τρόπο» οι lifestyle αναρχικοί «αντλούν την έμπνευσή τους από τους ιθαγενείς λαούς και τους μύθους μιας παραδεισένιας προϊστορίας.» Πιστεύουν ότι «η ζωή πριν από την εξημέρωση των ζώων και τη γεωργία ήταν στην πραγματικότητα μια ζωή κυρίως αναψυχής, οικειότητας με τη φύση, σεξουαλικής σοφίας, σεξουαλικής ισότητας, και υγείας.» Οι πρωτόγονοι άνθρωποι «αρνούνταν την τεχνολογία» γιατί «με τις ανιμιστικές τους πεποιθήσεις ήταν κορεσμένοι από την αγάπη που τους παρείχαν τα ζώα και η άγρια φύση.» Οι άνθρωποι στην προϊστορία συνειδητά αποφάσιζαν να αρνηθούν όχι μόνο τα εργαλεία αλλά ακόμα και τη γλώσσα. Η κοινωνία τους ήταν «μία κοινωνία που χόρευε, μία κοινωνία που τραγουδούσε, μία κοινωνία που γλεντούσε, μία κοινωνία που ονειρευόταν.» Οι lifestyle αναρχικοί φαινόταν να φαντάζονται ότι οι περίπλοκες κοινωνίες θα μπορούσαν μία μέρα να επιστρέψουν στις απλές μορφές κοινωνικής οργάνωσης των κοινωνιών των φυλών ή και των ομάδων.
Οι lifestyle αναρχικοί απέρριπταν κατηγορηματικά τον ελευθεριακό κοινοτισμό και ο,τιδήποτε έμοιαζε στη δημοκρατία.
Με το να αρνείται τους θεσμούς και τη δημοκρατία, ο lifestyle αναρχισμός απομονώνεται από την κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε να μπορεί να εξοργίζεται ακόμη περισσότερο με έναν ανώφελο θυμό, παραμένοντας έτσι μία απάτη υποκουλτούρας για την αφελή νεολαία και τους βαριεστημένους καταναλωτές μαύρων ρούχων και εκστασιακών αφισών. Να υποστηρίζεις ότι η δημοκρατία και ο αναρχισμός είναι ασύμβατα επειδή κάθε εμπόδιο στις επιθυμίες ακόμη και μιας μειοψηφίας του ενός αποτελεί παραβίαση της προσωπικής αυτονομίας, είναι σαν να υποστηρίζεις όχι μία ελεύθερη κοινωνία αλλά μια αγέλη. Η «φαντασία» δε θα ερχόταν πλέον στην εξουσία. Η εξουσία, που πάντα υπάρχει, θα ανήκει είτε στη κολεκτίβα σε μία πρόσωπο- με- πρόσωπο και ξεκάθαρα θεσμοθετημένη δημοκρατία, είτε στα εγώ μερικών ολιγαρχών που θα παράγουν «την τυραννία απουσίας δομών».
Και πάνω από όλα απέρριπταν τον σοσιαλισμό. Ο Κροπότκιν κάποτε είπε ότι ο αναρχισμός ήταν η αριστερή πτέρυγα του σοσιαλισμού. «Η άνοδος της εκκοσμίκευσης, της επιστημονικής γνώσης, του οικουμενισμού, της λογικής και των τεχνολογιών» έγραψε ο Μάρεϊ, «προσφέρουν ενδεχομένως την ελπίδα μιας λογικής και χειραφετικής διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων.» Αλλά «στην πραγματικότητα, οι lifestyle αναρχικοί δεν είναι πλέον σοσιαλιστές- υποστηρικτές μιας κοινοτιστικά προσανατολισμένης ελευθεριακής κοινωνίας- και αποφεύγουν οποιαδήποτε σοβαρή δέσμευση σε μία οργανωμένη, προγραμματικά συνεκτική κοινωνική σύγκρουση με την υπάρχουσα τάξη.»
Ούτε φαινόταν να αντιλαμβάνονται, έγραψε ο Μάρεϊ, ότι η αληθινή ατομικότητα (σε αντίθεση με τον ατομικισμό) εξαρτάται από τον κοινωνικό περίγυρο. «Αφημένο στον εαυτό του, το άτομο χάνει το απαραίτητο κοινωνικό αγκυροβόλι που δημιουργεί αυτό που θα περιμέναμε ένας αναρχικός να εκτιμά στην ατομικότητα: αντανακλαστικές δυνάμεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη συζήτηση, το συναισθηματικό εξοπλισμό που τρέφει την οργή ενάντια στην ανελευθερία, την κοινωνικότητα που κινητοποιεί την επιθυμία για ριζοσπαστική αλλαγή, και την έννοια της υπευθυνότητας που γεννά την κοινωνική δράση.»
Ενάντια σε αυτό το πολιτιστικό κύμα, προειδοποίησε ο Μάρεϊ, ο αναρχισμός πρέπει να διατηρήσει τον κοινωνικό και πολιτικό του πυρήνα.
Ούτε φαινόταν να αντιλαμβάνονται, έγραψε ο Μάρεϊ, ότι η αληθινή ατομικότητα (σε αντίθεση με τον ατομικισμό) εξαρτάται από τον κοινωνικό περίγυρο. «Αφημένο στον εαυτό του, το άτομο χάνει το απαραίτητο κοινωνικό αγκυροβόλι που δημιουργεί αυτό που θα περιμέναμε ένας αναρχικός να εκτιμά στην ατομικότητα: αντανακλαστικές δυνάμεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη συζήτηση, το συναισθηματικό εξοπλισμό που τρέφει την οργή ενάντια στην ανελευθερία, την κοινωνικότητα που κινητοποιεί την επιθυμία για ριζοσπαστική αλλαγή, και την έννοια της υπευθυνότητας που γεννά την κοινωνική δράση.»
Ενάντια σε αυτό το πολιτιστικό κύμα, προειδοποίησε ο Μάρεϊ, ο αναρχισμός πρέπει να διατηρήσει τον κοινωνικό και πολιτικό του πυρήνα.
Πρέπει να υπάρχει κάποια θέση στο πολιτικό φάσμα, όπου ένα σώμα αντι-εξουσιαστικής σκέψης που προωθεί τον πικρό αγώνα της ανθρωπότητας για πραγματοποίηση της αυθεντικής κοινωνικής ζωής- η περίφημη «Κομμούνα των κομμούνων»- να μπορεί να αρθρωθεί ξεκάθαρα τόσο θεσμικά, όσο και ιδεολογικά. Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος ώστε οι κοινωνικά ανήσυχοι αντι-εξουσιαστές να μπορέσουν να αναπτύξουν ένα πρόταγμα και μία πρακτική για να επιχειρήσουν να αλλάξουν τον κόσμο, όχι μόνο τις ψυχές τους. Πρέπει να υπάρχει ένα πεδίο πάλης που να μπορεί να κινητοποιεί τους ανθρώπους, να βοηθάει στην αυτομόρφωσή τους και στην ανάπτυξη μιας αντιεξουσιαστικής πολιτικής. που να θέτει μία νέα δημόσια σφαίρα σε αναμέτρηση με το κράτος και τον καπιταλισμό. Με λίγα λόγια, πρέπει να ανακτήσουμε όχι μόνο τη σοσιαλιστική διάσταση του αναρχισμού αλλά και την πολιτική του διάσταση, τη δημοκρατία.»
Ως όνομα αυτής «της θέσης στο πολιτικό φάσμα» ο Μάρεϊ χρησιμοποίησε τη παλιά λέξη του «κομμουναλισμός», προσδιορίζοντάς την τώρα με σαφήνεια ως «τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού»: «Θα ήθελα να προτείνω να εκφράζεται η δημοκρατική και δυνητικά εφαρμόσιμη διάσταση του ελευθεριακού στόχου ως Κομμουναλισμός, ένας όρος που ιστορικά δεν έχει σπιλωθεί από κατάχρηση.»
Οι lifestyle αναρχικοί απαντούν
Οι lifestyle αναρχικοί απάντησαν στο «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός», συχνά επιτιθέμενοι στον ίδιο τον Μάρεϊ. Ο Kingsley Widmer, για παράδειγμα, κατηγόρησε τον Μάρεϊ ότι επιδιδόταν σε «μια ιεροεξεταστική πυρά που επιτρέπει μόνο μία παράδοση και ένα στυλ αναρχισμού»- μία παράλογη κατηγορία, με δεδομένο τον τίτλο του δοκιμίου του Μάρεϊ. Μία άλλη τακτική ήταν να διαγνώσκουν ότι ο Μάρεϊ υποφέρει από πνευματική διαταραχή: ο Jason McQuinn βεβαίωνε ότι το άρθρο αποκάλυψε την «παρανοϊκή πλευρά του»: «Ο Μάρεϊ «στοχεύει να αποδώσει το φταίξιμο για μια ζωή απογοητεύσεων [κατά τη σύγκρουσή του με την εξουσία], . σε μία διαβολική αντι-σοσιαλιστική συνομωσία που συνεχώς ακύρωνε τις προσδοκίες του.» Μακριά από το να βλέπει κάποια συνομωσία, ο Μάρεϊ προσδιόρισε ολοκάθαρα τον lifestyle αναρχισμό ως ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης κοινωνικής ασθένειας, της κοινωνικής αντίδρασης και της καπιταλιστικής εμπορευματοποίησης. Άλλοι διέγνωσαν τον Μπούκτσιν ως πεινασμένο για εξουσία, ή του απέδωσαν την πρόθεση να κάνει παιχνίδι εξουσίας. Η Laure Akai, μία κριτικός τουAnarchy, υποστήριζε ότι ο Μάρεϊ «μαχόταν για τη θέση του ως θεωρητικού ηγέτη.» Τον απέρριψε ανόητα (μαζί με τον Hakim Bey) ως «γέρους άντρες πεινασμένους για στοργή που θέλουν να αφήσουν το σημάδι τους στη ριζοσπαστική θεωρία πριν πεθάνουν.» Ο Bob Black επίσης περιέγραψε τον Μάρεϊ ως πλούσιο και προνομιούχο, παρακινούμενο από τον πόθο του για εξουσία.
Η πιο δημοφιλής τακτική ήταν να γελοιογραφούν τον Μάρεϊ ως έναν εξουσιαστή- ειδικά της μαρξιστικής και σταλινικής κατηγορίας. Η υπεράσπιση από την πλευρά του Μάρεϊ της ελευθεριακής κοινωνικά- επαναστατικής αριστεράς διαστρεφόταν ως μία ύπουλη έμμεση άμυνα της εξουσιαστικής σταλινικής αριστεράς. Ο David Watson χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο Μάρεϊ είχε έρθει σε ρήξη με τον μαρξισμό τη δεκαετία του '50, τον χαρακτήρισε τόσο ως «Γενικό Γραμματέα» όσο και ως «Πρόεδρο», και επιπλέον ως έναν άνθρωπο που υπέφερε από μεγαλομανία. Ο Steve Ash έγραψε ότι ο Μάρεϊ «διατηρεί ένα είδος μαρξοειδούς ντετερμινισμού που αναιρεί τη δήλωσή του ότι είναι ελευθεριακός.» Ο John Clark κατηγόρησε το Μπούκτσιν ως ολέθριο «Μπακουνινιστή» (ή αναρχο-Λενινιστή).» Χωρίς να συμφωνεί με κάποιο από τα επιχειρήματα του Μάρεϊ, συνέχισε γράφοντας το «Εξομολόγηση στο Σύντροφο Μάρεϊ Μπούκτσιν (Confession to Comrade Murray Bookchin)», παρουσιάζοντας μεταφορικά τον Μπούκτσιν ως Στάλιν, σκηνοθετώντας μία πρόβα- και αυτοπαρουσιαζόμενος ως θύμα τύπου Μπουχάριν.
Ως προς τα ουσιώδη ζητήματα, ο David Watson έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, το Πέρα από τον Μπούκτσιν (Beyond Bookchin), στο οποίο υπερασπίζεται μαχητικά τον πρωτογονισμό και τον μυστικισμό. Οι άνθρωποι, έγραψε, θα έπρεπε να «αυτοταπεινώνονται. μπροστά στο μικρότερο μυρμήγκι, συνειδητοποιώντας τη δική τους ανυπαρξία.» Ο Μάρεϊ έγραψε ένα μακρύ άρθρο με τίτλο "Whither Anarchism?", στο οποίο υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στην κριτική του Watson, του Clark και άλλων. Αναπάντεχα, περίπου ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του Πέρα από τον Μπούκτσιν, στις σελίδες του Fifth Estate ο Watson προχώρησε σε μια αυτοαναίρεση και απέρριψε «τους ισχυρισμούς για μία αναρχο-πρωτογονιστική οπτική ή κίνημα,» αποκαλώντας τον πρωτογονισμό ως «τον παράδεισο των ηλιθίων» και θεωρώντας ότι «οι αυτοαποκαλούμενοι πρωτογονιστές αυταπατώνται». Ο Μάρεϊ δε θα μπορούσε να το έχει πει καλύτερα.
Η πιο δημοφιλής τακτική ήταν να γελοιογραφούν τον Μάρεϊ ως έναν εξουσιαστή- ειδικά της μαρξιστικής και σταλινικής κατηγορίας. Η υπεράσπιση από την πλευρά του Μάρεϊ της ελευθεριακής κοινωνικά- επαναστατικής αριστεράς διαστρεφόταν ως μία ύπουλη έμμεση άμυνα της εξουσιαστικής σταλινικής αριστεράς. Ο David Watson χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο Μάρεϊ είχε έρθει σε ρήξη με τον μαρξισμό τη δεκαετία του '50, τον χαρακτήρισε τόσο ως «Γενικό Γραμματέα» όσο και ως «Πρόεδρο», και επιπλέον ως έναν άνθρωπο που υπέφερε από μεγαλομανία. Ο Steve Ash έγραψε ότι ο Μάρεϊ «διατηρεί ένα είδος μαρξοειδούς ντετερμινισμού που αναιρεί τη δήλωσή του ότι είναι ελευθεριακός.» Ο John Clark κατηγόρησε το Μπούκτσιν ως ολέθριο «Μπακουνινιστή» (ή αναρχο-Λενινιστή).» Χωρίς να συμφωνεί με κάποιο από τα επιχειρήματα του Μάρεϊ, συνέχισε γράφοντας το «Εξομολόγηση στο Σύντροφο Μάρεϊ Μπούκτσιν (Confession to Comrade Murray Bookchin)», παρουσιάζοντας μεταφορικά τον Μπούκτσιν ως Στάλιν, σκηνοθετώντας μία πρόβα- και αυτοπαρουσιαζόμενος ως θύμα τύπου Μπουχάριν.
Ως προς τα ουσιώδη ζητήματα, ο David Watson έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, το Πέρα από τον Μπούκτσιν (Beyond Bookchin), στο οποίο υπερασπίζεται μαχητικά τον πρωτογονισμό και τον μυστικισμό. Οι άνθρωποι, έγραψε, θα έπρεπε να «αυτοταπεινώνονται. μπροστά στο μικρότερο μυρμήγκι, συνειδητοποιώντας τη δική τους ανυπαρξία.» Ο Μάρεϊ έγραψε ένα μακρύ άρθρο με τίτλο "Whither Anarchism?", στο οποίο υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στην κριτική του Watson, του Clark και άλλων. Αναπάντεχα, περίπου ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του Πέρα από τον Μπούκτσιν, στις σελίδες του Fifth Estate ο Watson προχώρησε σε μια αυτοαναίρεση και απέρριψε «τους ισχυρισμούς για μία αναρχο-πρωτογονιστική οπτική ή κίνημα,» αποκαλώντας τον πρωτογονισμό ως «τον παράδεισο των ηλιθίων» και θεωρώντας ότι «οι αυτοαποκαλούμενοι πρωτογονιστές αυταπατώνται». Ο Μάρεϊ δε θα μπορούσε να το έχει πει καλύτερα.
Συμπεράσματα για τον καπιταλισμό
Την επαύριο της μάχης ενάντια στο lifestyle αναρχισμό, ο Μάρεϊ ήταν εξουθενωμένος. Το 1996 ήταν 75 χρονών. Η ατίθαση και έμμονη απόρριψη του ελευθεριακού κοινοτισμού από την πλευρά των αναρχικών έπληξαν το ηθικό του, και οι επιθέσεις από τους lifestyle αναρχικούς ήταν αποθαρρυντικές προσωπικά για τον ίδιο. Κανένας δε φαινόταν να τον υποστηρίζει, να παίρνει το μέρος του. Ένοιωθε μόνος και παρεξηγημένος, σαν ένας άνθρωπος εκτός της εποχής του, ακόμα και σαν ένα κατάλοιπο μιας άλλης εποχής.
Όλη αυτή η εμπειρία, πίστευε, έλεγε πολλά για τον κόσμο στον οποίο ζούσε. Οι πρωτογονιστές «μας λένε να κοιτάξουμε μέσα στους εαυτούς μας και να ανακαλύψουμε τους αληθινούς εαυτούς μας», σημείωνε. Προφανώς «πρέπει να αποβάλουμε τα ψυχικά στρώματα που ο πολιτισμός μας επέβαλε για χιλιάδες χρόνια- αφού ο πολιτισμός είναι υπεύθυνος για τα προβλήματά μας- και να ξεφλουδίσουμε τα διάφορα πολιτισμένα μας χαρακτηριστικά, όπως ένα κρεμμύδι, μέχρις ότου μπούμε μέσα στον πιο εσωτερικό πυρήνα». Αλλά «αν πράξουμε έτσι, υπάρχει περίπτωση να βρούμε πολύ λίγα στον πυρήνα, αν όχι τίποτα άλλο εκτός από τα στοιχειώδη φυσικά χαρακτηριστικά μας, τα ένστικτα και τα συναισθήματα».
Το γεγονός είναι ότι «τα ανθρώπινα όντα είναι κοινωνικά όντα». Έτσι «δεν έχουμε κάποιο φυσικό εσωτερικό εαυτό που υπάρχει ξέχωρα από. τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, είτε αποδεχόμαστε τις αξίες του και τον τρόπο ζωής του, είτε εξεγειρόμαστε εναντίον του. Αυτό είναι αλήθεια ακόμη και για τους πιο μαχητικούς ατομικιστές. Αυτό που πραγματικά έχουμε είναι η ικανότητά μας να αναπτυσσόμαστε διανοητικά, να απορροφούμε γνώση, να γινόμαστε συναισθηματικά ώριμοι και πάνω από όλα να καινοτομούμε και να δημιουργούμε. Γι' αυτό χρειαζόμαστε την παρουσία άλλων ανθρώπων.»
Προσανατολισμένος όπως ήταν στο μέλλον, κοιτούσε με τρυφερότητα στο παρελθόν, σε κάποια χαρακτηριστικά της προκαπιταλιστικής κοινωνίας, ειδικότερα στον βαθμό που οι άνθρωποι ήταν «δεμένοι ο ένας με τον άλλον με τα συναισθήματά τους, τις κοινότητες και μία γενναιόδωρη ικανότητα κατανόησης και συναισθηματικής ταύτισης.» Στον καπιταλισμό, αντίθετα, «η εμπορευματοποίηση αποκόπτει όλους τους δεσμούς που δημιουργήθηκαν από τα συναισθήματα και την κοινότητα, αποσυνθέτοντάς τους. ο καπιταλισμός μετατρέπει το οργανικό σε ανόργανο. Φετιχοποιεί τα υλικά αγαθά ως υποκατάστατα των αυθεντικών κοινωνικών δεσμών.
Όλη αυτή η εμπειρία, πίστευε, έλεγε πολλά για τον κόσμο στον οποίο ζούσε. Οι πρωτογονιστές «μας λένε να κοιτάξουμε μέσα στους εαυτούς μας και να ανακαλύψουμε τους αληθινούς εαυτούς μας», σημείωνε. Προφανώς «πρέπει να αποβάλουμε τα ψυχικά στρώματα που ο πολιτισμός μας επέβαλε για χιλιάδες χρόνια- αφού ο πολιτισμός είναι υπεύθυνος για τα προβλήματά μας- και να ξεφλουδίσουμε τα διάφορα πολιτισμένα μας χαρακτηριστικά, όπως ένα κρεμμύδι, μέχρις ότου μπούμε μέσα στον πιο εσωτερικό πυρήνα». Αλλά «αν πράξουμε έτσι, υπάρχει περίπτωση να βρούμε πολύ λίγα στον πυρήνα, αν όχι τίποτα άλλο εκτός από τα στοιχειώδη φυσικά χαρακτηριστικά μας, τα ένστικτα και τα συναισθήματα».
Το γεγονός είναι ότι «τα ανθρώπινα όντα είναι κοινωνικά όντα». Έτσι «δεν έχουμε κάποιο φυσικό εσωτερικό εαυτό που υπάρχει ξέχωρα από. τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, είτε αποδεχόμαστε τις αξίες του και τον τρόπο ζωής του, είτε εξεγειρόμαστε εναντίον του. Αυτό είναι αλήθεια ακόμη και για τους πιο μαχητικούς ατομικιστές. Αυτό που πραγματικά έχουμε είναι η ικανότητά μας να αναπτυσσόμαστε διανοητικά, να απορροφούμε γνώση, να γινόμαστε συναισθηματικά ώριμοι και πάνω από όλα να καινοτομούμε και να δημιουργούμε. Γι' αυτό χρειαζόμαστε την παρουσία άλλων ανθρώπων.»
Προσανατολισμένος όπως ήταν στο μέλλον, κοιτούσε με τρυφερότητα στο παρελθόν, σε κάποια χαρακτηριστικά της προκαπιταλιστικής κοινωνίας, ειδικότερα στον βαθμό που οι άνθρωποι ήταν «δεμένοι ο ένας με τον άλλον με τα συναισθήματά τους, τις κοινότητες και μία γενναιόδωρη ικανότητα κατανόησης και συναισθηματικής ταύτισης.» Στον καπιταλισμό, αντίθετα, «η εμπορευματοποίηση αποκόπτει όλους τους δεσμούς που δημιουργήθηκαν από τα συναισθήματα και την κοινότητα, αποσυνθέτοντάς τους. ο καπιταλισμός μετατρέπει το οργανικό σε ανόργανο. Φετιχοποιεί τα υλικά αγαθά ως υποκατάστατα των αυθεντικών κοινωνικών δεσμών.
Έτσι, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μέσω άλλων πραγμάτων. Αν είμαστε δυστυχισμένοι, μας συμβουλεύουν να αγοράσουμε ένα καινούριο ρούχο ή οικιακή συσκευή, και μετά θα νιώσουμε καλύτερα. Η οικογένεια μεταλλάσσεται σε μία μονάδα κατανάλωσης. Η μόρφωση περιορίζεται σε εκπαίδευση για την απόκτηση εισοδήματος. Ο βιοπορισμός πολλές φορές σημαίνει εκμετάλλευση άλλων ανθρώπων και λεηλασία του φυσικού κόσμου. Οι φιλίες μετατρέπονται σε σχέσεις που σχεδιάζονται για να προωθήσουν την καριέρα. Η εμπορευματοποίηση, με λίγα λόγια, αντικαθιστά του αυθεντικούς κοινωνικούς δεσμούς σε τέτοιο βαθμό που τα πράγματα φαίνεται να υπερέχουν των ανθρώπινων σχέσεων, όπως παρατήρησε και ο Μαρξ, αντί οι άνθρωποι να διαχειρίζονται τα πράγματα.
Οι άνθρωποι σήμερα ενδιαφέρονται για το μυστικισμό και τη θρησκεία λόγω του αισθήματος του κενού και της απελπισίας. «Στις Δυτικές βιομηχανοποιημένες χώρες, η αναβίωση του μυστικιστικού είναι πρωτίστως ένα υποκατάστατο της δημιουργίας πολιτικής που υπό άλλες συνθήκες θα ενδυνάμωνε αυθεντικά τους ανθρώπους. Έτσι, αντί να εντάσσονται στην πολιτική σφαίρα προσπαθώντας να αλλάξουν την κοινωνία γύρω τους, να καταστρέψουν την αρρώστια- τον καπιταλισμό- και να τον αντικαταστήσουν με μία νέα κοινωνική τάξη, οι άνθρωποι σήμερα είναι πιο πιθανό να πέσουν στην εσωστρέφεια, μέσα στην απελπισία τους, και να πιστέψουν σε έναν θεό.» Αλλά ακόμα και ο θεός εμπορευματοποιείται. «Ο καπιταλισμός εμπορευματοποιεί τα συναισθήματα με το να τοποθετεί ένα σήμα του δολαρίου πάνω σε ότι πιστεύουν ή νιώθουν οι άνθρωποι.» Όχι μόνο προκαλεί απόγνωση αλλά «προσπαθεί να κερδίσει από τη λαχτάρα που μας κατακλύζει και ποθεί το σημαντικό και το σπουδαίο.»
Ο Μάρεϊ πίστευε ότι «σήμερα ο καπιταλισμός και η εμπορευματοποίηση ευτελίζουν τους ανθρώπους σε αξιοσημείωτο βαθμό», και ότι «ο εγωισμός, ο ναρκισσισμός, και η ψυχοθεραπευτική νοοτροπία, τυπικά γνωρίσματα της σύγχρονης κοινωνίας» είναι συμπτώματα του ευτελισμού. «Ένα από τα πιο σημαντικά μας καθήκοντα, ως επαναστάτες, είναι να απο-εκχυδαΐσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους,. να επαναφέρουμε τις μεγάλες επαναστατικές παραδόσεις που κάποτε υπήρχαν, όταν οι άνθρωποι αφιέρωναν τις ζωές τους για να δημιουργήσουν μία καλύτερη κοινωνία.»
Ο Μάρεϊ πίστευε ότι «σήμερα ο καπιταλισμός και η εμπορευματοποίηση ευτελίζουν τους ανθρώπους σε αξιοσημείωτο βαθμό», και ότι «ο εγωισμός, ο ναρκισσισμός, και η ψυχοθεραπευτική νοοτροπία, τυπικά γνωρίσματα της σύγχρονης κοινωνίας» είναι συμπτώματα του ευτελισμού. «Ένα από τα πιο σημαντικά μας καθήκοντα, ως επαναστάτες, είναι να απο-εκχυδαΐσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους,. να επαναφέρουμε τις μεγάλες επαναστατικές παραδόσεις που κάποτε υπήρχαν, όταν οι άνθρωποι αφιέρωναν τις ζωές τους για να δημιουργήσουν μία καλύτερη κοινωνία.»
Το χάσμα διευρύνεται
Όσο η αντιπαράθεση συνεχιζόταν, το «αγεφύρωτο χάσμα» μεταξύ του κοινωνικού και του lifestyle αναρχισμού γινόταν αποδεδειγμένα ακόμα πιο αγεφύρωτο. Ο Μάρεϊ είχε αντιμετωπίσει τον lifestyle αναρχισμό και τον κοινωνικό αναρχισμό ως δύο τάσεις του ίδιου κινήματος, με την ελπίδα ότι θα ενδυνάμωνε την κοινωνική τάση, αλλά πολλοί από όσους του άσκησαν κριτική φαινόταν να έχουν την πρόθεση να τοποθετήσουν τον κοινωνικό αναρχισμό οριστικά στο παρελθόν. Η μεγάλη διαίρεση, σύμφωνα με τον αναρχικό Kingsley Widmer, δεν ήταν απλά αυτή μεταξύ του κοινωνικού και του lifestyle αναρχισμού, αλλά αυτή ανάμεσα στον αναρχισμό του παρελθόντος και αυτόν του παρόντος. Ο Μάρεϊ, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ήταν ένας αναχρονισμός, βρισκόταν «σε μια λαμπρή απομόνωση. στους στοιχειωμένους ώμους του Μπακούνιν, του Κροπότκιν, και των απογόνων τους, όπως, για παράδειγμα, των Ισπανών αναρχικών πριν από περισσότερο από δύο γενιές.» Ο κοινωνικός αναρχισμός, έγραψε ο Widmer έχει ιστορικά τελειώσει: «Αυτό που διατυπώνει ο Μπούκτσιν συνολικά φαίνεται μια κατά το παρελθόν αξιοθαύμαστη αλλά τώρα στενή και ισχνή ελευθεριακή σκέψη διαφορετικού τόπου, χρόνου και συνθηκών. Για να το θέσουμε ευγενικά, οι απόψεις του Μπούκτσιν είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους γραφικές»
Τέτοιες κριτικές φαινόταν να επιδιώκουν να προσδιορίσουν τον κοινωνικό αναρχισμό ως αναρχισμό- του- παρελθόντος, και τον lifestyle αναρχισμό ως αναρχισμό- του- σήμερα. Ο Steve Ash, γράφοντας στη Freedom, πήγε ακόμη πιο πέρα, βεβαιώνοντας ότι ο ατομικιστικός αναρχισμός ήταν ανέκαθεν ο αναρχισμός: «Ο αναρχισμός ως σύνολο. έδινε πάντα έμφαση στον αυτοκαθορισμό»- δηλαδή στην αυτονομία. Αν ο Μάρεϊ σκεφτόταν ότι ο αναρχισμός είχε κάποτε κάποια κολεκτιβιστική ή κοινοτιστική διάσταση, ήταν προφανώς λάθος. Πράγματι, διαβεβαίωνε ο Ash, ο Μπούκτσιν είχε ενταχθεί στο «αναρχικό κίνημα μπερδεύοντάς το με κάποια ριζοσπαστική μορφή αντι-ιεραρχικού κομμουνισμού.» Σε αυτό ο Μάρεϊ απάντησε: «Υπάρχει περίπτωση ο κ. Ash να μην έχει ακούσει ποτέ του για τον ελευθεριακό κομμουνισμό (comunismo libertario) ή τους δεκάδες χιλιάδες Ισπανών αναρχικών που όρθωσαν τις ιαχές τους για αυτόν στους δρόμους της Σαραγόσας, της Βαρκελώνης, και της Αλκόη, και σε άλλες ισπανικές πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και στα πεδία μάχης της Αραγκόν; Αν είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι ο «αντι-ιεραρχικός κομμουνισμός» ανήκει στην «αυθεντική [!] αναρχική ιδέα, τότε έχουμε επιλέξει να αγνοούμε ένα σημαντικό κεφάλαιο της αναρχικής ιστορίας.» Η κριτική του Ash όχι μόνο εναπόθετε τον κοινωνικό αναρχισμό στο παρελθόν αλλά έχανε και όλη την ιστορική μνήμη του.
Όλοι εμείς που γνωρίζαμε το Μάρεϊ προσωπικά καταλάβαμε ότι είχε κατ' ιδίαν απορρίψει τον αναρχισμό ως τέτοιον το 1995, περίπου την περίοδο που έγραψε το «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός». Σε αυτό το βιβλιαράκι ουσιαστικά έλεγε ότι «αν ο αναρχισμός συνεχίσει με το ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να αφήσω το κίνημα». Αλλά στην πραγματικότητα είχε ήδη φύγει, τόσο συναισθηματικά, όσο και πνευματικά. Παρόλα αυτά, για τέσσερα χρόνια δίσταζε να έρθει σε ρήξη δημοσίως. Είχε ήδη σαράντα χρόνια ιστορίας στο κίνημα και πολλούς αναρχικούς φίλους. Είχε αναρχικούς εκδότες και μία σημαντική φήμη. Θα εγκατέλειπε όλα αυτά; Αλλά ο Μάρεϊ, προς τιμήν του, ποτέ δεν έκανε το λογικό λάθος να νοιάζεται για τη φήμη του. Νοιαζόταν μόνο να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό.
Γιατί, τότε, χρονοτριβούσε με τη ρήξη; Κατά τη γνώμη μου, ένας σημαντικός λόγος ήταν η ηλικία του. Μόλις είχε περάσει μία άγρια μάχη με τους lifestyle αναρχικούς. Μπορούσε τότε να γράψει ένα άρθρο που θα λεγόταν «Κομμουναλισμός ενάντια στον Αναρχισμό», αλλά αν το έκανε θα άνοιγε μία άλλη μάχη. Στα 75 του, ένοιωθε τον εαυτό του πολύ εύθραυστο, και την υγεία του πολύ αδύνατη, για να αντέξει την αντεπίθεση που θα δεχόταν. Ήξερε ότι θα χρειαζόταν τη βοήθειά μου για να γράψει τις απαντήσεις, αλλά εγώ ήμουν ήδη πολύ απασχολημένη με την επιμέλεια και τη ερευνητική υποστήριξη των τελευταίων δύο τόμων του έργου «Η Τρίτη Επανάσταση».
Ένας άλλος λόγος ήταν η σειρά συνεδρίων για τον ελευθεριακό κοινοτισμό του 1997-99. Το 1997 έγραψα ένα μικρό βιβλίο συνοψίζοντας τις πολιτικές ιδέες του, με τίτλο «Η Πολιτική της Κοινωνικής Οικολογίας: Ο ελευθεριακός κοινοτισμός» (The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism), που σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Κάποιοι από τους φίλους του ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το βιβλίο ώστε να προσπαθήσουν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον όσων κοινωνικών αναρχικών είχαν απομείνει πιστοί στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία. Ο εκδότης πρότεινε να οργανώσουμε μία σειρά δύο διεθνών συνεδρίων για να προωθήσουμε τη δημοκρατία στους αναρχικούς για τελευταία φορά. Εφόσον ο Μάρεϊ είχε ήδη γίνει πολύ δυσκίνητος για να ταξιδέψει λόγω της αρθρίτιδας, συμφώνησα να συμμετέχω στη θέση του. Ήταν ανυπόμονος με το όλο εγχείρημα, αλλά ίσως από σεβασμό απέναντί μου, κρατούσε τις ανησυχίες του για τον εαυτό του. Το πρώτο συνέδριο έγινε το 1998 στη Λισσαβώνα της Πορτογαλίας, το δεύτερο το 1999 στο Πλέινφιλντ του Βερμόντ. Όπως είχε προβλέψει ο Μάρεϊ, η σειρά συνεδρίων απέτυχε να παραγάγει ένα κίνημα ή τουλάχιστον μια σειρά πρωτοβουλιών. Αντιθέτως, οι αναρχικοί στους οποίους έφτασαν τα πρακτικά των συνεδρίων συνέχισαν να διατυπώνουν τις ίδιες αντιρρήσεις: Η Δημοκρατία εξουσιάζει. Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι κρατισμός.
Από τότε οι φίλοι του, όπως και ο Μάρεϊ κατάλαβαν ότι καμία πρόοδος δεν μπορούσε να γίνει. Είχε κάνει ότι καλύτερο μπορούσε. «Κουράστηκα να υπερασπίζομαι τον αναρχισμό ενάντια στους αναρχικούς,» συνήθιζε να λέει. Γράφοντας στο αγγλικό περιοδικό Organise! παραδέχτηκε ότι η προσπάθειά του να μεταμορφώσει τον αναρχισμό υπήρξε μια αποτυχία:
Τέτοιες κριτικές φαινόταν να επιδιώκουν να προσδιορίσουν τον κοινωνικό αναρχισμό ως αναρχισμό- του- παρελθόντος, και τον lifestyle αναρχισμό ως αναρχισμό- του- σήμερα. Ο Steve Ash, γράφοντας στη Freedom, πήγε ακόμη πιο πέρα, βεβαιώνοντας ότι ο ατομικιστικός αναρχισμός ήταν ανέκαθεν ο αναρχισμός: «Ο αναρχισμός ως σύνολο. έδινε πάντα έμφαση στον αυτοκαθορισμό»- δηλαδή στην αυτονομία. Αν ο Μάρεϊ σκεφτόταν ότι ο αναρχισμός είχε κάποτε κάποια κολεκτιβιστική ή κοινοτιστική διάσταση, ήταν προφανώς λάθος. Πράγματι, διαβεβαίωνε ο Ash, ο Μπούκτσιν είχε ενταχθεί στο «αναρχικό κίνημα μπερδεύοντάς το με κάποια ριζοσπαστική μορφή αντι-ιεραρχικού κομμουνισμού.» Σε αυτό ο Μάρεϊ απάντησε: «Υπάρχει περίπτωση ο κ. Ash να μην έχει ακούσει ποτέ του για τον ελευθεριακό κομμουνισμό (comunismo libertario) ή τους δεκάδες χιλιάδες Ισπανών αναρχικών που όρθωσαν τις ιαχές τους για αυτόν στους δρόμους της Σαραγόσας, της Βαρκελώνης, και της Αλκόη, και σε άλλες ισπανικές πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς και στα πεδία μάχης της Αραγκόν; Αν είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι ο «αντι-ιεραρχικός κομμουνισμός» ανήκει στην «αυθεντική [!] αναρχική ιδέα, τότε έχουμε επιλέξει να αγνοούμε ένα σημαντικό κεφάλαιο της αναρχικής ιστορίας.» Η κριτική του Ash όχι μόνο εναπόθετε τον κοινωνικό αναρχισμό στο παρελθόν αλλά έχανε και όλη την ιστορική μνήμη του.
Όλοι εμείς που γνωρίζαμε το Μάρεϊ προσωπικά καταλάβαμε ότι είχε κατ' ιδίαν απορρίψει τον αναρχισμό ως τέτοιον το 1995, περίπου την περίοδο που έγραψε το «Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός». Σε αυτό το βιβλιαράκι ουσιαστικά έλεγε ότι «αν ο αναρχισμός συνεχίσει με το ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να αφήσω το κίνημα». Αλλά στην πραγματικότητα είχε ήδη φύγει, τόσο συναισθηματικά, όσο και πνευματικά. Παρόλα αυτά, για τέσσερα χρόνια δίσταζε να έρθει σε ρήξη δημοσίως. Είχε ήδη σαράντα χρόνια ιστορίας στο κίνημα και πολλούς αναρχικούς φίλους. Είχε αναρχικούς εκδότες και μία σημαντική φήμη. Θα εγκατέλειπε όλα αυτά; Αλλά ο Μάρεϊ, προς τιμήν του, ποτέ δεν έκανε το λογικό λάθος να νοιάζεται για τη φήμη του. Νοιαζόταν μόνο να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό.
Γιατί, τότε, χρονοτριβούσε με τη ρήξη; Κατά τη γνώμη μου, ένας σημαντικός λόγος ήταν η ηλικία του. Μόλις είχε περάσει μία άγρια μάχη με τους lifestyle αναρχικούς. Μπορούσε τότε να γράψει ένα άρθρο που θα λεγόταν «Κομμουναλισμός ενάντια στον Αναρχισμό», αλλά αν το έκανε θα άνοιγε μία άλλη μάχη. Στα 75 του, ένοιωθε τον εαυτό του πολύ εύθραυστο, και την υγεία του πολύ αδύνατη, για να αντέξει την αντεπίθεση που θα δεχόταν. Ήξερε ότι θα χρειαζόταν τη βοήθειά μου για να γράψει τις απαντήσεις, αλλά εγώ ήμουν ήδη πολύ απασχολημένη με την επιμέλεια και τη ερευνητική υποστήριξη των τελευταίων δύο τόμων του έργου «Η Τρίτη Επανάσταση».
Ένας άλλος λόγος ήταν η σειρά συνεδρίων για τον ελευθεριακό κοινοτισμό του 1997-99. Το 1997 έγραψα ένα μικρό βιβλίο συνοψίζοντας τις πολιτικές ιδέες του, με τίτλο «Η Πολιτική της Κοινωνικής Οικολογίας: Ο ελευθεριακός κοινοτισμός» (The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism), που σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Κάποιοι από τους φίλους του ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το βιβλίο ώστε να προσπαθήσουν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον όσων κοινωνικών αναρχικών είχαν απομείνει πιστοί στην πρόσωπο- με- πρόσωπο δημοκρατία. Ο εκδότης πρότεινε να οργανώσουμε μία σειρά δύο διεθνών συνεδρίων για να προωθήσουμε τη δημοκρατία στους αναρχικούς για τελευταία φορά. Εφόσον ο Μάρεϊ είχε ήδη γίνει πολύ δυσκίνητος για να ταξιδέψει λόγω της αρθρίτιδας, συμφώνησα να συμμετέχω στη θέση του. Ήταν ανυπόμονος με το όλο εγχείρημα, αλλά ίσως από σεβασμό απέναντί μου, κρατούσε τις ανησυχίες του για τον εαυτό του. Το πρώτο συνέδριο έγινε το 1998 στη Λισσαβώνα της Πορτογαλίας, το δεύτερο το 1999 στο Πλέινφιλντ του Βερμόντ. Όπως είχε προβλέψει ο Μάρεϊ, η σειρά συνεδρίων απέτυχε να παραγάγει ένα κίνημα ή τουλάχιστον μια σειρά πρωτοβουλιών. Αντιθέτως, οι αναρχικοί στους οποίους έφτασαν τα πρακτικά των συνεδρίων συνέχισαν να διατυπώνουν τις ίδιες αντιρρήσεις: Η Δημοκρατία εξουσιάζει. Ο ελευθεριακός κοινοτισμός είναι κρατισμός.
Από τότε οι φίλοι του, όπως και ο Μάρεϊ κατάλαβαν ότι καμία πρόοδος δεν μπορούσε να γίνει. Είχε κάνει ότι καλύτερο μπορούσε. «Κουράστηκα να υπερασπίζομαι τον αναρχισμό ενάντια στους αναρχικούς,» συνήθιζε να λέει. Γράφοντας στο αγγλικό περιοδικό Organise! παραδέχτηκε ότι η προσπάθειά του να μεταμορφώσει τον αναρχισμό υπήρξε μια αποτυχία:
Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου που προσπάθησα να διευρύνω τους ορίζοντες του αναρχισμού τη δεκαετία του '60 πάνω σε πολιτιστικές γραμμές. Λυπάμαι μόνο που απέτυχα, αλλά δε θεωρώ πως είδα τις λάθος δυνατότητες για μια σε βάθος αλλαγή της κοινωνίας. Κατά έναν τραγικό τρόπο πολλοί Αμερικάνοι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί δεν προσπάθησαν καν να κάνουν κάτι τότε και έχουν εγκαταλείψει τις πεποιθήσεις τους προς όφελος της ιδιωτικής ζωής και της ακαδημαϊκής καριέρας. Σίγουρα η αποτυχία δε σημαίνει ότι κάποιος δεν πρέπει να προσπαθήσει.
Κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν ο Μάρεϊ είχε πράγματι μεταμορφώσει τον αναρχισμό- προς όφελος του τελευταίου, τον είχε διαποτίσει με την οικολογία και την κριτική στην ιεραρχία και άλλες ιδέες. Αλλά ο George Woodcock αποδείχθηκε σωστός- οι αναρχικοί δεν είχαν καμία όρεξη για τη δημοκρατία. Τουλάχιστον ο Μάρεϊ είχε την ικανοποίηση ότι γνώριζε πως είχε προσπαθήσει. Στο τέλος, η αφοσίωσή του στη δημοκρατία ως έννοια και πράξη ήταν πιο δυνατή από την αφοσίωσή του στον αναρχισμό. Έτσι, όταν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στα δύο, επέλεξε τη δημοκρατία.
Εν τω μεταξύ, μία ομάδα ταλαντούχων σκανδιναβών κομμουναλιστών είχε γεννηθεί. Μας συνάντησαν το 1996-97, και αφού επέστρεψαν στην πατρίδα τους προχώρησαν στη δημιουργία μιας σταθερής οργάνωσης, της Δημοκρατικής Εναλλακτικής (Democratic Alternative). Δημιούργησαν ομάδες μελέτης. Οργάνωναν συναντήσεις και δημόσιες συζητήσεις. Έγραψαν πλατφόρμες και προγράμματα. Οργάνωσαν εσωτερικές συνόδους και εξωτερικά συνέδρια. Μετέφρασαν τη δουλειά του Μάρεϊ και τη δική μου στα νορβηγικά και τη δημοσίευσαν. Έγραψαν δικά τους άρθρα. Επιμελήθηκαν και εξέδωσαν περιοδικά. Απαλλάχθηκαν από τις κοινοτοπίες. Ήταν εκπληκτικοί.
Στα νορβηγικά, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λέξη κοινοτισμός μεταφράζεται ως ισοδύναμο του «κομμουναλισμού». Οι Νορβηγοί σύντροφοί μας άρα εύκολα αυτοαποκαλούνταν «κομμουναλιστές». Το 1994 ο Μάρεϊ είχε αναφερθεί στον κομμουναλισμό ως «τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού». Το επόμενο αναπόφευκτο βήμα του ήταν να διαχωρίσει τον κομμουναλισμό από τον αναρχισμό. Οι Νορβηγοί του έδωσαν την πολιτική και ψυχολογική υποστήριξη που χρειαζόταν για να έρθει σε ρήξη με την ιδεολογία που για σαράντα χρόνια ήταν το σπίτι του.
Στο δεύτερο συνέδριο για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, στο Βερμόντ το 1999, ο Μάρεϊ ήρθε σε ρήξη με τον αναρχισμό. Τρία χρόνια αργότερα κατέγραψε στο τελευταίο θεωρητικό άρθρο του μια θαυμάσια σύνοψη των απόψεών του στο τέλος της ζωής του, ένα άρθρο που ονόμασε «Το Κομμουναλιστικό Πρόταγμα (The Communalist Project).»
Εν τω μεταξύ, μία ομάδα ταλαντούχων σκανδιναβών κομμουναλιστών είχε γεννηθεί. Μας συνάντησαν το 1996-97, και αφού επέστρεψαν στην πατρίδα τους προχώρησαν στη δημιουργία μιας σταθερής οργάνωσης, της Δημοκρατικής Εναλλακτικής (Democratic Alternative). Δημιούργησαν ομάδες μελέτης. Οργάνωναν συναντήσεις και δημόσιες συζητήσεις. Έγραψαν πλατφόρμες και προγράμματα. Οργάνωσαν εσωτερικές συνόδους και εξωτερικά συνέδρια. Μετέφρασαν τη δουλειά του Μάρεϊ και τη δική μου στα νορβηγικά και τη δημοσίευσαν. Έγραψαν δικά τους άρθρα. Επιμελήθηκαν και εξέδωσαν περιοδικά. Απαλλάχθηκαν από τις κοινοτοπίες. Ήταν εκπληκτικοί.
Στα νορβηγικά, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λέξη κοινοτισμός μεταφράζεται ως ισοδύναμο του «κομμουναλισμού». Οι Νορβηγοί σύντροφοί μας άρα εύκολα αυτοαποκαλούνταν «κομμουναλιστές». Το 1994 ο Μάρεϊ είχε αναφερθεί στον κομμουναλισμό ως «τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού». Το επόμενο αναπόφευκτο βήμα του ήταν να διαχωρίσει τον κομμουναλισμό από τον αναρχισμό. Οι Νορβηγοί του έδωσαν την πολιτική και ψυχολογική υποστήριξη που χρειαζόταν για να έρθει σε ρήξη με την ιδεολογία που για σαράντα χρόνια ήταν το σπίτι του.
Στο δεύτερο συνέδριο για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, στο Βερμόντ το 1999, ο Μάρεϊ ήρθε σε ρήξη με τον αναρχισμό. Τρία χρόνια αργότερα κατέγραψε στο τελευταίο θεωρητικό άρθρο του μια θαυμάσια σύνοψη των απόψεών του στο τέλος της ζωής του, ένα άρθρο που ονόμασε «Το Κομμουναλιστικό Πρόταγμα (The Communalist Project).»
Στο τέλος της δεκαετίας του '50, όταν ο αναρχισμός στις ΗΠΑ είχε μία ελάχιστα ορατή παρουσία, φαινόταν σαν ένα αρκετά καθαρό πεδίο στο οποίο θα μπορούσα να αναπτύξω την κοινωνική οικολογία, καθώς και. τις πολιτικές ιδέες που τελικά θα γινόταν .ο ελευθεριακός κοινοτισμός. Ήξερα καλά ότι αυτές οι ιδέες δεν ήταν σύμφωνες με τις παραδοσιακές αναρχικές ιδέες. Σήμερα βρίσκω ότι ο αναρχισμός παραμένει η πολύ απλουστευτική ατομικιστική και ανορθολογική κοινωνία που πάντα ήταν. Η προσπάθειά μου να διατηρήσω τον αναρχισμό κάτω από το όνομα του «κοινωνικού αναρχισμού» ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτυχημένη, και τώρα διαπιστώνω ότι ο όρος που χρησιμοποίησα για να δηλώσω τις ιδέες μου πρέπει να αντικατασταθεί από τον Κομμουναλισμό, ο οποίος συνεκτικά ενσωματώνει και μάλιστα προωθεί περαιτέρω τα πιο εφαρμόσιμα χαρακτηριστικά των αναρχικών και Μαρξιστικών παραδόσεων.
Το άρθρο είναι αξιόλογο για τη νηφαλιότητά του- παρόλο που είναι κριτικό για τον αναρχισμό, δεν είναι μια πολεμική εναντίον του, αλλά αντιθέτως επεξηγεί ήρεμα μία μεταμόρφωση:
Εγώ ο ίδιος χρησιμοποίησα κάποτε αυτή την πολιτική ταμπέλα [αναρχισμός], αλλά περαιτέρω σκέψη με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι απλώς, παρά τους συχνά αναζωογονητικούς αφορισμούς και τις εμπνεύσεις του, ο αναρχισμός δεν είναι μία κοινωνική θεωρία. Δυστυχώς, η χρήση σοσιαλιστικών όρων έχει συχνά εμποδίσει τους αναρχικούς από το να μας πουν, ή ακόμα και να καταλάβουν καθαρά, τι ακριβώς είναι: ατομικιστές των οποίων οι ιδέες για αυτονομία προέρχονται από μία ισχυρή αφοσίωση περισσότερο στην προσωπική ελευθερία παρά στην κοινωνική ελευθερία, ή σοσιαλιστές αφοσιωμένοι σε μία δομημένη, θεσμοποιημένη, και υπεύθυνη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η ιστορία της ιδεολογίας του είναι γαρνιρισμένη με ιδιοσυγκρασιακές πράξεις ανυπάκουης που τείνουν στην εκκεντρικότητα, κάτι το οποίο φυσικά έχει ελκύσει πολλούς νέους ανθρώπους και εστέτ. Στη πραγματικότητα, ο αναρχισμός αντιπροσωπεύει την πιο ακραία διατύπωση της φιλελεύθερης ιδεολογίας της άνευ ορίων αυτονομίας, η οποία εξελίσσεται σε ένα πανηγύρι ηρωικών πράξεων ανυπακοής στο κράτους.
Δεν εξαπέλυσε επίθεση στον αναρχισμό, την πρώην ιδεολογική του στέγη.
Αρκετά χρόνια πριν, όταν ακόμα προσδιόριζα τον εαυτό μου ως αναρχικό, δοκίμασα να διατυπώσω μια διάκριση ανάμεσα στον «κοινωνικό» και το «lifestyle» αναρχισμό, και έγραψα ένα άρθρο που αναγνώριζε τον Κομμουναλισμό ως «τη δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού.». Δεν πιστεύω πλέον ότι ο Κομμουναλισμός είναι απλώς μια δημοκρατική ή άλλου είδους «διάσταση» του αναρχισμού. Αντιθέτως, είναι μία ξεχωριστή ιδεολογία με επαναστατική παράδοση που ακόμα χρειάζεται να διερευνηθεί.
Όσο για τον κομμουναλισμό που διακήρυττε τώρα, ο Μάρεϊ τον είδε ως υπέρβαση τόσο του αναρχισμού, όσο και του μαρξισμού, και του απέδωσε όλες τις πολιτικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές ιδέες που υποστήριζε για δεκαετίες.
Διεκδίκησή μου είναι ο Κομμουναλισμός να είναι η ευρεία πολιτική κατηγορία, η πιο κατάλληλη να περιλάβει όλες τις ιδέες και τις συστηματικές απόψεις της κοινωνικής οικολογίας, συμπεριλαμβανομένου και του ελευθεριακού κοινοτισμού και του διαλεκτικού νατουραλισμού. Ως ιδεολογία, ο Κομμουναλισμός αντλεί τα καλύτερα στοιχεία από τις παλαιότερες ιδεολογίες της Αριστεράς, τον μαρξισμό και τον αναρχισμό, πιο σωστά την ελευθεριακή σοσιαλιστική παράδοση, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει ένα πεδίο ευρύτερο και περισσότερο σχετικό με την εποχή μας.
Η δική μου άποψη είναι ότι ο Μάρεϊ δεν είχε άλλη εναλλακτική από αυτό που έκανε. Οι αναρχικοί επανειλημμένα και επίμονα απέρριπταν την προσέγγισή του. «Το Κομμουναλιστικό Πρόταγμα» είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για μια ζωή τεράστιας διανοητικής ακεραιότητας. Με αυτό ήλπιζε ότι, έχοντας χαράξει νέους δρόμους, θα έδινε στους ελευθεριακούς κοινωνικούς επαναστάτες ένα νέο μονοπάτι προς τα εμπρός. Το καθήκον της περαιτέρω ανάπτυξης του κομμουναλισμού και της οικοδόμησης ενός κομμουναλιστικού κινήματος εναποτίθεται τώρα, επομένως, στην επόμενη γενιά των κοινωνικών οικολόγων.
Janet Biehl
Μετάφραση: Φανή Αραμπατζίδου
Bookchin, "What is Communalism? The Democratic Dimension of Anarchism", Green Perspectives αρ. 31 (Οκτώβριος 1994), σελ. 3 (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε "Τι είναι ο Κομμουναλισμός: Η Δημοκρατική Διάσταση του Αναρχισμού", Δημοκρατία και Φύση 1), αναφέρεται στο Peter Marshall, Demanding the Impossible: A History of Anarchism (London: HarperCollins, 1992), σελ. 22.
Ο.π., σελ. 58. Για την «τυραννία της απουσίας δομών», βλ. το ομώνυμο κλασσικό άρθρο του Jo Freeman του 1970 στο διαδίκτυο: http://www.flag.blackened. net/revolt/hist_texts/structurelessness.html.
Kingsley Widmer, "How Broad and Deep Is Anarchism?", Social Anarchism, αρ. 24 (1997)· Jason McQuinn, review of Social Anarchism or Lifestyle Anarchism, στο Alternative Press Review(Άνοιξη- Καλοκαίρι 1987)· Laure Akai, "Social Anarchism Revisited" στο Anarchy: Journal of Desire Armed, νο. 44 (Φθινόπωρο- Χειμώνας 1997-98)· Bob Black, Anarchy After Leftism(Columbia, Mo.: C.A.L. Press, 1997).
Bookchin, γράμμα στο Organise!, σελ. 18. Δυστυχώς, ο Iain Mackay, ένας συγγραφέας που σχετίζεται με το Organise!, κυκλοφορεί τελευταία μία φήμη ότι στα τέλη της ζωής του ο Μάρεϊ υπέφερε από Αλτσχάιμερ. Ως ο άνθρωπος που τον φρόντιζε περισσότερο, μπορώ να δηλώσω κατηγορηματικά ότι αυτή η φήμη είναι τελείως λανθασμένη. Το πνεύμα του Μάρεϊ παρέμεινε διαυγές σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Μάρεϊ είχε κάποιες σοβαρές διαφωνίες με τον Προυντόν, όπως για παράδειγμα με την «αφοσίωσή του σε μία συμβολαιακή μορφή οικονομικών σχέσεων, διακριτή από τη κομμουνιστική αρχή του «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, για τον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», μία αφοσίωση που. μετά βίας μπορεί να διακριθεί από τις μπουρζουάδικες αντιλήψεις για την έννοια του δικαιώματος.» Βλέπε Bookchin, "Deep Ecology, Anarcho-syndicalism". Διαφώνησε επίσης με την «ιδιοκτησιακή νοοτροπία που εμφανίζεται σε πολλά γραπτά του Προυντόν», τα οποία λέει ότι είναι «δευτερεύουσας σημασίας». Βλ. Bookchin, "The Ghost of Anarcho-syndicalism," σελ. 7.
Ο Μάρεϊ ήταν προσεκτικός στο να ορίσει τις διαφορές του από τη σκέψη του Κροπότκιν, έχοντας ενστάσεις για την άποψη του Κροπότκιν περί «κοινωνικού ενστίκτου» που τεκμηρίωνε την αλληλοβοήθεια. Αυτή η ιδέα ήταν «προβληματική, όχι μόνο γιατί βασίζεται σε μία ιδιαίτερα επιλεκτική μελέτη των ζώων, αλλά γιατί τείνει να αγνοεί ένα πλήθος ζώων που ζουν μόνα τους, συμπεριλαμβανομένων και των εξαιρετικά ανεπτυγμένων θηλαστικών. Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι τείνει να μπερδεύει την αγέλη, το κοπάδι και τις μετακινούμενες κοινότητες με τις κοινωνίες - δηλαδή με θεσμούς μεταβλητούς, δεκτικούς στην αλλαγή, λόγω της ξεχωριστής ικανότητας των ανθρώπων να δημιουργούν, να αναπτύσσουν, να ανατρέπουν και να υπονομεύουν ανάλογα με τα συμφέροντα και τη βούλησή τους.». Βλ. "Deep Ecology, Anarcho-syndicalism".
Kropotkin, "Modern Science and Anarchism", (1913), στο Kropotkin, Revolutionary Pamphlets, Roger Baldwin (1927, επανέκδοση New York: Dover, 1970), σελ. 163. Αναφέρεται στο Bookchin, "The Ghost of Anarcho-syndicalism," σελ. 8 (Σ.τ.Ε.: ελληνική μετάφραση του "Σύγχρονη επιστήμη και αναρχισμός" στο Προς του νέους, Ελεύθερος Τύπος).
Bookchin, The Problem of Chemicals in Food.Αυτό το άρθρο, όπως και πολλά άλλα που αναφέρονται σε αυτές τις υποσημειώσεις, μπορούν να βρεθούν στο διαδίκτυο στο Anarchy Archives, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/bookchin/Bookchinarchive.html.
Frederick Engels, Herr Eugen Duhring's Revolution in Science (Anti-Duhring) (New York: International Publishers, 1939), σελ. 323 (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε Αντί Ντίρινγκ, Ηανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Ντίρινγκ, Σύγχρονη Εποχή), αναφέρεται στο Bookchin, "Listen, Marxist!" στο Post-Scarcity Anarchism (Berkeley, Calif.: Ramparts Press, 1971), σελ. 209 (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε Άκου Μαρξιστή, Διεθνής Βιβλιοθήκη).
Frederick Engels, The Housing Question (Moscow: Progressive Publishers, 1970), σελ. 49 (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε Για το ζήτημα της κατοικίας, Σύγχρονη Εποχή). Ο Μάρεϊ αναφέρει αυτό το απόσπασμα στο The Limits of the City (Montreal: Black Rose Books, 1986), σελ. 138n (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε Τα Όρια της Πόλης, Παρατηρητής).
Bookchin, "Listen, Marxist!", σελ. 209. Σε αυτό το δοκίμιο ο Μάρεϊ σκεφτόταν την αποκέντρωση ως έναν κοινό στόχο τόσο του αναρχισμού, όσο και του Μαρξισμού: «Τόσο ο μαρξισμός, όσο και ο αναρχισμός συμφωνούσαν πάντα ότι μία απελευθερωμένη, κομμουνιστική κοινωνία συνεπάγεται εκτεταμένη αποκέντρωση, τον τερματισμό της γραφειοκρατίας, την κατάρρευση του κράτους, και τη διάλυση των μεγάλων πόλεων» (σελ. 209).
Victor Ferkiss, The Future of Technological Civilization (New York: George Braziller, 1974), σελ. 75. Ο Μάρεϊ έγραψε το 1999, «Θεωρώ τον Κροπότκιν ως τον αληθινό πρωτοπόρο στην οικοαναρχική παράδοση, καθώς και στον αναρχικό κομμουνισμό». Βλ. Anarchism, Marxism,σελ. 58. Το 2002 απέρριψε τον οικοαναρχισμό ως πριμιτιβιστικό. Βλ. Bookchin, "The Communalist Project", στο Communalism: Journal for a Rational Society (2002). Αρχικά εκδόθηκε στο διαδίκτυο στη διεύθυνση www.communalism.net; Επανεκδόθηκε στο Bookchin, Social Ecology and Communalism (Oakland and Edinburgh: A.K. Press, 2007).
Στο δοκίμιο "Post-Scarcity Anarchism" ο Μάρεϊ επικαλείται το «Totality for Kids» του Raoul Vaneigem. Βλ. Post-Scarcity Anarchism (Berkeley, Calif.: Ramparts Press, 1971), σελ. 39. Ο Βανεγκέμ, σε αυτό το δοκίμιο που απαρτίζονταν από δύο μέρη (εκδόθηκε το 1962 και 1963), αναφέρεται αρκετές φορές στην «ιεραρχική εξουσία». Αρχικά υπό τον τίτλο «Banalites de base», το δοκίμιο ξαναμεταφράστηκε πρόσφατα ως «Basic Banalities» και εκδόθηκε (μέρη 1 και 2) στο Ken Knabb, ed., Situationist International Anthology, rev. and updated ed. (Berkeley: Bureau of Public Secrets, 2006). Από όσο γνωρίζω, ο Μάρεϊ πρώτος έγραψε για την «ιεραρχική κοινωνία» το 1967 στο δοκίμιο "Desire and Need", αργότερα σε μεγαλύτερη έκταση το 1969 στο "Listen, Marxist!" και τέλος το 1982 στο μεγαλειώδες The Ecology of Freedom. Το "Ecology and Revolutionary Thought" όπως επανεκδόθηκε στο Post-Scarcity Anarchism, περιέχει μία συζήτηση για την ιεραρχία, αλλά είναι αναθεώρηση που προστέθηκε στο βιβλίο του 1971 και δεν εμφανιζόταν στο πρωτότυπο άρθρο.
Το The Ecology of Freedom (Palo Alto, Calif.: Cheshire Books, 1982) ανοίγει με μία προμετωπίδα από την Ηθική του Κροπότκιν (Σ.τ.Ε.: ελληνική μετάφραση της Ηθικής από τις εκδόσεις Νησίδες). Το ευχαριστήριο σημείωμα του Μάρεϊ λέει: «Τα γραπτά του Πιότρ Κροπότκιν για την αλληλοβοήθεια και τον αναρχισμό παραμένουν ακατάλυτη παράδοση στην οποία είμαι αφοσιωμένος».
"Forms of Freedom", σελ. 155-65. Στον πρόλογο της έκδοσης Black Rose (1985) του Post-Scarcityο Μάρεϊ έγραψε: «το "Forms of Freedom" γραμμένο δεκαεπτά χρόνια πριν, αποτελεί ακόμα τη βάση των ιδεών μου για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, δηλαδή για τη συνέλευση ως αυθεντική βάση για δημοκρατία και για τη κριτική μου για τον συνδικαλισμό».
Το άρθρο υπογράφτηκε από το "The Anarchos Group." Από πολλές απόψεις, αυτό το αξιοσημείωτο άρθρο προμηνύει το πολεμικό κείμενο του 1994 με "Social Anarchism vs. Lifestyle Anarchism" (Σ.τ.Ε.: για ελληνική μετάφραση βλέπε Κοινωνικός Αναρχισμός ή Lifestyle Αναρχισμός: Ένα Αγεφύρωτο Χάσμα, Ισνάφι). Τα παράπονα που έκανε ο Μάρεϊ το 1972 για την παροδικότητα και τη θεατρικότητα των αντιπολεμικών κινημάτων προεξοφλούν την μετέπειτα κριτική του για τους lifestyle «ad hoc τυχοδιώκτες». Αυτό το άρθρο επίσης ήταν η πρώτη παρουσίαση των ιδεών του που, δέκα χρόνια αργότερα, θα αποκαλούσε «ελευθεριακό κοινοτισμό».
Το κυριότερο βιβλίο του Μάρεϊ για τον ελευθεριακό κοινοτισμό είναι το The Rise of Urbanizationand Decline of Citizenship, (Sierra Club, 1987), που επανεκδόθηκε ως Urbanization Against Cities(Montreal: Black Rose Books, 1992) και ως From Urbanization to Cities (London: Cassell, 1995). Από τις αρχές του '80 έγραψε πολλά άρθρα για το θέμα. Για έναν κατάλογο αυτών των έργων, καθώς και για μια συνοπτική περίληψη των ιδεών, βλ. το δικό μου The Politics of Social Ecology:Libertarian Municipalism (Montreal: Black Rose Books, 1998).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου